Ο Πόλεμος των 6 ημερών…5-6 Ιουνίου 1967 

Ο πόλεμος των Έξι ημερών μεταξύ Ισραήλ και Αραβικών χωρών, ο οποίος συγκλόνισε τον κόσμο, κατέληξε σε Ισραηλινή νίκη που καθόρισε τα όρια της σύγχρονης Μέσης Ανατολής. Ο πόλεμος προέκυψε μετά από εβδομάδες απειλών του ηγέτη της Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ/Gamal Abdel Nasser, ότι το έθνος του, μαζί με τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ, θα κατέστρεφαν το Ισραήλ.

Οι ρίζες του πολέμου του 1967 χρονολογούνται σχεδόν δύο δεκαετίες, στην ίδρυση του Ισραήλ το 1948, στον πόλεμο κατά των Αράβων γειτόνων που ακολούθησε αμέσως μετά και στις πολυετείς εχθροπραξίες που επικρατούσαν στην περιοχή.

Διαμάχη για τους υδάτινους πόρους

Το 1964, το Ισραήλ άρχισε να μεταφέρει νερό από τον Ιορδάνη ποταμό για τον δικό του εθνικό κομιστή υδάτων. Το επόμενο έτος τα Αραβικά κράτη ξεκίνησαν την υλοποίηση σχεδίου εκτροπής υδάτων, το οποίο θα μετέφερε νερό από τον χείμαρρο Μπανιάς, πριν αυτό φτάσει στο Ισραήλ και τη θάλασσα της Γαλιλαίας, σε φράγμα στο Μουκάιμπα για χρήση μόνο από την Ιορδανία και τη Συρία εκτρέποντας ύδατα από τον ποταμό Χασπανί στον ποταμό Λιτανί, στο Λίβανο. Τα έργα της εκτροπής θα μείωναν τα αποθέματα νερού του Ισραήλ περίπου 35%, και το συνολικό απόθεμα περίπου στο 11%.

Οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις επιτέθηκαν στα συνεργεία κατασκευής στην Συρία, τον Μάρτιο, Μάιο και Αύγουστο του 1965, ξεκινώντας μια σειρά συνοριακών συγκρούσεων που συνδέεται άμεσα με τις αφορμές του πολέμου.

Εδάφη του Ισραήλ πριν και μετά τον πόλεμο.

Συνοπτικά γεγονότα πολέμου

Τον Ιούνιο του 1967 ο πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Αράβων άλλαξε το χάρτη της Μέσης Ανατολής και αναμόρφωσε την περιοχή για δεκαετίες.

Ο ηγέτης της Αιγύπτου Νάσερ, το Μάιο του 1967 δεσμεύεται να καταστρέψει το Ισραήλ .

Τα συμμαχικά Αραβικά κράτη συγκεντρώνουν στρατεύματα για να επιτεθούν στο Ισραήλ.

Το Ισραήλ χτυπά πρώτο με καταστροφικές αεροπορικές επιδρομές.

Η κατάπαυση του πυρός τερματίζει τον πόλεμο μετά από έξι ημέρες έντονων συγκρούσεων. Το Ισραήλ αποκτά εδάφη και επαναπροσδιορίζει τη Μέση Ανατολή.

Απώλειες: Ισραήλ περίπου 900 νεκροί, 4.500 τραυματίες. Αίγυπτος περίπου 10.000 νεκροί, άγνωστος αριθμός τραυματιών (επίσημα στοιχεία δεν ανακοινώθηκαν). Συρία: περίπου 2.000 νεκροί, άγνωστος αριθμός τραυματιών (επίσημα στοιχεία δεν ανακοινώθηκαν).

Όταν έληξε ο πόλεμος με κατάπαυση του πυρός, τα σύνορα της Μέσης Ανατολής είχαν ουσιαστικά ανακαθοριστεί. Η πρώην διαιρεμένη πόλη της Ιερουσαλήμ βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Ισραήλ, όπως και η Δυτική Όχθη, τα Υψίπεδα του Γκολάν και το Σινά.

Ιστορικό πολέμου

Το ξέσπασμα του πολέμου προέκυψε το καλοκαίρι του 1967 μετά από μια δεκαετία αναταραχών και αλλαγών στον Αραβικό κόσμο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Αίγυπτος, η οποία ήταν επί μακρόν αντίπαλος του Ισραήλ, βρισκόταν σε κατάσταση σχετικής ειρήνης με τη γειτονική χώρα, λόγω των ειρηνευτικών δυνάμεων των «Ηνωμένων Εθνών» που είχαν αναπτυχθεί στα κοινά σύνορα.

Σε άλλες περιοχές στα σύνορα του Ισραήλ, οι σποραδικές εισβολές από Παλαιστίνιους αντάρτες έγιναν μόνιμο πρόβλημα. Οι εντάσεις οξύνθηκαν από την αεροπορική επίθεση του Ισραήλ σε χωριό της Ιορδανίας που χρησιμοποιήθηκε για την εξαπόλυση επιθέσεων κατά του Ισραήλ και μετά από αερομαχίες με Συριακά αεροσκάφη τον Απρίλιο του 1967. Ο Αιγύπτιος πρόεδρος Νάσερ, ο οποίος υποστήριζε τον Παναραβισμό, ένα πολιτικό κίνημα που προέτρεπε τα Αραβικά έθνη να ενωθούν, άρχισε να σχεδιάζει πόλεμο κατά του Ισραήλ.

Η Αίγυπτος ξεκίνησε να μεταφέρει στρατεύματα στο Σινά, κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ. Ο Νάσερ κλείνει τα Στενά του Τιράν στην Ισραηλινή ναυτιλία και δηλώνει ανοιχτά, στις 26 Μαΐου 1967 ότι σκοπεύει να καταστρέψει το Ισραήλ.

Στις 30 Μαΐου 1967, ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας μεταβαίνει στο Κάιρο και υπογράφει συμφωνία που θέτει το στρατό της Ιορδανίας υπό Αιγυπτιακό έλεγχο και το ίδιο πράττει το Ιράκ. Τα Αραβικά έθνη προετοιμάζονταν για πόλεμο και δεν έκαναν προσπάθεια να αποκρύψουν τις προθέσεις τους. Οι Αμερικανικές εφημερίδες μετέδωσαν την κλιμακούμενη κρίση στη Μέση Ανατολή ως πρωτοσέλιδο νέο στις αρχές Ιουνίου του 1967. Σε ολόκληρη την περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, ο Νάσερ ακουγόταν στο ραδιόφωνο να διατυπώνει απειλές κατά του Ισραήλ.

Στις 22 Μαΐου 1967, ο Πρόεδρος Nasser απευθυνόμενος  στους πιλότους του στην αεροπορική βάση Bir Gifgafa στο Σινά: «Οι Εβραίοι απειλούν με πόλεμο—τους λέμε ahlan wa-sahlan (καλώς ήρθατε)! 

Η πορεία προς τον πόλεμο

Στην ομιλία του σε Άραβες συνδικαλιστές στις 26 Μαΐου 1967 ο Νάσερ δήλωσε: «Αν το Ισραήλ μπει σε επίθεση εναντίον της Συρίας ή της Αιγύπτου, η μάχη εναντίον του Ισραήλ θα είναι γενική και δεν θα περιοριστεί σ’ ένα σημείο στα Συριακά ή τα Αιγυπτιακά σύνορα. Η μάχη θα είναι γενική και βασικός μας στόχος είναι να καταστρέψουμε το Ισραήλ».

Ο Ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών Αμπά Εμπάν έγραψε στην αυτοβιογραφία του πως βρήκε «την διαβεβαίωση του Νάσερ πως δεν σχεδίαζε μια ένοπλη επίθεση» πειστική, προσθέτοντας πως «Ο Νάσερ δεν ήθελε πόλεμο ήθελε νίκη χωρίς πόλεμο». Γράφοντας από την Αίγυπτο στις 4 Ιουνίου 1967 ο δημοσιογράφος των New York Times Τζέιμς Ρέστον παρατηρούσε: «Το Κάιρο δεν θέλει πόλεμο και σίγουρα δεν είναι έτοιμο για πόλεμο. Αλλά έχει αποδεχτεί ήδη την δυνατότητα, ακόμα και την πιθανότητα του πολέμου, σαν να είχε χάσει τον έλεγχο της κατάστασης».

