
Επικρατεί η άποψη ότι το αποτέλεσµα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920 ήταν καταστροφικό για την εξέλιξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Οπως υποστηρίζεται, η επάνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο, μετά τη νίκη των αντιβενιζελικών, είχε ως συνέπεια τη διακοπή της συνεργασίας της Αθήνας με τους Συμμάχους της Entente, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αναλάβει μόνη το βάρος της εφαρμογής των όρων της Συνθήκης των Σεβρών.
Μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να δικαιώνει την άποψη αυτή. Η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον βασιλιά. Οι δύο τελευταίες μάλιστα υποστήριξαν την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις των Τούρκων εθνικιστών.
Μια πιο προσεκτική προσέγγιση όμως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επικράτηση των αντιβενιζελικών δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για τις εξελίξεις. Το Λονδίνο, παρά το γεγονός ότι δεν αναγνώρισε τον βασιλιά, διατήρησε μια λειτουργική σχέση με τις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις. Επίσης ενθάρρυνε διακριτικά, αλλά επίμονα την Αθήνα κατά την περίοδο 1920-22 στην τήρηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών. Η γαλλική κυβέρνηση, από την πλευρά της, είχε θέσει έμμεσα ήδη πριν από τις εκλογές του 1920 θέμα αναθεώρησης της συνθήκης καθώς είχε προτείνει στο Λονδίνο την ανάληψη «αποστολής ειρήνευσης» προς τον Μουσταφά Κεμάλ. Η βρετανική πλευρά είχε απορρίψει την πρόταση, αλλά η απόκλιση Βρετανίας και Γαλλίας ήταν προφανής. Η γαλλική πολιτική διαμορφωνόταν υπό το πρίσμα του αγγλο-γαλλικού ανταγωνισμού και της αντίληψης ότι η εδραίωση της ελληνικής θέσης στη Μικρά Ασία θα ευνοούσε τα βρετανικά συμφέροντα καθώς η Ελλάδα θεωρείτο προσδεδεμένη στη βρετανική στρατηγική. Η ιταλική θέση, τέλος, είχε ήδη αποτυπωθεί στη συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο, τον Απρίλιο του 1920, όταν συμφωνήθηκαν οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών. Η ιταλική ηγεσία είχε καταστήσει σαφές στον Ελευθέριο Βενιζέλο ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να επιβάλει μόνη της τους όρους της συνθήκης η οποία επρόκειτο να υπογραφεί. Ως προς το ζήτημα της οικονομικής ενίσχυσης της ελληνικής προσπάθειας, παρά τη σχετική συμφωνία του 1918, είχε αποδοθεί μικρό μόνο μέρος των πολεμικών πιστώσεων εκ μέρους της Βρετανίας και τίποτε εκ μέρους της Γαλλίας. Δεν υπήρχε δηλαδή αξιόλογη ροή συμμαχικής βοήθειας ήδη πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών.

Η εκλογική αναμέτρηση συνέπεσε όμως με μια κρίσιμη καμπή του μικρασιατικού ζητήματος, καθώς τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1920 συνειδητοποιήθηκε ότι οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών έπρεπε να επιβληθούν διά των όπλων. Τον Ιούνιο – Ιούλιο του 1920 ο ελληνικός στρατός είχε πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή προέλαση προς το Ουσάκ και την Προύσα, πέραν δηλαδή των ορίων της ζώνης που παραχωρήθηκαν στην ελληνική διοίκηση. Παράλληλα όμως γινόταν αντιληπτό ότι η εντυπωσιακή αυτή προέλαση δεν είχε εξασφαλίσει τη συμμόρφωση των Τούρκων εθνικιστών οι οποίοι υποχωρούσαν προς τα βάθη της Ανατολίας. Συνέπεια αυτού ήταν ο σχεδιασμός του αρχιστρατήγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου και του Επιτελείου, στο τέλος Αυγούστου του 1920, για προέλαση προς τον Σαγγάριο και την Αγκυρα, προκειμένου να καμφθεί η τουρκική αντίσταση. Το στρατηγικό πρόβλημα που ανέκυπτε και η κλίμακα της απαιτούμενης εκστρατείας δεν διέφευγε ασφαλώς της προσοχής του Βενιζέλου, ο οποίος απευθύνθηκε στον Βρετανό πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, στις 5 Οκτωβρίου 1920, ζητώντας τη βρετανική συνδρομή, οικονομική, υλική αλλά και σε έμψυχο δυναμικό.
