Το «κίνημα της 24ης  Φεβρουαρίου»,ή αλλιώς, «το πραξικόπημα της πυζάμας».

Μια χούφτα Ιωαννιδικοί αξιωματικοί (εν ενεργεία ή και όχι) του στρατού, μετά την προφυλάκιση του σκληρού δικτάτορα αποφάσισαν να αντιδράσουν. Ανέλαβαν δράση προκειμένου να κάνουν το μόνο πράγμα που μπορούσαν: την προπαρασκευή πραξικοπήματος.

Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο υΥπστγος Παύλος Παπαδάκης, οι Τξχοι Ντερτιλής και Ιωάννης Μανιάτης και ο Τχης Παρασκευάς Μπόλαρης. Σύμφωνα με δημοσιογραφικά ρεπορτάζ εκείνων των ημερών, αμέσως ξεκίνησε η μύηση πρόθυμων αξιωματικών που υπηρετούσαν σε μονάδες της Αττικής και άλλων περιοχών της χώρας.

Οι συναντήσεις των συνωμοτών πραγματοποιούνταν σε διαμερίσματα της Αθήνας, ενώ η τελευταία, έγινε την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου, στη Λάρισα, επειδή ένας μεγάλος αριθμός μυημένων αξιωματικών υπηρετούσε στο εκεί στρατηγείο της Στρατιάς.

Οι συμμετέχοντες σχεδίαζαν την κατάληψη στρατιωτικών μονάδων στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, τη Βέροια, την Κοζάνη και τη Νάουσα, με στόχο τη διαπραγμάτευση, από θέση ισχύος, γενικής αμνηστίας για τους προφυλακισμένους πρωταίτιους της χουντας. Ειδικότερα για την περιοχή της Αθήνας, το σχέδιο προέβλεπε την περικύκλωση της Βουλής από τεθωρακισμένα, την κατάληψη των κτιρίων της ΕΙΡΤ και της ΥΕΝΕΔ και τη μετάδοση διαγγέλματος προς τον ελληνικό λαό και ενδεχομένως, αν οι περιστάσεις το επέβαλλαν, τη σύλληψη σημαινόντων προσώπων της δημόσιας ζωής.

Το «πραξικόπημα της πιτζάμας» που τελείωσε πριν καν αρχίσει

Όπως ήδη έχει αναφερθεί, ωστόσο, ο φόβος για την εκδήλωση ενός πραξικοπήματος υπήρχε. Και δεν υπήρχε μόνο στο λαό αλλά και στην πολιτική ηγεσία του τόπου. Και αυτή τη φορά κανείς δεν ήθελε να πιαστεί στον ύπνο όπως είχε συμβεί πριν από περίπου οκτώ χρόνια.

Ο υπουργός Άμυνας, Αβέρωφ-Τοσίτσας, είχε σε κρίσιμες θέσεις εντός τους στρατεύματος δικούς του ανθρώπους που το ενημέρωναν για όλα. Αντίστοιχο ρόλο είχαν και πράκτορες της ΚΥΠ που είχαν ως βασική αποστολή τους να ελέγχουν τις κινήσεις φιλοχουντικών.

Το μεσημέρι της 23ης Φεβρουαρίου του 1975, οι συνωμότες συγκεντρώνονται στη Λάρισα για να πραγματοποιήσουν την τελευταία τους σύσκεψη πριν την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Ανάμεσά τους, ωστόσο, υπάρχει και ένας πράκτορας της ΚΥΠ, ο οποίος αμέσως μετά το τέλος της σύσκεψης ειδοποίησε τους ανωτέρους του πως οι συνωμότες ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν στην υλοποίηση του σχεδίου τους και αυτοί με τη σειρά τους μετέφεραν την πληροφορία στα κυβερνητικά στελέχη.

Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, κατά το τελικό στάδιο των αποκαλύψεων, την κυβέρνηση ενημέρωσε ο τότε διευθυντής του Τμήματος Ασφαλείας της ΚΥΠ, Τχης Ιωάννης Αλεξάκης, στον οποίο είχε ανατεθεί το έργο της παρακολούθησης των κινήσεων φιλοχουντικών στοιχείων στο στράτευμα.

