Ο Θρύλος του Μωρηά,Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης.

Ο πρόδρομος της Ελληνικής Επαναστάσεως,που ακόμα και σήμερα,είναι άγνωστος στους περισσότερους Έλληνες.


Πολλές περιοχές της Ελλάδας συνεισέφεραν τα μέγιστα, τόσο στα προεπαναστατικά χρόνια όσο και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, για την ελευθερία της πατρίδος. Καμία, όμως, περιοχή δεν έδωσε περισσότερα από το Σούλι και τη Μάνη. Η αδούλωτη Μάνη, φωλιασμένη στα απάτητα βουνά του σημερινού Νομού Λακωνίας, προσέφερε, μαζί με τα ανυπότακτα Σουλιμοχώρια, πλήθος παλικαριών και ηρώων, που τα κορμιά τους αποτέλεσαν ρίζες για το δέντρο της Ελευθερίας. Ένα τέτοιο παλικάρι ήταν και ο Ζαχαριάς.

Ο Ζαχαριάς γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1759, στην Μπαρμπίτσα Λακωνίας, εξ’ ου και το προσωνύμιο Μπαρμπιτσιώτης, με το οποίο έμεινε στην Ιστορία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως βοσκόπουλο είτε στο οικογενειακό κοπάδι είτε στα κοπάδια συγχωριανών του. Το 1774, σε ηλικία 15 ετών, βιώνει τον χαμό του αδελφού του, ο οποίος σκοτώνεται από σπάχηδες (Τούρκους ιππείς). Στα 17 του, διψώντας για εκδίκηση, εντάσσεται στο σώμα του καπετάνιου Μάτζαρη, με τον τελευταίο να τον δέχεται με κάποιες επιφυλάξεις. Σύντομα, το σώμα του Μάτζαρη διασταυρώνεται με ένα σώμα Τούρκων. Ακολουθεί σύγκρουση κοντά στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, στην οποία ο Ζαχαριάς διακρίνεται για την ανδρεία και την αποφασιστικότητά του, καταδιώκοντας τους Τούρκους. Στη μοιρασιά των λαφύρων, μετά τη μάχη, ο Μάτζαρης αρνήθηκε να δώσει μεγαλύτερο μερίδιο στο Ζαχαριά, όπως ζήτησαν τα παλικάρια του και όπως του άξιζε. Μετά από αυτή τη διαφωνία, 60 από τα παλικάρια του Μάτζαρη ανακήρυξαν τον Ζαχαριά αρχηγό τους, με τον νεαρό κλέφτη να αποκτά δικό του μπουλούκι και να σηκώνει δικό του μπαϊράκι κατά των Τούρκων.

Αξίζει εδώ να παρατεθεί μια σύντομη περιγραφή του νεαρού καπετάνιου. Μετρίου αναστήματος, με πλάτες φαρδιές και μακριά μαύρα μαλλιά, τα οποία περιέβαλαν το ροδαλό πρόσωπό του. Μια ουλή στο δεξί του φρύδι και ένα στριφτό μουστάκι ολοκλήρωναν την εικόνα του. Μια εικόνα που όσο ήρεμη και γαλήνια ήταν σε στιγμές ειρήνης, τόσο τρομερή και άγρια γινόταν την ώρα της μάχης.

Από κάποιους μελετητές έχει διασωθεί η τελετουργία μύησης ενός παλικαριού στο σώμα του Ζαχαριά. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο καπετάνιος εγκλώβιζε τον άντρα με μια λαβή στο λαιμό και τον ξύριζε χωρίς σαπούνι και νερό! Εάν ο άντρας υπέμενε τη δοκιμασία χωρίς την παραμικρή κραυγή πόνου, γινόταν δεκτός, καθώς μπορούσε να αντέξει τον σωματικό πόνο και τις κακουχίες, που η κλέφτικη ζωή επιφυλάσσει σε όποιον την ακολουθήσει.

Μετά τη μάχη της Ρεκίτσας, ο Ζαχαριάς αφήνει για ένα διάστημα την κλεφτική ζωή και εργάζεται ως φύλακας στα τσιφλίκια του Μπέη της Μονεμβασιάς. To 1780, μετά την μάχη στον πύργο της Καστάνιτσας και τον χαμό του Παναγιώταρου και του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, οι κλέφτες της Μάνης τον ζητούν για αρχηγό τους. Ο ίδιος, δίχως δεύτερη σκέψη, εγκαταλείπει επεισοδιακά τον Μπέη και γυρνά στην κλέφτικη ζωή, οργανώνοντας το σώμα του και υψώνοντας ξανά το μπαϊράκι του. Φτάνοντας με το σώμα του στο χωριό Σάλεσι, δίνει σκληρή μάχη με τους Τούρκους, τους οποίους τρέπει σε φυγή.

Το άγαλμα του Ζαχαριά στη Σπάρτη.

Οι επιτυχίες του μεγαλώνουν τη φήμη του, η οποία έφτασε στα αυτιά των Νικολαίων, ξακουστών κλεφτών του Ταϋγέτου. Ερχόμενοι σε επαφή μαζί του, τάσσονται στο πλευρό του, εξασφαλίζοντάς του πολεμοφόδια. Λίγο καιρό αργότερα, νυμφεύεται μια συγγενή των Νικολαίων και εγκαθίσταται στη Λογγάστρα, από την οποία φεύγει λίγο αργότερα και εγκαθίσταται στην Μπαρμπίτσα, όπου χτίζει δύο πύργους. Η εγκατάστασή του αυτή έφερε μεγάλη αναστάτωση στους Τούρκους της περιοχής, οι οποίοι γνώριζαν πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει για αυτούς. Σύντομα, ο Ζαχαριάς επιβεβαιώνει τη φήμη του, εξοντώνοντας σε μια φονική μάχη τον αδίστακτο Τοψίμπαση (αξιωματούχο) της περιοχής, Κουλελέ. Ακολούθησαν και άλλες μάχες στην ευρύτερη περιοχή της Μάνης, με το Ζαχαριά να αναδεικνύεται νικητής σε όλες.

Το 1785 αποτελεί χρονολογία-σταθμό στη ζωή του Ζαχαριά, καθώς αποφασίζει να υλοποιήσει ένα σχέδιο, το οποίο θα σημαδέψει τη ζωή του. Η Αρματολική Ομοσπονδία, όπως την ονόμασε, προέβλεπε την ύπαρξη μιας ομάδας κλεφτών σε κάθε μια από τις 24 επαρχίες του Μοριά, οι οποίες θα έδρευαν στα βουνά της Πελοποννήσου. Κέντρο της Ομοσπονδίας θα ήταν ο Ταΰγετος. Οι ομάδες αυτές θα αναγνωρίζονταν από τον Μόρα Βαλεσή και την Πύλη, και θα είχαν ως επίσημο στόχο την προστασία των επαρχιών και των κατοίκων τους. Η πληρωμή των παλικαριών θα γινόταν από τους φόρους που εισέπρατταν οι δημογέροντες των επαρχιών, χωρίς φυσικά να επιβαρύνονται οι ραγιάδες. Πέραν του επίσημου στόχου, ο Ζαχαριάς αποσκοπούσε, με το σχέδιο αυτό, στον περιορισμό των εξουσιών των Τούρκων διοικητών, στην απομάκρυνση των Αλβανών Μπουλουμπασίδων, μισθοφόρων της Πύλης, και την αντικατάστασή τους με τους αρματολούς, καθώς και στον περιορισμό της ασυδοσίας των δημογερόντων, που ακολουθούσαν τον τρόπο διακυβέρνησης των Τούρκων. Τέλος, με αυτή την εξουσία, που θα έπαιρναν στα χέρια τους, θα συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας μορφής αυτοδιοίκησης στην Πελοπόννησο. Στο σχέδιο αυτό, είχε ως αρωγούς τους νεαρούς τότε Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Θανάση Πετμεζά.

Τα σχέδια του Ζαχαριά αναστάτωσαν τους προεστούς της Μάνης και των άλλων περιοχών, οι οποίοι έβλεπαν στα σχέδια αυτά τόσο την οργή των Τούρκων πάνω από τα κεφάλια τα δικά τους και των αμάχων, όσο και τον περιορισμό των προνομίων τους. Οι προσπάθειες των Τούρκων, από την άλλη, να συγκεντρώσουν στρατό και να κινηθούν μαζικά κατά των κλεφτών, δεν ευοδώθηκαν, καθώς ο κάθε νταϊφάς χτυπούσε τους Τούρκους στην εκάστοτε επαρχία, καθηλώνοντάς τους στις βάσεις τους. Μετά από μια ακόμη μάχη κοντά στο Μοναστήρι της Μαλεβής, κοντά στον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, καταφεύγει στην Κορινθία, όπου συναντιέται με τους αρχηγούς των 24 μπουλουκιών, τα οποία αποτελούσαν την Ομοσπονδία. Στην Κορινθία, συνεργάζεται, για ένα διάστημα, με τον διοικητή Κιαμήλμπεη, ο οποίος τον καλοδέχεται και του αναθέτει τη φύλαξη της περιοχής του, παρέχοντάς του, φυσικά, την απαραίτητη μισθοδοσία (λουφέδες).

Το Μπαϊράκι του Ζαχαριά.

Η καταστροφή, όμως, του Μοναστηριού της Μαλεβής από τους Τούρκους αναγκάζει τον Ζαχαριά να επιστρέψει στα γνωστά του λημέρια, αποφασισμένος να τιμωρήσει παραδειγματικά τους Τούρκους για αυτή τους την πράξη. Παρά τις εκκλήσεις των κατοίκων της περιοχής να μην δώσει συνέχεια στο γεγονός και να αποφευχθούν τα αντίποινα, ο ίδιος, αφού καίει τους πύργους του, αντιλαμβανόμενος την ενέδρα των Τούρκων σε μια ρεματιά, κλείνει τις όχθες της με τις δυνάμεις του, τις οποίες είχε διαιρέσει, και τους εξολοθρεύει. Μετά τη νίκη του αυτή, καθιστά φανερό στους διώκτες του πως δεν νικιέται εύκολα. Έτσι, ο Μόρα Βαλεσή και η Πύλη τον αναγνωρίζουν ως γενικό Δερβέναγα, με την Πύλη να του παρέχει τη μισθοδοσία των αρματολών.

Βέβαια, η αποδοχή αυτή δεν κράτησε πολύ, καθώς ο σκοπός του διοικητή της Πελοποννήσου ήταν, όπως έδειξαν οι ενέργειές του, να εξοντώσει τον Ζαχαριά με ύπουλο τρόπο. Έτσι, προσπάθησε να τον δολοφονήσει αρκετές φορές, συνεργαζόμενος, μάλιστα, και με τους μέχρι πρότινος συντρόφους του καπετάνιου, τους Νικολαίους. Όμως ο Ζαχαριάς ειδοποιήθηκε και εξόντωσε την απειλή, εξοργισμένος με την προδοσία των συγγενών του. Μετά από αυτό, ο Ζαχαριάς προκαλεί τον αντίπαλό του σε ανοιχτή σύγκρουση στα Ημπλάκικα χωριά, στα Ανατολικά του Μεσσηνιακού κόλπου.

Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στο Αγριλοβούνι. Ο Ζαχαριάς είχε υπό τις διαταγές του 1.300 Αρβανίτες, οι οποίοι διώκονταν και αυτοί από τους Τούρκους και είχαν συμμαχήσει με τον Μανιάτη αρχηγό, 600 Μανιάτες, ενώ το στράτευμα συμπλήρωναν τα 400 παλικάρια του Ζαχαριά. Από αυτούς ο δαιμόνιος αρματολός είχε αποσπάσει 700 άνδρες, δίνοντάς τους εντολή να επιτεθούν την κατάλληλη στιγμή στα νώτα του εχθρού. Τέλος, γύρω από τις θέσεις τους οι αμυνόμενοι είχαν σκάψει μια γράνα, την οποία είχαν καλύψει με θάμνους. Ο Μόρα Βαλεσή, από την άλλη, είχε συγκεντρώσει πολλαπλάσιες δυνάμεις από όλους τους βοεβόδες των επαρχιών. Η μάχη ξεκίνησε σφοδρή, με τους δύο αντιπάλους να κρατούν τις θέσεις τους. Η επίθεση, όμως, του ισχυρού τουρκικού ιππικού κατέληξε σε πανωλεθρία, καθώς κατέληξε στη γράνα των αμυνομένων, δημιουργώντας σύγχυση στους επιτιθέμενους και δίνοντας την ευκαιρία στους Έλληνες να αντεπιτεθούν, κερδίζοντας τη μάχη και ταπεινώνοντας τους Τούρκους.

Η μάχη αυτή συνέβη το 1787, έτος κατά το οποίο η Τουρκία εισήλθε σε πόλεμο με τη Ρωσία. Με αυτά τα δεδομένα, ο Σουλτάνος, θέλοντας να κατευνάσει τις διαμάχες στο εσωτερικό του κράτους του, διορίζει ως Μέγα Δερβέναγα του Μοριά το Ζαχαριά, ανακουφίζοντας έτσι Τούρκους και Έλληνες. Μέχρι το 1792, ο Ζαχαριάς πραγματοποιούσε τα σχέδιά του. Εκείνη τη χρονιά, όμως, ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος λήγει και ο Σουλτάνος ψάχνει αφορμή να ξεφορτωθεί τον μπελά αυτό. Η βοήθεια που προσέφερε ο Ζαχαριάς στον καταζητούμενο Ανδρούτσο, πατέρα του Οδυσσέα, και στα παλικάρια του, μετά τη συντριβή του Κατσώνη, έπληξαν την εμπιστοσύνη που είχαν δώσει οι Τούρκοι στην Ομοσπονδία.