Το διάβημα του Βενιζέλου δεν έτυχε απάντησης. Η βρετανική κυβέρνηση ενθάρρυνε, όπως προαναφέρθηκε, τους διαδόχους του να συνεχίσουν τη Μικρασιατική Εκστρατεία χωρίς εντούτοις να ενισχύσουν οικονομικά και με υλικά μέσα την προσπάθεια αυτή. Ο αντιβενιζελισμός, με ιθύνοντα νου τον Δημήτριο Γούναρη, είχε εγκαταλείψει τον Μάιο του 1920 τις επιφυλάξεις για την εμπλοκή στη Μικρά Ασία, με την ελπίδα ότι η συνέχιση της εκστρατείας θα σήμαινε τη βρετανική ανοχή έναντι της μέλλουσας αντιβενιζελικής κυβέρνησης. Επρόκειτο για εκδήλωση του «τραύματος» του αντιβενιζελισμού από την επέμβαση της Entente το 1917 που προκάλεσε την έξωση του Κωνσταντίνου. Οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις ανέλαβαν ευρείες επιχειρήσεις εντός του 1921, πρώτα στο Αφιόν Καραχισάρ και το Εσκή Σεχήρ και εν συνεχεία στον Σαγγάριο, αλλά δεν πέτυχαν το στρατηγικό πλήγμα που επιδιωκόταν. Ο Βενιζέλος επέκρινε στο σημείο αυτό τους διαδόχους του διότι ανέλαβαν την επιχείρηση αυτή χωρίς συμμαχική βοήθεια, κάτι που ο ίδιος θεωρούσε προϋπόθεση για την επιτυχία της προσπάθειάς του το 1919-20.
Το θεμελιώδες ζήτημα όμως δεν ήταν η ικανότητα ή η αντίληψη του Γούναρη ή του Βενιζέλου. Με την απόβαση στη Σμύρνη και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών το 1919-20 η Ελλάδα ανέλαβε ένα εγχείρημα που υπερέβαινε τις οικονομικές, στρατιωτικές και διπλωματικές της δυνατότητες. Υπερτιμήθηκε, τόσο από τον Βενιζέλο όσο και από τον Γούναρη, η ικανότητα της Βρετανίας να επηρεάσει καθοριστικά τις εξελίξεις, και υποτιμήθηκε η δυνατότητα των ηττημένων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Τούρκων να αντιδράσουν καθώς η στρατιωτική αδυναμία τους είχε θεωρηθεί οριστική. Το εγχείρημα αυτό σήμαινε τον εγκιβωτισμό της ελληνικής πολιτικής στη λογική και το πλαίσιο της στρατιωτικής αναμέτρησης, καθώς όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν ανέφικτη η άμυνα στα όρια της ζώνης της Σμύρνης που καθόριζε η Συνθήκη των Σεβρών. Η απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία ήταν αδύνατη τόσο για τον Βενιζέλο όσο και για τον Γούναρη. Οσο διπλωματικό ταλέντο και αν διέθετε ο Βενιζέλος, δεν ήταν δυνατόν η Αθήνα να αποδεσμευτεί από τη Συνθήκη των Σεβρών ή να εγκαταλείψει τους ελληνικούς πληθυσμούς το 1921. Οι εκλογές του 1920 λίγο επέδρασαν στην πραγματικότητα αυτή.