
«Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι» Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ
Με την έκρηξη της επανάστασης, μετά την Πελοπόννησο, ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα είχε επαναστατήσει και είχαν απελευθερωθεί πολλές περιοχές. Μάλιστα οργανώθηκε και πολιτικά με τη “Γερουσία” στο Μεσολόγγι και τον “Άρειο Πάγο” στα Σάλωνα. Ο Σουλτάνος όμως αποφάσισε να αντιδράσει οργανωμένα με δυο στρατιές. Η δεύτερη με τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη κατέληξε στο Μεσολόγγι, στις 25 Οκτωβρίου 1822, το οποίο οι Τούρκοι πολιόρκησαν. Ύστερα από λίγες μέρες, στις 31 Δεκεμβρίου, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στην Ήπειρο. Μετά τη συμφωνία του Σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, η εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο συνδυάστηκε με επιχειρήσεις από τους Τούρκους στη Στερεά Ελλάδα, με κύριο στόχο το Μεσολόγγι. Της νέας εκστρατείας ηγείται και πάλι ο Κιουταχής που με πανίσχυρη στρατιά 35.000 ανδρών έφτασε στο Μεσολόγγι στα μέσα Απριλίου 1825. Είναι η δεύτερη και καθοριστική πολιορκία της πόλης που κατέληξε στην ηρωική έξοδο. 1η Φάση της πολιορκίας: Από τον Απρίλιο ως το Δεκέμβριο του 1825 κράτησε η πρώτη φάση της πολιορκίας, και στο διάστημα αυτό οι Τούρκοι έφτασαν σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από το τείχος. Μια ισχυρή επίθεση του Κιουταχή στις 21 Ιουλίου 1825 απέτυχε και τρεις μέρες αργότερα μια ελληνική νυκτερινή αντεπίθεση προκάλεσε σοβαρότατες απώλειες στο τουρκικό στρατόπεδο. Στο μεταξύ ελληνικά πλοία είχαν διασπάσει το θαλάσσιο αποκλεισμό και είχαν εφοδιάσει τους πολιορκουμένους με τροφές και πολεμοφόδια, ενώ στις αρχές Αυγούστου η άμυνα του Μεσολογγίου ενισχύθηκε με 1500 ακόμα άντρες. Μετά τις άκαρπες επιθέσεις του ο Κιουταχής αποσύρθηκε στις γύρω υπώρειες και κατά διαστήματα βομβάρδιζε την πόλη, χωρίς όμως την ασφυκτική πίεση των πρώτων μηνών. 2η Φάση της πολιορκίας: Το Δεκέμβριο του 1825 άρχιζε η δεύτερη φάση της πολιορκίας όταν ο Ιμπραήμ έφτασε στο Μεσολόγγι με ισχυρή δύναμη (10.000 άνδρες), αποφασισμένος να το καταλάβει. Μετά την απόρριψη από τους πολιορκούμενους της πρότασής του για παράδοση, η πολιορκία έγινε στενότερη και από το Φεβρουάριο οι πολιορκούμενοι πιέζονταν από τις επιθέσεις των Αιγυπτίων και από την πείνα. Τα νησάκια της λιμνοθάλασσας, προπύργια του Μεσολογγίου, έπεσαν στα χέρια του εχθρού, εκτός από την Κλείσοβα, που η νίκη των Ελλήνων υπήρξε θριαμβευτική. Οι πολιορκούμενοι μάταια περίμεναν την ενίσχυσή τους από το Ναύπλιο, και η προσπάθεια του ελληνικού στόλου να λύσει την πολιορκία από τη θάλασσα αποδείχτηκε αδύνατη. Μόνη λύση μέσα σε αυτές τις συνθήκες, που διαρκώς χειροτέρευαν, απέμεινε η έξοδος. Το Μεσολόγγι το 1825 αποτελούσε σε μικρογραφία μια μικρή Ελλάδα, στην καρδιά της Ελλάδος, γιατί μέσα στην πόλη εκείνη δεν ήταν κλεισμένοι μόνο Μεσολογγίτες και Πελοποννήσιοι, αλλά και αντιπρόσωποι όλων των ελληνικών πληθυσμών από τον Ισθμό και επάνω. Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας οι πολιορκούμενοι με συνεχείς αντεπιθέσεις αλλά και με συνεχή ανεφοδιασμό, έστω και δύσκολα, από τον ελληνικό στόλο υπέμειναν την πολιορκία. Η θέση των Ελλήνων χειροτέρεψε κατά την δεύτερη φάση της πολιορκίας. Είχαν κουραστεί από την εννεάμηνη πολιορκία και ιδίως από την έλλειψη τροφίμων. Η κατάσταση βέβαια ήταν περισσότερο τραγική για τους αρρώστους και τους πληγωμένους. Μολαταύτα η μαχητικότητά τους ήταν άκαμπτη και αμετακίνητη η απόφασή τους να νικήσουν ή να πεθάνουν, ιδιαίτερα των ντόπιων που έφθασαν στον ύψιστο βαθμό του ηρωισμού και της αυτοθυσίας. Μετά την κατάληψη του Βασιλαδίου, του Ντολμά και του Πόρου (μόνο η Κλείσοβα έμενε ακόμα στους Έλληνες) οι πολιορκούμενοι απελπισμένοι και εξαντλημένοι από τη φοβερή πείνα και τις άλλες στερήσεις, μόνο από την άφιξη του στόλου περίμεναν σωτηρία. Από τα μέσα κιόλας Φεβρουαρίου η κατάσταση στο Μεσολόγγι είχε αρχίσει να γίνεται τραγική. Πολλές οικογένειες είχαν αρχίσει να στερούνται εντελώς τα τρόφιμα και αναγκάζονταν να σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και κατόπιν σκύλους, γάτες, ποντικούς. Αλλά και αυτά έλειψαν. Από τις 16 Μαρτίου άρχισαν να τρώνε αρμυρίκια, πικρά χόρτα που φύτρωναν κοντά στη θάλασσα. Ο υποσιτισμός και οι αρρώστιες εξασθένιζαν τους ρωμαλέους οργανισμούς των ανδρών της φρουράς και προκαλούσαν πολλούς θανάτους. Από τον Απρίλιο όμως τα ολιγάριθμα ελληνικά πλοία με ναύαρχο το Μιαούλη, απέτυχαν σε επανειλημμένες προσπάθειες να διασπάσουν τον αποκλεισμό του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Στους πολιορκούμενους δεν έμενε άλλη λύση από την έξοδο. Για τους ασθενείς και πληγωμένους, αποφάσισαν να μεταφερθούν στα πιο οχυρωμένα σπίτια και εκεί να πεθάνουν πολεμώντας. Εκείνοι δέχτηκαν. “Τα παράθυρα να μας αφήσετε ανοιχτά μονάχα, και ώρα σας καλή ! Ο Θεός να μας ανταμώσει στον άλλο κόσμο” είπαν και αποχαιρετίστηκαν πολιορκημένοι, απελπισμένοι πια, πήραν την οριστική απόφαση να επιχειρήσουν έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου προς την 11η, Κυριακή των Βαΐων, και ειδοποίησαν σχετικά τους Έλληνες του στρατοπέδου της Δερβέκιστας να προσπαθήσουν να φέρουν αντιπερισπασμό στους Τούρκους. Αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους τους αιχμαλώτους, καθώς και τα γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ενώ η πρώτη απόφαση πραγματοποιήθηκε, τη δεύτερη απέτρεψε ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ. Οι ασθενείς και τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν στα πιο οχυρά σπίτια και εκεί να πεθάνουν πολεμώντας. Το μεσημέρι της 10ης Απριλίου καταρτίστηκε το σχέδιο και το δειλινό άρχισαν όλοι