
Στις 24 ή 25 Φεβρουαρίου 1821, ο απεσταλμένος του Αλέξανδρου Υψηλάντη ξεκίνησε από το Ιάσιο με επιστολές προς τον Αλέξανδρο Α’ και τον Καποδίστρια.
Έφτασε στο Λάιμπαχ και τις παρέδωσε λίγο πριν τις 14 Μαρτίου.
Ο Υψηλάντης στόχευε στο συναίσθημα του τσάρου, παρουσιάζοντας την εξέγερση εκτεταμένη όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική και τον καλούσε να εφαρμόσει άμεσα την ανατολική πολιτική της Ρωσίας:
«Η Πελοπόννησος και το Αιγαίον κινούνται, η Κρήτη ανίσταται, η Σερβία, η Βουλγαρία, η Θράκη, και η Μακεδονία σπεύδουσιν εις τα όπλα, η Βλαχία και η Μολδαυϊα αποτινάσσουσι τον ζυγόν, και περίτρομοι οι Τούρκοι ίστανται εν αυτή τη Κωνσταντινουπόλει επί ηφαιστείου, όπερ, είναι έτοιμον να τους καταπίη…»
Η Πρώτη αντίδραση του Ρώσου αυτοκράτορα ήταν θετική για τον Υψηλάντη: «Πάντοτε έλεγον, ότι ο καλός ούτος νέος έχει γενναία φρονήματα».
Όμως η επιστολή έφτασε σε χώρο και σε χρόνο που δεν ήταν ιδανικοί… Ο Μέτερνιχ επέβαλε εύκολα την άποψή του, ότι δηλαδή το κίνημα του Υψηλάντη ήταν μέρος ενός καλά οργανωμένου και συντονισμένου επαναστατικού σχεδίου που έθετε σε κίνδυνο την ηρεμία και την τάξη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι η Ρωσία δεν είχε περιθώρια να εφαρμόσει την ανατολική πολιτική της όπως πίστευαν οι Φιλικοί και ο Υψηλάντης.
Η ρωσική αντιπροσωπεία στο Λάιμπαχ βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς ο Υψηλάντης ήταν αξιωματικός του ρωσικού στρατού και γνωστός στον τσάρο, είχε ξεκινήσει από ρωσικό έδαφος και είχε υπαινιχθεί με προκήρυξή του ενίσχυση του κινήματός του από τη Ρωσία.
Έτσι ο Αλέξανδρος Α’ έσπευσε να συναντήσει τον αυτοκράτορα της Αυστρίας.
Στη συνάντηση τους ήταν παρόντες μόνο ο Μέτερνιχ και ο Υπουργός Εξωτερικών της Πρωσίας Βέρνστροφ. Ο τσάρος διαβεβαίωσε ότι δεν είχε καμία σχέση με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, υποσχέθηκε ότι θα τον αποδοκίμαζε και επίσης τόνισε ότι ήταν εναντίον των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη.
Παρών στο Λάιμπαχ ήταν και ο Καποδίστριας ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, που βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Κατόρθωσε όμως να επηρεάσει τον τσάρο, έτσι ώστε οι αποφάσεις του Συνεδρίου να μην είναι οι χειρότερες για την Ελληνική Επανάσταση και να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ευνοϊκές εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο στο μέλλον.
Το διάταγμα του τσάρου, παρατίθεται ολόκληρο από τον Ιωάννη Φιλήμονα. Σύμφωνα με αυτό:
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διαγράφεται οριστικά από τη στρατιωτική υπηρεσία της Ρωσίας. Ο τσάρος αποδοκίμαζε έντονα το κίνημά του και τόνιζε ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα ρωσικής βοήθειας. Διατασσόταν ο κόμης Βιτγενστέιν, γενικός αρχηγός των ρωσικών στρατευμάτων στον Προύθο και τη Βεσαραβία, να δείξει αυστηρότατη ουδετερότητα και αμεροληψία στις ταραχές που ξέσπασαν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Οι αποφάσεις του τσάρου κοινοποιούνταν στον Ρώσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Στρογκάνοφ, ο οποίος διατασσόταν να τις γνωστοποιήσει και στην Υψηλή Πύλη, επαναλαμβάνοντας τις καθαρές διαβεβαιώσεις που είχε δώσει για την αποστασία του Βλαδιμιρέσκου.
