
Στό τέλος του 1919, οι θέσεις των ελληνικών τμημάτων δέν είχαν μεταβληθεί.
Οι επιθέσεις όμως των Τούρκων ατάκτων συνεχίζονταν καί έμεναν αναπάντητες, παρά τά συνεχόμενα διαβήματα του στρατηγού Νίδερ πρός τόν Αγγλο ομόλογό του Μίλν, ο οποίος ήταν επικεφαλής όλων των συμμαχικών στρατευμάτων της Μικράς Ασίας.
Μόνο ύστερα από τίς πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, αξιώθηκαν οι Αγγλοι Σύμμαχοί μας νά μας δώσουν τό δικαίωμα αντεπίθεσης σέ βάθος 3.000 μέτρων από τό στόχο της τουρκικής επίθεσης, μέ τήν υποχρέωση της άμεσης επιστροφής των στρατευμάτων μας στό σημείο εκκίνησήςτους. Η διαχωριστική γραμμή, γνωστή ως «γραμμή Μίλν» καθόριζε τά ελληνοτουρκικά σύνορα καί είχε ως εξής: Κερέμκιοϊ – Ντουσμέ – Γενιτζέ – Παπαζλί – ανατολικά από τό Αχμετλί – Σάρδεις – Μπόζ Ντάγ – ανατολικά από τό Οδεμήσιον – Μπαντέμια – Ομερλού -βόρεια όχθη του Μαιάνδρου μέχρι Μουσλούκ Ντερέ – Ντεμερτζίκ – δυτικά από τό Αζιζιέ -εκβολές Καΰστρου.Η αύξησις των δυνάμεων του ελληνικού στρατού στήν Μικρά Ασία καθιστούσε αναγκαία τήν διοικητική τους αναδιοργάνωση.
Τήν 12η Δεκεμβρίου 1919 αφίχθη εις Σμύρνην ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μηλιώτης Κομνηνός, ο οποίος ανέλαβε τήν διοίκηση της συγκροτειθήσης τότε «Στρατιάς Κατοχής Μικράς Ασίας»
Εδρα τηςΣτρατιάς πού περιλάμβανε τό Α’Σώμα Στρατού καί τό Σώμα Στρατού Σμύρνης, ήταν η Σμύρνη

Τό Α’ Σώμα Στρατού, πού διοικούσε ο αντιστράτηγο Κωνσταντίνος Νίδερ,μέ έδρα το Σεβδίκιοϊ , αποτελούνταν από τίς μεραρχίες του Αϊδινίου καί Βαϊνδηρίου πού κάλυπταν τίς κοιλάδες του Μαιάνδρου καί του Καΰστρου. Διοικητής του Σώματος Στρατού Σμύρνης, πού είχε έδρα τή Μαγνησία καί περιελάμβανε τή 13ημεραρχία, πού έδρευε στόν Κασαμπά, καί τή Μεραρχία Αρχιπελάγους στήν Πέργαμο, ήταν ο αντιστράτηγος Δημήτριος Ιωάννου.
Στίς αρχές του 1920, η δύναμις του ελληνικού στρατού ανήρχετο εις 2.400 αξιωματικούς καί 57.038 οπλίτες.Ενώ οι Τούρκοι ενίσχυαν τό μέτωπο Αχμετλί – Φιλαδέλφεια, μέ σκοπό τήν επίθεση μέσω της κοιλάδας του Έρμου ποταμού πρός Κασαμπά καί Νυμφαίο, ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος έφθανε στό Γενικό Στρατηγείο της Σμύρνης καί ανελάμβανε τήν διοίκηση προσωπικώς.
Πρώτη του φροντίδα ήταν νά ζητήσει από τόν Βενιζέλο ελευθερία κινήσεως γιά τήν ολοκληρωτική διάλυση των Τούρκων ατάκτων. Ο Ελληνας πρωθυπουργός βρισκόταν σέ έναν διπλωματικό αγώνα γιά να εξασφαλίση τήν άδεια περαιτέρω προέλασης πρός τό εσωτερικό της Μικράς Ασίας, αλλά καί τήν υλική βοήθεια των Συμμάχων προκειμένου νά επιτύχει αυτόν τόν σκοπό.
Τόν Φεβρουάριο του1920, στό Συμβούλιο των Πρωθυπουργών πού συνήλθε στό Λονδίνο καί τόν Απρίλιο στή διάσκεψη του Σάν Ρέμο, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής δέν μπορούσαν να βρούν μία οριστική λύση στό ανατολικό ζήτημα. Τά αντικρουόμενα συμφέροντά τους, εμπόδιζαν τήν επίτευξη κοινής λύσης. Εν τέλει, αποφάσισαν ένα καθεστώς πενταετούς ελληνικής κυριαρχίας εις τήν περιοχή της Σμύρνης υπό τήν ψιλήν κυριαρχίαν του σουλτάνου μέ δημιουργία τοπικής βουλής καί ενδεχόμενο δημοψήφισμα.
«Αι ελληνικαί διεκδικήσεις επί της Σμύρνης καί της περιοχής της δέν ήσαν μόνο γνωσταί,αλλά καί είχαν επισήμως διατυπωθεί εις τήν Διάσκεψιν, υποστηριχθεί πρό του Ανωτάτου Συμβουλίου καί εγκριθεί χωρίς επιφύλαξιν υπό της αρμοδίας επιτροπής. Καταλαμβάνουσα η Ελλάς τήν Σμύρνην εγνώριζεν ότι αν δέν είχεν νομικόν, είχε τουλάχιστον ηθικόν τίτλον νά τό κάμη. Δέν έστειλε τά στρατεύματα ως εκτελεστικά όργανα, όπως τά είχε προηγουμένως στείλει εις τήν Ρωσίαν. Τά έστειλε ως όργανα ιδιαιτέρως ενδιαφερόμενα διά τήν επιτυχίαν μίας διεθνούς εντολής, της οποίας σκοπός ήτο η τήρησις της τάξεως εις μίαν χώραν κατ’ εξοχήν ελληνικήν…».Ελευθέριος Βενιζέλος πρός Ζωρζ Κλεμανσώ
Στήν απέναντι πλευρά, ο αρχηγός του εθνικιστικού κινήματος Μουσταφά Κεμάλ ,βρισκόταν ήδη σε ανοικτή ρήξη μέ την σουλτανική κυβέρνηση, ρήξη η οποία εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Σουλτάνος κήρυξε «ιερόν πόλεμον», δηλαδή υπέγραψε «φετφά» εξουσιοδοτώντας τον υπουργό των Στρατιωτικών να οργανώσει «Στρατόν του Χαλίφου» και υποσχέθηκε την ευλογία του σ’ όλους εκείνους, που θα πήγαιναν να καταταγούν. Τά σουλτανικά στρατεύματα, τήν άνοιξη του 1920, συνεπικουρούσαν Κιρκάσιοι, Λαζοί,Πόντιοι καί Αρμένιοι αντάρτες.
Ελληνες ήλεγχαν τά πλούσια παράλια της Μικράς Ασίας.Ο Κεμάλ ήταν στό χείλος του γκρεμού. Η μοίρα της νεώτερης Τουρκίας κρέμοταν από μίακλωστή. Καί ήταν οι Σύμμαχοι της Ελλάδος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου,Ιταλοί καί Γάλλοι, οι οποίοι θά στήριζαν τόν εθνικιστή ηγέτη καί θά τόν έσωζαν από τήν καταστροφή.
Αλλαγή στάσης η οποία θά απέβαινε μοιραία γιά τήν ζωή των Ρωμιών της Μικράς Ασίας. Μπορεί κανείς να φανταστεί, τήν Ελλάδα να προδίδει τούς Συμμάχους της τό 1941, καί ξαφνικά να στηρίζει τίς Δυνάμεις του Αξονα καί τόν Χίτλερ; Θά ήταν κάτι πού δεν θα μας συγχωρούσαν ποτέ οι Ευρωπαίοι. Αυτοί όμως έχουν μία ιδιαίτερη άνεση να αλλάζουν στρατόπεδο.
Τόν Μάρτιο του 1920, μετά από συμφωνία μέ τόν Κεμάλ, οι Ιταλοί εκκένωσαν τήν περιοχή του Ικονίου ενώ οι Γάλλοι υπέγραψαν ανακωχή μέ τήν προσωρινή κυβέρνηση της Αγκυρας. Ο στρατιωτικός εξοπλισμός τους χαρίζονταν στούς Τούρκους. Είχαν προηγηθεί οι σφαγές Γάλλων στρατιωτών καί Αρμενίων στήν Κιλικία, γεγονός πού δεν επηρέασε τούς σάπιους πολιτικούς της τότε Γαλλίας νά συμμαχήσουν μέ τόν τέως εχθρό τους Κεμάλ.
«Και η φρουρά της πόλης Ούφρα συνθηκολογεί υπό τον όρο, ότι θα της επιτρεπόταν να υποχωρήσει με τα όπλα της, προστατεύοντας τους Χριστιανούς κατοίκους. Οι Τούρκοι υποκρίνονται ότι συμφωνούν κι όταν η γαλλική φρουρά έχει απομακρυνθεί αρκετά από την Ούφρα, την ώρα που περνά ένα μονοπάτι, δέχεται την αιφνιδιαστική επίθεση ενός τμήματος Τσετών. Το τι ακολούθησε είναι απερίγραπτο. Για ώρες οι Τσέτες έσφαζαν αξιωματικούς, στρατιώτες, γέρους, γυναίκες και παιδιά ακόμη. «Ή χαράδρα είχε πλημμυρήσει μέ αίμα, σάρκες καί κατακρεουργημένα πτώματα», όπως αναφέρει στην εκθεσή του προς τον Αμερικανό πρόξενο της Σμύρνης ένας συμπατριώτης του. Πολλοί προτιμούν να παραδοθούν αλλ’ οι Τσέτες τους γδύνουν και τους βιάζουν, ενώ ακόμη συνεχίζεται το μακελειό.»