να μαζεύονται στις προσδιορισμένες θέσεις. Κατά τις 6.30 ακούστηκε επάνω στο Ζυγό η ομοβροντία του ελληνικού επικουρικού σώματος, που είχε φθάσει από τη Δερβέστικα. Όταν νύχτωσε οι περισσότεροι της φρουράς είχαν βγει έξω από την πόλη και περίμεναν το σύνθημα του ξεκινήματος. Το σχέδιό τους όμως προδόθηκε και οι Τουρκοαιγύπτιοι άρχισαν να τους κτυπούν με πυκνά πυρά κανονιών και τουφεκιών. Τελικά οι Έλληνες αποφάσισαν να κινηθούν’ όρμησαν οι άνδρες των δύο πρώτων σωμάτων με τα γιαταγάνια και τα σπαθιά τους επάνω στις εχθρικές γραμμές. Καμιά δύναμη δεν ήταν ικανή να αναχαιτήσει το χείμαρρο εκείνο των απελπισμένων. Ο καθένας τους κοίταζε πως να ανατρέψει τα εμπόδια που βρίσκονταν μπροστά του και να περάσει. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από το τρίτο σώμα των γυναικοπαίδων η φωνή “οπίσω, οπίσω, μωρέ παιδιά!” και αποχωρίστηκαν μερικοί από τα δύο πρώτα σώματα. Η σύγκρουση ήταν φονικότατη. Οι Έλληνες ανατρέπουν όποιον βρουν μπροστά τους και προχωρούν αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς. Την πορεία τους συνόδευσαν δύο εκρήξεις από την πόλη. Η πρώτη από την έκρηξη των υπονόμων και η άλλη από την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης με τον ηρωικό Χρήστο Καψάλη. Οι Έλληνες είχαν απώλειες και από τους κρυμμένους στα διάφορα υψώματα και τις χαράδρες Αλβανούς. Μολαταύτα αντιμετώπιζαν με σταθερότητα τον αόρατο εχθρό. Είχε αρχίζει να γλυκοχαράζει η Κυριακή των Βαΐων, όταν η μάχη έπαψε. Εκεί επάνω μόνο, στην κορυφή του Ζυγού, μπόρεσαν να αναπνεύσουν λίγο ελεύθερα. Από τους 3000 στρατιωτικούς που πήραν μέρος στην έξοδο, μόνο 1300 σώθηκαν. οι υπόλοιποι 1700 σκοτώθηκαν στις συμπλοκές της εξόδου. Από τις γυναίκες, 13 μόνο Σουλιώτισσες σώθηκαν και από τα παιδιά τρία ή τέσσερα. Οι απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων υπολογίστηκαν σε 5000. Τη ντροπή του ελληνικού εμφυλίου πολέμου εξαγνίζει η θυσία μιας πόλης και των αγωνιστών της. Η θυσία του Μεσολογγίου, που επί 12 ολόκληρους μήνες αντιστάθηκε ηρωικά, προώθησε το ελληνικό ζήτημα, όσο καμιά άλλη ελληνική νίκη: πλημμύρισε τους άλλους Έλληνες και τους Ευρωπαίους με αισθήματα θαυμασμού για τους άνδρες της φρουράς του και τον ηρωικό πληθυσμό του Μεσολογγίου. Πραγματικά σπάνια συναντά κανείς στις σελίδες της ιστορίας παραδείγματα παρόμοιας υπεράνθρωπης ψυχικής αντοχής. Οι φλόγες του Μεσολογγίου θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων λαών και τους ξεσήκωσαν σε μια αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.
«Μεσολόγγι, έπεσες; Όχι, δεν έπεσες· σ’ ένα θρίαμβο βροντής, στις φλόγες της αστραπής, επέταξες στον ουρανό….. Ελάτε, σεις, οι βασιλιάδες της χριστιανοσύνης, ελάτε, πάρτε απ΄ αυτή τη στάχτη και βάλτε την στις βασιλικές πορφύρες σας και σκορπίστε την στα στέμματά σας, πάνω από το χρυσάφι τους και τα διαμαντικά τους».
