
Τον Μάρτιο του 1913, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, ο ελληνικός στρατός, μετά τη νίκη στο Μπιζάνι, απελευθέρωσε τα Ιωάννινα και στη συνέχεια προήλασε βόρεια. Η Χειμάρρα ήταν ήδη υπό ελληνικό έλεγχο από τις 5 Νοεμβρίου 1912, όταν ο Χειμαρριώτης Σπύρος Σπυρομήλιος αποβιβάστηκε χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση.
Στο τέλος των Βαλκανικών πολέμων οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ήλεγχαν την περιοχή που μετέπειτα ονομάστηκε Βόρεια Ηπειρος, φτάνοντας τη γραμμή Κεραύνιων Ορέων δυτικά, ως Λίμνης Πρέσπας ανατολικά. Το ίδιο διάστημα, στις 28 Νοεμβρίου, στον Αυλώνα, ανακηρύχθηκε από τους Αλβανούς η ανεξαρτησία της Αλβανίας.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1914, η Πανηπειρωτική Συνέλευση (Σώμα που αποτελούνταν από εκπροσώπους της περιοχής), αποφάσισε ότι εφόσον δεν επιτεύχθηκε η ένωση με την Ελλάδα θα δέχονταν μόνο τοπική αυτονομία. Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος κατάληψης της περιοχής από αλβανικά σώματα ενόπλων ατάκτων και να προστατευθεί ο πληθυσμός της περιοχής, ο Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος (πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας με καταγωγή από το Κεστοράτι Αργυροκάστρου), ανακήρυξε την «Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου» στο Αργυρόκαστρο, στις 28 Φεβρουαρίου.

Η προκήρυξη της αυτονομίας προς τον λαό της Βορείου Ηπείρου αποκάλυπτε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις τους είχαν αρνηθεί όχι μόνο την αυτονομία εντός του αλβανικού κράτους, αλλά και εγγυήσεις για βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους. Η ανακήρυξη υπογραφόταν και από τους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως, Κορυτσάς και Βελάς και Κονίτσης. Αργότερα θα οριστούν και οι αρμόδιοι υπουργοί ανά τομέα: Εξωτερικών: Αλέξανδρος Καραπάνος, Στρατιωτικών: Συνταγματάρχης Δημήτριος Δούλης, Οικονομίας: Ιωάννης Παρμενίδης, Παιδείας και Θρησκευτικών: Μητροπολίτης. Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος.
Ο Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος ή Γεώργιος Ζωγράφος ανέλαβε πρόεδρος της Προσωρινής Κυβέρνησης της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου καθώς και δύο φορές Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας. Μέσω των αποτελεσματικών πολιτικών χειρισμών, κέρδισε το διεθνώς αναγνωρισμένο καθεστώς αυτονομίας για τη Βόρεια Ηπειρο.
Ο Ζωγράφος κοινοποίησε στη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου, τον διορισμό του ως πρόεδρο της προσωρινής κυβέρνησης της Αυτόνομης Ηπείρου και δήλωσε ότι οι Βορειοηπειρώτες θα αμύνονταν με τα όπλα σε κάθε προσπάθεια της αλβανικής χωροφυλακής να περάσει τα σύνορά τους. Στο αυτόνομο αυτό κράτος εκτός από το Αργυρόκαστρο, συμπεριλαμβάνονταν η Χειμάρρα, το Δέλβινο, η Πρεμετή, οι Αγιοι Σαράντα, η Ερσέκα. Η ευρύτερη περιοχή της Κορυτσάς ενώ, γεωγραφικά, αποτελούσε τμήμα της Βόρειας Ηπείρου δεν συμπεριλαμβάνονταν εξαρχής στο αυτόνομο κράτος. Η εξέγερση στη Βόρειο Ηπειρο δεν προέρχονταν ούτε υποστηρίζονταν από την ελληνική κυβέρνηση, συναισθηματικά μόνο συμπαραστέκονταν στους Βορειοηπειρώτες. Η θέση του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν ιδιαίτερα δύσκολη στο θέμα, καθώς έπρεπε να εγκαταλείψει τους ελληνικούς πληθυσμούς στις διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων χωρίς να εξασφαλίσει καμία εγγύηση για την ασφάλειά τους. Στις 9 Μαρτίου ο ελληνικός στόλος απέκλεισε το λιμάνι των Αγίων Σαράντα και τις επόμενες μέρες απαγόρευσε διαδήλωση στην Αθήνα υπέρ του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος. Αυτές οι ενέργειες είχαν ως σκοπό να πείσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι η Ελλάδα τηρεί αυστηρή στάση και δεν συμμετέχει σε καμμία περίπτωση στο αυτονομιστικό κίνημα στη Βόρειο Ηπειρο.

Στις 1 Μαρτίου 1914, ο Συνταγματάρχης Κοντούλης, κατόπιν εντολής παραδίδει την Κορυτσά, την Μοσχόπολη και λίγες μέρες αργότερα το Λεσκοβίκι, στην νεοσυσταθείσα αλβανική χωροφυλακή. Επακολούθησαν σοβαρές ταραχές και ένοπλες συγκρούσεις, μεταξύ αλβανικών και βορειοηπειρωτικών δυνάμεων, οι οποίες γενικεύτηκαν σε πολλές περιοχές. Οι Βορειοηπειρώτες, που είχαν οργανώσει τοπικές ένοπλες ομάδες, με την ονομασία «Ιεροί Λόχοι», κατέλαβαν την Ερσέκα και μέχρι το Μάιο του ίδιου έτους προέλασαν στο Φρασάρι και την Κορυτσά. Για ένα διάστημα ξέσπασαν συγκρούσεις στην περιοχή της Κορυτσάς και για λίγες μέρες η πόλη πέρασε στα χέρια των αυτονομιστών, όμως μετά από ενισχύσεις της αλβανικής πλευράς η εξέγερση καταπνίγηκε. Ακολούθησαν φυλακίσεις και εξορίες πολλών Κορυτσαίων, όπως του τοπικού μητροπολίτη Γερμανού.
Με τη διαμεσολάβηση Αλβανών και Ζωγράφου στις 4 (17) Μαΐου υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Η Βόρεια Ηπειρος αποκτούσε επίσημα την αυτονομία της, υπό την αιγίδα του πρίγκηπα Βηντ της Αλβανίας, ο οποίος όμως δεν είχε ουσιαστικές αρμοδιότητες. Η αλβανική κυβέρνηση θα είχε το δικαίωμα να διορίζει και να απολύει τους κυβερνήτες και τους ανώτερους υπαλλήλους. Αλλοι όροι της συμφωνίας προέβλεπαν τη στρατολόγηση αυτοχθόνων στη χωροφυλακή, την απαγόρευση παραμονής στρατιωτικών μονάδων αποτελούμενων από μη εντόπιους στην περιοχή. Προβλέπονταν επίσης, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία, αν και στις τρεις πρώτες τάξεις η Αλβανική θα διδάσκονταν παράλληλα με την Ελληνική. Η θρησκευτική διδασκαλία, όμως, θα γινόταν μόνο στα Ελληνικά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις θα εγγυούνταν για τη διατήρηση και την εκτέλεση των παραπάνω μέτρων.
