
Η στρατιωτική στρατηγική της Αργεντινής
Ο πόλεμος των Falklands του 1982 παρουσιάζει σημαντικότατο στρατηγικό ενδιαφέρον. Η ανάλυση που ακολουθεί εξετάζει το ζήτημα της στρατιωτικής στρατηγικής από τη μεριά της Αργεντινής. Η χούντα του στρατηγού Galtieri επιζητούσε μια νίκη, η οποία θα τόνωνε το εθνικό αίσθημα (Andarcia, 1985). Για το λόγο αυτό είχε αρχίσει από το Δεκέμβριο του 1981 να “μηχανορραφεί” σχέδια για την κατάληψη του νησιωτικού συμπλέγματος (νησιά Falkland και Georgia). Η στρατιωτική στρατηγική κουλτούρα της Αργεντινής εκφραζόταν από το δόγμα του περιορισμένου πολέμου, το οποίο εστίαζε στους εσωτερικούς εχθρούς του καθεστώτος, με την μικρότερη δυνατή απώλεια στρατιωτικού υλικού, έμψυχου και άψυχου (Nietzel 2007, σ. 45). Παρόλα αυτά, το δόγμα αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ελλιπή και μη ποιοτική διάθεση στρατιωτικού υλικού εξοπλισμού και ανθρώπινου δυναμικού στον σχεδιασμό της κατάληψης των νήσων, όπως θα εξεταστεί στη συνέχεια.
Εστιάζοντας, λοιπόν, στην περίπτωση των Falkland, ο στρατηγικός σχεδιασμός της Αργεντινής εκφράστηκε σωρευτικά και από ένα το δόγμα του εξαναγκασμού. Με άλλα λόγια, στόχος ήταν η στρατιωτική κατάληψη των Falkland να λειτουργήσει ως μοχλός διαπραγματευτικής πίεσης σε ένα ζήτημα που οι Βρετανοί έδειχναν αδιαφορία για σειρά ετών και απροθυμία συμβιβασμού. Επιπλέον, υπήρξε σαφής πεποίθηση ότι δεν θα επρόκειτο η πάλαι ποτέ ισχυρή Βρετανία να επιδίωκε την ανακατάληψή τους, συνέπεια μιας σειράς οικονομικών, στρατηγικών και κοινωνικών λόγων. Μάλιστα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι για τους Αργεντίνους η απόβαση στα Falkland δεν θεωρήθηκε ως “έναρξη πολέμου” αλλά ως “μη-επιθετική” ανακατάληψη και ότι αιτία της σύρραξης ήταν η -εκ μέρους της Βρετανίας- αποστολή εκστρατευτικού σώματος (Gompert et al., 2014, σ. 153-4). Επισημαίνεται ότι οι Αργεντίνοι προσέδωσαν μεν μεγάλη αξία στον παράγοντα της γεωγραφικής τους εγγύτητας με τα νησιά και φυσικά την αξιοσημείωτη απόσταση αυτών από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σημαντική προσωπικότητα στο δικτατορικό καθεστώς και στον σχεδιασμό της εισβολής στα Falkland υπήρξε ο Ναύαρχος Jorge Anaya. Οι βλέψεις του Ναυάρχου ήθελαν την κατάληψη των Falkland -Malvinas κατά τους Αργεντίνους- να πραγματοποιηθεί το 1982, έτος που χαρακτηριζόταν ως το “Έτος των Malvinas”. Στο πνεύμα αυτού του στόχου έχει δώσει εντολή, από τα μέσα Δεκεμβρίου του 1981, να αρχίσει ο σχεδιασμός της στρατιωτικής επέμβασης, σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων (για την εξεύρεση λύσης ως προς την τύχη του συμπλέγματος) με τη Βρετανία, κίνηση που ενθάρρυνε και ο Στρατηγός Galtieri (Lisińska, 2019, σ. 158-9). Έτσι, το Μάρτιο πλέον του 1982, όταν και έλαβε χώρα το περιστατικό “Davidoff”, η Αργεντινή διέθετε ήδη μια δομημένη στρατιωτική στρατηγική για τα Falklands, η οποία βέβαια υπήρξε προϊόν ενός πλήθους συγκυριών. Ο αρχικός σχεδιασμός είχε καταστήσει απαγορευτική οποιαδήποτε εισβολή πριν από τα μέσα του Σεπτεμβρίου 1982 για μια σειρά από στρατηγικούς λόγους. Πέραν του γεγονότος ότι οι Αργεντίνοι ανέμεναν την παραλαβή σύγχρονων οπλικών συστημάτων, όπως αεροσκάφη και υποβρύχια, γνώριζαν, επίσης, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο προγραμμάτιζε αφενός σημαντικότατες περικοπές στις αμυντικές του δαπάνες, αφετέρου την απόσυρση -μεταξύ άλλων- των δύο αεροπλανοφόρων “Invincible” και “Hermes”. Επιπλέον, και το HMS Endurance, που αποτελούσε το μόνο πλοίο του Βασιλικού Ναυτικού στο Νότιο Ατλαντικό, θα είχε αποχωρήσει από την περιοχή (Sullivan, 2017, σ. 11-12). Τα στοιχεία αυτά έτειναν, έστω και φαινομενικά, να στρέφουν το ισοζύγιο στρατιωτικών δυνατοτήτων υπέρ της Αργεντινής.