Το 2002, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Μάικ Σάστερ σε άρθρο του διατύπωσε μια οπτική που ήταν η επικρατούσα στο Ισραήλ πριν τον πόλεμο, πως η χώρα «ήταν περικυκλωμένη από Αραβικά κράτη αποφασισμένα να την ξεριζώσουν. Η Αίγυπτος διοικείτο από τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, έναν υποκινητή εθνικισμού του οποίου ο στρατός ήταν ο ισχυρότερος στην Αραβική Μέση Ανατολή. Η Συρία διοικείτο από το ριζοσπαστικό κόμμα Μπαάθ, που απειλούσε συνεχώς πως θα ρίξει το Ισραήλ στην θάλασσα».

Οι προκλητικές ενέργειες κατά του Ισραήλ, με αποκορύφωμα τον αποκλεισμό των Στενών και την κινητοποίηση των δυνάμεων στο Σινά, δημιούργησαν στρατιωτική και οικονομική πίεση. Αν και εξεταζόταν το ενδεχόμενο διπλωματικής λύσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες, παραδοσιακός σύμμαχος του Ισραήλ, έδιναν την εντύπωση πως προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο εξαιτίας των προβλημάτων που τους δημιουργούσε η εμπλοκή τους στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Αυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να επικρατήσει σταδιακά στην πολιτική και στρατιωτική ελίτ του Ισραήλ η αντίληψη πως το να προλάβει το Ισραήλ τους αντιπάλους του δεν ήταν απλά μια καλή στρατηγική αλλά η μόνη στρατηγική με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.

Πόλεμος 6 ημερών 5-6 Ιουνίου 1967 

Έναρξη εχθροπραξιών

Ο πόλεμος ξεκίνησε το πρωί της 5 Ιουνίου 1967, όταν Ισραηλινές και Αιγυπτιακές δυνάμεις συγκρούστηκαν κατά μήκος των νότιων συνόρων του Ισραήλ στην περιοχή του Σινά. Η πρώτη μάχη ήταν μια αεροπορική προσβολή από το Ισραήλ (επιχείρηση Moked=Εστία) όπου αεροσκάφη, πετώντας χαμηλά για να αποφύγουν τα ραντάρ, επιτέθηκαν σε Αραβικά πολεμικά αεροσκάφη που στάθμευαν στο έδαφος. Εκτιμάται ότι 391 Αραβικά αεροσκάφη καταστράφηκαν στο έδαφος και άλλα 60 καταρρίφθηκαν σε εναέρια μάχη. Οι Ισραηλινοί έχασαν 19 αεροπλάνα, με ορισμένους πιλότους να αιχμαλωτίζονται.

Με τις Αραβικές αεροπορικές δυνάμεις ουσιαστικά να έχουν εξαρχής αποσυρθεί από την μάχη, οι Ισραηλινοί διέθεταν αεροπορική υπεροχή και η αεροπορία μπορούσε να υποστηρίξει τις χερσαίες δυνάμεις στις μάχες που ακολούθησαν.

Στις 8:00 π.μ. 5 Ιουνίου 1967, οι Ισραηλινές χερσαίες δυνάμεις βάδισαν κατά των Αιγυπτιακών δυνάμεων που είχαν συγκεντρωθεί κατά μήκος των συνόρων με το Σινά. Οι Ισραηλινοί πολέμησαν ενάντια σε επτά Αιγυπτιακές ταξιαρχίες που υποστηρίζονταν από περίπου 1.000 άρματα μάχης. Οι έντονες μάχες συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς οι προωθημένες Ισραηλινές δυνάμεις δέχθηκαν σφοδρές επιθέσεις. Η μάχη συνεχίστηκε την νύχτα και μέχρι το πρωί της 6 Ιουνίου, τα Ισραηλινά στρατεύματα είχαν εισχωρήσει βαθιά στις Αιγυπτιακές θέσεις.

Μέχρι τη νύχτα της 6 Ιουνίου, το Ισραήλ είχε καταλάβει τη Λωρίδα της Γάζας και οι δυνάμεις του στο Σινά, με επικεφαλής τεθωρακισμένες μεραρχίες, κατευθύνονταν προς τη Διώρυγα του Σουέζ. Οι Αιγυπτιακές δυνάμεις, οι οποίες δεν είχαν καταφέρει να υποχωρήσουν εγκαίρως, περικυκλώθηκαν και καταστράφηκαν.

Καθώς τα Αιγυπτιακά στρατεύματα σφυροκοπούνταν, οι Αιγύπτιοι διοικητές έδωσαν εντολή να υποχωρήσουν από τη χερσόνησο του Σινά και να διασχίσουν τη διώρυγα του Σουέζ. Μέσα σε 48 ώρες από την έναρξη της εκστρατείας τα Ισραηλινά στρατεύματα, έφτασαν στη διώρυγα του Σουέζ και έλεγχαν ολόκληρη τη χερσόνησο του Σινά.

Οι κινήσεις των Ισραηλινών στρατευμάτων στις 7 (συμπαγή μπλε βέλη) και 8 Ιουνίου (ριγέ μπλε βέλη) για την κατάληψη του Σινά. Με κόκκινους κύκλους σημειώνονται οι περιοχές που παρουσιάστηκε ουσιαστική αντίσταση από τα Αιγυπτιακά στρατεύματα 

Ιορδανία και Δυτική Όχθη

Στη μεγάλη συνοριακή γραμμή μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ επικρατούσε ένταση από την έναρξη των αντάρτικων επιχειρήσεων της Φατάχ τον Ιανουάριο του 1965. Παρ’ όλο που ο βασικός υποστηρικτής αυτών των επιχειρήσεων ήταν η Συρία, το Ισραήλ έβλεπε ως υπεύθυνη τη χώρα από την οποία εξορμούσαν αυτές οι επιχειρήσεις. Ο βασιλιάς Χουσεΐν, ο Χασεμίτης ηγέτης της χώρας, είχε τα χέρια του δεμένα καθώς αν εμφανιζόταν πως συνεργάζεται με το Ισραήλ, θα διακινδύνευε τις σχέσεις της κυβέρνησής τους με την πλειοψηφία του Παλαιστινιακού πληθυσμού της Ιορδανίας. Γι’ αυτό και οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε για την αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν περιορισμένες και η αποτελεσματικότητά τους μερική. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1966 συνέβησαν πολλά γεγονότα που αφορούσαν σε Ισραηλινούς πολίτες και στρατιωτικό προσωπικό.

Τα εν λόγω γεγονότα κορυφώθηκαν στις 11 Νοεμβρίου 1966, όταν μια Ισραηλινή συνοριακή περίπολος έπεσε σε νάρκη, με αποτέλεσμα το θάνατο τριών στρατιωτών και τον τραυματισμό έξι. Το Ισραήλ πίστευε πως η νάρκη τοποθετήθηκε από στρατιωτικούς από το Ες Σαμού, ένα χωριό στην βόρεια Δυτική Όχθη, κοντά στο σημείο όπου έγινε το περιστατικό, και το οποίο ήταν οχυρό της Φατάχ. Αυτό οδήγησε το Ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο να εγκρίνει μίας μεγάλης κλίμακας επιχείρηση με τ’ όνομα «Σρέντερ». Στις 12 Νοεμβρίου, ο βασιλιάς Χουσεΐν, φοβούμενος Ισραηλινά αντίποινα, απέστειλε στο Ισραήλ συλλυπητήρια επιστολή μέσω της Αμερικανικής πρεσβείας, αλλά ο Αμερικανός πρέσβης στο Ισραήλ, Ουώλγουερθ Μπάλμπουρ, καθυστέρησε να την παραδώσει.

Το πρωί της 13ης Νοεμβρίου, οι Ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις κινητοποιήθηκαν, πέρασαν τα σύνορα της Δυτικής Όχθης και εξαπέλυσαν επίθεση κατά του μεγάλου παραμεθόριου Ιορδανικού χωριού Σαμού. Η επιθετική δύναμη αποτελούνταν από 3.000 – 4.000 στρατιώτες με κάλυψη τεθωρακισμένων και αεροπορίας οι οποίοι απετέλεσαν εφεδρεία, που παρέμεινε στην Ισραηλινή πλευρά των συνόρων μαζί με δύο ομάδες εφόδου, που πέρασαν στη Δυτική Όχθη, την οποία κατείχε η Ιορδανία.

Μεγάλη δύναμη από οκτώ τεθωρακισμένα Centurion και 400 αλεξιπτωτιστές επιτέθηκε σε 40 ερπυστριοφόρα και 10 ήμι-ερπυστριοφόρα, με κατεύθυνση το Σαμού, ενώ μικρότερη δύναμη τριών τεθωρακισμένων και 100 αλεξιπτωτιστών κατευθύνθηκε σε δύο μικρότερα χωριά: το Κιρμπέτ Ελ-Μαρκάς και το Κιρμπέτ Τζίμπα. Σύμφωνα με το βιβλίο του Τέρενς Πρίτι, Eshkol: The Man and the Nation, καταστράφηκαν 50 σπίτια, αλλά οι κάτοικοι τα είχαν εγκαταλείψει ώρες πριν.

Ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσείν μετά τον έλεγχο εγκαταλελειμμένου Ισραηλινού τανκ από τη μάχη του Καραμέχ, 21 Μαρτίου 1968

Προς έκπληξη του Ισραήλ, επενέβη ο Ιορδανικός στρατός. Το 48ο τάγμα Πεζικού συγκρούστηκε με τις Ισραηλινές δυνάμεις βορειοδυτικά του Σαμού και δύο λόχοι που πλησίαζαν από βορειοανατολικά αναχαιτίστηκαν από τους Ισραηλινούς, ενώ μία διμοιρία Ιορδανών οπλισμένων με δύο Π.Α.Ο (Πυροβόλα Άνευ Οπισθοδρομήσεως) των 106 χιλιοστών εισήλθε στο Σαμού. Η Ιορδανική αεροπορία επενέβη με αποτέλεσμα να καταρριφθεί ένα μαχητικό Hunter από τους Ισραηλινούς. Στις μάχες που ακολούθησαν, σκοτώθηκαν τρεις Ιορδανοί πολίτες και 15 στρατιώτες, ενώ τραυματίστηκαν 54 στρατιώτες και 96 πολίτες. Ο διοικητής του Ισραηλινού τάγματος αλεξιπτωτιστών, συνταγματάρχης Γιοάβ Σαχάμ, σκοτώθηκε και τραυματίστηκαν 10 Ισραηλινοί στρατιώτες.

Σύμφωνα με την Ισραηλινή κυβέρνηση, σκοτώθηκαν 50 Ιορδανοί, αλλά ο πραγματικός αριθμός ουδέποτε αποκαλύφθηκε από τους Ιορδανούς, προκειμένου να κρατήσουν ψηλά το ηθικό και την πίστη στο καθεστώς του βασιλιά Χουσεΐν. Η μάχη ήταν σύντομη και οι Ισραηλινές δυνάμεις πέρασαν τα σύνορα μεταξύ 6:00 π.μ. και 22:00 μ.μ.

Ο Χουσεΐν αισθάνθηκε προδομένος από την επιχείρηση. Είχε μυστικές συναντήσεις για τρία χρόνια με τους Ισραηλινούς υπουργούς εξωτερικών Άμπα Εμπάν και Γκόλντα Μέιρ. Σύμφωνα με τον ίδιο έκανε ότι μπορούσε για να σταματήσει τις αντάρτικες επιθέσεις από την Ιορδανία. «Τους είπα πως δεν μπορούσα να αποκρούσω μια σοβαρή (Ισραηλινή) επίθεση αντιποίνων και δέχτηκαν την λογική αυτού του δεδομένου και υποσχέθηκαν πως δεν θα πραγματοποιούσαν ποτέ».

Δύο μέρες αργότερα, σ’ ένα μνημόνιο του προέδρου των Η.Π.Α. Λύντον Τζόνσον, ο ειδικός βοηθός του, Ουώλτ Ρόστοου, έγραψε: «τα αντίποινα δεν είναι η ουσία της υπόθεσης. Αυτή η επιδρομή των 3.000 ανδρών με άρματα και αεροπλάνα ξεπέρασε κάθε ισορροπία σε αναλογία με την πρόκληση και ήταν στραμμένη σε λάθος στόχο» και συνέχισε περιγράφοντας την ζημιά που είχε γίνει στα Αμερικανικά και Ισραηλινά συμφέροντα: «βύθισαν ένα καλό σύστημα σιωπηρής συνεργασίας μεταξύ του Χουσεΐν και των Ισραηλινών… Υπέσκαψαν τον Χουσεΐν. Έχουμε ξοδέψει $500 εκατομμύρια για να τον στηρίξουμε ως παράγοντα σταθερότητας στα πιο επιμήκη ισραηλινά σύνορα και απέναντι από τη Συρία και το Ιράκ. Η επίθεση του Ισραήλ αυξάνει την πίεση πάνω του να αντεπιτεθεί όχι μόνο από τις ριζοσπαστικότερες Αραβικές κυβερνήσεις και από τους Παλαιστινίους της Ιορδανίας αλλά επίσης και από το στρατό, που είναι το κύριο στήριγμά του και ίσως τώρα να πιέσει για μία αποζημίωση των απωλειών της Κυριακής… έχουν εμποδίσει την πρόοδο σ’ ένα μεγάλης διάρκειας διακανονισμό με τους Άραβες… Ίσως να έχουν πείσει τους Σύριους πως το Ισραήλ δεν θα τολμούσε να επιτεθεί στην προστατευόμενη από τους Σοβιετικούς Συρία αλλά μπορούσαν να επιτεθούν στην στηριζόμενη από τις Η.Π.Α. Ιορδανία ατιμώρητα».

Φωτο από το περιστατικό στο Σαμού 

Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ομόφωνα το ψήφισμα 228, εκφράζοντας την βαθιά θλίψη του για την «απώλεια ζωών και τις σοβαρές ζημιές σε περιουσίες από την ενέργεια της κυβέρνησης του Ισραήλ στις 13 Νοεμβρίου 1966», αποδοκιμάζοντας το «Ισραήλ για τη μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση σε παραβίαση της Χάρτας του ΟΗΕ και της Γενικής Συμφωνίας Κατάπαυσης του Πυρός μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας» και τονίζοντας πως οι πράξεις στρατιωτικών αντιποίνων δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές και πως αν επαναληφθούν, το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πρέπει να σκεφτεί περαιτέρω και πιο αποτελεσματικά βήματα όπως τα οραματίστηκε ο Χάρτης για να διασφαλίσει πως τέτοιες ενέργειες δεν θα επαναληφθούν.

Στο Αμμάν οι Παλαιστίνιοι οργάνωσαν αμέσως μεγάλες διαδηλώσεις κατά του βασιλιά Χουσεΐν, τον οποίο κατηγορούσαν ότι αρνήθηκε να στείλει ενισχύσεις στο Σαμού. Αντιμετωπίζοντας καταιγίδα κριτικής από Ιορδανούς, Παλαιστίνιους και τους Άραβες γείτονες του για την αποτυχία του να υπερασπίσει το Σαμού, ο Χουσεΐν διέταξε πανεθνική επιστράτευση στις 20 Νοεμβρίου και παραπονέθηκε πως η Αίγυπτος είχε αποτύχει να υπερασπίσει την Δυτική Όχθη, ενώ «κρυβόταν πίσω από τις φούστες της U.N.E.F»· αυτή η κατηγορία ήταν ίσως ένας παράγοντας στην απόφαση του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ να απαλλάξει την χώρα του από την δύναμη της U.N.E.F (United Nations Emergency Force) στην έναρξη του πολέμου.

Η επιχείρηση ήταν η μεγαλύτερη στην οποία αναμείχθηκε το Ισραήλ από την Κρίση του Σουέζ. Ενώ οι διπλωματικές και πολιτικές εξελίξεις δεν ήταν ακριβώς οι αναμενόμενες για το Ισραήλ, μετά την επιχείρηση ο Χουσεΐν δούλεψε σκληρά για ν’ αποφύγει περαιτέρω συγκρούσεις αποτρέποντας αντάρτικες επιχειρήσεις από την Ιορδανία.

Ορισμένοι είδαν την επιδρομή στο Σαμού ως την έναρξη κλιμάκωσης των εντάσεων που οδήγησαν στον πόλεμο. Σύμφωνα με τον Μόσε Σεμές, έναν ιστορικό και πρώην αξιωματικό αντικατασκοπίας του Ισραηλινού στρατού, ο στρατός της Ιορδανίας και οι πολιτικοί ηγέτες θεωρούσαν ότι βασικός στόχος του Ισραήλ ήταν να κατακτήσει την Δυτική Όχθη. Ένιωθαν πως το Ισραήλ προσπαθούσε να παρασύρει όλες τις Αραβικές χώρες σε πόλεμο. Μετά την επιδρομή στο Σαμού, αυτοί οι φόβοι συνέβαλλαν στην απόφαση της Ιορδανίας να μπει στον πόλεμο. Ο βασιλιάς Χουσεΐν ήταν πεπεισμένος πως το Ισραήλ θα προσπαθούσε να καταλάβει την Δυτική Όχθη, είτε έμπαινε σε πόλεμο η Ιορδανία, είτε όχι

Το πρωί της 5 Ιουνίου 1967, το Ισραήλ έστειλε μήνυμα μέσω πρέσβη του Ο.Η.Ε. ότι δεν σκόπευε να πολεμήσει κατά της Ιορδανίας, αλλά ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν, τιμώντας τη συμφωνία του με τον Νάσερ, έστειλε τις δυνάμεις του να βομβαρδίσουν τις Ισραηλινές θέσεις κατά μήκος των συνόρων. Οι Ισραηλινές θέσεις στην πόλη της Ιερουσαλήμ δέχθηκαν επίθεση από πυροβολικό και υπήρξαν πολλές απώλειες (η αρχαία πόλη είχε διαιρεθεί το 1948 μετά την κατάπαυση πυρός στο τέλος του πολέμου. Το δυτικό τμήμα της πόλης βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Ισραήλ, με το ανατολικό τμήμα, το οποίο περιλάμβανε την παλιά πόλη, υπό τον έλεγχο της Ιορδανίας.)

Σε απάντηση του Ιορδανικού βομβαρδισμού, Ισραηλινά στρατεύματα μετέβησαν στη Δυτική Όχθη και επιτέθηκαν στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Οι μάχες μέσα και πέριξ της πόλης της Ιερουσαλήμ συνεχίστηκαν επί δύο ημέρες. Το πρωί της 7 Ιουνίου 1967, Ισραηλινοί στρατιώτες εισήλθαν στην Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, η οποία βρισκόταν υπό Αραβικό έλεγχο από το 1948. Η αρχαία περιοχή ήταν ασφαλισμένη και στις 10:15 π.μ., η Ισραηλινή σημαία υψώθηκε πάνω από το Όρος του Ναού. Το ιερότερο μέρος του Ιουδαϊσμού, το Δυτικό Τείχος (γνωστό και ως Τείχος των Δακρύων) βρισκόταν στην κατοχή του Ισραήλ και οι Ισραηλινοί στρατιώτες πανηγύρισαν προσευχόμενοι.

Οι Ισραηλινές δυνάμεις κατέλαβαν αρκετές πόλεις και χωριά, όπως την Βηθλεέμ, την Ιεριχώ και την Ραμάλα.

Μοσέ Νταγιάν Υπουργός Άμυνας του Ισραήλ (1967-1974)

Συρία και Υψίπεδα του Γκολάν

Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του πολέμου οι επιχειρήσεις ήταν σποραδικές κατά μήκος του Συριακού μετώπου. Οι Σύριοι φαίνεται να πιστεύουν ότι οι Αιγύπτιοι κέρδιζαν τη σύγκρουση κατά του Ισραήλ και έκαναν συμβολικές επιθέσεις κατά των Ισραηλινών θέσεων.

Καθώς η κατάσταση σταθεροποιήθηκε στα μέτωπα με την Αίγυπτο και την Ιορδανία, τα Ηνωμένα Έθνη ζήτησαν κατάπαυση του πυρός. Στις 7 Ιουνίου, το Ισραήλ συμφώνησε στην κατάπαυση του πυρός, όπως και η Ιορδανία. Η Αίγυπτος απέρριψε την πρόταση αρχικά , αλλά συμφώνησε την επόμενη ημέρα.

Η Συρία απέρριψε την κατάπαυση του πυρός και συνέχισε να βομβαρδίζει τα χωριά του Ισραήλ κατά μήκος των συνόρων της. Οι Ισραηλινοί αποφάσισαν να αναλάβουν δράση και να κινηθούν κατά των Συριακών θέσεων στα βαριά οχυρωμένα Υψίπεδα του Γκολάν. Ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Μοσέ Νταγιάν, έδωσε εντολή να ξεκινήσει η επίθεση πριν η κατάπαυση του πυρός τερματίσει τις συγκρούσεις.

Το πρωί της 9 Ιουνίου 1967, οι Ισραηλινοί ξεκίνησαν την εκστρατεία στα Υψίπεδα του Γκολάν. Τα Συριακά στρατεύματα καλύφθηκαν σε οχυρωμένες θέσεις και οι μάχες έγιναν έντονες καθώς τα Ισραηλινά και τα Συριακά τανκς κινούνταν σε πολύ δύσκολο έδαφος. Στις 10 Ιουνίου, τα Συριακά στρατεύματα υποχώρησαν και το Ισραήλ κατέλαβε στρατηγικές θέσεις στα υψίπεδα του Γκολάν. Η Συρία εκείνη την ημέρα αποδέχθηκε την κατάπαυση του πυρός.

Πολίτες σε πολεμικό καταφύγιο στο Kfar Maimon 

Τα Υψώματα Γκολάν

Οι λανθασμένες Αιγυπτιακές αναφορές για συντριπτική νίκη εναντίον του Ισραηλινού στρατού και οι προβλέψεις πως το Αιγυπτιακό πυροβολικό σύντομα θα είχε στο βεληνεκές του το Τελ-Αβίβ επηρέασε την απόφαση της Συρίας να μπει στον πόλεμο. Η Συριακή ηγεσία, όμως, υιοθέτησε μια προσεκτικότερη προσέγγιση. Έτσι, το μέτωπο της Συρίας παρέμεινε σχετικά ήσυχο, με εξαίρεση τον βομβαρδισμό από το Συριακό πυροβολικό των παραμεθόριων «κιμπούτς» στο βόρειο Ισραήλ. Όταν η Ισραηλινή αεροπορία ολοκλήρωσε την αποστολή της στην Αίγυπτο και στράφηκε κατά της αιφνιδιασμένης Συριακής πολεμικής αεροπορίας, η Συρία κατάλαβε πως τα νέα που είχαν φτάσει από την Αίγυπτο για σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του Ισραηλινού στρατού δεν ήταν αληθινά. Το απόγευμα της 5ης Ιουνίου, τα Ισραηλινά αεροπορικά χτυπήματα κατέστρεψαν το 60% της Συριακής αεροπορίας και ανάγκασαν το υπόλοιπο να υποχωρήσει σε μακρινές βάσεις. Μια μικρή Συριακή δύναμη προσπάθησε να καταλάβει τις υδάτινες εγκαταστάσεις στο Tel Dan (αντικείμενο της έντονης κλιμάκωσης δύο χρόνια νωρίτερα). Αναφέρθηκε επίσης πως μερικά Συριακά άρματα μάχης βούλιαξαν στον Ιορδάνη ποταμό. Σε κάθε περίπτωση, η Συριακή διοίκηση εγκατέλειψε τις ελπίδες για μια χερσαία επίθεση και άρχισε μαζικούς βομβαρδισμούς στις Ισραηλινές πόλεις στην κοιλάδα Hula.

Στις 6 Ιουνίου, οι Συριακές δυνάμεις παρέμειναν ακίνητες, αρκούμενες στο βομβαρδισμό των κιμπούτς. Στις 7 Ιουνίου, η Συρία παρέμεινε παθητικός θεατής. Στις 8 Ιουνίου, διεξαγόταν μια συζήτηση στην ισραηλινή ηγεσία για το αν τα Υψώματα Γκολάν θα προσβάλλονταν κι αυτά. Η στρατιωτική γνώμη ήταν πως μια επίθεση εναντίον τους θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρή, μια επίπονη μάχη εναντίον ενός αντιπάλου με ισχυρή οχύρωση. Η δυτική πλευρά των Υψωμάτων Γκολάν αποτελείται από ένα γκρεμό 500 μέτρων από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας και τον Ιορδάνη ποταμό και εκτείνεται προς τα κάτω σ’ ένα πιο ήμερα γυρτό υψίπεδο. Ο Μοσέ Νταγιάν πίστευε πως μία τέτοια επιχείρηση θα είχε απώλειες 30.000 ανδρών και ήταν κάθετα εναντίον της. Ο Λευί Εσκόλ, από την άλλη πλευρά, ήταν πιο ανοιχτός στην πιθανότητα μίας επιχείρησης στα Υψώματα Γκολάν, όπως και ο επικεφαλής της βόρειας διοίκησης, Δαβίδ Ελαζάρ, του οποίου ο αχαλίνωτος ενθουσιασμός και η σιγουριά για την επιχείρηση ίσως να έκαμψαν την απροθυμία του Νταγιάν. Τελικά, ενώ ξεκαθάριζε η κατάσταση στα κεντρικά και τα νότια μέτωπα, ο Μοσέ Νταγιάν έδωσε την άδεια για την επιχείρηση.

Ο Συριακός στρατός αποτελούνταν από περίπου 75.000 άνδρες οργανωμένος σε εννέα ταξιαρχίες, υποστηριζόμενος από ικανή δύναμη πυροβολικού και τεθωρακισμένων. Οι Ισραηλινές δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη αποτελούνταν από δύο ταξιαρχίες (μία τεθωρακισμένη υπό τη διοίκηση του Άλμπερτ Μάντλερ και την ταξιαρχία Γκολάνι) στο βόρειο μέρος του μετώπου, και ακόμα δύο (μία πεζικού και μία από τις ταξιαρχίες του Peled που κλήθηκαν από την Jenin) στο κέντρο. Το μοναδικό ανάγλυφο των Υψωμάτων του Γκολάν (ορεινές πλαγιές τις οποίες διασχίζουν παράλληλοι χείμαρροι σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από ανατολικά στα δυτικά) και η γενική έλλειψη δρόμων στην περιοχή διοχέτευσε και τις δύο δυνάμεις παράλληλα με τους ανατολικούς – δυτικούς άξονες κίνησης και περιόριζε την δυνατότητα των μονάδων να υποστηρίξουν και τις δύο πτέρυγες. Επομένως οι Σύριοι μπορούσαν να κινηθούν βόρεια-νότια μέσα στο υψίπεδο και οι Ισραηλινοί μπορούσαν να κινηθούν βόρεια-νότια στην βάση του γκρεμού του Γκολάν. Ένα πλεονέκτημα που είχε το Ισραήλ ήταν οι ακριβείς πληροφορίες που είχε συλλέξει ο πράκτορας της Μοσάντ Ελί Κοέν (συνελήφθη και εκτελέστηκε από τους Σύριους το 1965) που αφορούσαν στις Συριακές θέσεις μάχης.

Ο θρυλικός Ισραηλινός πράκτορας Ελί Κοέν

Ο εν λόγω πράκτορας είχε διεισδύσει στα υψηλότερα κλιμάκια της Συριακής κυβέρνησης και κάποια στιγμή ήταν τρίτος στη σειρά διαδοχής του προέδρου της Συρίας. Ανακαλύφθηκε όταν ήρθαν Σοβιετικοί ειδήμονες στην αντικατασκοπεία και παρατήρησαν τη μεγάλη εκπομπή ραδιοσημάτων από το σπίτι του. Πράγματι, μετέδιδε όλα τα κρατικά μυστικά της Συρίας και όλες τις στρατιωτικές τις θέσεις στα σύνορα με το Ισραήλ. Εκτελέστηκε τελικά με απαγχονισμό σε δημόσια θέα και το λείψανό του λέγεται πως κάηκε τρεις φορές επειδή οι Σύριοι φοβόντουσαν πως το Ισραήλ θα πραγματοποιούσε ειδική επιχείρηση για να πάρει τη σορό του. Ο τόπος ταφής του, αν υπήρξε, παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστος.

Στις 9 Ιουνίου, η Ισραηλινή πολεμική αεροπορία, η οποία πραγματοποιούσε επιθέσεις στο Συριακό πυροβολικό για τέσσερις μέρες πριν την επίθεση, διατάχθηκε να επιτεθεί κατά των Συριακών θέσεων στα υψώματα του Γκολάν, με κύριο στόχο τις εστίες πυροβόλων από τις οποίες βομβαρδίζονταν συνεχώς τα Ισραηλινά παραμεθόρια κιμπούτς. Η μάχη αποδείχθηκε σκληρή καθώς οι Σύροι ήταν καλά οχυρωμένοι σε ένα τεράστιο δίκτυο ορυγμάτων, η κατάληψη των οποίων απαιτούσε μάχη σώμα με σώμα. Ενώ το καλά προστατευμένο πυροβολικό υπέστη ελάχιστες ζημιές, οι χερσαίες δυνάμεις στο υψίπεδο του Γκολάν (έξι από τις εννέα ταξιαρχίες) στάθηκαν ανίκανες να οργανώσουν άμυνα. Ως το απόγευμα της 9ης Ιουνίου, οι τέσσερις Ισραηλινές ταξιαρχίες είχαν εισέλθει στο υψίπεδο, όπου μπορούσαν να ενισχυθούν και ν’ αντικατασταθούν. Οι Ισραηλινές δυνάμεις κατόρθωσαν να διασπάσουν το μέτωπο και να πραγματοποιήσουν βαθιές διεισδύσεις στα Συριακά μετόπισθεν, ενώ περίπου 200 αεροσκάφη βομβάρδιζαν ασταμάτητα, συχνά με ναπάλμ, τις Συριακές θέσεις.

Παρά την αποδοχή από τις δύο πλευρές απόφασης του Ο.Η.Ε. για εκεχειρία, Ισραήλ και Συρία κατηγορούσαν αλλήλους ότι παραβίαζαν την εκεχειρία και η προέλαση των Εβραϊκών δυνάμεων συνεχίστηκε με την ολοκληρωτική κατάληψη, το μεσημέρι της 10 Ιουνίου, των υψωμάτων του Γκολάν, αλλά και της πόλης Κουνέιτρα, 65 μόλις χιλιόμετρα από τη Δαμασκό. Οι κεντρικές και βόρειες μονάδες του Ισραήλ ενώθηκαν σε κίνηση λαβίδας στο υψίπεδο, αλλά αυτό αποδείχθηκε μάταιο αφού οι Συριακές δυνάμεις έφυγαν. Πολλές μονάδες που ενώθηκαν υπό τον Elad Peled αναρριχήθηκαν στο Γκολάν από το νότο, μόνο για να βρουν κι αυτοί κενές θέσεις. Στη διάρκεια εκείνης της μέρας, οι Ισραηλινές μονάδες σταμάτησαν αφού κέρδισαν χώρο για ελιγμούς μεταξύ των θέσεών τους και μιας γραμμής ηφαιστειακών λόφων στα δυτικά. Ανατολικά, το έδαφος είναι μία ανοιχτή πεδιάδα. Η θέση αυτή έγινε αργότερα η γραμμή κατάπαυσης του πυρός γνωστή ως η «Πορφυρή Γραμμή».

Το περιοδικό Τάιμς έγραψε: «Σε μια προσπάθεια να πιέσει τα Ηνωμένα Έθνη για να επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Δαμασκού υπονόμευσε τον ίδιο το Συριακό στρατό μεταδίδοντας την πτώση της πόλης Κουνέιτρα τρεις ώρες πριν καταληφθεί. Αυτή η πρόωρη αναφορά της παράδοσης των αρχηγείων τους καταρράκωσε το ηθικό των Συριακών στρατευμάτων που υπήρχαν στην περιοχή του Γκολάν».

Αεροσκάφος Μιράζ στο Ισραηλινό Μουσείο Πολεμικής ΑεροπορίαςOren Rozen / CC BY-SA

Οπλικά συστήματα

Με εξαίρεση την Ιορδανία, οι Άραβες βασίζονταν κυρίως στα Σοβιετικά όπλα. Ο στρατός της Ιορδανίας ήταν εξοπλισμένος με Αμερικανικό οπλισμό και η αεροπορία της αποτελείτο από Βρετανικά αεροσκάφη.

Η Αίγυπτος ήταν μακράν η μεγαλύτερη και πιο σύγχρονη από όλες τις Αραβικές αεροπορικές δυνάμεις, αποτελούμενη από περίπου 420 μαχητικά αεροσκάφη, όλα Σοβιετικής κατασκευής και με μεγάλη ποσόστωση κορυφαίων αεροσκαφών MiG-21. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Ισραηλινούς είχαν τα τριάντα (30) βομβαρδιστικά βομβιστές Tu-16 «Badger», τα οποία μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές σε στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους.

Τα Ισραηλινά όπλα ήταν κυρίως δυτικής προέλευσης. Η αεροπορία αποτελείτο κυρίως από Γαλλικά αεροσκάφη, ενώ οι θωρακισμένες μονάδες της αποτελούνταν κυρίως από άρματα Βρετανικής και Αμερικανικής προέλευσης. Ορισμένα όπλα πεζικού, συμπεριλαμβανομένου του διαβόητου Ούζι, ήταν Ισραηλινής προέλευσης.

ΤύποςΑραβική συμμαχίαΙσραήλ
Άρματα μάχηςΗ Αίγυπτος, η Συρία και το Ιράκ χρησιμοποίησαν T-34/85, T-54, T-55, PT-76 και SU-100/152 Σοβιετικά αυτοκινούμενα άρματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ιορδανία χρησιμοποίησε άρματα US M47, M48 και M48A1 Patton. Panzer IV, Sturmgeschütz III και Jagdpanzer IV (πρώην Γερμανικά άρματα που χρησιμοποιήθηκαν από τη Συρία).M50 και M51 Shermans, M48A3 Patton, Centurion, AMX-13, M32 όχημα περισυλλογής αρμάτων δεξαμενών. Το Centurion αναβαθμίστηκε με το Βρετανικό πυροβόλο των 105 mm L7 πριν τον πόλεμο. Το Sherman υπέστη επίσης εκτεταμένες τροποποιήσεις, όπως μεγαλύτερη ταχύτητα, Γαλλικό πυροβόλο, επανασχεδιασμένο πυργίσκο, ευρύτερες ερπύστριες, μεγαλύτερη θωράκιση, αναβαθμισμένη μηχανή και αναρτήσεις.
Τεθωρακισμένα οχήματαBTR-40, BTR-152, BTR-50, BTR-60 APCsM2, / M3 Half-track, Panhard AML
ΠυροβολικόM1937 Howitzer, BM-21, D-30 (2A18) Howitzer, M1954 πυροβόλο όπλο, M-52 105 mm αυτοκινούμενο howitzer (χρησιμοποιήθηκε από την Ιορδανία)M50 αυτοκινούμενο howitzer και Makmat 160 mm αυτοκινούμενο mortar, M7 Priest, Obusier de 155 mm Modèle 50, AMX 105 mm αυτοκινούμενο Howitzer
ΑεροσκάφηMiG-21, MiG-19, MiG-17, Su-7B, Tu-16, Il-28, Il-18, Il-14, An-12, Hawker Hunter χρησιμοποιήθηκε από την Ιορδανία και το ΙράκDassault Mirage III, Dassault Super Mystère, Sud Aviation Vautour, Mystere IV, Dassault Ouragan, Fouga Magister εκπαιδευτικό διαμορφωμένο για επιθέσεις, Nord 2501IS μεταφορικό αφος.
ΕλικόπτεραMi-6, Mi-4Super Frelon, Sikorsky S-58
ΑντιαεροπορικάSA-2 Guideline, ZSU-57-2 κινούμενο αντιαεροπορικό πυροβόλοMIM-23 Hawk, Bofors 40 mm
Φορητός οπλισμόςPort Said υποπολυβόλο, AK-47, RPK, RPD, DShK HMG, B-10 και B-11 τυφέκια χωρίς ανάκρουση.Uzi, FN FAL, FN MAG, AK-47, M2 Browning, Cobra, Nord SS.10, Nord SS.11, RL-83 αντιαρματικό όπλο, αντιαρματικά πυροβόλα 106 mm τοποθετημένα σε Jeep

Απώλειες

Σύμφωνα με το τελικό Ισραηλινό πολεμικό ανακοινωθέν, οι νεκροί από Αιγυπτιακής πλευράς ήταν μεταξύ 7.000-10.000, οι τραυματίες «πολλές χιλιάδες» και οι αιχμάλωτοι υπαξιωματικοί και αξιωματικοί (οι απλοί οπλίτες ελευθερώθηκαν μετά τη λήξη των εχθροπραξιών) συνολικά 3.000 – μεταξύ αυτών και έξι στρατηγοί. Από τις επτά Αιγυπτιακές μεραρχίες που βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις τέσσερις Ισραηλινές, οι τέσσερις εξαλείφθηκαν πλήρως και τρεις απλώς «εξουδετερώθηκαν», ενώ 600 άρματα μάχης κατεστράφησαν και 100 κατελήφθησαν άθικτα από τους Ισραηλινούς. Για όλα τα μέτωπα του πολέμου, η Ισραηλινή πλευρά ανακοίνωσε ότι είχε 679 νεκρούς και 2.563 τραυματίες, η Ιορδανία 6.000 νεκρούς, 762 τραυματίες και 463 αιχμαλώτους, ενώ η Αίγυπτος, ύστερα από μακρά σιγή, ανακοίνωσε στις 5 Ιουλίου του 1967 ότι οι νεκροί έφτασαν τις 5.000.

Στην χερσόνησο του Σινά, τις ημέρες μετά την κατάπαυση του πυρός, εντοπίστηκαν χιλιάδες κατεστραμμένα Αιγυπτιακά οχήματα αλλά και χιλιάδες εξαντλημένοι Αιγύπτιοι στρατιώτες που κατευθύνονταν πεζοί προς τη διώρυγα, συχνά χωρίς ίχνος νερού ή τροφής, υποχρεώνοντας το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό να οργανώσει μαζική επιχείρηση σωτηρίας.

Φίλος και αντίπαλος του Νάσερ: Ο στρατάρχης Αμπντέλ Χακίμ Αμέρ είχε σημαντικά ερείσματα εντός του Αιγυπτιακού στρατού. Υπεύθυνος για μια σειρά σοβαρών σφαλμάτων τακτικής κατά τη διάρκεια του Εξαήμερου Πολέμου, αυτοκτόνησε το 1967 μετά από δίκη εναντίον του και άλλων υψηλόβαθμων στρατιωτικών.

Στους μήνες μετά τον πόλεμο, το Ισραήλ ολοκλήρωσε τη διοικητική απορρόφηση της ανατολικής Ιερουσαλήμ, παρά τις έντονες αντιδράσεις των κατοίκων της, αλλά και της Ουάσιγκτον, η οποία τυπικά αρνήθηκε να αναγνωρίσει την απόφαση της Ισραηλινής κυβέρνησης. Παράλληλα, εγκατέστησε κατοχικό καθεστώς στη Δυτική Όχθη και τη λωρίδα της Γάζας. Εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι κατέφυγαν από τη Δυτική Όχθη στην Ιορδανία (όπου η παρουσία τους πολλαπλασίασε τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του βασιλείου) αλλά σχεδόν 1.000.000 παρέμειναν στα κατεχόμενα από το Ισραήλ εδάφη. Στους 70.000 Άραβες της ανατολικής Ιερουσαλήμ δόθηκε η Ισραηλινή υπηκοότητα, αλλά οι υπόλοιποι έζησαν υπό καθεστώς ημι-αιχμαλωσίας στα κατεχόμενα, όπου από τους πρώτους μεταπολεμικούς μήνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους αναπόφευκτους Εβραϊκούς εποικισμούς.

Σποραδικά, ωστόσο, σημειώθηκαν και συγκρούσεις με τις Αιγυπτιακές δυνάμεις, όπως αερομαχίες και κυρίως, μονομαχίες πυροβολικού στη διώρυγα του Σουέζ, εξέλιξη που υποχρέωσε τον Ο.Η.Ε. να τοποθετήσει τον Ιούλιο, παρατηρητές και στις δύο όχθες. Το σοβαρότερο επεισόδιο ήταν η καταβύθιση του Ισραηλινού αντιτορπιλικού Εϊλάτ από Αιγυπτιακές πυραυλακάτους ανοικτά της χερσονήσου του Σινά στις 21 Οκτωβρίου, ενέργεια στην οποία το Ισραηλινό πυροβολικό απάντησε τρεις ημέρες αργότερα με τον βομβαρδισμό δύο Αιγυπτιακών διυλιστηρίων στην περιοχή του Σουέζ. Το πλήγμα για την Αιγυπτιακή οικονομία ήταν βαρύ καθώς τα διυλιστήρια κάλυπταν σχεδόν το 80% της εγχώριας ζήτησης καυσίμων, ενώ την κατάσταση επιδείνωσε ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός της συναλλαγματοφόρας διώρυγας του Σουέζ.

Το αντιτορπιλικό Εϊλάτ το οποίο βυθίστηκε από Αιγυπτιακές πυραυλακάτους.

Ο πόλεμος κατέληξε μεν στο στρατιωτικό θρίαμβο του Ισραήλ και την κατάκτηση Αραβικών εδαφών, ταυτόχρονα όμως βύθισε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή στη βία, καθιστώντας την ειρήνη άπιαστο όνειρο.

Το 1968, ένα χρόνο μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών, η αντιπαράθεση Ισραηλινών και Αράβων έλαβε μορφή καθημερινού πολέμου με πολλά πρόσωπα. Συνεχής ήταν η ανταλλαγή πυρών στην Κοιλάδα του Ιορδάνη, συχνές οι επιδρομές της Ισραηλινής αεροπορίας εναντίον βάσεων της Φατάχ στην Ιορδανία σε αντίποινα για τη δράση της Παλαιστινιακής οργάνωσης στο Ισραηλινό έδαφος και τα κατεχόμενα, καθώς και οι αψιμαχίες Ισραηλινών – Αιγυπτίων στην αποκλεισμένη από τη διεθνή ναυσιπλοΐα διώρυγα του Σουέζ, που συχνά φλεγόταν από τους βομβαρδισμούς. Ιστορία χωρίς τέλος και αυτή των Παλαιστινίων αμάχων, οι οποίοι εγκλωβισμένοι στον ατέρμονα πόλεμο, προσπαθούσαν να διατηρήσουν φυσιολογικούς ρυθμούς ζωής καθώς η Ιορδανία άρχισε να μην δέχεται άλλους πρόσφυγες.

Συνέπειες

Ο σύντομος αλλά έντονος πόλεμος αποτέλεσε θρίαμβο για τους Ισραηλινούς, οι οποίοι αν και λιγότεροι, προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους Άραβες αντιπάλους τους. Για τον Αραβικό κόσμο, ο πόλεμος ήταν αποθαρρυντικός. Ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ο οποίος καυχιόταν για τα σχέδιά του να καταστρέψει το Ισραήλ, ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί από πρόεδρος αλλά μαζικές διαδηλώσεις τον έπεισαν να παραμείνει.

Για το Ισραήλ, οι νίκες στο πεδίο της μάχης απέδειξαν ότι ήταν η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή και επικύρωσε την πολιτική του για αμείλικτη αυτοάμυνα. Ο πόλεμος ξεκίνησε μια νέα εποχή στην Ισραηλινή ιστορία, καθώς έφερε περισσότερους από ένα εκατομμύριο Παλαιστινίους στα κατεχόμενα εδάφη.

Ως τις 10 Ιουνίου, το Ισραήλ είχε ολοκληρώσει την τελική του επίθεση στα υψώματα Γκολάν, και την επόμενη μέρα υπεγράφη κατάπαυση του πυρός. Το Ισραηλινό πλοίο Ντόλφιν πέρασε τα στενά του Τιράν και εισήλθε στο λιμάνι του Εϊλάτ – το πρώτο Ισραηλινό πλοίο που εισήλθε στον κόλπο της Άκαμπα, μετά το κλείσιμό του από την Αίγυπτο στις 23 Μαΐου. Το Ισραήλ είχε πάρει τη Λωρίδα της Γάζας, την χερσόνησο του Σινά, τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη ποταμού (μαζί με την ανατολική Ιερουσαλήμ) και τα υψώματα του Γκολάν. Συνολικά το έδαφος του Ισραήλ τριπλασιάστηκε, περιλαμβάνοντας περίπου ένα εκατομμύριο Άραβες υπό τον άμεσο έλεγχο του Ισραήλ στις νέο-κατακτηθείσες περιοχές. Το στρατηγικό βάθος του Ισραήλ αυξήθηκε τουλάχιστον κατά 300 χιλιόμετρα νότια, 60 χιλιόμετρα ανατολικά και 20 χιλιόμετρα προς βορρά, ένα πλεονέκτημα ασφαλείας που αποδείχτηκε πολύτιμο στον Άραβο-Ισραηλινό Πόλεμο του 1973, έξι χρόνια αργότερα.

Η πολιτική σημασία του πολέμου του 1967 ήταν τεράστια· το Ισραήλ έδειξε πως δεν ήταν μόνο ικανό, αλλά και πρόθυμο να εξαπολύσει στρατηγικά χτυπήματα που μπορούσαν ν’ αλλάξουν την ισορροπία της περιοχής. Η Αίγυπτος και η Συρία διδάχτηκαν τακτικά μαθήματα και το 1973 εξαπέλυσαν επίθεση με στόχο να ξαναπάρουν τις περιοχές που έχασαν.

Ο αντιστράτηγος Γιτζάκ Ράμπιν (δεξιά) ενώ εισέρχεται στην Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ

Μιλώντας τρεις εβδομάδες μετά το τέλος του πολέμου, ενώ δεχόταν τιμητικό δίπλωμα από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο, ο Γιτζάκ Ράμπιν έδωσε την δική του εξήγηση για την επιτυχία του Ισραήλ:

«Οι αεροπόροι μας, που χτύπησαν τα αεροπλάνα των εχθρών με τόση ακρίβεια όση κανένας άλλος στον κόσμο καταλαβαίνουν πως έγινε και ο κόσμος αναζητά τεχνολογικές επεξηγήσεις ή μυστικά όπλα· οι ένοπλες δυνάμεις μας που νίκησαν τον εχθρό ακόμα και όταν ο εξοπλισμός τους ήταν κατώτερος απ’ αυτόν· οι στρατιώτες μας σ’ όλους τους άλλους κλάδους… που κατέβαλαν τους εχθρούς μας παντού, παρά τους ανώτερους αριθμούς και τις οχυρώσεις των τελευταίων – όλα αυτά απέδειξαν όχι μόνο κρύο αίμα και κουράγιο στη μάχη αλλά… την πεποίθηση πως όχι μόνο η προσωπική στάση έναντι των μεγαλύτερων κινδύνων θα έφερνε την νίκη για την χώρα τους και τις οικογένειες τους, αλλά πως αν η νίκη δεν ήταν δική τους το εναλλακτικό ενδεχόμενο ήταν η εκμηδένιση».