Οι ένοπλες συγκρούσεις μετά την υπογραφή του πρωτοκόλλου περιορίζονται αισθητά, χωρίς όμως να πάψουν απευθείας. Σύμφωνα με άρθρο του πρωτοκόλλου, η περιοχή της Κορυτσάς που τότε βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της αλβανικής χωροφυλακής, η οποία διοικούνταν από Ολλανδούς και Αυστριακούς αξιωματικούς, έπρεπε να επιδικαστεί στην προσωρινή κυβέρνηση της Αυτόνομης Ηπείρου. Τελικά, στις 8 Ιουλίου η Κορυτσά βρίσκεται υπό βορειοηπειρωτική διοίκηση, ύστερα από έφοδο. Τον ίδιο μήνα και το Τεπελένι τέθηκε υπό τον έλεγχο της προσωρινής κυβέρνησης. Στις 17 Μαΐου 1914 εκδηλώθηκε επανάσταση στην κεντρική Αλβανία, υποκινούμενη από τους Νεότουρκους που έθεσε σε κίνδυνο την ισχύ του Πρωτοκόλλου. Οι δραστηριότητες των επαναστατών αυτών ανησύχησαν τον Ε. Βενιζέλο, που φοβήθηκε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές αμάχων από την πλευρά τους.
Στις 14 Σεπτεμβρίου οι βορειοηπειρωτικές δυνάμεις κατέλαβαν προσωρινά το Βεράτιο, όμως χωρίς την έγκριση της Προσωρινής Κυβέρνησης.
Τελικά, στα τέλη Οκτωβρίου του ιδίου έτους, και ενώ είχε ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, μετά από τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων ελληνικός στρατός εισήλθε για δεύτερη φορά στην περιοχή, ως παράγοντας σταθεροποίησης και προστασίας του πληθυσμού. Ετσι η προσωρινή κυβέρνηση τυπικά έπαψε να υπάρχει και η Βόρεια Ηπειρος βρίσκονταν ξανά υπό την προστασία του ελληνικού κράτους. Ο Βενιζέλος μάλιστα δήλωσε στο ελληνικό κοινοβούλιο ότι μόνο κολοσσιαία λάθη θα αποστερούσαν από την Ελλάδα τη Βόρειο Ηπειρο. Μετά την παραίτηση του Βενιζέλου οι επόμενες φιλοβασιλικές κυβερνήσεις προέβησαν σε ενέργειες που απομάκρυναν την Ελλάδα από τις δυνάμεις της Αντάντ, ιδιαίτερα λόγω της στάσης της να επιμείνει στην ουδετερότητα και να μην εισέλθει με το πλευρό της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις αρχές του 1916 η περιοχή της Βορείου Ηπείρου συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές εκλέγοντας 16 εκπροσώπους στο κοινοβούλιο. Τον Μάρτιο, με βασιλικό διάταγμα ανακηρύχθηκε η ένωση της περιοχής, η οποία διοικητικά αποτελούνταν από τους νομούς Αργυροκάστρου και Κορυτσάς. Οι πολιτικές συγκυρίες που ακολούθησαν και η δυσμενής κατάσταση που βρέθηκε η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, με τον Εθνικό Διχασμό, οδήγησαν στη διαίρεση της χώρας σε δύο επί μέρους κράτη (της Θεσσαλονίκης και των Αθηνών). Επίσης, οι διπλωματικές μηχανορραφίες των Μεγάλων Δυνάμεων, οδήγησαν αρχικά στην είσοδο των Ιταλικών (Αργυρόκαστρο) και Γαλλικών (Κορυτσά) στρατευμάτων.
Μετά τη λήξη του πολέμου, το 1921 αποφασίστηκε η οριστική επιδίκαση της περιοχής στην Αλβανία. Η ενσωμάτωση όμως στην Αλβανία, συνοδεύτηκε με πολύ πιο περιορισμένα δικαιώματα για τον πληθυσμό της περιοχής και χωρίς την αναγνώριση ενός αυτόνομου κράτους, σύμφωνα με τους όρους του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας και τις εγγυήσεις που δόθηκαν από την Αλβανία προς την Κοινωνία των Εθνών.
Οι όροι
O Γεώργιος Χρηστάκης-Ζωγράφος, με σωστούς χειρισμούς συντέλεσε στη διεθνή αναγνώριση του βορειοηπειρωτικού ζητήματος που κατέληξαν στην αυτονομία της περιοχής με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου.