Ένας διαφορετικός σχεδιασμός έθετε τα μέσα του Μαΐου ως την ημερομηνία-κλειδί, πριν από την οποία δεν έπρεπε να εκτελεστεί καμία κίνηση, στην προσπάθεια να εκμεταλλευθούν οι τοπικές καιρικές συνθήκες και η γεωγραφική εγγύτητα. Εκτιμήθηκε δηλαδή ότι την περίοδο εκείνη η βρετανική αντίδραση επρόκειτο να καθυστερήσει σημαντικά, λόγω των καταιγίδων στον Ατλαντικό (Sullivan, 2017, σ.2). Επιπλέον, υπήρξε η πληροφόρηση ότι εκείνη την περίοδο το αεροπλανοφόρο HMS Invincible θα βρισκόταν στον ινδικό ωκεανό, καθιστώντας δυσχερή την άμεση συμμετοχή του στον πόλεμο (Freedman, 1982, σ. 199) κάτι που θα επέτρεπε στις αργεντίνικες ΕΔ τον αιφνιδιασμό του εχθρού.
Εξέχουσα μορφή του καθεστώτος και βασικός ενορχηστρωτής του εγχειρήματος, ο Ναύαρχος Anaya επιθυμούσε διακαώς να αναλάβει το “Ναυτικό του” την εκτέλεση της επιχείρησης. Γι’ αυτό το λόγο το σύνολο της επιχείρησης υπαγόταν στο Αρχηγείο του Ναυτικού (Sullivan, 2017, σ. 15-16), γεγονός το οποίο περιόριζε σημαντικά τις επιλογές και τα μέσα της επέμβασης, χωρίς να σημειώνεται κάποια αλλαγή ως απότοκος του “Davidoff incident”. H επικράτηση των θέσεων του Αρχηγείου του Ναυτικού στο σχεδιασμό της κατάληψης των Falkland δεν ανετράπη, παρά το γεγονός ότι αυτή θα πραγματοποιούταν υπό διαφορετικές, εκ των διαμορφωμένων σχεδίων, συνθήκες.

Το περιστατικό “Davidoff” προκάλεσε την επίσπευση του πολέμου, καθώς η χούντα εκτίμησε ότι οι συγκυρίες υπήρξαν επιτακτικές κινητοποίησης. Έτσι, ύστερα από ταχύτατες προετοιμασίες σχεδιάστηκε η “Operation Azul” και εγκρίθηκε μόλις στις 26 Μαρτίου. Προέβλεπε την απόβαση στα νησιά στην 1η Απριλίου, με ημερομηνία απόπλου από τη χώρα στις 28η Μαρτίου (Lisińska, 2019, σ. 164-165). Πέραν της σχεδόν αποκλειστικής συμμετοχής του Ναυτικού, η απόβαση περιλάμβανε δύο επιπλέον βασικές παραδοχές. Πρώτον, ο σχεδιασμός και η προπαρασκευή των επιχειρήσεων (σσ. που είχε ξεκινήσει ήδη από το Δεκέμβριο του 1981) έως και την ημέρα της απόβασης θα έπρεπε να διεξαχθούν με απόλυτη μυστικότητα (Lisińska, 2019, σ.159). Αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής επιλογής, βέβαια, υπήρξε αφενός η καθυστερημένη ενημέρωση των υπολοίπων Ενόπλων Δυνάμεων της Αργεντινής και κατ’ επέκταση η μη ενεργή συμμετοχή τους στη διεξαγωγή της επιχείρησης “Azul”, αφετέρου η μη πραγματοποίηση ασκήσεων για αυτήν (Sullivan, 2017, σ. 14). Δεύτερον, έχοντας εξασφαλίσει τη μυστικότητα, η κατάληψη των Falkland έπρεπε να γίνει αναίμακτα, με τις λιγότερες απώλειες βρετανικών στρατευμάτων· για το σκοπό αυτό, και κατά το σχέδιο του Υποναυάρχου Büsser, οι δυνάμεις προς απόβαση θα έπρεπε να ήταν αριθμητικά περισσότερες, ώστε να αποτρέψουν τις πιθανότητες αντίστασης (Middlebrook, 2009, σ.23).