Τόνιζε τέλος : «… ότι η πολιτική Αυτοκράτορος έστι και έσεται αλλοτρία των ραδιουργιών, δε’ ων επαπειλείται η ησυχία οποιοδήποτε τόπου…».
Ο Φιλήμων χαρακτηρίζει «σωτήριαν» τη ρήτρα της ουδετερότητας που υπήρχε στο διάταγμα. Πραγματικά η ουδετερότητα της Ρωσίας ήταν σωτήρια για την Ελληνική Επανάσταση, καθώς την ίδια ώρα η Πενταπλή Συμμαχία αποφάσιζε την καταστολή των επαναστατικών κινημάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ακολούθησε η επιστολή του Ιωάννη Καποδίστρια προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στην οποία, ως Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας τον επικρίνει και τον επιπλήττει, ενώ καταδικάζει τη «μυστική» εταιρεία και τα άλλα κινήματα. Ωστόσο μέσα στην επιστολή υπήρχαν κολακευτικές αναφορές για τον Υψηλάντη και προσεκτικά διατυπωμένες θετικές απόψεις για την επανάσταση: «… πολλαί περιστάσεις δικαιολογούσι την ευχή των Ελλήνων του να μην μείνωσιν εσαεί αδιάφοροι προς την βελτίωσιν της ίδιας αυτών τύχης», ενώ στη συνέχεια τονίζει ότι θα μπορούσε ο τσάρος να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο:
«… εάν υποδείξετε ημίν τα μέσα δι’ ων δύνανται να παύσωσιν αι ταραχαί, μην παραβιαζομένων των μεταξύ Ρωσίας και Πύλης συνθηκών, ο αυτοκράτωρ δεν θέλει διστάσει να παρεμβεί επί τούτω παρά τη οσμανική (οθωμανική) κυβερνήσει».
Ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε από πολλούς γι’ αυτή την επιστολή.
Θα πρέπει όμως να σκεφτούμε ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων στο Λάιμπαχ δεν ήταν καθόλου ευνοϊκός για την Ελλάδα και ήταν αναγκαίος ένας διπλωματικός ελιγμός.
Ο Καποδίστριας είχε αντιληφθεί ότι έπρεπε να διεξάγει σκληρό διπλωματικό αγώνα απέναντι στη συντηρητική Ευρώπη για την προστασία της Ελληνικής Επανάστασης.
Έπρεπε οπωσδήποτε να διατηρήσει οπωσδήποτε την υψηλή θέση του στη ρωσική κυβέρνηση και την εμπιστοσύνη του τσάρου.
Όπως εύστοχα γράφει ο αείμνηστος Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος:
«Πραγματικά, διαφορετική στάση του θα ήταν βαρύ πολιτικό σφάλμα και τυχόν παραίτησή του τότε, θα ισοδυναμούσε με λιποταξία του από το καθήκον προς το Ελληνικό Έθνος, που εισερχόταν σε μεγάλη δοκιμασία».
Η επιστολή εκτός από την Υψηλή Πύλη, έφτασε και στον Υψηλάντη λίγο πριν το τέλος Μαρτίου 1821, ο οποίος προτίμησε να δει τα θετικά σημεία της και από την πλευρά του έστειλε επιστολές στον τσάρο και τους αξιωματικούς του.
Στη δεύτερη επιστολή τόνιζε ότι ο Ρώσος αυτοκράτορας βρέθηκε στην ανάγκη να τον αποδοκιμάσει, αλλά όσα έγραφε ο Καποδίστριας ήταν ενθαρρυντικά και έπρεπε να αναμένουν τυχόν μεσολάβηση της Ρωσίας.
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Α. ΚΟΚΚΙΝΟΥ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», τόμος 1, 6η Έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ».