Άννα Κομνηνή

Η Άννα Κομνηνή ήταν η μεγαλύτερη κόρη του Bυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α ́ Κομνηνού (βασ. 1081-1118 μ.Χ.) και συγγραφέας της Αλεξιάδας μιας εκτενούς καταγραφής της βασιλείας του πατέρα της. Αν και δεν είναι μια αμερόληπτη βιογραφία, η θέση της Άννας στη βασιλική αυλή, η ενδελεχής έρευνα των πηγών και η σχολαστική παρατήρηση και διορατική γνώμη καθιέρωσαν την Αλεξιάδα ως μια από τις σημαντικότερες πρωτογενείς πηγές της Βυζαντινής ιστορίας. Θεωρείται η πρώτη γυναίκα ιστορικός και στο έργο της αποτυπώνεται η αξιόλογη παιδεία, η αρχαιομάθειά της, η εξοικείωση με την Αγία Γραφή και προπαντός η αφοσίωση και ο θαυμασμός για τον πατέρα της.

Πίνακας του Αλεξίου Α’, από Ελληνικό χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη του Βατικανού Vatican Library, Public domain, via Wikimedia Commons

Βιογραφικά στοιχεία

Η Άννα Κομνηνή γεννήθηκε το 1083 στην Πορφύρα, την πορφυρή αίθουσα των ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννιόντουσαν τα παιδιά των αυτοκρατόρων και αποτελούσε σύμβολο βασιλικής νομιμότητας. Ήταν το μεγαλύτερο από τα επτά παιδιά του Αλέξιου Α ́ Κομνηνού και της συζύγου του αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας. Τα μικρότερα αδέλφια της ήταν (κατά σειρά) η Μαρία, ο Ιωάννης Β ́, ο Ανδρόνικος, ο Ισαάκ, η Ευδοκία και η Θεοδώρα. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη Ο αυτοκράτορας δεν είχε γιους και έτσι για ένα διάστημα, η Άννα ήταν επίσημη κληρονόμος μετά τον αρραβώνα της το 1091 με τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Μιχαήλ Ζ’ (βασ. 1071-1078). Ο Κωνσταντίνος ήταν εννέα χρόνια μεγαλύτερος από την Άννα και η μέλλουσα αυτοκράτειρα έγραφε αργότερα γι’ αυτόν τους εξής λαμπρούς χαρακτηρισμούς:

[Ο Κωνσταντίνος] προικισμένος με ουράνια ομορφιά, που γοήτευε όσους τον έβλεπαν, εν ολίγοις, όποιος τον έβλεπε έλεγε: Είναι σαν τον Έρωτα ζωγραφιστό (Τζούντιθ Χέρριν, 233)

Η Άννα πήγε να ζήσει με τη μέλλουσα πεθερά της Μαρία της Αλανίας όπου εκπαιδεύτηκε στα μαθηματικά, τη φιλοσοφία και την ιατρική. Η υψηλή εκπαίδευση δεν ήταν απαραίτητη για μια κυρία της βασιλικής αυλής, αλλά η Άννα προχώρησε ούτως ή άλλως και προσέλαβε κρυφά τον Μιχαήλ της Εφέσου για να τη διδάξει στους σύνθετους κλάδους της φιλοσοφίας, εξετάζοντας ιδιαίτερα τα έργα του Αριστοτέλη.

Το μέλλον της Άννας άλλαξε δραματικά το 1087 όταν ο Αλέξιος απέκτησε έναν γιο, τον Ιωάννη, ο οποίος έγινε ο εκλεκτός κληρονόμος του και αντικείμενο μίσους της Άννας για το υπόλοιπο της ζωής της. Όταν ο Κωνσταντίνος Δούκας πέθανε πρόωρα το 1097, η Άννα, μόλις 14 ετών, δεν έχασε χρόνο και παντρεύτηκε τον διακεκριμένο στρατηγό Νικηφόρο Βρυέννιο τον Νεότερο με τον οποίο απέκτησε έξι παιδιά: την Ειρήνη, τη Μαρία, τον Αλέξιο, τον Ιωάννη, τον Ανδρόνικο και τον Κωνσταντίνο εκ των οποίων μόνο η Ειρήνη, ο Ιωάννης και ο Αλέξιος επέζησαν μέχρι την ενηλικίωση. Στη συνέχεια συνωμότησε με τη γιαγιά της, Άννα Δαλασσηνή, για να κάνει τον νέο της σύζυγο αυτοκράτορα. Αυτό το σχέδιο απέτυχε, κυρίως επειδή ο Νικηφόρος παρέμεινε πιστός στον επίσημο διάδοχο Ιωάννη και έμεινε μακριά όταν οι επαναστάτες ετοιμάστηκαν να αναλάβουν τον έλεγχο του παλατιού.