Η πεποίθηση ότι το Λονδίνο δεν θα επιχειρούσε ανακατάληψη των νησιών είχε ως αποτέλεσμα την απουσία στρατηγικού σχεδιασμού για την άμυνα των νησιών μετά την επέμβαση, όπως και τη μειωμένη ενημέρωση και συμμετοχή του Στρατού και της Αεροπορίας. Τα τμήματα αυτά των Ε.Δ. ενημερώθηκαν για την απόβαση μόλις δύο ημέρες πριν από την αναχώρηση, στις 26 Μαρτίου (Sullivan, 2017, σ.4). Παράλληλα με αυτή την αντίληψη, αλλά και με την κουλτούρα του περιορισμένου πολέμου, ο εκ των υστέρων διορισμένος Αργεντίνος διοικητής στα Falkland, Στρατηγός Mario Menéndez, αρμόδιος για τη διαχείριση των δυνάμεων και της άμυνας των νησιών, ήταν άπειρος και ακατάλληλος για όσα έμελλε να διεξαχθούν. Αντίθετα, η ελίτ των E.Δ. της Αργεντινής, η 3η Ταξιαρχία, παρέμεινε στα σύνορα με τη Χιλή για την αντιμετώπιση τυχόν αντίδρασης της γειτονικής χώρας (Nietzel, 2007, σ. 49-50). Από άποψη σχεδιασμού, η μόνη συνεργασία με τα άλλα τμήματα των Ε.Δ. υπήρξε η πρόβλεψη αποστολής του 55ου Στρατιωτικού Συντάγματος στα Falkland, μετά την κατάληψή τους, σε ρόλο μόνιμης φρουράς (Middlebrook, 2009, σ.19). Καταληκτικά, η στρατηγική της Αργεντινής, ενώ υπήρξε ορθολογική αρχικά, στηριζόμενη σε ρεαλιστικούς υπολογισμούς και εκτιμήσεις, στην πορεία “εκτροχιάστηκε” από εσωτερικές σκοπιμότητες και εσφαλμένες υποθέσεις σχετικά με την βρετανική αντίδραση.

3.2. Η στρατιωτική στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου
Η παρούσα ανάλυση αποπειράται να μελετήσει τον παράγοντα της στρατιωτικής στρατηγικής της Βρετανίας στον πόλεμο των Falklands. Προς αυτόν τον σκοπό η επισκόπηση στη στρατιωτική στρατηγική θα χωριστεί στη βάση της ανάλυσης των ακόλουθων μεταβλητών: δόγμα, δομή στρατιωτικών δυνάμεων και σχεδιασμός. Αυτά, θα εξεταστούν, βάσει της επαγωγικής μεθόδου, αρχικά μεμονωμένα και στην συνέχεια ως σύνολο. Με αυτόν τον τρόπο, και χρησιμοποιώντας δευτερογενείς πηγές (αναλύσεις στρατιωτικών και πολιτικών επιστημόνων σε διακεκριμένα επιστημονικά περιοδικά, αρχεία βιβλιοθήκης Βρετανικής Βουλής των Αντιπροσώπων και Λευκή Βίβλο για την Άμυνα του 1981), επιχειρείται η σύλληψη της συνολικής εικόνας αναφορικά με το αν η Βρετανία είχε μια συγκροτημένη στρατιωτική στρατηγική για την αντιμετώπιση της κρίσης στις νήσους Falkland.
Ευθύς εξαρχής, πριν καν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο, όπως η στρατιωτική στρατηγική, πρέπει να λάβουμε υπόψη το χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο αυτή διαμορφώθηκε. Κατά την δεκαετία του 1980, λοιπόν, αφενός ο Ψυχρός πόλεμος είχε αναθερμανθεί -με τον “πόλεμο των άστρων” του Αμερικανού Προέδρου Ronald Reagan- χωρίς προοπτικές εκτόνωσης, και αφετέρου η Βρετανία αντιμετώπιζε οξεία οικονομικά ζητήματα(Nott, 1981, σ.3· Blackburn, 2015, σ.92), παρεπόμενο των μεταπολεμικών δυσχερειών και των επιδράσεων της αποαποικιοποίησης στις μέχρι πρότινος αυτοκρατορίες. Υπό αυτές τις συνθήκες οι στρατηγικές αντιλήψεις, πιστές στον κλασικό εξισορροπητικό ρόλο στην ηπειρωτική Ευρώπη, αφορούσαν στο πώς θα μπορούσε να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε μια σύγκρουση που θα λάμβανε χώρα στην “Γηραιά Ήπειρο” ενάντια στην ΕΣΣΔ. Αυτός ο προσανατολισμός, συναρτήσει της περιορισμένης διαθεσιμότητας οικονομικών πόρων, οδήγησε σε στοχευμένες περικοπές και σε ανακατανομή των δαπανών κατευθυνόμενη μόνο στα μέσα που θα εξασφάλιζαν την πολυπόθητη αποκατάσταση της ισορροπίας στο σύστημα -τουτέστιν κυρίως σε πυρηνικές δυνατότητες (Mills et al., 2020, σ.12· Blackburn, 2015, σ.97· Nott, 1981, σ.5).