Η περιοχή αποκτούσε επίσημα την αυτονομία της, υπό την αιγίδα του πρίγκηπα Βηντ της Αλβανίας, ο οποίος όμως δεν είχε ουσιαστικές αρμοδιότητες. Η αλβανική κυβέρνηση θα είχε το δικαίωμα να διορίζει και να απολύει τους κυβερνήτες και τους ανώτερους υπαλλήλους. Άλλοι όροι της συμφωνίας προέβλεπαν την στρατολόγηση αυτοχθόνων στην χωροφυλακή, την απαγόρευση παραμονής στρατιωτικών μονάδων αποτελούμενων από μη εντόπιους στην περιοχή, παρά μόνο σε περίπτωση πολέμου ή επανάστασης.
Προβλέπονταν επίσης, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία, αν και στις τρεις πρώτες τάξεις η αλβανική θα διδάσκονταν παράλληλα με την ελληνική. Η θρησκευτική διδασκαλία, όμως, θα γίνονταν μόνο στα ελληνικά.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις θα εγγυόνταν για την διατήρηση και την εκτέλεση των παραπάνω μέτρων.
Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης
Στις 17 Μαϊου και ενώ ξέσπασε στην κεντρική Αλβανία επανάσταση, η ελληνική κυβέρνηση, που ως τότε δεν είχε αναμειχθεί στις διαπραγματεύσεις, ανέλαβε ουσιαστικό ρόλο . Ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρακίνησε τον Ζωγράφο να επικυρώσει όσο το δυνατόν ταχύτερα τους όρους του Πρωτοκόλλου χωρίς να προβάλει επιπλέον αξιώσεις.
Η κυβέρνηση της Β. Ηπείρου αξίωνε να εγκριθούν και να εγγυηθούν για το πρωτόκολλο οι Μεγάλες Δυνάμεις. Τελικά στις 1 Ιουνίου το επικύρωσαν και λίγες μέρες αργότερα η αλβανική κυβέρνηση αποδέχτηκε τελικά την συμφωνία και απέδωσε το επίσημο έγγραφο του πρωτοκόλλου στις 23 Ιουνίου 1914 στην αυτόνομη κυβέρνηση.
Τελική επικύρωση του Πρωτοκόλλου
Η επιμονή του Ε. Βενιζέλου έπεισε τους Βορειοηπειρώτες εκπροσώπους να υποχωρήσουν και να επικυρώσουν το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, κατά την Πανειπηρωτική Συνδιάσκεψη στο Δέλβινο. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι εκπρόσωποι της Χειμάρρας, που επέμεναν υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα (Ένωσις ή θάνατος).
Λίγες μέρες αργότερα η αποδοχή της συμφωνίας ανακοινώθηκε στην Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου. Όμως, προτού τεθεί το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας σε εφαρμογή, κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Παρόλο που το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας δεν αναιρέθηκε ποτέ από κάποια μεταγενέστερη συνθήκη, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Η Διεθνής Επιτροπή του Ελέγχου, δια ν’ αποφύγη την επανάληψιν των εχθροπραξιών, ενόμισε καθήκον της να συνδιαλλάξη, εφ’ όσον της ήτο δυνατόν, τας βλέψεις των Ηπειρωτικών πληθυσμών, τας αφορώσας τας ειδικάς διατάξεις τας οποίας εζήτουν, προς τας βλέψεις της Αλβανικής Κυβερνήσεως.
Υπό το κράτος των ιδεών αυτών συνήνεσε, να υποβάλλει εις τας Δυνάμεις, τας οποίας αντιπροσωπεύει, ως επίσης εις την Αλβανικήν Κυβέρνησιν, το έγκλειστον κείμενο πόρισμα των γενομένων συζητήσεων μεταξύ των μελών της Επιτροπής αυτής και των αντιπροσώπων της Ηπείρου.