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόυδ Τζώρτζ, εξαιτίας της κεμαλικής αντιστάσεως πού αντιμετώπιζε στά Δαρδανέλλια, ζήτησε από τόν Βενιζέλο νά αναλάβει τήν άμυνα της Νικομήδειας καί της παραλίας του Μαρμαρά. Ο Βενιζέλος δέχτηκε ανεπιφύλακτα αλλά έθεσε σάν όρο τό διαμελισμό της Τουρκίας καί τόν περιορισμό της στό κεντρικό οροπέδιο.
Φιλαδέλφεια – Προύσα
Στις 10 Απριλίου 1920 ο Μουσταφά Κεμάλ δήλωνε στήν Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Αγκύρας:
«Τήν στιγμήν αυτήν ό ελληνικός Στρατός είναι ό μεγαλύτερος εχθρός μας. Ας μήν υποτιμούμε τήν ίσχύν του. Ό Ελλην στρατιώτης είναι γενναίος καί καρτερικός, οί αξιωματικοί του έμπειροπόλεμοι καί ικανοί. Καί ή ηγεσία του εμπνευσμένη. Είναι έπιτακτικόν καθήκον νά καταστείλωμεν τήν έπανάστασιν (τών σουλτανικών) καί νά στραφώμεν εγκαίρως κατά τού εχθρού. Η Πατρίς αντιμετωπίζει τόν μεγαλύτερον κίνδυνον τής ιστορίας της».
Ο Ελληνικός στρατός λίγους μήνες μετά θά δικαίωνε τόν «Γκρίζο Λύκο» , αφού θά ακολουθούσε κατά γράμμα τις διαταγές «Συντριβή του εχθρού καί απηνής καταδίωξίς του. Μέχρι καί τού τελευταίου στρατιώτου, μέχρι καί τού τελευταίου ίππου».
Τόν Ιούνιο 1920 ξεκίνησε η ελληνική επίθεση γιά νά ολοκληρώσει τό έργο πού είχε αφήσει η επανάσταση του 1821. Γιατί, καί η γή της Μικράς Ασίας ήθελε νά απελευθερωθεί. Τό ζητούσαν τά κόκκαλα των σφαγμένων από τούς Οθωμανούς, τό ζητούσαν οι μαγαρισμένες εκκλησιές, τό ζητούσαν τά ερειπωμένα χωριά, τό ζητούσαν τά καμμένα μοναστήρια, τό ζητούσαν οι σκλαβωμένου Ρωμιοί, τό ζητούσε η χιλιόχρονη Ιστορία μας.
«Αύριον επί τέλους αρχίζει η από τόσου χρόνου αναμενομένη επίθεσις. Ολόκληρος ο ελληνικός στρατός της Μικράς Ασίας, ολόκληρος ως εις άνθρωπος, μόλις δοθή τό σύνθημα της εφόδου θά εξορμήση εναντίον του εχθρού πρός επιτέλεσιν του ωραίου έργου της τελικής απελευθερώσεως των υπόδουλων αδελφών μας. Εις τόν ελληνικόν στρατόν έλαχεν ο κλήρος να επιβάλη εις τήν Τουρκίαν τάς θελήσεις της δικαιοσύνης καί του πολιτισμού καί δι’ αυτόν η Μοίρα εφύλαττε τό ευγενές τούτο έργον…….. Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί καί στρατιώται! Προσέξατε! Είναι έγκλημα εσχάτης προδοσίας πάσα παράβασις. Οι ηττημένοι καί πάντες οι κάτοικοι των καταληφθησομένων μερών θά είναι δι’ υμάς ιεροί. Συνεχίσατε τήν ιστορίαν μας, τήν οποία διακρίνει ηρωϊσμός,ιπποτισμός καί μεγαλοψυχία! Είμαι βέβαιος ότι θά τό πράξετε! Εις ουδένα επιτρέπεται, εις τό τέλος των ωραίων αγώνων μας να σπιλώση τήν άσπιλον μας ιστορίαν».
Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Ημερήσια Διαταγή 8ης Ιουνίου 1920.
Ο πρώτος στόχος ήταν η απελευθέρωση της Φιλαδέλφειας
Το πρωί της 10ης Ιουνίου οιΕλληνες στρατιώτες με την ξιφολόγχη καί φωνάζοντας «Αέρα» , διέλυσαν τούς Τούρκους καί κατέλαβαν – η 1η Μεραρχία με τους Τσολιάδες του 1/38, – τό όρος Μπαλιάμπολ Νταγ.
Βορειότερα όμως, η 2η Μεραρχία καθηλώθηκε μπροστά στήν τουρκική αντίσταση. Τότε ο αρχηγός του Α’ Σώματος στρατηγός Νίδερ, διέταξε τήν 13η Μεραρχία, να κινηθεί κατά μήκος του Έρμου ποταμού καί νά διασπάσει τίς τουρκικές γραμμές καταλαμβάνοντας Σαλιχλή – Μπιν Τεπέ. Νότια του ‘Ερμου βρίσκονταν δύο συντάγματα: το 2ο υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου και το 3ο υπό τον Κονδύλη, καθώς και μία ταξιαρχία ιππικού.Η 13η Μεραρχία συνέχισε τήν προέλασή της συντρίβοντας τό 7ο Σώμα του τουρκικού Στρατού καί καταλαμβάνοντας τό χωρίο Μοναμάκ. Οι στρατιώτες μας συνέχισαν τήν προέλαση καί σπάζοντας τήν 2η γραμμή άμυνας του εχθρού κατέλαβαν τό χωριό Ντερέκιοϊ. Ο δρόμος ήταν ανοικτός καί τό απόγευμα ο Ελληνικός στρατός έμπαινε θριαμβευτής στήν Φιλαδέλφεια. Ηταν τό 1379, όταν η τελευταία από τίς βυζαντινές πόλειςτης Μικράς Ασίας, η Φιλαδέλφεια έπεφτε στά χέρια των Οθωμανών καί του σουλτάνου Μουράτ. Περίμενε έξι αιώνες σχεδόν τούς απογόνους των βυζαντινών νά λειτουργήσουν τίς εκκλησίες πού είχαν μετατρέψει σέ τζαμιά οι κατακτητές.Χιλιάδες ήταν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι καί οι αραμπάδες μέ τα λάφυρα. Το 12ο Σώμα του τουρκικού στρατού ήταν ένας συρφετός αιχμαλώτων και φυγάδων. Οι ξένοι παρατηρητές έμειναν κατάπληκτοι. Η 13η Μεραρχία δέν ξεκουράστηκε ούτε λεπτό. Ελαβε νέες εντολές του αρχιστράτηγου Παρασκευόπουλου να εξορμήσει προς Προύσα

«Ο ήλιος ανέτειλε πιο φωτεινός, την ημέρα εκείνη – λες κι ήθελε να λαμπρύνει αυτό, που επρόκειτο να συμβεί. Οι χρυσαφένιες ακτίνες του ζωντάνεψαν τον κοιμισμένο κάμπο, τ’ άγρια ρουμάνια. Είχε ανατείλει η 15η Ιουνίου. Κι οι σαλπιγκτές μας την χαιρέτισαν μ’ ενα χαρμόσυνο σάλπισμα: «Προχωρείτε… εμπρός προχωρείτε».
Και τότε, σαν ένας άνθρωπος, σαν μια ψυχή, όρμησαν όλοι προς τα εμπρός – πεζοί, καβαλάρηδες,Τσολιάδες, και πυροβολητές οδηγοί ζώων και γραφειάδες. Δεν περπατούσαν, έτρεχαν και πολεμούσαν. Αχάριστο και δύσκολο το έργο εκείνου, που θέλει να περιγράψει τέτοιες στιγμές. Πώς να δώσει στο άψυχο χαρτί τον παλμό χιλιάδων ψυχών; Πώς να συνθέσουν λίγες γραμμές το μεγαλείο, που σφυρηλατούσαν τα όνειρα της Φυλής για αιώνες; Πρέπει κανείς να κλείσει στη ψυχή του την Ελλάδα για να νιώσει τον ενθουσιασμό, που μετάβαλε τους Ραγιάδες σε λιοντάρια.
Ο στρατηγός Ιωάννου, το φαινόμενο εκείνο του ηρωισμού, ξεχνάει ότι είναι διοικητής Σώματος Στρατού – ζηλεύει τη τύχη των πολεμιστών της πρώτης γραμμής. Και αδιαφορώντας για τα επιτελικά σχέδια, φέρνει τη Μεραρχία Σμύρνης προς τη Μαγνησία.Θέλει να καταλάβει το Αξάρι, να προφθάσει τον Πλαστήρα με τους Τσολιάδες του, που,αν και ανήκε στο νότιο συγκρότημα, διατάχθηκε να προσκολληθεί στον Ιωάννου.
Το βράδυ βρίσκει την έδρα της Μεραρχίας και τον σωματάρχη στο Μιχαλήτσι. Η μάχη συνεχίζεται με πείσμα, ο εχθρός αντιστέκεται σκληρά. Αλλ’ ο Ιωάννου ανυπομονεί:
– Κάντε γρήγορα, μωρέ… φωνάζει στους αξιωματικούς του. Θα μας το πάρει ο Πλαστήρας το Αξάρι.
Θα έλεγε κανείς, ότι το 5/42 του Πλαστήρα ανήκε στον …Κεμάλ!