Υπό αυτό το πρίσμα, ο πόλεμος των Falkland ήταν κάτι σχετικά αναπάντεχο για την Βρετανία, που προετοιμαζόταν για ένα πολύ διαφορετικό είδος σύγκρουσης. Διαφαίνεται πάντως ότι το ευρύτερο διεθνές αλλά και εσωτερικό περιβάλλον διεξαγωγής του συνιστά σημαντικό ερμηνευτικό παράγοντα της διαμόρφωσης της βρετανικής στρατιωτικής στρατηγικής.
Προχωρώντας, μεταβαίνουμε στην μελέτη των τριών συστατικών στοιχείων της στρατιωτικής στρατηγικής, δηλαδή του δόγματος, της δομής των δυνάμεων και του σχεδίου δράσης. Αρχικά, όταν γίνεται λόγος για δόγμα, αναφερόμαστε στην αντίληψη του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζεται μια δυνητική απειλή. Δεδομένης της σοβιετικής πυρηνικής απειλής στην Ευρώπη και της οικονομικής της κατάστασης, η Βρετανία ακολουθούσε ένα δόγμα πυρηνικής αποτροπής, ευέλικτης ανταπόδοσης και προστασίας του εδάφους της, προσπαθώντας, δευτερευόντως όμως, να διατηρήσει την κυριαρχία της και σε περιοχές εκτός του ευρωπαϊκού θεάτρου επιχειρήσεων, δηλαδή τις υπερπόντιες κτήσεις. Αυτή η ιεράρχηση φαίνεται ξεκάθαρα στην Λευκή Βίβλο για την Άμυνα, όπου ως περιοχές προτεραιότητας ορίζονται η ηπειρωτική Ευρώπη και η ίδια η Βρετανία και μόνο στο τέλος γίνεται αναφορά σε “επιχειρήσεις εκτός περιοχής” (Nott, 1981, σ.11). Ιδιαίτερο μάλιστα ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ασπάστηκε την προσέγγιση μάχης αέρος-ξηράς παρά την μακροχρόνια θαλάσσια παράδοσή της προκειμένου να προετοιμαστεί για μια ηπειρωτική κυρίως σύγκρουση, μεταστροφή που σύμφωνα με τον Liddell Hart σε διάφορα σημεία της ιστορίας έχει δράσει σε βάρος της (Macmillan, 1995, σ.34). Αναφορικά με το δόγμα λοιπόν, προκύπτει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο μόνο σε δεύτερο χρόνο, κατόπιν εξασφάλισης ενάντια στην Σοβιετική Ένωση, ενδιαφερόταν για την προστασία των κτήσεων του εκτός της Ευρώπης.
Προχωρώντας, εξετάζεται η δομή των βρετανικών Ε.Δ. Κατά τα εξεταζόμενα χρόνια, λόγω των παραμέτρων που αναλύθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, δόθηκε έμφαση κυρίως στην ξηρά και τον αέρα, με εξαίρεση την ανάπτυξη πυρηνικών υποβρυχίων και τον εκσυγχρονισμό πυρηνικών πυραύλων (Trident), που στόχο είχαν να ενισχύσουν το αποτρεπτικό κεφάλαιο της χώρας (Dorman, 2001, σ.103). Ειδικότερα, αναφορικά με την δομή των δυνάμεων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη Λευκή Βίβλο του 1981, το Λονδίνο αποπειράθηκε να μειώσει τα αμυντικά έξοδα μεταβάλλοντας το μείγμα των στρατιωτικών δυνάμεων. Η προσπάθεια αυτή, του “muddling through” αντί της ριζικής επανεφεύρεσης του αμυντικού προϋπολογισμού (Blackburn, 2015, σ.86), εκ του αποτελέσματος δεν κρίνεται επαρκής, καθώς είχε πολύ βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη, πράγμα που μπορεί να αναχθεί στην ευρύτερη βρετανική πρακτική λήψης αποφάσεων που τείνει να έχει έμμεσο χαρακτήρα (Macmillan, 1995, σ.34). Συνέπεια αυτού ήταν ότι δεν κατέστη δυνατό να διαγνωστεί εγκαίρως το γεγονός ότι η μείωση των μονάδων επιφάνειας, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η απόσυρση του περίπολου πλοίου HMS Endurance που “φυλούσε Θερμοπύλες” στα Falklands, θα ερμηνευόταν από την Αργεντινή ως ευκαιρία εισβολής (Grove, 2002, σ.309). Για μία ακόμα φορά αναδεικνύεται λοιπόν ότι η Βρετανία έχοντας αλλού στραμμένη την προσοχή της αμέλησε την ασφάλεια των υπερπόντιων της κτήσεων στον σχεδιασμό της.