Σύμφωνα με τον Χάιμ Χέρζογκ:

«Στις 19 Ιουνίου 1967, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (του Ισραήλ) ψήφισε ομόφωνα να επιστρέψουμε το Σινά στην Αίγυπτο και τα Υψώματα Γκολάν στην Συρία σε αντάλλαγμα για ειρηνικές διαπραγματεύσεις. Τα Υψώματα Γκολάν θα αποστρατικοποιούνταν και ειδικός διακανονισμός θα διαπραγματευόταν τα Στενά του Tiran. Η κυβέρνηση επίσης αποφάσισε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον βασιλιά Χουσεΐν σχετικά με τα ανατολικά σύνορα».

Η Ισραηλινή απόφαση θα μεταβιβαζόταν στα Αραβικά κράτη από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ ήταν πληροφορημένες για την απόφαση, αλλά όχι για το ότι θα το μεταβίβαζαν εκείνοι. Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη παραλαβής του από την Αίγυπτο ή την Συρία και κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται πως ουδέποτε έλαβαν την προσφορά.

Αργότερα, η Αραβική Σύνοδος Κορυφής στο Χαρτούμ αποφάσισε πως δεν θα υπήρχε «ούτε ειρήνη, ούτε αναγνώριση, ούτε διαπραγμάτευση με το Ισραήλ». Όμως, όπως σημειώνει ο Αβραάμ Σελά, η σύνοδος του Χαρτούμ είχε ως αποτέλεσμα αλλαγή πορείας όσον αφορά στην αντίληψη της σύγκρουσης από τα Αραβικά κράτη· από αυτήν που εστίαζε στο ζήτημα της νομιμότητας του Ισραήλ, προς αυτήν που εστιαζόταν στις περιοχές και τα σύνορα και αυτό ενισχύθηκε στις 22 Νοεμβρίου όταν η Αίγυπτος και η Ιορδανία αποδέχτηκαν το ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Η απόφαση του Ισραηλινού υπουργικού συμβουλίου στις 19 Ιουνίου δεν περιλάμβανε τη Λωρίδα της Γάζας και άφησε ανοιχτή την πιθανότητα μόνιμης προσάρτησης στο Ισραήλ μέρους της Δυτικής Όχθης. Στις 25-27 Ιουνίου, το Ισραήλ ενσωμάτωσε στα νέα δημοτικά όρια της Ιερουσαλήμ την Ανατολική Ιερουσαλήμ μαζί με περιοχές της Δυτικής Όχθης.

Άλλη πτυχή του πολέμου αγγίζει τον πληθυσμό στις καταληφθείσες περιοχές, όπου περίπου 1.000.000 Παλαιστίνιοι της Δυτικής Όχθης (300.000 σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α.) κατέφυγαν στην Ιορδανία, ενώ παρέμειναν περίπου 600.000. Μόνο στους κατοίκους της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και των Υψωμάτων Γκολάν επιτράπηκε να πάρουν πλήρη Ισραηλινή υπηκοότητα, όταν το Ισραήλ προσάρτησε αυτές τις περιοχές στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η Ιορδανία και η Αίγυπτος τελικά απέσυραν τις διεκδικήσεις τους στην Δυτική Όχθη και την Γάζα αντίστοιχα (το Σινά επιστράφηκε με τη Συμφωνία του Κάμπ Ντέιβιντ). Μετά την Ισραηλινή κατάκτηση των νέων «περιοχών», ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια εποικισμού και πλέον υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες έποικοι σ’ αυτές τις περιοχές, αν και οι Ισραηλινοί οικισμοί στη Γάζα εκκενώθηκαν και καταστράφηκαν τον Αύγουστο του 2005 ως τμήμα του μονομερούς σχεδίου του Ισραήλ για απεμπλοκή.

Ο πόλεμος του 1967 έθεσε επίσης τα θεμέλια για μελλοντική δυσαρμονία στην περιοχή – από τις 22 Νοεμβρίου 1967, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε το ψήφισμα 242, τη φόρμουλα «γη για ειρήνη», η οποία προέβλεπε την απομάκρυνση του Ισραήλ «από τις περιοχές που κατείχε» το 1967 ως αντάλλαγμα για «τον τερματισμό όλων των διεκδικήσεων ή της εμπόλεμης κατάστασης των κρατών».

Από αριστερά: Ανουάρ Σαντάτ – Τζίμι Κάρτερ – Μεναχέμ Μπέγκιν στο Κάμπ Ντέιβιντ το 1978 

Οι εμπνευστές του ψηφίσματος 242 αναγνώριζαν πως επειδή ήταν πιθανές κάποιες εδαφικές ρυθμίσεις, σκόπιμα δεν συμπεριέλαβαν τις λέξεις όλες ή τις στην επίσημη έκδοση του κειμένου στην Αγγλική γλώσσα όταν αναφερόταν στις «κατεχόμενες περιοχές» κατά τον πόλεμο, αν και υπάρχει στις άλλες, ειδικά, στις ΓαλλικέςΙσπανικές και Ρωσικές εκδόσεις. Το ψήφισμα αναγνώριζε το δικαίωμα «κάθε κράτους στην περιοχή» – επομένως και του Ισραήλ – «να ζει με ειρήνη μέσα σε ασφάλεια και αναγνωρισμένα σύνορα ελεύθερα από απειλές ή πράξεις βίας». Το Ισραήλ επέστρεψε το Σινά στην Αίγυπτο το 1978, μετά τις συμφωνίες του Κάμπ Ντέιβιντ και απαγκιστρώθηκε από τη Λωρίδα της Γάζας το καλοκαίρι του 2005, αν και ο στρατός του εισβάλλει συχνά στην Γάζα για στρατιωτικές επιχειρήσεις και διατηρεί ακόμα τον έλεγχο των συνοριακών περασμάτων, των λιμανιών και των αεροδρομίων.

Τα επακόλουθα του πολέμου είχαν και θρησκευτική σημασία. Υπό Ιορδανική κυριαρχία, οι Εβραίοι απαγορεύονταν να επισκεφθούν το Δυτικό Τείχος (ακόμα κι αν η Συμφωνία Κατάπαυσης του Πυρός έδινε στους Ισραηλινούς Εβραίους πρόσβαση στο Δυτικό Τείχος). Οι Εβραϊκοί ιεροί τόποι δεν συντηρούνταν, και τα κοιμητήρια τους είχαν βεβηλωθεί. Μετά την προσάρτηση τους στο Ισραήλ, κάθε θρησκευτική ομάδα ανέλαβε τον έλεγχο των δικών της ιερών τόπων. Παρά την σημασία του Όρους του Ναού στην Εβραϊκή παράδοση, το Τζαμί του αλ – Ακσά τελεί υπό την αποκλειστική διοίκηση Μουσουλμανικού βακουφιού και οι Εβραίοι απαγορεύεται να διακινούνται εκεί.

Πηγές – βιβλιογραφία

https://www.thoughtco.com/1967-six-day-war-4783414

Chaim Herzog. «Six-Day War.» Encyclopaedia Judaica, edited by Michael Berenbaum and Fred Skolnik, 2nd ed., vol. 18, Macmillan Reference USA, 2007, pp. 648-655. Gale eBooks.

«An Overview of the Arab-Israeli Six-Day War.» The Arab-Israeli Six-Day War, edited by Jeff Hay, Greenhaven Press, 2013, pp. 13-18. Perspectives on Modern World History. Gale eBooks.

«The Arab-Israeli Six-Day War, 1967.» American Decades, edited by Judith S. Baughman, et al., vol. 7: 1960-1969, Gale, 2001. Gale eBooks.

«Arab-Israeli War of 1967.» International Encyclopedia of the Social Sciences, edited by William A. Darity, Jr., 2nd ed., vol. 1, Macmillan Reference USA, 2008, pp. 156-159. Gale eBooks.

Charles Krauthammer «Prelude to the Six Days» Washington Post.

Kamīl Manṣūr «Beyond Alliance: Israel in U.S. Foreign Policy» Columbia University Press (1994)

chilonas.com

Σχολιάστε