Όταν πέθανε ο Αλέξιος από ασθένεια στις 15 Αυγούστου 1118, ο γιος του Ιωάννης στέφθηκε αυτοκράτορας ως Ιωάννης Β’ Κομνηνός (βασ. 1118-1143). Φαίνεται πιθανό η Άννα να συμμετείχε σε απόπειρα δολοφονίας με στόχο τον Ιωάννη κατά τη διάρκεια της κηδείας του πατέρα τους και σε ένα χρόνο ο Ιωάννης εξόρισε την αδελφή του στο μοναστήρι της Παναγίας Κεχαριτωμένης. Όλη η περιουσία της Άννας κατασχέθηκε και της απαγορεύτηκε να εισέλθει ξανά στο βασιλικό παλάτι της Κωνσταντινούπολης.

Χειρόγραφο της Αλεξιάδας Sailko, CC BY 3.0 <https://creativecommons.org/licenses/by/3.0&gt;, via Wikimedia Commons

Εξορία & Αλεξιάδα

Τελικά η αναγκαστική απομόνωση της Άννας της επέτρεψε να γράψει απερίσπαστη την Αλεξιάδα παρά την ποινή εξορίας. Η Αλεξιάδα ξεκίνησε περίπου το 1137 (τη χρονιά που πέθανε ο σύζυγός της) και εργάστηκε σταθερά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1140 μ.Χ. Καλύπτει την περίοδο της βυζαντινής ιστορίας από το 1069 έως το 1118 μ.Χ. Αποτελεί φόρος τιμή στον πατέρα της και την 37ετή βασιλεία του και είναι το μόνο ιστορικό βιβλίο που γράφτηκε από γυναίκα κατά τον Μεσαίωνα.

Αποτελούμενη από 13 βιβλία γραμμένα στην Αττική διάλεκτο, η Αλεξιάδα χωρίζεται στις ακόλουθες θεματικές ενότητες:

Τα βιβλία Ι-ΙΙΙ καλύπτουν την άνοδο της οικογένειας Κομνηνού και αναλύουν την ανάληψη της εξουσίας.

Τα βιβλία IV-IX καλύπτουν διάφορους πολέμους όπως αυτούς εναντίον Νορμανδών, Σκυθών, Τούρκων και Κουμάνων.

Τα βιβλία X-XI καλύπτουν την Πρώτη Σταυροφορία (1096-1104) και την εισβολή των Νορμανδών στο Βυζάντιο το 1105.

Τα βιβλία XII-XIII καλύπτουν κυρίως στρατιωτικές δράσεις και εσωτερικά ζητήματα όπως εκκλησιαστικούς αιρετικούς (π.χ. Μανιχαίοι και Βογόμιλοι).

Η Άννα χρησιμοποίησε και αναφέρθηκε σε παλαιότερα έργα, όπως η Χρονογραφία του Μιχαήλ Ψελλού (1018 – περ. 1082) καθώς και επίσημες εκθέσεις, συνθήκες, αρχεία, αναφορές αυτοπτών μαρτύρων από μάχες, φήμες, ομιλίες και ακροάσεις που παρακολούθησε η ίδια στη βασιλική αυλή. Έτσι, η περιγραφή της Άννας για το Βυζάντιο του 11ου αιώνα, η οποία καλύπτει όχι μόνο σημαντικά γεγονότα αλλά και πολλές φυσικές περιγραφές και άλλες λεπτομέρειες όπως πρωτόκολλα και ρούχα, αποτελεί ανεκτίμητη πηγή για τους σύγχρονους ιστορικούς. Η Άννα επιθυμούσε επίσης στο έργο της να παρουσιάζει μια αντικειμενική άποψη των γεγονότων, αν και η ίδια παραδέχεται ότι η Αλεξιάδα είναι κάπως προκατειλημμένη ή τουλάχιστον μια ελλιπής βιογραφία του πατέρα της, για τους ακόλουθους λόγους:

«Και πραγματικά όταν το έγραφα αυτό, εν μέρει από τη φύση της ιστορίας και εν μέρει λόγω υπερβολής των γεγονότων, ξέχασα ότι ήταν οι πράξεις του πατέρα μου που περιέγραφα. Στην επιθυμία μου να κάνω την ιστορία απαλλαγμένη από υποψίες, αντιμετωπίζω συχνά τις πράξεις του πατέρα μου με πρόχειρο τρόπο, ούτε ενισχύοντάς τις ούτε επενδύοντάς τις με συναίσθημα. Μακάρι να είχα ελευθερωθεί και απαλλαγεί από την αγάπη για τον πατέρα μου, για να είχα τρόπος του λέγειν, κρατήσει το πλούσιο υλικό και είχα την ελευθερία να πω, πόσο ευγενικές προθέσεις είχε ο οίκος μου. Αλλά τώρα ο ζήλος μου παρεμποδίζεται από τη φυσική μου αγάπη, γιατί δεν θα ήθελα να προκαλέσω στο κοινό την υποψία ότι με την προθυμία να μιλήσω για τις σχέσεις μου, τους σερβίρω παραμύθια! Πράγματι, πολύ συχνά θυμάμαι τις επιτυχίες του πατέρα μου, αλλά θα μπορούσα να είχα κλάψει με δάκρυα όταν κατέγραψα και περιέγραψα τα πολλά δεινά που τον έπληξαν και δεν ήταν χωρίς προσωπικό θρήνο και παράπονο που εγκατέλειψα το θέμα. Αλλά καμία κομψή ρητορική δεν πρέπει να αμαυρώσει αυτό το μέρος της ιστορίας μου και ως εκ τούτου προσπερνάω ελαφρά τις ατυχίες του πατέρα μου, σαν να ήμουν ένα ανεπαίσθητο κομμάτι αδάμαντα ή πέτρας… ας είναι τα δεινά του πατέρα μου θέμα θαυμασμού και θρήνου μόνο για μένα». (Τίμοθι Γκρέγκορι, 291-2)

Η Άννα Κομνηνή υπαγορεύει την Αλεξιάδα. πίνακας του Γουίλιαμ Μπαγδατόπουλου

Σίγουρα, η Άννα σκιαγραφεί ένα λαμπρό χαρακτήρα του πατέρα της, τον οποίο έβλεπε ως «έναν φλογερό ανεμοστρόβιλο… ακτινοβολώντας ομορφιά, χάρη και αξιοπρέπεια και απρόσιτη μεγαλοπρέπεια». Ως παράδειγμα της μάλλον υπερβολικής παρουσίασης των μεγάλων πράξεων του Αλεξίου – καθόλου ασυνήθιστη προσέγγιση των ιστορικών της περιόδου – η Άννα παρουσιάζει το 1082, την ακόλουθη αφήγηση του αυτοκράτορα,  υπερασπιζόμενος τον εαυτό του με επιδεξιότητα απέναντι σε τρεις σκληρούς Λατίνους ιππότες:

…κρατώντας μακριά δόρατα στα χέρια τους όρμησαν με ξέφρενο καλπασμό στον αυτοκράτορα. Ο Αμίκητας έχασε τον αυτοκράτορα γιατί το άλογό του έστριψε, ο αυτοκράτορας παραμέρισε με το σπαθί του το δόρυ του δεύτερου ιππότη και στη συνέχεια αρπάζοντας το χέρι του, τον χτύπησε στην κλείδα και το έκοψε από το σώμα. Τότε ο τρίτος στόχευσε κατευθείαν στο πρόσωπό του, αλλά ο Αλέξιος, όντας σταθερός, δεν δίστασε, αλλά αντιδρώντας γρήγορα κατάλαβε αμέσως τι έπρεπε να κάνει και όταν είδε να έρχεται το χτύπημα, πετάχτηκε προς τα πίσω στην ουρά του αλόγου του. Έτσι, η αιχμή του δόρατος έσκισε λίγο το δέρμα του προσώπου του και μετά χτυπώντας στο χείλος του κράνους, έκοψε το λουρί κάτω από το πηγούνι που το κρατούσε και το έριξε στο έδαφος. Μετά από αυτό, ο Φράγκος πέρασε δίπλα από τον άντρα που νόμιζε ότι είχε ανατρέψει από το άλογό του, αλλά ο τελευταίος σηκώθηκε γρήγορα ξανά στη σέλα του και κάθισε εκεί ήρεμα χωρίς να έχει χάσει ούτε ένα όπλο. Και εξακολουθούσε να κρατά το γυμνό σπαθί του στο δεξί χέρι, το πρόσωπό του ήταν βαμμένο με το ίδιο του το αίμα, το κεφάλι του ήταν γυμνό και τα κατακόκκινα, αστραφτερά μαλλιά του κυλούσαν πάνω από τα μάτια του και ανησυχούσε, γιατί το άλογό του μέσα στον τρόμο του απέρριψε τα ηνία και με το άλμα του έριξε τα μαλλιά με αταξία στο πρόσωπό του. Ωστόσο, ανασυντάχθηκε όσο το δυνατόν περισσότερο και συνέχισε την αντίστασή του στους εχθρούς του. (Τίμοθι Γκρέγκορι, 292)