Τέλος, αναφορικά με τον στρατιωτικό στρατηγικό σχεδιασμό, την τρίτη παράμετρο που εξετάζεται, και πάλι παρατηρείται ένας ευρωπαϊκός προσανατολισμός με ιδιαίτερη έμφαση στην φύλαξη της διόδου μεταξύ Γροιλανδίας, Ισλανδίας και Μεγάλης Βρετανίας, καθώς ήταν κρίσιμο για την σοβιετική πρόσβαση στον Ατλαντικό (Dorman, 2001, σ.102), με παράλληλη, προς εξυπηρέτηση του παραπάνω στόχου, μείωση τον δαπανών και εκσυγχρονισμό των κρίσιμων για μια σύγκρουση με την Σοβιετική Ένωση εξοπλισμών.

Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν υπήρχε, τουλάχιστον από τα αρχεία που έχουν δοθεί στην δημοσιότητα, συνολική στρατιωτική στρατηγική προσέγγιση για την προστασία των νήσων Falkland. Πράγματι, η στρατηγική που εφάρμοσε η Βρετανία ήταν προϊόν σύνθεσης πληθώρας διαφορετικών “εργαλείων” που κανονικά εξυπηρετούσαν άλλους προσανατολισμούς της στρατηγικής της, όπως το σχέδιο αντίδρασης του ΝΑΤΟ. Το πιο αξιοσημείωτο από αυτά ήταν το πρόγραμμα STUFT (Ships Taken Up From Trade). Ακριβώς επειδή οι δυνατότητες του Nαυτικού είχαν μερικώς περικοπεί, μέσω του εν λόγω προγράμματος, έγινε χρήση πολιτικών πλοίων τα οποία προσαρμόστηκαν ώστε να ταξιδέψουν μέχρι τα Falkland και να επιτελέσουν κυρίως επικουρικό ρόλο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα αλιευτικών σκαφών τα οποία μετατράπηκαν σε ναρκαλλιευτικά (Valovcin, 1992, σ.5). Όσον αφορά τις αρχές και το σχέδιο δράσης, και αυτά ήταν προϊόν αυτοσχεδιασμού και προσανατολίζονταν στην μεταφορά όσο το δυνατόν μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης σε όσο το δυνατόν λιγότερο χρόνο στις νήσους, κάτι που πράγματι φαίνεται ότι ήταν επιτυχές, ιδιαίτερα χάρη στην χρήση του Ascension Island ως προκεχωρημένης στάσης ανεφοδιασμού και συνάντησης στρατευμάτων με τα πλοία που θα τα μετέφεραν (πρότερος χωρισμός των δύο με στόχο την διατήρηση μυστικότητας της ταχύτητας αντίδρασης) (Valovcin, 1992, σ.9).
Συμπερασματικά, προκύπτει ότι η γενική στρατιωτική στρατηγική της Βρετανίας ήταν προϊόν εξωτερικών και εσωτερικών περιστάσεων που προετοίμαζαν την χώρα για μια σύγκρουση με την άλλη πλευρά του “σιδηρού παραπετάσματος”. Την ίδια στιγμή όμως δεν υπήρχε εξειδικευμένη λεπτομερής πρόβλεψη για την περίπτωση κατάληψης υπερπόντιων κτήσεών, πέρα από την συμπερίληψη των επιχειρήσεων εκτός Ευρώπης στην τελευταία θέση των ρητώς εκφρασμένων βρετανικών προτεραιοτήτων. Παρά ταύτα, το Ηνωμένο Βασίλειο αξιοποίησε σωστά τις δυνατότητες που είχε κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή και κατάφερε, αν και όχι δίχως επιχειρησιακά και τακτικά προβλήματα (Valovcin, 1992, σ.3-16), να επανακτήσει τα νησιά Falkland.