Τόσος ήταν ο συναγωνισμός. Αλλ’ ο Ιωάννου είχε δίκιο. Την επομένη οι Τούρκοι υποχωρούν και το στρατηγείο ξεπερνά τις προφυλακές και… τρέχει να καταλάβει το Αξάρι. Μεγάλη η απογοήτευση. Στην είσοδο της πόλης τους σταματά ένα απόσπασμα. Κι ο επικεφαλής, ταγματάρχης Μπουρδάρας, αναφέρει ότι το Αξάρι κατέχεται από το 5/42.- Πότε, μωρέ, το πήρατε; ρωτά θυμωμένος ο Ιωάννου.
– Χθες το βράδυ, στρατηγέ μου.- Το βράδυ!… Πενήντα χιλιόμετρα σε μια μέρα; Πες στον Πλαστήρα, ότι θα μου κουράσει τους Τσολιάδες μου!
Αργότερα, η Μεραρχία Αρχιπελάγους εξορμά από τη Πέργαμο, ανατρέπει την 61ητουρκική μεραρχία, συλλαμβάνει 1.500 αιχμαλώτους και μπαίνει στο Σόμα, τον αντικειμενικό σκοπό, που όφειλε να καταλάβει την επομένη. Στα χέρια της Μεραρχίας περιέρχεται άφθονο πολεμικό υλικό – τουφέκια, χειροβομβίδες, 58 πυροβόλα, 20 πολυβόλα κι αμέτρητα φυσίγγια. Τα λάφυρα πρέπει να μεταφερθούν στα μετόπισθεν ν’ ασφαλιστούν στις αποθήκες. Κι όμως μένουν στο πεδίο της μάχης. Οι μεταγωγικοί αρνούνται να εγκαταλείψουν τα τμήματα των πρόσω.
– Μας έχει χαλάσει η όπισθεν, λένε στους αξιωματικούς τους, που άδικα προσπαθούν να θυμώσουν τα παλικάρια εκείνα. Αλλ’ ο κύριος όγκος του τουρκικού Στρατού δεν έχει συντριβεί ακόμη – έχει οχυρωθεί στη γραμμή Μπαλουκεσέρ – Αδραμυτίου. Είναι οι επίλεκτες μονάδες του Κεμάλ κι ο Παρασκευόπουλος ανυπομονεί να τις τσακίσει. Μήνες περίμενε τη στιγμή αυτή και δενθέλει να τη χάσει. Διατάζει τον Ιωάννου να μη σταματήσει ούτε στιγμή. Περιττό.
Μετά την κατάληψη του Αξαρίου ο Ιωάννου στρέφει όλο τον όγκο των δυνάμεων του προς Βορρά.

Ολόκληρο το Σώμα Στρατού Σμύρνης βρίσκεται σε προέλαση, η ημέρα είναι αποπνικτικά ζεστή κι ο κουρνιαχτός σκιάζει τον ήλιο. Και τότε δίνεται μια διαταγή μοναδική στα στρατιωτικά χρονικά. Ο Ιωάννου φωνάζει τον επιτελάρχη του και του λέγει:
– Θα μας φάει η σκόνη, κ. συνταγματάρχα… Το στρατηγείο να τεθεί επικεφαλής των προφυλακών.Ο Σπυρόπουλος, ένας εκλεκτός αξιωματικός, μένει κατάπληκτος. Και τολμά ν’ αντιμιλήσει:
– Μα, στρατηγέ μου, πώς είναι δυνατό;… Αυτό που ζητάτε είναι πολύ επικίνδυνο.
– Αυτό που σου λέω, Σπυρόπουλε, επιμένει ο Ιωάννου. Και σπηρουνίζοντας το άλογο του προχωρεί προς τα εμπρός, ακολουθούμενος από τους επιτελείς του και τους ξένους στρατιωτικούς παρατηρητές, που δεν αισθάνονται καθόλου καλά. Είχε μια δραματική μεγαλοπρέπεια η προέλαση εκείνη. Χιλιάδες στρατιώτες, πεζοί και καβαλάρηδες, έτρεχαν ακάθεκτοι μέσα στον κάμπο. Τα σύννεφα της σκόνης τους προστάτευαν από το φλογερό ήλιο κι η τόλμη τους από τα τουρκικά βόλια. Σαν θύελλα έπεφταν πάνω στον εχθρό. Κι οι Τούρκοι έτρεχαν να κρυφτούν και να κρεμάσουν στα καφασωτά τους λευκά σεντόνια… Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Το στρατηγείο έχει κυκλωθεί για καλά, η εξόντωση του είναι σχεδόν σίγουρη. Οι Τούρκοι έχουν αντιληφθεί, ότι δεν παγίδεψαν ένα τμήμα της προφυλακής μόνο, αλλά τον σωματάρχη με το επιτελείο του και εντείνουν τα πυρά τους. Η τύχη της επίθεσης κρίνεται στο πυρακτωμένο κάμπο της Χάρτας.Οι αξιωματικοί του στρατηγείου δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Ένας μόνο παραμένει τελείως ατάραχος – περήφανος πάνω στ’ άλογό του αναζητεί με τα κυάλια τις θέσεις του εχθρού. Είναι ο Ιωάννου, που θέλει ν’ απολαύσει μ’ όλες τις αισθήσεις του μια πραγματική μάχη – είχε βαρεθεί τους χάρτες και τις διαταγές. Αλλά τις στιγμές εκείνης της τέλειας απόλαυσης έρχεται να τις διαταράξει ένας νεαρός ταγματάρχης, που φτάνει καλπάζοντας:
– Στρατηγέ μου, ζητώ να μου διατεθούν 20 ιππείς, λέει ενώ με κόπο συγκρατεί το ατίθασο άλογο του.
– Τι θα τους κάνεις, μωρέ Ναπολέων;
– Θέλω να καταλάβω το χωριό, εκείνο, στ’ αριστερά μας…
– Θα σκοτωθείς, βρε παιδί μου…
– Πρέπει να διώξουμε τους Τούρκους, γιατί μας κτυπούν με πολυβόλα.
– Πήγαινε κι ο Θεός μαζί σου.
Κι ο ταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας μετατίθεται προσωρινά στο ιππικό κι ορμά με γυμνό το ξίφος.
Ο Ιωάννου παρακολουθεί με θαυμασμό τη μικρογραφία εκείνη της επέλασης -τους ιππείς μας να ορμούν, κραυγάζοντας, μέσα στη κόλαση της φωτιάς. Αλλά δεν ήταν γραφτό ν’ απολαύσει την μάχη, που ο ίδιος επεδίωξε. Ένας άλλος ταγματάρχης σκαρφαλώνει, έφιππος κι αυτός, στο λόφο κι αναφέρει:
– Στρατηγέ μου, ζητώ την άδεια να καταλάβω το χωριό εκείνο προς Ανατολάς. Μιλά βιαστικά, σαν να φοβάται μήπως χάσει την ευκαιρία ν’ αναμετρηθεί με τον κίνδυνο.Ο Ιωάννου ξαφνιάζεται.
Κι ο πολεμικός ανταποκριτής της «Πατρίδος» της Σμύρνης, που ήταν παρών, γράφει:Τ’ αυλακωμένο άπ τις κακουχίες του πολέμου πρόσωπό του έχασε ξάφνου την σκληράδατου. Τ’ άετήσιο βλέμμα του θόλωσε άπ’ τήν συγκίνηση.
Κι’ οι αξιωματικοί του τόν άκουσαν νά ψιθυρίζει:«Που πάτε, βρέ παιδιά μου;… «Αμιλλα θανάτου αρχίσατε;» Δέν είναι ό στρατηγός, πού μιλά τήν στιγμή εκείνη – είναι ένας πατέρας, πού βλέπει μέ στοργή καί περηφάνεια τούς ήρωες, πού έφτιαξε. Ανησυχεί γι’ αυτούς. Αλλά δέν μπορεί ν’ άρνηθή στόν ταγματάρχη Λεωνίδα Σπαή τήν εύνοια, πού έδειξε πρός τόν Ζέρβα. Είναι κι’ οι δυό γενναίοι τών γενναίων».

Οι δύο ταυτόχρονες αντεπιθέσεις, του Ζέρβα προς τ’ αριστερά, του Σπαή προς τα δεξιά,αποτρέπουν τον άμεσο κίνδυνο. Οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή – όσοι προφταίνουν να ξεφύγουν από τις σπάθες των ιππέων μας. ‘Αλλ’ η κατάσταση παραμένει σοβαρή – οι Τούρκοι στέλνουν ενισχύσεις. Και τότε ακούγεται ένας τρομερός θόρυβος. Στα μετόπισθεν έχουν πληροφορηθεί, ότι το στρατηγείο έπεσε σ’ ενέδρα και τρέχουν, όσο μπορούν πιο γρήγορα. Το πεζικό, όμως αργεί. Κι ο ταγματάρχης Μάρκος Δράκος διατάζει τους πυροβολητές του να προχωρήσουν με ταχύτητα επέλασης – τα πυροβόλα τα έσερναν άλογα – την εποχή εκείνη. Και, ξεπερνώντας τους πεζούς, φθάνει πρώτος στο πεδίο της μάχης. Ο Σπυρόπουλος αναπνέει μ’ ανακούφιση, αλλ’ ο Ιωάννου γίνεται έξω φρενών:
– Πέστε σ’ αυτόν τον τρελό να μη ρίξει, ορύεται. Θα μου τους διώξει τους Τούρκους…Τους θέλω ζωντανούς, μωρέ. Αλλ’ ο Δράκος κάνει πως δεν ακούει. Οι άνδρες του, πριν ακόμη ξεζέψουν τα πυροβόλα τους, αρχίζουν ομαδικά πυρά. Οι Τούρκοι συντρίβονται κι υποχωρούν, καταδιωκόμενοι από τους εξαγριωμένους ιππείς μας, που θερίζουν κεφάλια σαν στάχια. Η προέλαση συνεχίζεται με καινούργια ορμή κι ο Στρατός μας μπαίνει στο Κιρκ Αγάτς.Οι Κεμαλικοί ήταν τόσο βέβαιοι, ότι θα εξόντωναν το στρατηγείο του Ιωάννου, ώστε έτρεξαν ν’ αναγγείλουν το… χαρμόσυνο γεγονός, ενώ η μάχη συνεχίζεται ακόμη.