Κέρκυρα 17 Μαΐου 1914
Η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου
Λάμη (Άγγλος Πληρεξούσιος), Βίγκελ (Γενικός Πρόξενος Γερμανίας), Κραλ (Γενικός Πρόξενος Αυστρίας), Κραζέφσκι (Γεν. Πρόξενος Γαλλίας), Σαχτάιν (Υποπρόξενος Αυστρίας), Πετρώφ (Γεν. Πρόξενος Ρωσίας), Λάουρο (Γενικός Πρόξενος Ιταλίας), Μεχδή Φράσερι (ειδικός αντιπρόσωπος Αλβανίας).
Με τας ιδίας επιφυλάξεις όσον αφορά την έγκρισην των εκλογέων μας.
Γεώργιος Χρ. Ζωγράφος, Αλέξανδρος Καραπάνος.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
1. Οργάνωσις. Η εκτέλεσις και η διατήρησις των ληφθεισών διατάξεων δια την οργάνωσιν των δύο μεσημβρινών Νομών επί του παρόντος ανατίθενται εις την Διεθνή Επιτροπήν του Ελέγχου, ήτις θα οργανώση την Διοίκησιν, την Δικαιοσύνιν και τα Οικονομικά.
Η Αλαβνική Κυβέρνησις από κοινού μετά της Δ.Ε.Ε. θα διορίζει και θα παύει τους Διοικητάς και τους ανωτέρους υπαλλήλους, λαμβάνουσα υπ’ όψιν, κατά το δυνατόν, την αριθμητικήν σπουδαιότητα των οπαδών εκάστου θρησκεύματος.
2. Τοπικά Συμβούλια. Ο αριθμός των εκλεκτών μελών εις τα Διοικητικά Συμβούλια θα είναι τριπλάσιος του αριθμού των δικαιωματικών μελών.
3. Καθορισμός και διοικητικαί υποδιαιρέσεις. Η Δ.Ε.Ε. θα επιστήση επίσης εις τον καθορισμόν και την διοικητικήν υποδιαίρεσιν των δύο Νομών τούτων δι άπαξ γνωμόνων, ουδεμίαν δε θα επέρχεται μεταβολή χωρίς την συμφωνίαν των Δυνάμεων.
4. Αι Χώραι. Όλαι αι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται εις τους πληθυσμούςτων προηγουμένως υπό της Ελλάδος καταληφθεισών χωρών και προσαρτηθεισών εις την Αλβανίαν.
5. Χωροφυλακή. Προς φύλαξιν της τάξεως εις τας νοτίους επαρχίας θα σχηματισθεί από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και χωροφύλακας, τοπική χωροφυλακή αποτελούμενη από στοιχεία των διαφόρων θρησκευμάτων, αναλόγως του αριθμού των πιστών των κατοικούντων τους Νομούς αυτούς. Η Χωροφυλακή αυτή δεν θα δύναται να υπηρετεί εκτός των Νομών αυτών, ειμή δι’ ωρισμένην περίοδον, και τούτο λόγω υπερτάτης ανάγκης αναγνωριζομένης υπό της Δ.Ε.Ε. Ο αυτός περιορισμός θέλει εφαρμοσθή εις την χρήσιν δια τους νοτίους αυτούς Νομούς Σωμάτων Χωροφυλακής, αποτελουμένων εκ των Νομών αυτών.
Συνιστάται εις τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής να μη μεταχειρίζωνται εις τα διάφορα μέρη, ειμή μόνον αποσπάσματα αποτελούμενα από άνδρας του αυτού θρησκεύματοςπρος το θρήσκευμα των κατοίκων των μερών.
Εις περίπτωσιν ανεπαρκείας των τοπικών στοιχείων δια τον κατ’ αναλογίαν σχηματισμόν της Χωροφυλακής θα γίνεται προσφυγή εις τους εξ άλλων Νομών της Αλβανίας καταγόμενους.
Συμφώνως προς τας διατυπωθείσας αυτάς αρχάς, οι Ολλανδοί αξιωματικοί θέλουσι προβή αμέσως εις τας στρατολογικάς ενεργείας.
Εννοείται καλώς, ότι αι προηγούμεναι διατάξεις ουδόλως θίγουν την ενότητα της Αλβανικής Χωροφυλακής, ως αύτη διετυπώθη υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου.
6. Ένοπλος Δύναμις. Εκτός περιπτώσεως πολέμου ή επαναστάσεως, εις τους Νοτίους Νομούς ουδέποτε θα είναι δυνατή η μεταφορά η χρήσις εις τους Νομούς αυτούς στρατιωτικών μονάδων μη αυτοχθόνων.
7. Ορθόδοξοι Κοινότητες. Αι Ορθόδοξοι Χριστιανικαί Κοινότητες αναγνωρίζονται Νομικά Πρόσωπα, επίσης ως και αι άλλαι. Διατηρούσι την περιουσίαν των και θα διαθέτουν αυτήν ελευθέρως. Αι μετά των πνευματικών αρχηγών των σχέσεις των Ορθοδόξων Κοινοτήτων θα είναι αι αυταί, ως και κατά το παρελθόν. Ουδόλως θέλουν θιχθή τα πατροπαράδοτα δίκαια και η ιεραρχική οργάνωσις των περί ων ο λόγος Κοινοτήτων, εκτός εάν επέλθη συνφωνία μεταξύ των Αλβανικής Κυβερνήσεως και του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.
8. Σχολεία. Η εκπαίδευσις είναι ελευθέρα. Εις τα σχολείατων Ορθοδόξων Κοινοτήτων η εκεπίδευσις γίνεται ελληνιστί. Εις τας τρεις τάξεις του Δημοτικού μετά της Ελληνικής θα διδάσκεται και η Αλβανική. Αλλ’ η θρησκευτική διδασκαλία θα γίνεται αποκλειστικώς ελληνιστί.
9. Ελευθερία γλώσσης. Δυνάμει της τεθείσης δια της προς την Ελλάδα Διακοινώσεως των Δυνάμεων υπό ημερομηνίαν 11 / 24 Απριλίου 1914 η χρήσις της Αλβανικής και της Ελληνικής γλώσσης θέλει εξασφαλισθεί εις τους Νοτίους Νομούς ενώπιον όλων των αρχών, συμπεριλαμβανομένων των Δικαστηρίων, ως και των εκλεκτών Συμβουλίων.
10. Κατοχή. Η Δ.Ε.Ε. εν ονόματι της Αλβανικής Κυβερνήσεως θα λάβη κατοχήντων εν λόγω χωρών, μεταβαίνουσαεπί τόπου. Οι αξιωματικοί της Ολλανδικής αποστολής θέλουν προβή αμέσως εις τον σχηματισμόν της τοπικής Χωροφυλακής. Προσωρινώς και μέχρι του σχηματισμού της τοπικής Χωροφυλακής οι Ολλανδοί αξιωματικοί με την συνδρομήν των εγχώριων στοιχείων θα επιφορτισθούν τη φύλαξιν της δημοσίας ασφαλείας.
Η Δ.Ε.Ε. θα προβεί επίσης εις την συγκρότησιν μικτών επιτροπών, αποτελουμένων υπό Χριστιανών και Μουσουλμάνων κατ’ αναλογία της αριθμητικής σπουδαιότητος εκάστου των θρησκευμάτων. Προσωρινώς και μέχρις οργανώσεως των τοπικών αρχών, αι Επιτροπαί αυταί θα ασκούν διοικητικά καθήκοντα υπό την τελεσουργόν εποπτείαν της Δ.Ε.Ε., ήτις θέλει προσδιορίσει την έκτασιν αυτών. Προ της αφίξεως των Ολλανδών αξιωματικών, θέλουσι ληφθή τα αναγκαία μέτρα υπό της προσωρινής κυβερνήσεως του Αργυροκάστρου προς απομάκρυνσιν εκ του τόπου πάντων των ξένων ενόπλων στοιχείων.Αι διατάξεις αυταί θέλουν εφαρμοσθή και εις τον Νομόν Κορυτσάς, κατεχόμενον επί του παρόντος στρατιωτικώς υπό της Αλβανικής Κυβερνήσεως, ως και εις τας άλλας Νοτίους ζώνας.