3.3 Ανάλυση της σύγκρουσης σε τακτικό επίπεδο: παρουσίαση του θεάτρου επιχειρήσεων
Αφορμή για την έναρξη της σύγκρουσης στάθηκε η αποβίβαση μιας ομάδας Αργεντίνων εργατών στη Νότια Γεωργία χωρίς την άδεια των βρετανικών αρχών, στις 19 Μαρτίου 1982. Μέσα στην εν λόγω ομάδα υπήρχαν και άνδρες των ειδικών δυνάμεων της Αργεντινής με πολιτική ενδυμασία που ύψωσαν την εθνική τους σημαία. Σε πρώτη φάση, οι Βρετανοί περιορίστηκαν στην παρατήρηση των επιτιθέμενων, ενώ δύο μέρες αργότερα, το μοναδικό βρετανικό πλοίο στην περιοχή, το παγοθραυστικό HMS Endurance, στάλθηκε να επέµβει µε απόσπασµα Βρετανών πεζοναυτών, το οποίο αποβιβάστηκε μόλις στις 31 Μαρτίου. Στις 2 Απριλίου, οι ειδικές δυνάμεις των Αργεντίνων κατέλαβαν πλήρως το νησί αποβιβάζοντας 500 στρατιώτες στο Port Stanley (Δραγανίγος, 2020). Δεδομένης της κατάστασης, η παρουσία των βρετανικών δυνάμεων στην περιοχή ήταν ισχνή, οπότε παραδόθηκαν χωρίς σθεναρή αντίσταση. Τα νησιά Falkland για την Βρετανία δεν είχαν ιδιαίτερη στρατηγική σπουδαιότητα, ωστόσο η κατάληψη τους θεωρήθηκε εθνική ταπείνωση, πλήττοντας το βρετανικό γόητρο. Το Λονδίνο απαίτησε την άμεση αποχώρηση των αργεντινών δυνάμεων και την επιστροφή των νησιών, ενώ κινήθηκε και διπλωματικά μέσω του ΟΗΕ. Παρόλο που η διεθνής υποστήριξη ήταν υψίστης σημασίας, οι Βρετανοί συνειδητοποίησαν πως η μόνη εφικτή λύση ήταν η επέμβαση με στρατιωτικά μέσα (Britannica, 2021).
Η επιχείρηση ανακατάληψης πήρε την κωδική ονοµασία “Operation Corporate”. Εξαιτίας της µεγάλης απόστασης από τις Βρετανικές Νήσους, το µεγαλύτερο βάρος της επιχείρησης έπεφτε αναγκαστικά στις ναυτικές δυνάµεις. Τα Falkland απείχαν 8.000 ν.μ. από τη Βρετανία, επομένως θα απαιτούνταν εβδομάδες να προσεγγισθούν, πόσο μάλλον να τα ανακαταληφθούν από τις βρετανικές ΕΔ. Χαρακτηριστική ήταν βέβαια η ετοιμότητα της Βρετανικής Αρμάδας, καθώς λίγες μόλις ώρες μετά τη γνωστοποίηση της εμπλοκής στα Falklands τα μέσα που θα υποστήριζαν το εγχείρημα είχαν τεθεί σε πλήρη ετοιμότητα . Οι αντικειμενικοί σκοποί τον Βρετανών ήταν μια γρήγορη νίκη και η απόσβεση της εθνικής ντροπής που είχε προκαλέσει η απώλεια των νησιών, μέσω ενός ναυτικού αποκλεισμού και αμφίβιας ανακατάληψης. Έτσι, στις 5 Απριλίου αναχώρησε από το λιμάνι του Portsmouth το κύριο τμήμα του Βρετανικού Ναυτικού στο οποίο θα ενσωματώνονταν και άλλες μονάδες επιφάνειας, οι οποίες στις αρχές Απριλίου βρίσκονταν σε άλλα θέατρα επιχειρήσεων (Μεσόγειος, Αν. Αφρική, Β. Ατλαντικός) (Δραγανίγος, 2020).
Όσον αφορά την Αργεντινή, η επιχείρηση κατάληψης των νησιών Falkland ονομάστηκε “Operation Rosario”. Ο στόχος των αργεντίνικων ΕΔ, αποτελούμενων από μία υπολογίσιμη δύναμη 30 πολεμικών πλοίων, ενός αεροπλανοφόρου και του καταδρομικού ΑRA General Belgrano ήταν το Port Stanley και οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις της περιοχής. Στις 3 Απριλίου, ομάδα πεζοναυτών μαζί με μια φρεγάτα κατέλαβαν το νησί. Μετά την επιτυχή απόβαση των Αργεντινών, ο στρατός ανέλαβε τη διοίκηση των νησιών και προετοιμάζονταν για την αμυντική οργάνωσή των (Δραγανίγος, 2020).
Αναφορικά με την επίτευξη των βρετανικών αντικειμενικών σκοπών, στις 12 Απριλίου τέθηκε σε ισχύ μία ΖΝΑ (Ζώνη Ναυτικού Αποκλεισμού) που σκοπό είχε την διακοπή του ανεφοδιασμού των νησιών με υλικά και προμήθειες μέχρι να καταπλεύσει το υπόλοιπο της αγγλικής δύναμη στην περιοχή. Εν συνεχεία, και με την άφιξη του κύριου όγκου των βρετανικών ναυτικών δυνάμεων θα επεδίωκαν ναυτική και αεροπορική κυριαρχία για τον πλήρη αποκλεισμό των νησιών και θα προετοιμάζονταν για απόβαση (Δραγανίγος, 2020). Κατόπιν, και μετά την επιτυχία της απόβασης με αμφίβια ενέργεια, στόχος ήταν η εγκατάσταση των επίγειων δυνάμεων. Τέλος, αποτέλεσε επιτακτική ανάγκη η εξασφάλιση γραμμών επικοινωνίας και ανεφοδιασμού (Καμπέρης, 2006).