Και θρασύδειλοι, όπως ήταν πάντοτε, εκείνοι, που δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι,ξεχύθηκαν στους δρόμους του Κιρκ Αγάτς, τράβηξαν τα μαχαίρια τους κι άρχισαν να απειλούν θεούς και δαίμονες, ενώ οι Χριστιανοί έτρεχαν να διπλομανταλωθούν και να θρηνήσουν τη συμφορά. Κι όταν οι στρατιώτες μας μπήκαν στο χωριό, το βρήκαν τελείως έρημο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει αλλ’ οι Χριστιανοί παρέμεναν κρυμμένοι, πιστεύοντας ότι,τα ποδοβολητά, που ακούγονταν στο καλντερίμι, ήταν Τσέτες.
Έξαφνα, μια καμπάνα κτύπησε κι ο ήχος της ακούστηκε σαν χαρούμενο λαχτάρισμα – μια φωνή βροντερή αντήχησε: «Ήρθαν οι Έλληνες, μωρέ χωριανοί…» Για πότε το έρημο χωριό μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι; Για πότε οι τρομοκρατημένοι Χριστιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους; Οι παπάδες έτρεξαν να φορέσουν τ’ αμφιά τους και βγήκαν ψάλλοντας «Τη Υπερμάχω». Οι γυναίκες άρπαξαν την Παναγία απ’ τα εικονοστάσια και βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Στρατό μας. Μια καινούργια πατρίδα είχε ξεπεταχθεί ξαφνικά μέσα στα βάθη της Ανατολής, μπρος στους κατάπληκτους Τσολιάδες μας, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους – αυτός ήταν ο «αποικιακός πόλεμος», όπως βρέθηκαν χείλη ελληνικά να χαρακτηρίσουν τη μικρασιατική εκστρατεία.
Αλλ’ η προέλαση συνεχίζεται. Και στις 19 Ιουνίου, τέσσερις ημέρες μετά την έναρξη της επίθεσης, ένα απόσπασμα ιππικού, εκτελώντας επιθετική αναγνώριση, φθάνει στα υψώματα του Ομέρκιοϊ – σε βάθος 150 χιλιομέτρων – όταν στον ορίζοντα φαίνεται μια ίλη ιππικού. Ασφαλώς θα είναι Τσέτες. Και τα δύο τμήματα αναπτύσσονται, έτοιμα να κτυπηθούν. Αλλ’ όταν οι σαλπιγκτές σαλπίζουν έφοδο, οι πολεμικές κραυγές μεταβάλλονται σε κραυγές θριάμβου, σ’ αλαλαγμούς χαράς. Και τα δύο τμήματα είναι ελληνικά – κι εκείνοι, που ήταν έτοιμοι ν’ αλληλοσφαγούν, αγκαλιάζονται και φιλιούνται.Τι είχε συμβεί;
Την προηγούμενη μια ταξιαρχία της Μεραρχίας Ξάνθης είχε αποβιβασθεί, υπό την προστασία του Στόλου, στην Πάνορμο. Η επιχείρηση διεξήχθη υπό την διεύθυνση του συνταγματάρχη Πρωτοσύγγελου – ενός αξιωματικού, που αποδείχθηκε, ότι ήταν από τη πάστα εκείνη των μεγάλων στρατιωτικών. Εξαίρετος επιτελικός, ήταν και ορμητικός πολεμιστής. Κι όταν συμπληρώθηκε η απόβαση πήρε ένα απόσπασμα και ξεκίνησε προς αναζήτηση πολεμικών περιπετειών. Η Πάνορμος ήταν και πάλι ελληνική. Στο άκουσμα της χαρμόσυνης αυτής είδησης πολλοί αξιωματικοί ζήτησαν άδειες για να την επισκεφθούν – να περπατήσουν στο μαγευτικό ακρογιάλι της και ν’ αγναντέψουν στο βάθος, στην ακτή, τη Βασιλεύουσα. Ήταν ένα πραγματικό προσκύνημα και πολλές φορές τα χείλη των ευλαβών ακούσθηκαν να ψιθυρίζουν: «Ε, τώρα ας μέ πάρη τό τούρκικο βόλι».
Ήταν το «νύν άπολύοις τόν δούλόν Σου» της τυραννισμένης Φυλής μας. Κι οι άνθρωποι, που μίλαγαν μ’ αυτό τον τρόπο, δεν ήταν εμπνευσμένοι ιεράρχες, ούτε ενθουσιώδεις ιδεολόγοι – απλοί άνθρωποι του Λαού ήταν, που στην αγνή ψυχή τους είχε ανατείλει το λαμπερό όραμα της εθνικής ανάστασης.Ήταν ωραία πόλη η Πάνορμος. Κυκλωμένη από απότομα υψώματα, φύλαγε εκπλήξεις στον επισκέπτη της. Οι αξιωματικοί μας περίμεναν να δουν μια τουρκόπολη. Μόλις,όμως, το τραίνο έβγαινε από τη σήραγγα, έβλεπαν ένα συναρπαστικό θέαμα ν’ απλώνεται στα πόδια τους – μια ολόλευκη πολιτεία ξαπλωμένη στην ακρογιαλιά κι έναν μεγάλο κόλπο, που το γαλάζιο αντιφέγγισμα του έμπλεκε με το γαλάζιο της Κυανόλευκης σ’ ένα αρμονικό σύνολο. Δεκάδες τα πλοία στο λιμάνι της. Και στους δρόμους της οι μαθήτριες του ελληνικού Γυμνασίου, που έραιναν με ροδοπέταλα τους νικητές. Ο Πλαστήρας, ένας από τους προσκυνητές, μένει κατάπληκτος μπρος στο συναρπαστικό θέαμα, αγναντεύει με συγκίνηση τη Πόλη και ξεσπά: «Καί μόνον γι’ αυτές τίς στιγμές άξιζε ή εκστρατεία μας».«Προχωρείτε… Προχωρείτε…»

Οι στρατιώτες μας ξεκουράζονται μετά τη νίκη, αλλ’ όχι για πολύ. Ο Παρασκευόπουλος θέλει να φτάσει στη Προύσα. Ο Αγγλος αρχιστράτηγος Μιλν αρνείται αρχικά να επιτρέψει τη προέλαση, λέγοντας ότι η απόφαση θα έπρεπε να ληφθεί από τη Διάσκεψη των Παρισίων. Αλλ’ οι Τούρκοι κάνουν ένα σφάλμα: Κτυπούν τους Αγγλους στην Προποντίδα. Κι ο Μιλν, διαπιστώνοντας ότι τα στρατεύματα του κινδυνεύουν, αποφασίζει ν’ αποβιβάσει αγήματα πεζοναυτών στα Μουδανιά,συνιστώντας στο ελληνικό στρατηγείο να διατάξει και νέα προέλαση και να καταλάβει τη Προύσα. Η βρετανική Αυτοκρατορία ζητούσε τη βοήθεια της Ελλάδας. Αλλο που δεν ήθελε ο Παρασκευόπουλος. Και το γνώριμο πια σάλπισμα αντηχεί και πάλι: «Προχωρείτε… Προχωρείτε…».
Η κατάληψη της Προύσας ανατέθηκε στη θρυλική πλέον Μεραρχία Αρχιπελάγους. Επικεφαλής, μαζί με τον μέραρχο, κι ο Ιωάννου. Τις παραμονές της νέας επίθεσης ο Πάγκαλος φαίνεται αποφασισμένος να του αφαιρέσει τη διοίκηση, αγανακτισμένος με τις τρέλες του. Αλλ’ ο Πλαστήρας και ο Κονδύλης επεμβαίνουν. Θέλουν σωματάρχη τους τον Ιωάννου. Είναι θαυμάσιος επιτελικός, καθηγητής της Σχολής Ευελπίδων, άλλοτε, και γενναίο π α λ ι κ ά ρ ι . Όσο για τις τρέλες του… χαλάλι. Και ο Πάγκαλος υποχωρεί. Η Μεραρχία προετοιμάζεται πυρετωδώς. Ένας νεαρός ταγματάρχης, εξαίρετος επιτελικός,ζητεί ν’ απαλλαγεί των καθηκόντων του, να του ανατεθεί η διοίκηση τμήματος. Ο Ιωάννου δυσανασχετεί, τελικά όμως συμφωνεί. Και ο Κωνσταντίνος Βεντήρης ορμά μεταξύ των πρώτων προς την Προύσα και αναδεικνύεται ένας από τους γενναιότερους πολεμιστές. Η προέλαση είναι και πάλι ακάθεκτη. Μπροστά από την Μεραρχία Αρχιπελάγους υπάρχουν δύο τουρκικές Μεραρχίες, η 56 και η 61. Προσπαθούν ν’ αναχαιτίσουν την επίθεση, αλλ’ είναι αδύνατο. Και τρέπονται σε φυγή αφήνοντας νεκρούς και αιχμαλώτους.
Σε κάποια στιγμή, ο Ιωάννου, που ακολουθούσε τις προφυλακές, βλέπει μια μοίρα πυροβολητών να προσπερνά το στρατηγείο.
– Ποιος είναι αυτός. Σπυρόπουλε; φωνάζει στον επιτελάρχη του.
– Τα κανόνια του Βενιζέλου, στρατηγέ. Είναι κι ο ίδιος μαζί.