Κατά μια άλλη εκδοχή,  όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα, ρεπορτάζ από τη νεοελληνική μικροϊστορία» του Γιάννη Ράγκου (Εκδόσεις POLARIS),το δίκτυο πληροφοριών του στρατού κινητοποιήθηκε όταν ο κατηγρούμενος του ΕΑΤ/ΕΣΑ Χατζηζήσης, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε συλληφθεί και ανακρινόταν για τη δράση του στην περίοδο της δικτατορίας, είπε στον ανακριτή του πως «εκεί που κάθεσαι εσύ, σε λίγες μέρες θα κάθομαι εγώ». Η ευθεία αυτή απειλή δεν πέρασε απαρατήρητη.

Ότι τελικά και να συνέβη, το μόνο σίγουρο είναι πως το μεσημέρι της  Δευτέρας 24 Φεβρουαρίου, όλα είχαν τελειώσει. Στο κτίριο του Υπουργείου Παιδείας στην οδό Μητροπόλεως βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη σύσκεψη υπό την προεδρία του πρωθυπουργού  Καραμανλή. Ξαφνικά, στην αίθουσα της σύσκεψης μπαίνει απροειδοποίητα ο Αβέρωφ, ο οποίος φανερά ταραγμένος ζητά συγγνώμη από τους παραβρισκόμενους και σκύβει στο αυτί του πρωθυπουργού, για να του ψιθυρίσει κάτι εξαιρετικά σοβαρό.

Αμέσως ο Καραμανλής διαλύει τη σύσκεψη και συνοδευόμενος από τον Αβέρωφ αναχωρεί εσπευσμένα από το υπουργείο κατευθυνόμενος προς το Πεντάγωνο, όπου έχουν ήδη συγκεντρωθεί και τον αναμένει ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Στη διαδρομή ο Αβέρωφ τον ενημερώνει πως έχει κηρύξει ήδη μερική επιφυλακή στο στράτευμα, αλλά κατά τη σύσκεψη που ακολουθεί αποφασίζεται, μεταξύ άλλων, να τεθεί σε κατάσταση γενικής επιφυλακής.

Την ίδια στιγμή, η Αθήνα κατακλύζεται από ένα όργιο φημών και αλληλοσυγκουόμενων σεναρίων: κάποιοι υποστηρίζουν πως κηρύχθηκε πόλεμος στο Αιγαίο, άλλοι πως έγινε δολοφονική επίθεση κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κύπρο και άλλοι πως εκδηλώθηκε κίνημα ιωαννιδικών αξιωματικών κατά της κυβέρνησης. Οι διαδόσεις κυκλοφορούν ταχύτατα στα καφενεία και τα δημοσιογραφικά γραφεία, ενώ κάποιες ομάδες φοιτητών συγκεντρώνονται στις πανεπιστημιακές σχολές ρίχνοντας το σύνθημα για «νέο Πολυτεχνείο». Το βράδυ της ίδια ημέρας, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας εκδίδει αναλυτική ανακοίνωση με το τι ακριβώς είχε συμβεί και βάζει τέλος σε όλες τις φήμες.

Από την έρευνα που ακολούθησε προέκυψε πως αρχηγός της συνωμοσίας ήταν ο προφυλακισμένος τότε στον Κορυδαλλό Τξχος Δημήτριος Ιωαννίδης με πρωτεργάτες τον Υπστγο Παύλο Παπαδάκη, τους τΤξχους Νικόλαο Ντερτιλή, Γεώργιο Λαμπούση, Ανδρέα Κονδύλη, τους Ανσχες Νικόλαο Ρετζέπη, Ιωάννη Στειακάκη, Δημήτριο Σκόνδρα και τους Τχες Αριστείδη Παλαΐνη, Αθανάσιο Γερακίνη, Αθανάσιο Περδίκη και Παρασκευά Μπόλαρη.

Συνολικά, διατάχθηκε η σύλληψη 37 αξιωματικών. Σε δίκη οδηγήθηκαν 21 από τους οποίους τελικά καταδικάστηκαν, από το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών στο Ρουφ, οι 14 σε ποινές φυλάκισης από 4 έως 12 χρόνια, ενώ οι υπόλοιποι επτά κηρύχθηκαν παμψηφεί αθώοι

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s