Ο πύργος στον οποίο σκοτώθηκε ο Ζαχαριάς, στα Τσέρια της Μάνης.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Ζαχαριάς βρίσκεται στο απόγειό του. Οι Έλληνες τον σέβονται και οι Τούρκοι τρέμουν στο άκουσμα του ονόματός του. Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και η επέλαση του Ναπολέοντα αποτελούν, στα βουνίσια μάτια του, μια μοναδική ευκαιρία για την ελευθερία του Γένους με την αρωγή της Γαλλίας. Έρχεται σε επαφή με τον Ναπολέοντα, χωρίς όμως να αποσπάσει κάτι ουσιαστικό. Με την άφιξη ενός απεσταλμένου του στη Μάνη, οι Τούρκοι ταράζονται σφοδρά. Ξεκινούν ένα άγριο κυνηγητό των κλεφτών και το 1800 έχουν καταφέρει να εξοντώσουν ένα μεγάλο ποσοστό τους. Όσοι από τους παλιούς του συντρόφους είχαν επιζήσει κατέφυγαν είτε στα απάτητα βουνά είτε στα Επτάνησα.

Μετά το 1803, χρονιά κατά την οποία ο Αλή Πασάς κατάφερε να δαμάσει το Σούλι, ήρθε η σειρά του Μωρηά και όσων αρματολών είχαν απομείνει από την Ομοσπονδία. Ένας ακόμη λόγος που τους έκανε να βιαστούν ήταν και η ανανέωση των επαφών ανάμεσα στον Ζαχαρία και τον Ναπολέοντα, με τον τελευταίο να στέλνει καράβι με εφόδια στη Μάνη, αποκαλώντας τον Ζαχαριά στις επιστολές του «στρατηγό».

Όμως, τον Ζαχαριά δεν τον έπιανε βόλι. Ψηλά στα αγέρωχα βουνά της Μάνης παρέμενε ανίκητος. Βγήκε τότε φιρμάνι πως όποιος παραδώσει στους Τούρκους τον Ζαχαριά ζωντανό θα γίνει μπέης της Μάνης. Όπως οι περισσότεροι ήρωες, έτσι και ο Ζαχαριάς βρήκε τραγικό θάνατο από χέρι φιλικό, το 1805. Ο κουμπάρος του, ο Κουκέας, τον κάλεσε στον πύργο του. Εκεί, ανεβαίνοντας τη σκάλα, τον περίμεναν τρεις άνδρες, όπου τον πυροβόλησαν με τρομπόνια (ναυτικά τουφέκια), σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Έτσι, πέθανε ο Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, ένας ήρωας που κατάφερε να ενώσει τους κλέφτες του Μωρηά, τονώνοντας με τις ένδοξες νίκες του το επαναστατικό φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό Έργο (1929) Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια Τόμος Τέταρτος Αθήνα: Εκδ. Μεγάλης Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαίδειας
  • Βαρβιτσιώτης Λ. Ι. (1967), Άγνωστες Σελίδες του 1821–Ο Καπετάν Ζαχαριάς ο Λακεδαιμόνιος. Αθήνα
  • Καργάκος Σ. Ι. (1998) Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης–Ο θρύλος της κλεφτουριάς Αθήνα: Εκδ. Σιδέρης
  • Αγιαννίδης Π. (2020) Της Πατρίδας μου η σημαία από την Αρχαιότητα έως σήμερα Αθήνα: Εκδ. Αλτερ Έγκο

——————————————————————————————————————————————–

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ…

«Πρόγονε θαυμαστέ, αϊτέ του Μωρηά, πανούργε Έλληνα, πατριώτη ανεξάρτητε, γέννημα των αρχαίων Σπαρτιατών, ικανότατε οπλαρχηγέ, αντάρτη, οραματιστή, κεραυνέ της Ρωμιοσύνης, σου γράφω από το ισόγειο με την στέρνα και τις πολεμότρουπες, του πύργου του Κουκέα στα Τσέρια της Μάνης, εκεί που άφησες την τελευταία σου πνοή από βόλι προδοτικό.
Ο τόπος του μαρτυρίου σου έχει διατηρηθεί σαν μικρή προσφορά στα όσα για μας έκανες και στα όσα με τον τρόπο σου μας δίδαξες. Κάθε φορά που μπαίνω στον πύργο που ξεψύχησες «παίρνω αμπάριζα» της φυλής βαφτίζομαι στο αίμα σου, «μεγαλώνω» περισσότερο και κάθε φορά που φεύγω, σκέφτομαι την προδοσία, το μίσος, την διχόνοια και την κατάντια αυτής της χώρας.
Μάθαμε από μικροί τα κατορθώματά σου από διηγήσεις των πατεράδων μας και από παλιά γραψίματα για την αντρειοσύνη σου, τον πατριωτισμό σου και την μεγάλη σου προσφορά στον ξεσηκωμό του γένους. Ξέρουμε πια περισσότερα απ’ όσα ήξεραν οι σύγχρονοί σου για σένα και θα σου τα γράψω για να δεις όταν σε θυμούνται, δεν πεθαίνεις. Θα σου τα γράψω για να ξαναβαφτιστούν Ελληνικά αυτοί που γνωρίζουν για σένα και να μάθουν κάτι τα σύγχρονα θύματα, τα καθισμένα στα χαζοκούτια της τεχνολογίας.
Γεννιέσαι στην Μπαρμπίτσα στις 22 Οκτώβρη του 1759 από την οικογένεια Παντελάκου. Τον πατέρα σου τον λέγανε Θοδωρή. Το 1775, οι Τούρκοι έσφαξαν τον αδελφό σου Παντελή και αυτό σ’ έκανε να βγεις στο βουνό σαν κλέφτης για να εκδικηθείς τον άδικο θάνατό του. Είχες μέτριο ανάστημα, γιγάντια ψυχή, μέση λιανή, χέρια δυνατά, φαρδείς ώμους και ακούραστα πόδια. Πρόσωπο στρογγυλό και όμορφο. Σγουρά μαλλιά, βλέμμα φλογερό, μουστάκι περήφανο, βροντερή φωνή και καρδιά ατρόμητη.
Το 1780 παντρεύτηκες την αδελφή του Αντώνη Νικολόπουλου, με την οικογένεια του οποίου αργότερα έγινες άσπονδος εχθρός. Είχες δύο κόρες, την Αγγελίνα που παντρεύτηκε ο Νικηταράς και την Κωνσταντίνα, καθώς και δύο γιους, τον Ανδρέα και τον Σωτήρη. Άφησες πολύκλαδο οικογένεια που διατηρείται μέχρι σήμερα και η φήμη σου έχει φθάσει μακρύτερα από τότε, μέχρι το Μόντρεαλ και το Τορόντο του Καναδά, όπου υπάρχει και σύλλογος με τ’ όνομά σου. Γρήγορα διαδόθηκε η φήμη σου για την δύναμή σου, τα κατορθώματά σου και την γρηγοράδα σου.
«Όρκο είχες το σπαθί σου και σταυρό το χαϊμαλί σου
Τούρκο να ‘βρεις να σκοτώσεις και Ρωμιό να ξεσκλαβώσεις».
Μάθαμε λοιπόν, κι’ είναι αλήθεια, τους συγχρόνους σου και συνεργάτες στον εθνικό αγώνα: Ανδρέα Ανδρούτσο και Λάμπρο Κατσώνη, που για μια γενιά όλοι σας είσαστε φρουροί της Ελλάδας από τον Όλυμπο μέχρι το Ταίναρο και από την Τένεδο μέχρι την Κύπρο. Δεκαέξι ετών μόλις, πήγες και κατατάχτηκες αρματολός στο σώμα του οπλαρχηγού Μάντζαρη, στην Λογγάστρα, που σε μίσησε αργότερα για την ανδρεία που έδειξες στη μάχη του μοναστηριού της Ροκίτσας, όπου σκότωσες 27 Τούρκους και πήρες διάφορα λάφυρα.
Χωρίζεσαι από το σώμα του Μάντζαρη μαζί με 60 παλικάρια και κάνεις δικό σου σώμα με δική σου σημαία με χρώματα, κόκκινο, λευκό και μαύρο, με σταυρό στην μέση και την φράση γραμμένη με αίμα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ». Είχες δική σου σφραγίδα και δακτυλίδι με τα οποία υπέγραφες σαν αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, ύστερα από φιρμάνι της Πύλης που σε ανεγνώρισε επίσημα, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς. Ήσουν σταθερός στους φίλους σου και επιεικής προς τους προσερχόμενους εχθρούς σου. Δεν επολεμούσες μόνον τους εχθρούς της πατρίδας, αλλά και δίκαζες τους προσφεύγοντες και τους έχοντες σχέσεις μ’ αυτούς, κρατώντας την εξάβιβλο του Αρμενόπουλου.
Αργότερα μεγαλώνεις το σώμα σου σε 100 άνδρες και με τον αριθμό αυτό κατορθώνεις να επιτίθεσαι στους πολυαριθμότερους Τούρκους, πάντα νικηφόρα με το προσφιλές σου γιουρούσι και την αετίσια ορμή σου. Θυμόμαστε μερικά από τα παλικάρια σου:
Τους Πετμεζάδες από τα Καλάβρυτα,
Τον Μάντζαρη από την Τριπολιτσά,
Τους Κολοκοτρωναίους από την Καρύταινα,
Τους Μέλιους από την Αρκαδία,
Τον Γιώργο από τον Αετό Αρκαδίας,
Τον Σαμπαζιώτη από την Μεγαλόπολη,
Τον Τουρκολέκα από το Λεοντάρι,
Τον Κεφάλα από το Λεοντάρι,
Τον Καράμπελα από τον Άγιο Πέτρο,
Τον Μαντά από την Κυνουρία,
Τον Καλιαντζή από τον Άγιο Πέτρο,
Τους Κουνουπιώτηδες από την Τζακώνα και την Λακεδαίμονα,
Τον Μακρυγιάννη από το Λάλα,
Τον Νικολόπουλο από την Λογγάστρα,
Τον Μουρτζίλιο Μπαρμπιτσιώτη από την Λακεδαίμονα,
Τους Καπετανιάνους από το Πετροβούνι της Μάνης,
Τους Παναγιωταραίους από την Καστάνια,
Τον Οσμάν Μπουλούμπαση από το Αργυρόκαστρο,
Τον Πετροπέτροβα από την Αρκαδία,
Τον Μουσά Μπεράτι,
Τον Κουλοσπύρο από την Καρύταινα,
Τον Ατέση από την Ύδρα,
Τον Μιχαλιό από τα Σφακιά,
Τον Γρηγοράκη από την Μάνη,
Τον Κιτρινιάρη από την Σκαρδαμούλα,
Τον Καπετάν Παναγιωτάκη από το Πετροβούνι Μάνης,
Τον Γιώργο Σχίζα από το Άργος,
Τον Τσιαπάρα από το Χέλι Καρύταινας,
Τον Μητρομάρα από το ίδιο χωριό,
Τον Ντεληγεώργη από την Γαστούνη,
Τον Τζελογιάννη από το Καστρί Ερμιόνης και άλλους.
Και τους συμπολεμιστές σου:
Τον Παναγιώταρο, που σκοτώθηκε στην Μεγάλη Καστάνια, τον Αντωνάκη Αγιοπετρίτη, τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, τον Μάντζαρη, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Παλαιό Μαντά από τα Βρούστια, τον Κουλομεντζίνιο Βαρβιτζιώτη, τον Γιαννιό Πατρέος, τον Αθανάσιο Πετμεζά, τον Κόλλια Πλαπούτα και τον ανεψιό του Θανάση, καθώς και τον Δημήτριο Καλιοντζή Σιτενιώτη.
Μόλις έγινες γνωστός σε όλη την Ελλάδα, οι Τούρκοι ανησύχησαν και άρχισαν με κάθε τρόπο να θέλουν να σε εξοντώσουν, είτε κυνηγώντας σε με πεζούς και ιππείς, είτε προσφέροντάς σου ύποπτες αναγνωρίσεις. Στο χωριό Σάλεσι, στο Λεοντάρι, κατατροπώνεις το ασκέρι του Γιουσούφ Αγά Ζαντέ και κατατεμαχίζεις σε μονομαχία τον Ντίσκο Μπουλούμπαση, σκοτώνοντας 70 Τούρκους και παίρνοντας πολλά λάφυρα.
Καταδιώκεις, συλλαμβάνεις και αποκεφαλίζεις τον τύραννο Λουμάνη, που τουρκεύει με το στανιό παιδιά και τσούπρες. Παίρνεις λουφέδες από τους ύποπτους κοτζαμπάσηδες και τους μοιράζεις στην μικρολογιά, καθώς ονόμαζες τους φτωχούς και κατατρεγμένους γραικούς.
Ενώνεις τους Χριστιανούς και τονώνεις το Εθνικό τους φρόνημα, αυτά δηλαδή που με κάθε μέσο, άλλοτε και τώρα, αλλοιώνουν, οι τότε και τώρα κοτζαμπάσηδες και προσκυνητές της εξουσίας με κάθε τρόπο. Τιμωρέ των αλλοεθνών συμφερόντων και υπέρμαχε της μοραΐτικης γης. Είσαι ένας Έλληνας Ρομπέν των Δασών. Κυματίζεις το μπαϊράκι σου και ξεσηκώνεις τις συνειδήσεις των αριστοκρατών του Μυστρά και της Τριπολιτσάς, ο πρώτος μετά την άλωση της Πόλης.
Οι κοτζαμπάσηδες Νικολαίοι, Κοπανίτσας, Κρεββατάδες και άλλοι, μη θέλοντας να χάσουν την ηρεμία τους, αναγκάζονται να σου καταβάλουν λουφέδες και να σε συντηρούν. Έτσι, οι άρχοντες εξαγοράζουν την ησυχία τους και οι ραγιάδες βρίσκουν τον προστάτη τους Άγιο!!
Γρήγορα σε αναγνωρίζουν όλοι οι αρματολοί και κλέφτες του Μοριά και από τότε συλλαμβάνεις το μεγαλουργό σχέδιο της ολοκληρωτικής εθνεγερσίας. Οι Τούρκοι Αγάδες, λυσσασμένοι, σε καταδιώκουν και συ τους ξεφεύγεις ή τους αποδεκατίζεις. Δημιούργησες συνείδηση ότι είσαι η φυσική συνέχεια της φρουράς των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και οργάνωσες σχολή ανταρτών και ομοσπονδία αρματολών και κλεφτών, στην οποία μαθήτευσε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Θαυμάζουμε την διορατικότητά σου και το θάρρος που έδειξες όταν πάνω στο γλέντι στο μοναστήρι της Θεοτόκου στην Αράχοβα, με λίγα παλικάρια, έτρεψες σε φυγή τους επίλεκτους Τούρκους που επετέθησαν εναντίον σου με προδοσία. Σε φανταζόμαστε στην φοβερή μάχη με τον Μπουλούμπαση που είχε ορκιστεί να σε χαλάσει και σε βλέπουμε να ορμάς σαν κεραυνός από τους πύργους σου και τα μετερίζια σου εναντίον των εχθρών του γένους, όπως σου τραγούδησαν αργότερα.
Στα φημισμένα σου γιουρούσια, έχεις φτερά στα πόδια και αστραπή στο χέρι. Είναι αυτές οι ίδιες στιγμές που το οξύ πνεύμα της φυλής και το πλημμυρισμένο συναίσθημα μεγαλουργεί στον Έλληνα σε όλα τα πεδία των μαχών. Είναι η εκτόνωση του ηφαιστείου της ράτσας από τον φοβερό διαχρονικό αναβρασμό των χιλιετηρίδων της φυλής που εκτινάσσεται σαν λάβα στα ύψη του μέλλοντος και εξυψώνει και καταυγάζει και δικαιώνει και σκεπάζει τα ελαττώματα, τις μικρότητες και όλα τα άλλα μειονεκτήματά μας.
Όποιος αποφασίζει να αναστήσει αυτόν τον τόπο, έχει να κάνει με δύο εχθρούς. Μ’ αυτόν που είναι έξω από τα σύνορά του και με αυτόν που συμπράττει με τον πρώτο και είναι μέσα στη χώρα. Έτσι, το πρόβλημά σου ήταν διπλό. Το πρώτο ήταν να πολεμάς τον εχθρό που κατείχε την πατρίδα σου, το άλλο ήταν να αποφεύγεις τους κοτζαμπάσηδες που με τρόπο προδοτικό προσπαθούσαν να σε αφανίσουν για να μην χαλάσουν τις καλές τους σχέσεις με τον κατακτητή. Τα κατάφερες και τα δύο!!
Αφιλοκερδής και φιλόδωρος στο μοίρασμα των λαφύρων, ακτήμων και υπερήφανος, παράδειγμα για τους κρατούντες, κρέμαγες τα λάφυρα στα στήθη των ανδρειότερων παλικαριών σου, σαν παράσημα ανδρείας. Η φήμη σου και η μεγαλοδωρία σου, μάζεψαν τριγύρω σου όλους τους άλλους καπεταναίους, που σου αναγνώρισαν θέση ηγεμονική. Πόσα έχασε από σένα ο αγώνας του ’21!!! Μετέφερες την ιδέα τότε της εθνεγερσίας προς όλους τους οπλαρχηγούς με την εντολή να εξολοθρεύουν τους Τούρκους, όπου τους βρίσκουν, μέχρι το σύνθημα της γενικής εξέγερσης.
Γελάμε με το πάθημα των Τούρκων στην θέση Κόκλα – Λόγγος, που δώσανε όλο τον θησαυρό τους στον Αρβανίτη σύντροφό σου Οσμάν, που τους εμφανίστηκε ως Τούρκος Μπουλούκ Πασάς και τους ξεγέλασε.
«Η Πόρτα όμως είναι όλο θυμό μαζί σου και θέλει να σε χαλάσει». 24 καπετανάτα διευθύνεις επιτυχώς και διεξάγεις αγώνες ηρωικούς και θαυμαστούς. Κατατροπώνεις τους Τούρκους και μακελεύεις τους αντιστεκόμενους, έχοντας πάντα κατά νου το γδικιωμό και τον άδικο θάνατο του αδελφού σου. Στην εμφάνισή σου, παίρνει ο διάβολος την Τουρκιά και τους Τουρκογέροντες καθώς λες, ακόμη κι’ ένα τουρκόφιλο Πρωτόπαπα.
Τι ήταν αυτό που πάθανε οι Τούρκοι στο μοναστήρι του Μαλεβή, όταν μετά από τρεις μέρες μάχης μαζί με τον Καπετάν Καράμπελα τους διέλυσες;
Πλιάτσικα πολλά έκανε του Ζαχαριά τ’ ασκέρι
Επήραν άτια διαλεχτά, άρματα ασημένια
Πήραν και ένα μπεόπουλο, που ‘τανε καβαλάρης!!
Ο Κιαμήλ Μπέης της Κορίνθου σε θαύμαζε κρυφά και σ’ αυτό οφείλεται το ότι γλίτωσες τον Καπετάνιο Μητρομάρα από την οργή του και πήρες κι από πάνω λουφέδες για να κρατάς ήσυχο το Βιλαέτι του. Ήταν τέτοιος ο κρυφός θαυμασμός που πολλοί Τούρκοι Αγάδες έκρυβαν για σένα, ώστε σε βοήθησαν πολλές φορές κρυφά και χωρίς να το ξέρεις ακόμη για ν’ αποφύγεις τις κακοτοπιές και ν’ αντιμετωπίζεις νικηφόρα τους επιτιθέμενους.
Στην Μπαρμπίτσα που γύρισες αργότερα, δεν ενέδωσες στις προτάσεις των Τούρκων για κατευνασμό, αλλά τους πετσόκοψες, έκαψες τους πύργους τους και αυτοί σου στήσανε ενέδρα στο βαθύ φαράγγι στο χωριό Βησαρά. Με την οξυδέρκειά σου κατάλαβες αμέσως την «χωσιά» που σου κάνανε οι Μουρτάτες και βάζοντάς τους στην μέση τους ξεκλήρισες.
«Είδ’ ο Θεός και έκρινε τον σκοτωμό των Τούρκων και το κακό όπου έπαθαν. Χαμπέρια επήγαν στον Μυστρά, οι Τούρκοι σκοτωθήκαν, Κλαίν’ οι μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες, Κλαίνε και οι χανούμισσες ….».
Ξαφνικά εμφανίζεσαι σ’ ένα Καφενέ του Μυστρά πού ’ναι μαζεμένοι οι Τούρκοι αξιωματούχοι και τους τρομοκρατείς. Έχεις πια καταντήσει το φάντασμά τους και έχουν χάσει τον ύπνο τους. Παρά την οργή του χιλίαρχου Μπίμπαση του Μυστρά για να σε χαλάσουν, ενωμένοι όλοι οι πρόκριτοι μαζί, τελικά επικρατεί η γνώμη να φιλήσουν το χέρι που δεν μπορούν να δαγκώσουν και να σου στείλουν αρκετούς λουφέδες για να κρατάς τον τόπο ήσυχο. Εσύ δεν συμβιβάζεσαι μ’ αυτά και ζητάς διπλάσια, καίγοντας και 7 χωριά τους.
Τελικά στα δώσανε και με τα λεφτά αυτά αγόρασες τεράστια έκταση στα σύνορα της Μάνης με τα Βαρδούσια και έκτισες δύο μεγάλους πύργους και ένα παρεκκλήσι για σένα και το ασκέρι σου, γιατί δεν ξεχώριζες ποτέ την θρησκεία από την πατρίδα και ταύτιζες την ύπαρξη και την τύχη τους.
Την εποχή αυτή, αρχίζουν και οι στενές σου σχέσεις με τα πρώτα ντουφέκια της Μάνης που αισθανόντουσαν καύχημά τους ότι σε φιλοξενούσαν στην ελεύθερη γη τους. Φτάνει πια η πλήρης αναγνώρισή σου και ο Πασάς της Τρίπολης σε διορίζει Μέγα Δερβέναγα όλης της Πελοποννήσου και να ελέγχεις 24 καπηλίκια με 2.000 άνδρες. Είναι τέτοια η αναγνώρισή σου, που σου αναθέτει η Πύλη να εξοντώσεις τον λησταντάρτη Μεράκο.
Του επιτίθεσαι σ’ ένα πύργο μαζί με τον Μουσάγα από την Μάνη, αλλά τελικά αναλαμβάνεις μόνος σου την επιχείρηση εναντίον του Μεράκου, τον οποίο εξολοθρεύεις. Τριάντα τέσσερα κεφάλια Τούρκων στέλνεις στον Βεζίρη της Τριπολιτσάς, μαζί και του Μεράκου. Επίσης, συνέλαβες και 12 Χριστιανούς. Ο Βεζίρης όμως χολώθηκε, γιατί δεν είδε και τα κεφάλια των Χριστιανών. Τότε, του απαντάς: «Οι Τούρκοι είναι δικοί σου, οι Χριστιανοί δικοί μου και θα τους δικάσω εγώ».
Εξοργισμένος ο Πασάς, συνεργάζεται με τους οπλαρχηγούς και συγγενείς σου Νικολαίους, τάζοντάς τους πολλά οφίκια και λουφέδες αν κατορθώσουν να σε σκοτώσουν. Τα δίχτυα της δολοφονίας σου τα αποφεύγεις πάλι από την συμπάθεια που σου έτρεφε ο Κιαμήλ Μπέης που σου λέει την προδοσία των Νικολαίων.
Όταν σε καλούν οι Νικολαίοι στην ενέδρα που σου είχαν στήσει με τους Τούρκους, επιτίθεσαι ακάθεκτα βροντοφωνάζοντας για την προδοσία των Νικολαίων, οι οποίοι ετράπησαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους τα πάντα, ενώ καταστρέφεις ολόκληρο το Τουρκικό σώμα. Μόνο 12 πληγωμένοι γλίτωσαν κι’ έκανες όλα τα χαρέμια να κλαίνε, όπως λέει και το τραγούδι.
Εξοργισμένος για την συμπεριφορά των Νικολαίων, στέλνεις στην θέση Κρεββατά – χάνι και πιάνεις αιχμάλωτη την γυναίκα επίσημου Οθωμανού, αποκεφαλίζεις την φρουρά της και τις δύο ωραιότατες κόρες του, τις παντρεύεις με παλικάρια σου. Οι Τούρκοι σε εκλιπαρούν με δώρα για να σε κατευνάσουν και να αφήσεις ελεύθερες τις κοπέλες. Εκείνες όμως, εν τω μεταξύ, έχουν γίνει Χριστιανές και αρνούνται. Οι Τούρκοι ανακαλούν τον χιλίαρχο του Μυστρά και βάζουν στην θέση του νέο, επιτήδειο, τον Μπίμπαση με πολλά τάματα προς εσε, αξιώματα και λουφέδες.
Πεπεισμένος πια για την συνεχή προδοσία των Τούρκων εναντίον σου, περιφρονείς όλες τις δελεαστικές προτάσεις και υψώνεις την σημαία του ανοικτού πολέμου με μεγάλη εκστρατεία εναντίον του Βεζίρη της Τριπολιτσάς. Ο Βεζίρης συσπειρώνεται, καλεί όλους τους Τούρκους της Πελοποννήσου και αποφασίζουν για άλλη μια φορά να σε καταστρέψουν, κοινοποιώντας τις αποφάσεις τους και στον Σουλτάνο.
Σου στέλνουν 2 Τούρκους που σου μεταφέρουν τάχα 25.000 γρόσια από τον Πασά της Τρίπολης, αλλά με αποστολή να σε σκοτώσουν. Σε σώζει η έγκαιρη πληροφορία του Μαραμπούτη από την Αρκαδία. Δέχεσαι τους απεσταλμένους, αλλά συγχρόνως ειδοποιείς όλους τους καπεταναίους να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τον Πασά της Τρίπολης. Μαζεύεις γύρω σου και όλους τους Αρβανίτες που κυνηγάει ο Σουλτάνος. Ξεσηκώνεις όλους τους αποσκιαδερούς Μανιάτες από τις Γαϊτσές μέχρι το Οίτυλο και συνολικά μαζεύεις έναν στρατό από 1.300 Αρβανίτες, 600 Μανιάτες και 400 δικούς σου.
Ναυλώνεις και ένα καράβι και το στέλνεις με εφεδρείες στην Τσακωνιά. Αποκεφαλίζεις τους προδότες που σου ‘στειλε ο Πασάς και του στέλνεις τα κεφάλια τους, προκαλώντας τον σε ανοικτό πόλεμο. Ο Βεζίρης έγινε θηρίο και εκστρατεύει εναντίον σου. Στην Τσακωνιά που στο μεταξύ έφτασε το καράβι με 100 άνδρες σου και πολεμοφόδια, αρχίζει ο ανοικτός πόλεμος. Βάζεις μπροστά τους Αρβανίτες, οι οποίοι μη έχοντας άλλη επιλογή, ορμούν λυσσαλέα στους Τούρκους. Σε τρεις μέρες σκοτώνουν 200 καβαλάρηδες και πολλούς πεζούς. Οι Μανιάτες φώναζαν σαν θηρία και οι Αρβανίτες χόρευαν και γλεντούσαν.
Ο Βεζίρης συσκέπτεται και αποφασίζει να σου επιτεθεί με γιουρούσι. Πάλι σε σώζει ο πατέρας ενός Χασάν, που σου στέλνει την πληροφορία για το γιουρούσι της Παρασκευής. Έσκαψες μεγάλο χαντάκι όλη νύκτα και με την επίθεση πέσαν όλοι μέσα, καβαλάρηδες και πεζοί που τους βάρεσαν 1.600 ντουφέκια. Ο Βεζίρης τα χάνει, καταλαβαίνει την μεγάλη σου δύναμη και γράφει σε όλους τους Τούρκους ότι είσαι παντοδύναμος και υποστηρίζεσαι από την Φραγκιά. Καταδιώκεις τους Τούρκους στο φευγιό τους και τους αποδεκατίζεις. Ακούγονται οι φωνές τους: «Μανιάτες μας εσκότωσαν, αυτοίνοι είναι Ρωμαίοι».
Νέο τέχνασμα των Τούρκων, όλων των αγάδων της Πελοποννήσου εξελίσσεται με καινούργιους λουφέδες και χρυσό φιρμάνι από την Πύλη για πλήρη αναγνώρισή σου σαν αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου, για να επιβάλλεις τάχα την ησυχία. Ενθουσιάζεσαι και γράφεις σε όλους τους Καπεταναίους ότι γλιτώσατε την πατρίδα.
Ο Ανδρέας Ανδρούτσος, πατέρας του Οδυσσέα, μαθαίνει τα κατορθώματά σου και ενθουσιάζεται τόσο, που έρχεται να σε συναντήσει. Το καράβι του όμως κινδυνεύει με το ασκέρι του και αράζει στην Αίγινα. Εκεί, παρ’ ολίγο να τους σκοτώσουν όλους και φεύγει αμέσως για τον Κότρωνα. Τους υποδέχονται οι Μανιάτες και τους φέρνουν σε σένα, τετρακόσιους άνδρες.
Ο Ανδρούτσος κάθεται 66 μέρες και σου διηγείται τα παθήματά του στην Αίγινα. Υπόσχεσαι να εκδικηθείς την συμπεριφορά τους και να φυγαδεύσεις το ασκέρι του ως τη Βοστίτσα για να περάσει στην Ρούμελη. Ο Ανδρούτσος μαθαίνει τα στρατιωτικά σου τεχνάσματα και πώς κουμαντάρεις τα καπετανάτα σου. Του συνιστάς να ελέγχει την Ρούμελη όπως εσύ τον Μοριά και τους αναπτύσσεις τις σκέψεις σου για σύνδεση με την Φραγκιά για να ελευθερώσετε την Πατρίδα.
Με τον Κατσώνη και τον Ανδρούτσο παίρνεις μέρος το 1792 στην μάχη του Ταινάρου και αντιμετωπίζετε επιτυχώς τον ενωμένο Γαλλοτουρκικό στρατό που αποβιβάζεται για να εξοντώσει τους αρματολούς και να καταπνίξει την επανάσταση πια στην Πελοπόννησο. Την επομένη όμως, 7 Ιουλίου, ο Καπετάν Πασάς, γεμάτος θυμό, σας επιτίθεται με 5.000 Τούρκους. Στον φρικαλέο αυτό αγώνα που κράτησες εσύ με τον Ανδρούτσο και τα παλικάρια σας, ξιφήρεις σαν αϊτοί με 1.500 αρματολούς, σφάξατε 4.000 εχθρούς και κυριέψατε 12 πολεμικά. Οι υπόλοιποι μόλις διεσώθησαν στον Τουρκικό στόλο.
Μετά από αυτό ο Καπετάν Πασάς, γράφει στον Μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη, απαιτώντας την καταδίωξη όλων των κλεφτών και απειλώντας την Μάνη με ανοικτό Γαλλοτουρκικό πόλεμο. Ο Γρηγοράκης μεσολαβεί σε σένα, στον Κατσώνη και στον Ανδρούτσο να απομακρυνθείτε για το καλό του τόπου. Ο Κατσώνης φεύγει δια μέσου του Τουρκικού στόλου, ενώ εσύ επιχειρείς την φυγάδευση του Ανδρούτσου στην Ρούμελη, με Ξενοφώντειο κάθοδο, δια μέσου χιλιάδων εχθρών.
Νυχθημερόν πολεμούσατε και όταν κάτσατε να ξαποστάσετε στην Τριπολιτσά, σας επετέθη τεράστιο Τουρκικό ασκέρι. Με 20 δικούς σου και 20 του Ανδρούτσου, επετέθης ακάθεκτα και έτρεψες τους πάντες σε φυγή, πετώντας τα όπλα τους. Όταν η φοβερή μάχη τελείωσε, ο Ανδρούτσος σε φίλησε και είπε: «Τέτοιος άνθρωπος ούτε ήλθε, ούτε θα έλθει ποτέ άλλοτε» και σε αναγνώρισε για ανώτερό του.