– Πώς βρέθηκε εδώ, μωρέ; Να τον τιμωρήσεις.Ο
ταγματάρχης Σοφοκλής Βενιζέλος νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Σμύρνης,υποφέροντας από τ’ αυτιά του, όταν πληροφορήθηκε, ότι θ’ άρχιζε η επίθεση στην Προύσα. Χωρίς να διστάσει, δραπετεύει από το νοσοκομείο και τρέχει στη μονάδα του.Υποφέρει πολύ και ταξιδεύει ξαπλωμένος μέσα σε μια άμαξα. Όταν πλησιάζει, όμως, η ώρα της μάχης, πηδά και πάλι πάνω στ ‘ άλογό του. Τώρα έτρεχε προς τη Προύσα θέλοντας να μπει πρώτος στην ιερή πόλη των Τούρκων. Και σχεδόν τα κατάφερε.
Ο γιος του Πρωθυπουργού της Μεγάλης Ελλάδας δεν μπορούσε να λείψει από την πορεία προς τη Νίκη.Οι οχυρωμένες θέσεις των Τούρκων καταλήφθηκαν με έφοδο κι ο Στρατός μας μπήκε στη Προύσα στις 3 το απόγευμα. Είναι δύσκολο, όμως, να λεχθεί ποιο τμήμα μπήκε πρώτο.Ήταν τόση η ορμή της επίθεσης, ώστε διάφορα τμήματα μπήκαν σχεδόν ταυτόχρονα, ενώοι ιππείς μας συνέχισαν την επέλαση. Καταδίωξαν τους πανικόβλητους Τούρκους και συναντήθηκαν με τους Αγγλους στα Μουδανιά».
Ανατολική Θράκη – Απελευθέρωσις
Τόν Ιούλιο του 1920, οι Σύμμαχοι επέτρεψαν τήν κατάληψη της Ανατολικής Θράκης.

σχέδιο καταλήψεως είχε καταρτισθεί από τόν Παρασκευόπουλο,τόν Αγγλο στρατηγό Μίλν καί τόν Αγγλο ναύαρχο Τζών Μάϊκλ ντέ Ρόμπεκ. Διοικητής των τουρκικών δυνάμεων ήταν ο συνταγματάρχης Τζαφέρ Ταγιάρ. Τήν 7η Ιουλίου1920, οι μεραρχίες Σμύρνης καί Ξάνθης καί μία ταξιαρχία ιππικού επιβιβάσθηκαν σέ μεταγωγικά από τούς όρμους Αρτάκης, Αρμενοχωρίου καί Πανόρμου καί μέ τήν συνοδεία ελληνικών καί αγγλικών πολεμικών κατέπλευσαν στήν Ραιδεστό καί στήν Ηράκλεια όπου αποβιβάσθηκαν.
Στίς 12 Ιουλίου κατελήφθη η Αδριανούπολις καί τήν επομένη εισήλθε στήν πόλη ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο οποίος παρακολουθούσε εκ τού σύνεγγυς τίς πολεμικές επιχειρήσεις. Ο λαός της Αδριανουπόλεως (267.000 Ελληνες, 245.000 Τούρκοι, 35.000Βούλγαροι, 22.000 Αρμένιοι καί 16.000 Εβραίοι) υποδέχτηκε μέ ενθουσιασμό τούς ελευθερωτές του, ενώ στό μητροπολιτικό ναό της πόλεως εκτυλίχθηκαν συγκινητικές σκηνές μέ τό μητροπολίτη νά ψάλλει, πρό του βασιλέως Αλεξάνδρου τό «Ευλογημένος ο ερχόμενος»
Δάφνες, μυρτιές καί ροδοπέταλα είχαν στρωθεί στούς δρόμους γιά να περάσειο απελευθερωτικός ελληνικός στρατός στήν πόλη του Αδριανού, η οποία υπήρξε σημαντική πόλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
«Τή νύχτα της 10ης Ιουλίου 1920 ο Αλέξανδρος τήν περνά μέ τήν 9η Μεραρχία στό Καραγάτς (Ορεστιάδα). Τά κανόνια μαίνονται, αλλά τό πεζικό στέκει ακίνητο,περιμένοντας να κυκλωθούνοι Τούρκοι από τή φάλαγγατης Ραιδεστού πού προχωρεί από τή νότια πλευρά. Οταν έρχεται τό μήνυμα πως έγινε μάχη στή Χαριόπολη καί διαλύθηκαν οι εχθρικές οπισθοφυλακές, ο στρατός του Εβρου διαβαίνει από πρόχειρη γέφυρα τόν ποταμό,κοντά στό Σουφλί καί δίνει τό τελευταίο χτύπημα έξω απότό Ουζούν-Κιοπρού (Μακρά Γέφυρα).

Α’ τουρκικό Σώμα Στρατού παραδίδεται μέ 160 αξιωματικούς καί 140 πυροβόλα. Τό πρωΐ της 12ης Ιουλίου έρχονται στό βασιλικό στρατηγείο ο δήμαρχος Αδριανουπόλεως Σεφκέτ καί ο μητροπολίτης Πολύκαρπος ζητώντας να παραδώσουν τήν πόλη…. Μετά τήν λειτουργία παρουσιάστηκε ο Βούλγαρος επίσκοπος Νικόδημος καί ευχήθηκε στόν βασιλιά να επανιδρύση την Βυζαντινή Αυτοκρατορία καί να στεφθή στήν Αγια-Σοφιά…. Στίς Σαράντα Εκκλησιές, πόλη ελληνικοτάτη, του έγινε η ίδια αποθεωτική υποδοχή…. Ακόμα μία μέρα ευτυχίας, η 21η Ιουλίου, μέρα αξέχαστη, πού είδε ο Βασιλεύς τήν Κωνσταντινούπολη. Τό «Αβέρωφ» πέρασε τά Καβάκια όπου στάθμευαν οι στόλοι των τριών Συμμάχων καί τά πληρώματα των ξένων θωρηκτών, παρατεταγμένα στό κατάστρωμα, χαιρέτισαν τόν Αλέξανδρο, ενώ οι μουσικές τους έπαιζαν τόν ελληνικό ύμνο. Διακόσιες χιλιάδες ομογενείς μαζεμένοι στόν Βόσπορο ζητωκραύγαζαν μέ τρέλλα.Ο κόσμος έτρεχε στήν παραλία ακολουθώντας τό θωρηκτό μας, πού σιγόσχιζε τά νερά καί πλήθαινε ολοένα.
Στήν ασιατική ακτή φαινόταν παρατεταγμένο τό τάγμα Βλαχόπουλου, πού παρουσίαζε όπλα. Από τίς βίλες της ακτής κουνούσαν σημαίες καί σεντόνια, ενώ στή θάλασσα, πολλές εκατοντάδες βάρκες ανάγκαζαν τό «Αβέρωφ» νά ανακόψη δρόμο.Ο κυβερνήτης Μαυρουδής γυρίζει καί λέει στό βασιλιά:- Αλησμόνητο θέαμα Μεγαλειότατε. Ο Θεός σας αξίωσε νά τό δείτε!- Ναί, τώρα καταλαβαίνω τί συγκίνηση κρύβη η λαϊκή φράση. Θά πάρουμε τήν Πόλη καί τήν Αγια – Σοφιά. »
Χρήστος Ζαλοκώστας – Αλέξανδρος
Προηγουμένως, ο Αλέξανδρος είχε περάσει καί από τό ελεύθερο Δεδέ-Αγάτς, τό οποίο μετά τόν θάνατό του μετονομάστηκε, πρός τιμή του, σέ Αλεξανδρούπολη.
Ο Τζαφέρ Ταγιάρ συνελήφθη αιχμάλωτος στό Μπαμπά Εσκή καί μεταφέρθηκε στήν Αθήνα, όπου παρέμεινε μέχρι τό 1923 οπότε υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης.