Άλλες προκαταλήψεις που αποκαλύπτονται στην Αλεξιάδα περιλαμβάνουν το τυπικό βυζαντινό αίσθημα υπεροχής έναντι άλλων πολιτισμών, όπως σε αυτό το απόσπασμα που περιγράφει τους Φράγκους:

[Ο αυτοκράτορας] άκουσε μια αναφορά για την προσέγγιση αναρίθμητων Φραγκικών στρατών. Τώρα φοβόταν την άφιξή τους γιατί γνώριζε τον ακαταμάχητο τρόπο επίθεσης, τον ασταθή χαρακτήρα τους και όλα τα περίεργα φυσικά και συνακόλουθα χαρακτηριστικά που διατηρεί ο Φράγκος παντού και ήξερε επίσης ότι ήταν πάντα φιλοχρήματοι και καταπατούσαν τις εκεχειρίες τους εύκολα για οποιονδήποτε λόγο. (Τίμοθι Γκρέγκορι, 295)

Ωστόσο, ανάμεσα στα κλισέ του άτιμου ξένου, υπάρχουν πιο λογοτεχνικά και πιο αποκαλυπτικά αποσπάσματα των καιρών, όπως για παράδειγμα:

Και εκείνοι οι Φράγκοι στρατιώτες συνοδεύονταν από έναν άοπλο στρατό πιο πολυάριθμο από την άμμο ή τα αστέρια, που έφεραν στους ώμους τους παλάμες και σταυρούς και από γυναίκες και παιδιά που έφυγαν από τις χώρες τους. Και έμοιαζαν σαν πολλά ποτάμια που έτρεχαν από όλες τις πλευρές. (Τίμοθι Γκρέγκορι, 296)

Θάνατος & Κληρονομιά

Η Άννα Κομνηνή απεβίωσε το 1053 και τάφηκε κοντά στον πατέρα της, στη Μονή Παμμακάριστου. Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της γεμάτη θλίψη, ζώντας στην εξορία και μακριά από την οικογένεια της. Χαρακτηριστικά γράφει:

«Ρέων ο χρόνος ακάθεκτα και αεί τι κινούμενος παρασύρει και παραφέρει πάντα τα εν γενέσει και ες βυθόν αφανείας καταποντοί όπου μεν ουκ άξια λόγου πράγματα, όπου δε μεγάλα τε και άξια μνήμης και τα τε άδηλα φύων κατά την τραγωδίαν και τα φανέντα αποκρυπτόμενος».

Εκτός από το δικό της έργο, η Άννα σχημάτισε και φιλοξένησε έναν αξιόλογο λογοτεχνικό κύκλο και σύμφωνα με την παράδοση των φιλάνθρωπων αυτοκρατειρών και κυριών της αυλής, υποστήριξε άλλους μελετητές όπως ο Ευστράτιος της Νίκαιας. Η Αλεξιάδα έγινε αποδεκτή από όλους τους ιστορικούς και αναγνωρίστηκε ως σπουδαία πηγή μελέτης. Τα επιτεύγματα και η προσφορά της Άννας Κομνηνής στη βυζαντινή ιστορία συνοψίζονται εύστοχα στον λόγο που εκφώνησε στην κηδεία της ο Γεώργιος Τορνίκης:

Μια γυναίκα πιο σοφή από τους άντρες στα λόγια, πιο αντρική στις πράξεις, πιο σταθερή στα σχέδια, πιο συνετή στις δοκιμασίες… μια γυναίκα με τρία μάτια αντίληψης, αυτά της φυσικής της οξυδέρκειας, της επιστημονικής διείσδυσης και της απόλυτης εμπειρίας (Τζούντιθ Χέρριν, 232).

Πηγές – βιβλιογραφία

https://www.worldhistory.org/Anna_Komnene/

https://en.wikipedia.org/wiki/Anna_Komnene

Gregory, T.E. A History of Byzantium. Wiley-Blackwell, 2010.

Herrin, J. Byzantium. Princeton University Press, 2009.

Norwich, J.J. A Short History of Byzantium. Vintage, 1998.

Rosser, J. H. Historical Dictionary of Byzantium. Scarecrow Press, 2001.

Shepard, J. The Cambridge History of the Byzantine Empire c.500-1492. Cambridge University Press, 2009.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s