11. Βοήθεια. Η Αλβανική Κυβέρνησις από κοινού μετά της Δ.Ε.Ε. θέλει λάβει τα αναγκαία μέτρα, δια να έλθη εις βοήθειαν των υπό των Σωμάτων των τελευταίων ετών δοκιμασθέντων πληθυσμών.
12. Αμνηστεία. Απονέμεται εις τους Ηπειρώτας πλήρης αμνηστεία δια πάσας τας πράξεις τας προγενεστέρας της καταλήψεως των Νομών αυτών υπό των αντιπροσώπων της Αλβανικής Κυβερνήσεως. Πάντες οι μη εξ Ηπείρου καταγόμενοι μόνον δι’ εγκλήματα κοινού δικαίου θα καταδιώκωνται, καθόσον αφορά την ρηθείσαν χρονικήν περίοδον.
13. Εγγυήσεις. Αι δυνάμεις αι δια της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εγγυηθείσαι την συγκρότησιν της Αλβανίας και εγκαταστήσασαι την Δ.Ε.Ε. εγγυώνται δια την εκτέλεσιν και την διατήρησιν των ανωτέρω διατάξεων.
14. Διατάξεις αφορώσαι την Χειμάρραν. Ακούσασα τον Αρχηγόν της Χειμάρρας από κοινού μετά των αντιπροσώπων της Ηπείρου και λαβούσα υπό σημείωσιν τα αιτήματα αυτών τα αφορώντα την διατήρησιν των αρχαίων προνομίων, ως και τας νέας προτάσεις τας γενομένας προς το συμφέρον αυτής της Χειμάρρας και της γενικής συνδιαλλαγής αιτήματα των οποίων το κείμενο έπεται, η Δ.Ε.Ε. θα υποβάλλει αυτά ως και τας υπολοίπους διατάξεις τας αφορώσας την Ήπειρον, εις τον έλεγχον και την έγκρισιν των Μεγάλων Δυνάμεων, ως και της Αλβανικής Κυβερνήσεως.
Τα αιτήματα ταύτα εγγράφως διατυπωθέντα είναι τα επόμενα:
Κατά την διάρκειαν μιας δεκαετίας ο Διοικητής θα είναι ξένος. Ο Ολλανδός αξιωματικός, αρχηγός της Χωροφυλακής εις την Χειμάρραν, δύναται να εκτελέσει χρέη Κυβερνήτου. Το μέτρον αυτό ελήφθη προς το γενικόν συμφέρον, διότι μόνος ένας ξένος θα ηδύνατο να επιβληθή εις τους πληθυσμούς αυτούς των οποίων τα ήθη, ο χαρακτήρ, είναι πολύ ανεξάρτητα, ώστε να τους υπαγάγει ευκόλως υπό του κράτους του νόμου.
Ο αρχηγός της Χειμάρρας εκφράζει ωσαύτως την ευχήν να διατηρήση ο Διοικητής τον τίτλον του αρχηγού της Χειμάρρας.
Η περιφέρεια της Χειμάρρας θα περιλάβη τα εξής δεκαοχτώ χωρία.
15. Χριστιανικά Χωρία. Παλάσσα, Δριμάδες, Βούνο, Χειμάρρα, Πήλιουρι, Κούδεσι, Κηπαρό, Τζιράι, Πικέρνι, Λούκοβον, Άγιος Βασίλειος, Χουτζενούς και Νίβιτσα
16. Μουσουλμανικά Χωρία. Φτέρα, Μπόρσι, Σάσαϊ, Λαζάτι, Καλλιάνα.