Τσεντίς Χάν 1920
Μετά τήν ήττα τους, οι κεμαλικές δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν στό Ουσάκ καί στό Δορύλαιον (Εσκί Σεχίρ – Eskisehir), ενώ μονάδες προκαλύψεως έκαναν επιδρομές στήν σιδηροδρομική γραμμή της περιοχής Σαλιχλί (Σάρδεις) – Μπαλικεσέρ (Αδραμύτιο). Ετσι,τόν Ιούλιο, οι ελληνικές δυνάμεις ανέλαβαν καί εκτέλεσαν μέ επιτυχία τό έργο εκκαθαρίσεως των Τούρκων ατάκτων, ιδιαίτερα στήν περιοχή Ντεμιρτζή, σκοτώνοντας τουλάχιστον 300 τσέτες. Τό δεύτερο δεκαήμερο του Αυγούστου τά ελληνικά στρατεύματα ανέλαβαν επιθετικές επιχειρήσεις πρός τό Ουσάκ (Τημένου θύραι) καί τό Τσεντίς ταπεινώνοντας τίς δυνάμεις του Κεμάλ, πού είχε ήδη αναλάβει προσωπικώς τήν διεύθυνση των επιχειρήσεων.Γιά νά πετύχει τουλάχιστον μία εντυπωσιακή νίκη εναντίον των Ελλήνων, ο στρατηγός Αλή Φουάτ οργάνωσε σχέδιο επίθεσης κατά της 13ης μεραρχίας πού βρισκόταν στήν περιοχήςΤσεντίς. Πράγματι, στίς 11 Οκτωβρίου 1920 τουρκικές δυνάμεις από 7.300 άνδρε επιτέθηκαν εναντίον του 2ου καί 3ου συντάγματος της 13ης μεραρχίας. Αλλά απέναντί τους είχαν τόν συνταγματάρχη Γεώργιο Κονδύλη, τόν αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Κωνσταντίνου καί τόν θρυλικό Νικόλαο Πλαστήρα
.Οι Τούρκοι ήταν καταδικασμένοι σέ ήττα.Στίς 7:30 εκδηλώθηκε η επίθεση δύο τουρκικών μεραρχιών μέ επίκεντρο τό Ντοσεντζίκ Δάγ. Παράλληλα άτακτες ομάδες διασκόρπισαν ελληνική εφοδιοπομπή, πού πορεύονταν πρός τό Τσεντίς καί λόχο μηχανικού κοντά στούς Μύλους. Τό βράδυ, η κατάσταση ήταν

δύσκολη γιά τίς ελληνικές δυνάμεις: τα πυρομαχικά τελείωναν, η επικοινωνία είχε διακοπεί μέ τό κέντρο ανεφοδιασμού, πού βρίσκονταν στό χωριό Χάν, διότι αυτό προσβάλλοταν επίμονα από τίς τουρκικές δυνάμεις.Τό βράδυ της 11ης Οκτωβρίου, έλληνες στρατιώτες συμπτύχθηκαν στό Χάν καί εγκατέστησαν προφυλακές στά βόρεια του χωριού, οι οποίες διαπίστωσαν ότι ο εχθρός συγκέντρωνε τόν κύριο όγκο των δυνάμεών του γιά νά δώσει τό τελειωτικό χτύπημα. Η τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε τό απόγευμα της 14ης Οκτωβρίου καί γρήγορα κατέληξε σέ μάχη σώμα μέ σώμα, όπου οι Ελληνες χρησιμοποιούσαν τήν ξιφολόγχη καί οι Τούρκοι μεγάλα μαχαίρια. Ο αγώνας εξακολουθούσε μέχρι τά μεσάνυχτα καί τό ελληνικό μέτωπο αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο διασπάσεως, καθώς έφταναν νέες τουρκικές ενισχύσεις.Τή νύχτα όμως οι πολιορκούμενες ελληνικές δυνάμεις πραγματοποίησαν έξοδο η οποία κατέληξε στή συντριβή των εχθρικών δυνάμεων πού υποχώρησαν μέ σοβαρές απώλειες(157 νεκροί, 100 αιχμάλωτοι), ενώ τσολιάδες μας είχαν 16 νεκρούς καί 45 τραυματίες. Τόπρωΐ της 15ης Οκτωβρίου 1920, ο ελληνικός στρατός, συνεχίζοντας τήν καταδίωξη, έφθασε στό Τσεντίς καί στίς 18, μέ τό πρώτο χιόνι κατέλαβε τήν πόλη. Ο στρατηγός Αλή Φουάτ αντικαταστάθηκε από τόν Ιζέτ μπέη, τό ηθικό των τούρκων στρατιωτών υπέστη καθίζηση καί ο ίδιος ο Κεμάλ ντροπιάστηκε καί από αυτή τήν ήττα.
Νικόλαος Πλαστήρας (17 Νοεμβρίου 1883 – 26 Ιουλίου 1953)
«Οταν δείχνουμε στούς Τούρκους τά οπίσθιά μας, μάς δείχνουν τά εμπρόσθιά τους, όταν τούς δείχνουμε τά εμπρόσθιά μας, τότε μας δείχνουν τά οπίσθιά τους.»
Γιός του Χρήστου Πλαστήρα και της Στεργιανώς Καραγιώργου, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας το 1883. Εκείνη τήν περίοδο η Θεσσαλία βρίσκονταν υπό οθωμανική κατοχή. Ο Νικόλαος Πλαστήρας, σέ ηλικία 14 ετών, ξυλοκόπησε τόν γιό του πασά, που κακομεταχειριζόταν τα ελληνόπουλα της περιοχής, καί γιά νά τόν γλυτώσουν οι γονείς του, τόν φυγάδευσαν στήν Αθήνα. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο κατατάχθηκε στον στρατό το 1903, και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα όπου έλαβε τόν βαθμό του δεκανέα. Το 1905 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα, ενταγμένος στά αντάρτικα σώματα των Παπαγάκη καί Αθανασόπουλου. Στή συνέχεια συμμετείχε ενεργά στον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το κίνημα στο Γουδή, τον Αύγουστο του 1909. Το 1910 εισήχθη στην Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως ανθυπολοχαγός. Τοποθετήθηκε στό 5ο Σύνταγμα Πεζικού καί μέ αυτή τή μονάδα πολέμησε στούς Βαλκανικούς Πολέμους. Ο θρύλος του «Μαύρου Καβαλάρη» ή «Καρά Σεϊτάν» είχε ήδη αρχίσει. Η πρώτη νικηφόρα του μάχη ήταν εκείνη της Ελασσόνας,στήν οποία κατάλαβε τά εχθρικά χαρακώματα καί συνέλαβε τούς πρώτους Τούρκους αιχμαλώτους. Ακολούθησαν οι μάχες του Σαρανταπόρου, των Γιαννιτσών καί της Θεσσαλονίκης, όπου ο Πλαστήρας μέ τήν γενναιότητά του καί το παράδειγμα της ανδρείας του, ενέπνευσε στούς άνδρες του σεβασμό καί εκτίμηση.Στή μάχη του Λαχανά, ο Νικόλαος Πλαστήρας, πάντα έφιππος καί ορμητικός ήταν από τούς πρωταγωνιστές της νίκης, καί μετά τήν μάχη ο ταγματάρχης Οθωναίος τόν αγκάλιασε καί τόν συνεχάρη συγκινημένος, ενώ οι στρατιώτες του ζητωκραύγαζαν φωνάζοντας: «Ζήτω ο Μαύρος Καβαλάρης»
Στις 17 Μαΐου 1918, ο Πλαστήρας έλαβε μέρος στη Μάχη του Σκρα Ντι Λέγκεν, ως Διοικητής του ΙΙΙ Τάγματος του 6ου Συντάγματος, όπου εξουδετέρωσε επτά εχθρικές γραμμές άμυνας, βάθους 1.500 μέτρων μέσα σε δυο ώρες χαρίζοντας στην Ελλάδα και στην ελεύθερη Ευρώπη μια από τις μεγαλύτερες νίκες του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Προηγούμενες ενέργειες των Γάλλων και των Αγγλων, για κατάληψη του Σκρα Ντι Λέγκεν, είχαν αποτύχει. Οι ηρωικές και συντονισμένες επιθετικές ενέργειες επέτρεψαν την κατάληψη της περιοχής,«του άπαρτου κάστρου», όπως το είχαν ονομάσει.
Η αναφορά του Πλαστήρα λακωνική:
«Έφθασα τέρμα αντικειμενικού σκοπού. Εχθρός υποχωρεί πανικόβλητος. Δέον διαταχθή καταδίωξις προς εκμετάλλευσιν επιτυχίας.Πλαστήρας»
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε, αλλά δυστυχώς οι επιχειρήσεις για την Ελλάδα δεν σταμάτησαν. Συνεχίστηκαν, με τη μεγαλύτερη έως τότε υπερπόντια επιχείρηση της Ελλάδας, τους πρώτους μήνες του 1919 με την Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία(Ουκρανία) με το Α΄ Σώμα Στρατού (Ι, ΙΙ, ΧΙΙΙ ΜΠ), δύναμης 23.351 ανδρών. Με αναφορά του ο Πλαστήρας ζήτησεν να λάβει μέρος. Του ανατέθηκε τότε η Διοίκηση του 5/42Συντάγματος Ευζώνων. Όταν ανέλαβε τη Διοίκηση του Συντάγματος, σε συγκέντρωση αξιωματικών και οπλιτών, μεταξύ των άλλων είπε:
«…. Οφείλομε να εκτελέσωμε το καθήκον μας. Ο αγώνας αυτός θα ανοίξει τον δρόμον των εθνικών μας στόχων. Ο δρόμος μας για τη Θράκη και τη Μικρά Ασία περνά από τη Ρωσία. Έτσι, θα δώσουμε στα παιδιά μας τη Σμύρνη και την Πόλη».
Έτσι, πολύ εύστοχα και λακωνικά εξηγεί τη σκοπιμότητα της συμμετοχής της Ελλάδας στην Εκστρατεία στην Ουκρανία.Τόν Ιούνιο του 1919 τό θρυλικό 5/42 του 38χρονου συνταγματάρχη αποβιβάστηκε στόν Μπουρνόβα καί συνέχισε να πρωταγωνιστεί σέ όλες τίς μάχες πού δόθηκαν στά χώματα της Ιωνικής γής. Είχε δημιουργηθεί ένα άριστο πνεύμα Μονάδας, που έδινε υπερηφάνεια και ενθουσιασμό στους τσολιάδες, ώστε σ’ όλα τα τραγούδια τους είχαν ως επωδό:

«Είμαστε λιοντάρια – του Πλαστήρα παλικάρια»
Το 5/42 εξέδιδε στη Μικρά Ασία την εφημερίδα «Η Φούντα»
Μέ τήν πτώση του Βενιζέλου καί τήν επάνοδο του Κωνσταντίνου,ήταν από τούς λίγους διοικητές πού δέν τόλμησε να αγγίξει η κυβέρνηση του Γούναρη,όταν έδιωξε όλους τούς άξιους αξιωματικούς, πού είχαν πρωταγωνιστήσει στίς προηγούμενες μάχες. Οι τσολιάδες του 5/42 δέν επέτρεψαν νά φύγει ο διοικητής τους.Τόν Μάρτιο του 1921, τό 5/42 μέ μία σειρά μαχών, διέσωσε τό νότιο συγκρότημα του ελληνικού στρατού στό Τουλού Μπουνάρ, προκαλώντας τόν τρόμο στούς υποχωρούντες Τούρκους οι οποίοι αποκαλούσαν τό σύνταγμά του:»Σεϊτάν Ασκέρ»
Κατά την προέλαση,έφτασε μέχρι τήν Αγκυρα, ενώ μετά τήν κατάρρευση του μετώπου, τό 5/42 του Πλαστήρα καί τό σύνταγμα του Γονατά ήταν από τά λίγα στρατιωτικά τμήματα πού υποχωρούσαν τακτικά δίνοντας μάχες μέ τόν εχθρό.