Ούτε όμως τότε ησύχασες από το κυνηγητό. Είκοσι χιλιάδες άνδρες τώρα Τούρκοι σε καταδιώκουν, κλείνοντάς σου όλα τα σημεία φυγής. Γίνεται φοβερή μάχη και μόλις κατορθώνετε, εσύ με τον Ανδρούτσο, με δυσκολία να σπάσετε τον κλοιό και να φθάσετε μετά από 40 ημέρες ασταμάτητου πολέμου, στο Αίγιο. Αποχαιρετιόσαστε με δάκρυα σαν κι’ αυτά που τρέχουν από τα μάτια μας, όταν γράφουμε και διαβάζουμε για σας.
Συνεχίζεις επιστρέφοντας με λύσσα τον αγώνα σου εναντίον των κάθε λογής εχθρών και γιγαντώνει μέσα σου η ιδέα της Εθνεγερσίας. Έρχεσαι σε συνεννόηση με τους άρχοντες της Ζακύνθου και ευρύνεις τις προσπάθειές σου μέχρι των προκρίτων της Ρούμελης, όλου του Μοριά και μέχρι αυτού του Ναπολέοντα, ο οποίος τότε μεσουρανεί στην Ευρώπη. Παίρνεις την υπόσχεση από υπουργό του, ότι μόλις ο Ναπολέων τελειώσει με τον πόλεμο της Βιέννης, θα μεταφέρει στρατεύματά του στην Πελοπόννησο για την απελευθέρωσή της.
Το αίμα νερό δεν γίνεται … «Ο έχων τον Ταΰγετο πατέρα» και μάνα από την Κορσική, μανιάτικης καταγωγής, ευαισθητοποιείται αμέσως από τους αγώνες σου και σου στέλνει έμπρακτη προσφορά, ένα πλοίο με πολεμοφόδια. Έρχεται ο καιρός πλέον, που όλοι σε αναγνωρίζουν ανώτερό τους και συνειδητοποιείς την ανάληψη της αρχηγίας για τον μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους. Επιτίθεσαι στην Αίγινα με 36 καράβια για να εκδικηθείς την συμπεριφορά τους στον Ανδρούτσο. Τους κατατροπώνεις και φέρνεις στην Μάνη πολλά λάφυρα, χρήματα και καΐκια.
Η λαϊκή Μούσα εξιστορεί με πολλούς στίχους τα κατορθώματά σου, που τα τραγουδάει πλέον όλος ο Μοριάς. Συλλαμβάνεις και εφαρμόζεις την ιδέα να κρατήσει όσο μπορεί η Ρούμελη τους Τούρκους και να εξολοθρεύεις εσύ τους υπολοίπους που είναι μέσα στην χώρα, από την Ρούμελη ως το Ταίναρο, μέχρι που να ’ρθει η βοήθεια που ελπίζεις από την Φραγκιά.
Έρχεται όμως και η εποχή που αλλάζανε τους Μπέηδες στην Μάνη. Εκμεταλλευόμενοι οι Τούρκοι την φιλαρχία των ντόπιων μπέηδων και ύστερα από όσα είχαν εναντίον σου, βγάζουν φιρμάνι ότι όποιος σε συλλάβει ή σε σκοτώσει, αυτός θα είναι του λοιπού ο Μπέης και ο μπέης της Μάνης.
Τον καιρό εκείνο, γυρνούσες και γλεντούσες στα Τσέρια της Μεσσηνιακής Μάνης, χόρευες με τα παλικάρια σου στην ρούγα του Ταξιάρχη, και σύχναζες στον πύργο του κουμπάρου σου Κουκέα, που ήταν πιο κάτω, καλοβλέποντας την συγγενή του Ειρήνη.
Την ευκαιρία αυτή άρπαξε ο Μούρτζινος (Παναγιώτης Τρουπάκης), Μπέης της Καρδαμύλης (όπως άρπαξε από τον προπάππο μου μια μεγάλη παραλιακή λαχίδα) και έβαλε με τον άνθρωπό του Μούκια την ιδέα στον Κουκέα για να σε δολοφονήσουν, πισώπλατα και οι δύο στον πύργο του δεύτερου, που ‘χες πάει μόνος με δυο σου παλικάρια για να πάρεις τάχα σημαντική πληροφορία. Στις 20 Ιουλίου του 1805.
Βλέπεις καπετάνιο, πως ευκολότερα πολεμάς τους πολλούς που ’ναι μπροστά σου, παρά τους λίγους που είναι πίσω σου. Έπρεπε να γνωρίζεις ότι τα μεγάλα και οχυρωμένα κάστρα, μόνον από ρουφιάνο πέφτουν και πως οι δυνατοί και υψηλόφρονες κινδυνεύουν καμιά φορά από τα μυρμήγκια!!! Όπως και να ’ναι όμως, σε χάσαμε 46 χρονών, πάνω που σε χρειαζόμαστε στην σημαντικότερη επανάσταση του Γένους!!
Έννοια σου και ο δολοφόνος σου Κουκέας, ύστερα κατατεμαχίστηκε από τον Τούρκο Σερεμέτ Μπέη, όταν έσπευσε να εισπράξει τα οφίκια, προσπαθώντας με τον Μούκια να ξεγελάσουν και τον αιμοσταγή Μούρτζινο, που είχε στήσει όλη την δουλειά για το φόβο του καπετανάτου του. Τώρα, πώς μετά παρουσιάζεται φίλος με τον Κολοκοτρώνη και βοηθάει τάχατες στον αγώνα, αυτό είναι μία άλλη ιστορία που γίνεται και στις μέρες μας.
Ύστερα από σένα Καπετάνιο, ακολούθησαν κι’ άλλοι από τα μέρη μας που συνέχισαν το έργο σου, το 1821 που ήταν το μεγάλο σου όραμα, το 1897, το 1912, 13 το 1940 και μετά. Άλλοι που πιστέψανε σ’ αυτόν τον τόπο και στα πεπρωμένα του, έτσι ή αλλιώς.
Γράψανε για σένα οι: Δ. Καμπούρογλου, Π. Δούκας, Κονδάκης, Παπαρηγόπουλος, Εγκυκλοπαίδειες, Περιοδικά, περιηγητές της εποχής σου, ιστορικοί, βιογράφοι, ιστοριοδίφες και πολλοί άλλοι γράφουν ακόμη και σήμερα εξυμνώντας τα κατορθώματά σου και διηγούμενοι τον θρύλο σου.
Και να είσαι ήσυχος και συ και τα παλικάρια σου, καθώς και όλοι οι καπεταναίοι, πως η κληρονομικότητα είναι το ισχυρότερο πράγμα στην φύση. Μόνο που καμιά φορά σας συλλογιέμαι όλους εσάς και θα ’θελα ν’ αρπάξετε μαύρο γιαταγάνι και να ’ρθετε στην ζωή μας πίσω … το στραβό να κάνετ’ ίσιο …, βάζοντας στην θέση τους ανιστόρητους, τους ριψάσπιδες, τους συνθηκολόγους, τους αχαμνούς, τους αρνητές συνείδησης και τους κρατούντες ασυνείδητους σε αυτόν τον τόπο.
Θα περιμένω πάντα γράμμα σου νοερό από το ένδοξο μωραΐτικο παρελθόν, και θα σου γράφω πάντα καταγγέλλοντας τους απάτριδες.»

Σχολιάστε