Βίλχελμ Μύλλερ
Ποιος πρόδωσε το σχέδιο της «εξόδου» στο Μεσολόγγι…
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, δύο ή τρία είναι τα πρόσωπα που βαρύνονται με την κατηγορία της προδοσίας του μυστικού της Εξόδου. Σε δύο από αυτά αναφέρονται Έλληνες χρονικογράφοι και ιστορικοί, σε ένα γνωστός Τούρκος χρονικογράφος. Ας δούμε όμως τις εξελίξεις, μελετώντας και τα γραφόμενά τους: Στις 11 Ιουνίου του 1821 οι επαναστατημένοι Έλληνες κατάφεραν να διώξουν από το Αγρίνιο τους Τουρκαλβανούς κατακτητές και να απελευθερώσουν την πόλη. Λίγες μέρες αργότερα, στις 26 Ιουλίου, απελευθέρωσαν και το γειτονικό Ζαπάντι (σημερινή Νεάπολη), συλλαμβάνοντας αρκετούς αιχμαλώτους. Ανάμεσα στους Οθωμανούς αιχμαλώτους ήταν κι ένας 12χρονος, του οποίου το μουσουλμανικό όνομα παραμένει άγνωστο. Τον νεαρό αυτόν, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Αρτέμιου Μίχου, τον πήρε υπό την προστασία του ο Τσόλκας, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του σωματάρχη Ανδρέα Ίσκου· τον έκανε μάλιστα και ψυχοπαίδι του. Ο νεαρός μουσουλμάνος βαφτίστηκε χριστιανός και πήρε το όνομα Γιάννης. Οι περισσότεροι Έλληνες μελετητές πιστεύουν πως αυτός ήταν ο 18χρονος, ο οποίος, αφού κατάφερε και ξέφυγε από την επιτήρηση, πέρασε στις γραμμές των Τούρκων και πρόδωσε το σχέδιο των πολιορκημένων στον Ιμπραήμ, γνωρίζοντάς του την ώρα και τα σημεία της σχεδιαζόμενης Εξόδου. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Αρτέμιος Μίχος. Αυτός μάλιστα γράφει πως οι πολιορκητές, λίγες μέρες πριν, είχαν πληροφορηθεί και από κάποιον άλλον λιποτάκτη, «Βούλγαρον το γένος», που είχε αιχμαλωτιστεί σε κάποια από τις εξόδους της φρουράς, ότι προετοιμαζόταν έξοδος, αγνοούσαν όμως τις λεπτομέρειες του σχεδίου. Εξαιτίας αυτού μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, «εγένετο δευτέρα σκέψις και μετεβλήθη εν μέρει το σχέδιον». Ο Σπυρομήλιος, αναφερόμενος στα της προδοσίας, κάνει λόγο για έναν Οθωμανό στο σώμα του Ανδρέα Ίσκου, ο οποίος «είχε φερθεί καλά μέχρι τότε». Μόλις έγινε γνωστή στην πόλη η λιποταξία του «ειρημένου αρνησιθρήσκου έλαβε χώραν τραγική τις και βάρβαρος σκηνή», σύμφωνα πάντα με τον Αρτέμιο Μίχο. Πιο συγκεκριμένα «οι στρατιώται ερεθισθέντες εκ των δύο τούτων δραπετεύσεων εφόνευσαν ανηλεώς και αδιακρίτως τους τε τούρκους και χριστιανούς εργάτας του πολιορκητού, τους εις τας κατά καιρούς εξόδους αιχμαλωτισθέντας, μηδενός εξαιρεθέντος». Ο χρονικογράφος Έσαντ, παρουσιάζοντας την οθωμανική σκοπιά του γεγονότος, αναφέρεται σε μοναχό, ο οποίος, ζητώντας έλεος, ειδοποίησε τους πολιορκητές. Γράφει σχετικά: « … Δόξα τω Θεώ, προς το απόγευμα ήρθε στο αρχηγείο του μουσουλμανικού στρατού ένας μοναχός, από αυτούς που σχεδίαζαν την έξοδο, ο οποίος ζητούσε έλεος και μας ειδοποίησε. Αμέσως δώσαμε εντολή στους στρατιώτες να είναι προσεκτικοί σε όλες τις θέσεις, τοποθετήσαμε στρατό σε όλα τα σημεία ενέδρας και σε όλα τα ταμπούρια, ενώ ο σερασκέρης Ρεσίτ Πασάς ανέλαβε τη μέριμνα του βουνού. …» Συμπερασματικά, χωρίς αμφιβολία, η Έξοδος προδόθηκε. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι αν ο μοναχός είναι τρίτο πρόσωπο ή ένα από τα δυο που αναφέρθηκαν.