Τις νύχτες ο Πλαστήρας φύλαγε ο ίδιος σκοπός γιά να ξεκουράζει τούς εξαντλημένους ευζώνους του, ενώ μάζευε τούς φυγάδες στρατιώτες πού έβρισκε στόν δρόμο, εντάσσοντάς τους πάλι στήν μάχιμη μονάδα του.Ενα χαρακτηριστικό γεγονός πού δείχνει τό ήθος καί τόν χαρακτήρα του Μαύρου Καβαλλάρη είναι αυτό πού συνέβη, κατά τή διάρκεια της υποχώρησης, στόν σιδηροδρομικό σταθμό της Φιλαδέλφειας. Εκεί οι λιποτακτούντες στρατιώτες είχαν ανέβει στα βαγόνια των τρένων πού προορίζονταν γιά τήν μεταφορά των αμάχων. Ο Πλαστήρας όταν κατέφθασε καί είδε τά γυναικόπαιδα έξω από τά τρένα, παρέταξε τούς τσολιάδες του γύρω από τά βαγόνια, καί μέ μία βροντερή φωνή διέταξε νά εκκενωθούν τά βαγόνια,διαφορετικά θά άνοιγε πύρ.
Αμέσως οι φυγάδες στρατιώτες βγήκαν από τά τρένα καί σώθηκαν έτσι χιλιάδες γυναικόπαιδα από βέβαιη σφαγή, αφού πρόλαβαν νά μεταφερθούν στήν Σμύρνη. Αφού έδωσε τήν τελευταία μάχη του ελληνικού στρατού στό Τσεσμέ, τόν Αύγουστο του1922, συντρίβοντας τούς Τσέτες πού έμπαιναν διψασμένοι γιά ανθρώπινη σάρκα στήν Σμύρνη, ο Πλαστήρας αποχώρησε από τήν γή της Ιωνίας καί οργάνωσε στρατιωτικό κίνημα μέ τόν Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά μέ σκοπό τήν παραίτηση της βασιλικής κυβέρνησης και τήν εκθρόνιση του Βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ του υιού του Γεωργίου Β’. Χάρη σ’αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο στρατός και ανασυντάχθηκε η στρατιά του Έβρου.Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «εκτέλεση των έξι», κατευνάζοντας τον λαό που φώναζε «Θάνατος στούς προδότες».
.Μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1923 κατέθεσε την εξουσία στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης. Τον Ιανουάριο του 1924 παραιτήθηκε και αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιστράτηγου. Η Δ’ Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε «Αξιο της Πατρίδος»
Αναχώρησε και έζησε για λόγους υγείας στην Ευρώπη ενώ το 1925 εξορίστηκε στην Ιταλία από την δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου μετά από προσπάθειά του να τον ανατρέψει.Κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής στις 9 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύθηκε ο ΕθνικόςΔημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ), τα μέλη του οποίου θεωρούσαν εμπνευστή και τυπικό Αρχηγό τον Πλαστήρα και ορκίζονταν στο όνομά του, αν και ήταν απομονωμένος στη Νίκαια της Γαλλίας.
Ο ΕΛΑΣ έκανε τά πάντα γιά να εξοντώσει τόν ΕΔΕΣ καί τελικά κατάφερε να τόν εγκλωβίσει στήν Ηπειρο, ενώ τόν σύντροφο του Πλαστήρα στήν Μικρά Ασία,Δημήτριο Ψαρρό, μαζί μέ δεκάδες παλληκάρια του 5/42, τούς ξεκοίλιασαν τά καθάρματα του Βελουχιώτη. Ο Πλαστήρας συμμετείχ εενεργά στήν ταραγμένη πολιτική ζωή του τόπου μέχρι τόν θανατό του στίς 26 Ιουλίου του 1953.Ο Πλαστήρας αναδείχθηκε στα μάτια του έθνους όχι απλά ως ο ήρωας πολεμιστής, αλλά και ως ένας άνθρωπος με διορατικό πνεύμα.Συνέλαβε την ιδέα της κατασκευής του φράγματος Ταυρωπού της σημερινής Λίμνης Πλαστήρα.Υιοθέτησε επτά παιδιά. Πολλά αγόρια βαπτίσθηκαν μέ τό όνομα Πλαστήρας.Ονομάστηκε «ναυαγοσώστης του έθνους», «άγιος της προσφυγιάς» και «πατέρας των προσφύγων»
Το εφάπαξ το διέθεσε σε Σανατόριο για τους άρρωστους στρατιώτες. Διέρρηξαν και λεηλάτησαν το σπίτι που έμενε και πήραν 40 χρυσές λίρες και 60.000 δρχ.,που προορίζονταν για τα ορφανά, που είχε υιοθετήσει. Δεν απέκτησε σπίτι, και αρνήθηκε να πάρει σχετικό δάνειο. Αρνήθηκε να δώσει δουλειά στον άνεργο αδελφό του και σύνταξη στην αδελφή του. Έζησε 12 χρόνια εξόριστος. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Έγινε μια φορά Αρχηγός Κράτους, και τρεις φορές Πρωθυπουργός. Πέθανε στις 26 Ιουλίου 1953, σε ηλικία 72 ετών, σέ ένα νοικιασμένο δυάρι στό Παγκράτι καί πάνω σέ ένα κρεβάτι εκστρατείας. Το σμόκιν της κηδείας του ήταν προσφορά του φίλου του Διονύση Καρρέρ.
Αφησε κληρονομιά 216 δραχμές, δέκα δολάρια, μια λακωνική προφορική διαθήκη
«όλα για την Ελλάδα»
και την υποθήκη, που έμπρακτα τήρησε στη ζωή του
«δεί τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής, μη πλουσιώτερον, αλλ’ ενδοξότερον γεγονέναι».
Ο αναγνώστης ας συγκρίνει τήν προσφορά στόν τόπο του στρατιώτη – πολιτικού Πλαστήρα, η οποία ήταν αντιστρόφως ανάλογη μέ τήν προσωπική του περιουσία, μέ τήν αντίστοιχη προσφορά των βαθύπλουτων πολιτικών πού κυβέρνησαν καί κυβερνούν τήν Ελλάδα τά τελευταία 50 χρόνια γιά νά τήν οδηγήσουν στήν χρεωκοπία. Ο αναγνώστης ας συγκρίνει τόν πατριώτη Θεόδωρο Πάγκαλο πού πολέμησε στήν Ιωνική Γή μέ τόν προδότη καί βαθύπλουτο εγγονό του πού παρέδωσε τόν ικέτη πρόσφυγα Οτσαλάν στά νύχια του Κεμαλικού κράτους.Ο Γεώργιος Παπανδρέου στον επικήδειο λόγο του μεταξύ των άλλων είπε:
«Πλαστήρα, ως στρατιώτης ασκήτευσες εις τον βωμόν της Πατρίδος. Και ως πολίτης εις τον βωμον του λαού»
Ο εγγονός του Γέρου της Δημοκρατίας θά έτρεχε 57 χρόνια αργότερα νά

προσκυνήσει τόν πασά της Νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Ερντογάν.. Οποία κατάντια γιά τήν σύγχρονη Ελλάδα μας νά έχει τέτοιους πολιτικούς! Στις 4 Νοεμβρίου 1980 η καρδιά του Μαύρου Καβαλάρη, μεταφέρθηκε κατ’επιθυμία του –
«την καρδιά μου, Αγγελική (αδελφή του) να την πάτε εκεί επάνω»
– στην Καρδίτσα όπου φυλάσσεται στο Λαογραφικό Μουσείο.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ
Στίς 28 Ιουλίου 1920, στό παρισινό προάστειο των Σεβρών, υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης Ελλάδος – Τουρκίας. Αυτή έμεινε γνωστή ως ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ καί θεωρήθηκε η μεγαλύτερη επιτυχία του Ελληνικού Εθνους μετά τήν επανάσταση του 1821. Η Τουρκία παραχωρούσε στήν Ελλάδα τήν Δυτική καί τήν Ανατολική Θράκη μέχρι τήν Τσατάλτζα στά πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, καθώς επίσης τήν Ιμβρο καί τήν Τένεδο. Παραχωρούσε στήν ελληνική κυβέρνηση τήν άσκηση εξουσίας στή Σμύρνη καί τήν περιοχή της υπό ειδικό προσωρινό καθεστώς διοικήσεως, επί μία πενταετία, υπό τήν ψιλή επικυριαρχία του σουλτάνου. Μετά από τήν πενταετία καί μετά από δημοψήφισμα θά γινόνταν η προσάρτησή της από τό ελληνικό κράτος.Αναγνώριζε τήν πλήρη κυριαρχία της Ελλάδος στά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου,κήρυσσε πλήρως αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη τά Δαρδανέλια, επικύρωνε τήν προσάρτηση της Κύπρου στήν Αγγλία. Επέβαλλε στήν Τουρκία καθεστώς διομολογήσεων, διεθνή οικονομικό έλεγχο καί διεθνή στρατιωτικό έλεγχο. Η Ιταλία παραχωρούσε στήν Ελλάδα τά Δωδεκάννησα, εκτός από τήν αυτόνομη Ρόδο. Η Τουρκία περιορίζονταν στό κεντρικό οροπέδιο, καθώς δίδονταν ανεξαρτησία στήν Αρμενία, στό Κουρδιστάν καί στή Συρία. Τέλος σύμφωνα μέ τήν συνθήκη, θά δικάζονταν καί θά τιμωρούνταν οι υπαίτιοι γιά τά εγκλήματα πού διεπράχθηκαν κατά των χριστιανών οθωμανών υπηκόων.