Κομβικό σημείο του πολέμου ήταν η καταβύθιση του καταδρομικού ARA General Belgrano στις 2 Μαΐου, το οπόιο τορπιλίστηκε από το βρετανικό υποβρύχιο HMS Conqueror, ενώ έπλεε έξω από τη ΖΝΑ (Σκλιβάνος, 2017). Ο απολογισμός ήταν 360 ανθρώπινες απώλειες, οι οποίες αποτέλεσαν το ένα τρίτο των συνολικών απωλειών του πολέµου. Η επίδειξη δύναµης των σύγχρονων βρετανικών πυρηνοκίνητων υποβρυχίων, σε συνδυασμό µε την απουσία επαρκούς ανθυποβρυχιακού εξοπλισμού εντοπισμού από τους Αργεντινούς, ανάγκασε τους τελευταίους να αποσύρουν τα πλοία τους από την περιοχή, αφήνοντας το Βασιλικό Ναυτικό χωρίς αντίπαλο στη θάλασσα (Britannica, 2021).
Αν και η επικράτηση του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν σχετικά εύκολη στην θάλασσα, δεν συνέβη το ίδιο και στον αέρα, καθώς ο πραγματικός κίνδυνος βρισκόταν στα μαχητικά αεροσκάφη της Αργεντινής. Η βασική διαφορά των δύο δυνάμεων ήταν οι βάσεις από τις οποίες επιχειρούσαν. Οι Βρετανοί, έπρεπε να βασιστούν στα 2 αεροπλανοφόρα τους καθώς λόγω απόστασης δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αεροπορικές βάσεις στην ξηρά. Αντίθετα, η Αργεντινή µπορούσε να επιχειρεί από τα κύρια αεροδρόμια των ακτών της, τα οποία, όμως, λόγω της απόστασης περιόριζαν σημαντικά τη διάρκεια εναέριας παραμονής των μαχητικών της.
Κύριος στόχος των Βρετανών ήταν η απόκτηση αεροπορικής υπεροχής στην περιοχή των νησιών με σκοπό να προστατέψουν τα πλοία τους από τις επιθέσεις των αντίπαλων αεροσκαφών (Δραγανίγος, 2020). Γύρω από τη ναυτική δύναμη είχε αναπτυχθεί ένα πλέγμα µε διαδοχικά στρώματα αεράμυνας αποτελούμενο από µαχητικά Α/Φ Sea Harrier, τα οποία πέτυχαν µία εντυπωσιακή επίδοση επικρατώντας σε όλες τις αερομαχίες έναντι των Αργεντινών. Η υπεροχή των οπλικών τους συστημάτων και η δυνατότητα παραμονής στην περιοχή επιχειρήσεων για µεγαλύτερο χρόνο, λόγω της εγγύτητας των αεροπλανοφόρων στα νησιά, τους προσέδιδαν σημαντικά πλεονεκτήματα. Ωστόσο, ο περιορισμένος αριθμός τους σε συνδυασμό µε την απουσία ιπτάμενων ραντάρ (σσ. έγινε προσπάθεια η έλλειψη να αντισταθμιστεί από αυτά της Χιλής) δεν τους επέτρεψε να επιτύχουν πλήρως τον στόχο τους, µε αποτέλεσμα τα µαχητικά της Αργεντινής να μπορούν να επιτίθενται στα βρετανικά πλοία και αργότερα στις επίγειες δυνάμεις. Τέλος, ένας επιπλέον στόχος των Βρετανών ήταν η καταστροφή των εγκαταστάσεων και των δυνάμεων ξηράς πάνω στα Falklands, με προτεραιότητα στις αεροπορικές εγκαταστάσεις των νησιών (Βασιλείου, 2020).
Παρά την τελική ήττα της, η Αργεντίνικη Αεροπορία κατάφερε να διατηρήσει µια αξιοπρεπή παρουσία και να δηµιουργήσει πολλά τακτικά προβλήµατα στους Βρετανούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τις προσπάθειες του ΗΒ να αποκτήσει αεροπορική κυριαρχία στην περιοχή των νησιών, τα αργεντίνικα αεροσκάφη συνέχισαν να επιχειρούν µέχρι την τελική παράδοση των επίγειων δυνάµεων στις 14 Ιουνίου. Έχοντας αποφασίσει να αποσύρουν τα πλοία τους από τη ΖΝΑ, το βάρος του ανεφοδιασµού των δυνάµεων στα Falklands έπεσε αποκλειστικά στα µεταφορικά αεροσκάφη, τα οποία κατάφεραν να φέρουν εις πέρας το έργο αυτό µε επιτυχία (Britannica, 2021). Κύριος στόχος των Αργεντινών ήταν να καταστρέψουν το κέντρο βάρους των αντιπάλων τους, που αναµφίβολα ήταν τα πλοία τους, και να τους εµποδίσουν από το να αποβιβαστούν στα νησιά. Με το Ναυτικό τους εκτός µάχης, και αυτό το έργο έπρεπε να αναληφθεί από την Αεροπορία. Κύριο στόχο αποτελούσαν τα δύο βρετανικά αεροπλανοφόρα, µε σκοπό να εξουδετερωθεί η εναέρια απειλή, ωστόσο βασικό ζήτημα αποτελούσε η απόσταση των κύριων βάσεών τους από την περιοχή επιχειρήσεων, κάτι που περιόριζε σηµαντικά τον χρόνο παραµονής τους πάνω από τον στόχο.