Η αίτησις αυτή στηρίζεται επί των ιστορικών προνομίων, των κοινών παραδόσεων και της δράσεως των δεκατριών Χριστιανικών Χωρίων, κατά τον τελευταίον Ελληνοτουρκικόν πόλεμον. Ταύτα καταδιώξαντα την Τουρκικήν Φρουράν, ανεκήρυξαν και διετήρησαν την ένωσιν των με την Ελλάδα δια των ιδίων των δυνάμεων προ της πτώσεως των Ιωαννίνων, επομένως άνευ τινος επεμβάσεως και προ της αφίξεως των Ελληνικών Στρατευμάτων. Έκτοτε ανεξαρτήτως της Ελληνικής κυριαρχίας το καπετανάτον της Χειμάρρας απετελέσθη από τα 18 αυτά χωρία και διοικείτο εν πλήρει ανεξαρτησία.
Εξ άλλου η συμμετοχή των Μουσουλμανικών στοιχείων θα αφήρει εκ του οργανισμού της Χειμάρρας πάντα χαρακτήρα ιδιαιτέρων τάσεων και θ’ απετέλει εγγύησιν δια την Αλβανικήν Κυβέρνησιν. Ουδεμία άλλη χώρα δεν θα ηδύνατο ν’ απετέλει ποσώς μέρος της περιφέρειας Χειμάρρας.
Ο ετήσιος φόρος ο πληρωνόμενος υπό της Χειμάρρας αντί των λοιπών φόρων, όπως είχε καθορισθεί τελευταίως ακόμη κατά το 1910 υπό της Οθωμανικής Κυβερνήσεως δια τα οκτώ χωρία, τα οποία απετέλουν τότε τας περιφερείας της Χειμάρρας, θ’ αυξήσει κατ’ αναλογίαν αριθμού των κατοίκων των προστιθέμενων χωρίων.
Δυνάμει των παλαιών προνομίων των οι Χειμαρριώται ακόμη υπό το παλαιόν σύστημα συμμετείχον των πολέμων της Αυτοκρατορίας και είχον την ιδιαιτέραν των σημαίαν, η χρήσις ειδικής Σημαίας, η οποία θα κυματίζει παρά την Αλβανική Σημαίαν, οφείλει, λοιπόν, να τους εξασφαλισθή.
Η Χειμαρριώτικη Χωροφυλακή δεν θα ηδύνατονα χρησιμοποιηθή εις την επαρχίαν Αργυροκάστρου.
Ζητείται ομοίως, όπως η Χειμάρρα είναι έδρα Δικαστηρίου και όπως οι Ειρηνοδίκαι, οι οποίοι πρέπει να εκλέγονται μεταξύ Ορθοδόξων Χριστιανών Ηπειρωτών, έχουν αρμοδιότητα επεκτεινομένην, ιδίως εις ότι αφορά την ποινικήν δικαστικήν εξουσίαν, ίνα δι’ αυστηράς εφαρμογής του νόμου, γινομένης τρόπον τινά επιτοπίως, δύνανται να κατανικούν λυπηράς τινάς συνηθείας και ν’ αποφεύγουν επίσης την μεταφοράν του πληθυσμού τούτου, του τόσον υπερηφάνου δια το ένδοξον παρελθόν του εις απομεμακρυσμένα μέρη (δύσκολον άλλωστε εις ην κατάστασιν ευρίσκεται η συγκοινωνία) εν περιπτώσει κατηγορίας επί καουργήματι ή πλημμελήματι.
Διακήρυξις των αντιπροσώπων της Ηπείρου.
Οι Ηπειρώται αντιπρόσωποι δηλούν, ότι θα επιμένουν:
1) Όταν η εγχώριος Χωροφυλακή μη δύναται εν ουδεμιά περιπτώσει, ακόμη και εν περιπτώσει ανωτέρας βίας, να υπηρετεί εκτός των ορίων των δύο νοτίων επαρχιών.
2) Ότι επί μίαν δεκαετίαν οι διοικηταί θα είναι ξένοι υπήκοοι ουδετέρου Κράτους καταγόμενοι εξ αυτού ή τουλάχιστον Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Γεώργιος Χρ. Ζωγράφος, Αλέξανδρος Καραπάνος