Είχαμε αγγίξει τό όνειρο της επανασυστάσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η αυτονομία του Πόντου θά ήταν θέμα χρόνου. Η Μεγάλη Ιδέα γινόταν πραγματικότητα. Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ξαναζωντάνευε. Μέ τό πρώτο άgγελμα της Συνθήκης των Σεβρών ο Ελληνισμός, τόσο ο ελεύθερος όσο καί ο αλύτρωτος πανηγύρισε. Κωδωνοκρουσίες,παιάνες καί κανονιοβολισμοί αντηχούσαν από τήν Μακεδονία μέχρι τήν Κρήτη, από τή Βόρεια Ηπειρο μέχρι τόν Πόντο, από τά Επτάνησα μέχρι τήν Καισάρεια Καππαδοκίας.
«Ζήτω η Ελλάς των δύο Ηπείρων καί των πέντε Θαλασσών»
Ο αιώνιος εχθρός της Ρωμιοσύνης, η Τουρκία είχε πεθάνει. Η Οθωμανική αυτοκρατορία μεταλάσσονταν σέ ένα ασήμαντο κρατίδιο μέσα στήν έρημο της Καππαδοκίας, περιτριγυρισμένη από λαούς πού είχε καταδυναστέψει στό παρελθόν.Τό όνειρό όμως θά έμενε όνειρο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πού υπέγραψαν τήν συνθήκη πάντοτε θά τήν υπονόμευαν. Η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Αγκυρας ανεκήρυξε εθνοπροδότες όλους τούς Οθωμανούς αξιωματούχους πού τήν υπέγραψαν καί τήν κήρυξε άκυρη. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας Πουανκαρέ θά δήλωνε:
«Απεδείχθη πλέον εύθραυστη και από τις πορσελάνες του τόπου της υπογραφής της»
Ο Αγγλος αντιβασιλεύς των Ινδιών ζητούσε άμεση αναθεώρηση της συνθήκης πού ταπείνωνε τόν σουλτάνο καί τόν χαλίφητων πιστών, προκαλώντας εξεγέρσεις χιλιάδων μουσουλμάνων στίς Ινδίες, στήν Αραβία τήν Αίγυπτο καί αλλού.
Είναι αυτοί οι μουσουλμάνοι πού μας καταδυνάστευαν επί αιώνες καί μας πουλούσαν στά σκλαβοπάζαρά τους. Είναι αυτοί οι μουσουλμάνοιπού κατέκτησαν τά εδάφη μας καί μετέτρεψαν τίς εκκλησίες μας σέ τζαμιά. Είναι αυτοί οι μουσουλμάνοι πού έχουν κατακλύσει τήν πατρίδα μας, καί ζητούν ιθαγένεια, πολιτικά δικαιώματα καί τζαμιά.

Στίς 30 Ιουλίου 1920, ο Υπατος Αρμοστής της Σμύρνης ειδοποίησε τό νομάρχη Μπεσήμ Βέην γιά τήν μεταβίβαση της διοίκησης της νομαρχίας, σε εκπρόσωπο της ελληνικής κυβερνήσεως.
«Η συγκέντρωσις τήν πρωΐαν της 30ης Ιουλίου εις τήν μεγάλην αίθουσαν του διοικητηρίου, των ελλήνων καί τούρκων υπαλλήλων, είχε χαρακτήρα αληθούς τραγωδίας.Οι έλληνες προσέρχονται πρώτοι σοβαροί καί ίστανται ακίνητοι, σοβαροί,αποφασισμένοι να σεβασθούν τήν ψυχολογικήν κατάστασην των τούρκων υπαλλήλων. Βαθεία σιγή κυριαρχεί. Κατά την ορισθείσαν ώραν, εμφανίζεται ο Μπεσήμ μπέης, με ρεδιγκόταν. Υψηλός κι ωχρός. Με βλέμμα απλανές. Ίσταται προς στιγμήν, εις το μέσοντης αιθούσης. Κατόπιν υποκλίνεται, προχωρά προς το γραφείο του. Η ώρα του μεγάλου πεπρωμένου είχε σημάνει. Η κακή μοίρα είχεν εκλέξει αυτόν, δια την εκpλήρωσιν ενός τραγικού καθήκοντος. Ίσταται εις την μεγάλην τράπεζαν, σιωπηλός μέχρι θανάτου. Οι οφθαλμοί του υγραίνονται. Αρχίζει η ανάγνωσις των πρωτοκόλλων παραλαβής και παράδοσις της πόλεως. Ενας κόσμος τουρκικός φεύγει καί ένας άλλος έρχεται. Η στιγμή είναι ιστορική καί αλησμόνητος…».
Μιχαήλ Ροδάς – Η Ελλάδα στήν Μικρά Ασία
Μετά τήν κατάλυση των τουρκικών αρχών αναδιοργανώθηκαν οι ελληνικές υπηρεσίες καί συνεχίσθηκε μέ εντατικώτερο ρυθμό η εργασία αποπερατώσεως του Ιωνικού Πανεπιστημίου. Τήν οργάνωσιν του ανέλαβε ο μεγαλύτερος μετά τόν Αρχιμήδη, Ελληνας μαθηματικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου καί σημαντικός συνεργάτης του Αϊνστάιν,
Κωνσταντινός Καραθεοδωρής

«Μία νέα τρισένδοξος σελίς προστίθεται εις τήν τόσον πλούσιαν εις δόξαν Ελληνικήν Ιστορίαν, σελίς επί της οποίας η μοίρα της Ελλάδος εχάραξε διά της χειρός του Ελευθερίου Βενιζέλου τόν τελικόν θρίαμβον των αγίων του Εθνους πόθων. Λαοί ομόφυλοι, απ΄αιώνων δυναστευόμενοι, λαοί αδελφοί, επί αιώνων κεχωρισμένοι, ενούνταισήμερον ελεύθεροι εις τούς κόλπους της Μεγάλης Μητρός Ελλάδος, εις ένα στοργικόνεναγκαλισμόν αυτής. Καί υπό τήν θερμήν πνοήν του μητρικού ασπασμού ανίσταται εις νέαν ζωήν πεφιλημένα της Ελλάδος τέκνα, η Σμύρνη καί μετ’ αυτής η Ιωνία, η μήτηρ ενός εξόχου πολιτισμού. Η Ιωνία της οποίας εκάστη πτυχή σκεπάζει καί μίαν ένδοξον ελληνικήνανάμνησιν. Η Θράκη, η πολυπαθής καί πολυφίλητος Θράκη, ηπερικλείουσα κατά τούς χρόνους της Ελληνικής Αυτοκρατορίας τούς θερμοτέρους καί ισχυροτέρους παλμούς του Γένους…Οπου κυματίζει σήμερον η ελληνική σημαία, δέν υπάρχουνπλέον δυνάσται καί δούλοι, δέν υπάρχουν δήμιοι καί θύματα. Υπότήν σκιάν της Ελληνικής Σημαίας θά παρακάθηνται Ελληνες καί Μουσουλμάνοι καί Ισραηλίται καί όσοι άλλοι λαοί θά ζήσουν μεθ’ ημών, ελεύθεροι πολίται μιάς καί της αυτής πατρίδος μέ ίσας υποχρεώσεις… Κύριοι συνάδελφοι, η μεγάλη Ελλάς καί ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι δύο ονόματα αποτελούντα μίαν αχώριστην έννοιαν εν τη εθνική συνειδήσει. Ας χαιρετίσωμεν λοιπόνκαί ημείς τά δύο αυτά ένδοξα καί πεφιλημένα ονόματα διά μιάς καί της αυτής επεφημίας. Ζήτω Η Μεγάλη Ελλάς!»
Θεμιστοκλής Σοφούλης – Πρόεδρος της Βουλής
Mετά το δημοψηφισμα,την επανοδο του βασιλεως και τις εκλογες,ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος αντικαταστάθηκε από τόν Αναστάσιο Παπούλα, ο στρατηγός Μομφεράτος ανέλαβε τήν διοίκηση της στρατιάς Θράκης, στήν θέση του Αλέξανδρου Μαζαράκη – Αινιάν.Ο στρατηγός Φράγκου ανέλαβε τήν αρχηγία της 1ης μεραρχίας αντί του Ζ. Παπαθανασίου, ο Βαλέττας της 2ης μεραρχίας αντί του Ν.Βλαχοπούλου, ο Διγενής της 13ης αντί του Κ. Μανέττα , ο Κ. Πάλλης τοποθετήθηκε αρχηγός του επιτελείου στή θέση του Θεόδωρου Πάγκαλου, ενώ αξιοσημείωτο είναι τό γεγονός ότι ο Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε νά τεθεί επικεφαλής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας αφού είχε προεξοφλήσει τό μάταιον της προσπάθειας.
Οι Γεώργιος Κονδύλης,Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης καί ο Δημήτριος Ιωάννου σχημάτισαν τήν «Εθνική Αμυνα» καί συνεπικουρούμενοι από πολλούς ισχυρούς ομογενείς Κωνσταντινουπολίτες έβαλλαν εναντίον της κυβερνήσεως. Η δύναμις της εν Μικρά Ασία στρατιάς, όταν ανέλαβε τήν διοίκησιν της ο Παπούλας ανήρχετο εις 3.805 αξιωματικούς,111.861 οπλίτες, 115 πεδινά πυροβόλα καί 146 ορεινά πυροβόλα.
Για το Β΄Μέρος ,πατηστε τον συνδεσμο https://appelaios.com/2022/08/19/%ce%b7-%cf%83%cf%84%cf%81%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ac-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%ac%cf%82-%ce%b1%cf%83%ce%af%ce%b1%cf%82-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%82-%ce%b2%ce%84/