Των Γιάννη Τσικαλάκη, Φοίβου Βούλγαρη και Μαριάννας Πλιακοστάμου
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ενότητα 3.1 .
Andarcia, L. (1985) ‘Falkland’s War: Strategic, Intelligence and Diplomatic Failures’, Defense Technical Information Center. Διαθέσιμο εδώ.
Freedman, L. (1982). ‘The War of the Falkland Islands, 1982’, Foreign Affairs, 61(1), pp. 196-210. Διαθέσιμο εδώ.
Gompert, D. C., Binnendijk, H., & Lin, B. (2014) ‘Argentina’s Invasion of the Falklands (Malvinas), 1982’, In Blinders, Blunders, and Wars: What America and China Can Learn, pp. 151-160. RAND Corporation. Διαθέσιμο εδώ.
Lisińska, M. (2019) ‘The Falklands Dispute and the Argentine–British War’, In Argentine Foreign Policy during the Military Dictatorship, 1976–1983, pp. 151 – 174. Palgrave Macmillan, Cham. Διαθέσιμο εδώ.
Middlebrook, M. (2009) ‘The First Steps to War’, In Argentine Fight for the Falklands, pp. 13-26. Pen & Sword Military. Διαθέσιμο εδώ.
Nietzel, S. (2007) ‘The Falklands War understanding the power of context in shaping Argentine strategic decisions’, Dudley Knox Library. Διαθέσιμο εδώ.
Sullivan, L. W. (2017) ‘Commanders Guidance and Campaign Planning – The Falkland Islands War 1982’, Defense Technical Information Center. Διαθέσιμο εδώ.
Ενότητα 3.2.
Blackburn, G. (2015) ‘UK defence policy 1957-2015: the illusion of choice’, Defence Studies, 15(2), pp.85-104. Διαθέσιμο εδώ
Daddow, O. J. (2003) ‘British military doctrine in the 1980s and the 1990s’, Defence Studies, 3(3), pp.103-113. Διαθέσιμο εδώ
Dorman, A. (2001) ‘John Nott and the Royal Navy: The 1981 Defence Review Revisited’, Contemporary British History, 15(2), pp.98-120. Διαθέσιμο εδώ
Grove, E. (2002) ‘The Falklands War and British defence policy’, Defence and Security Analysis, 18(4), pp.307-317. Διαθέσιμο εδώ
Macmillan, A (1995) ‘Strategic culture and national ways in warfare: The British case’, The RUSI Journal, 140(5), pp.33-38. Διαθέσιμο εδώ
Mills, C., Brooke-Holland, L. and Walker, N. (2020) ‘A brief guide to previous British defence reviews’, House of Commons Library, pp.1-38. Διαθέσιμο εδώ
Nott, J. (1981) ‘The United Kingdom Defence Programme: The Way Forward’, Her Majesty’s Stationery Office Cmd.8288, pp.3-14. Διαθέσιμο εδώ
Valovcin, P. (1992) ‘Logistical Lessons for the Operational Commander- The Falklands War’, Defence Technical Information Center, pp.1-28. Διαθέσιμο εδώ
Ενότητα 3.3.
Βασιλείου, Σ. (2020) ‘Μύθοι και παραλείψεις στον πόλεμο των Φώκλαντ’, Naval Defence. Διαθέσιμο εδώ
Δραγανίγος, Ά. (2020) ‘Η σύγκρουση στον αέρα και στη θάλασσα’, Πτήση. Διαθέσιμο εδώ
Σκλιβάνος, Χ. (2017) ‘Ο Πόλεμος των Falklands: Η Βρετανική Αυτοκρατορία αντεπιτίθεται’, Powerpolitics. Διαθέσιμο εδώ
Φ. Καμπέρη (2006) ‘Πόλεμος στα Φώκλαντ’, ΕΛΙΣΜΕ. Διαθέσιμο εδώ
Britannica, T. Editors of Encyclopaedia (2021) ‘Falkland Islands War’, Encyclopedia Britannica. Διαθέσιμο εδώ
Robert Farley (2020) ‘Falklands War: The Only Time Nuclear Submarines Killed Another Warship’, National Interest. Διαθέσιμο εδώ