
Τον χειμώνα του 1822, ο οθωμανικός στρατός υπέστη φοβερή ήττα στην Ά Πολιορκία του Μεσολογγίου. Η καταστροφή ήταν τόσο μεγάλη που εγκατέλειψαν την 1η Ιανουαρίου 1823 την πολιορκία οριστικά και να πάρουν τον δρόμο του γυρισμού. Ο στρατηγός της Δυτικής Ελλάδος, ο Μάρκος Μπότσαρης πρότεινε στις 3 του ίδιου μήνα όλοι οι Έλληνες να επιτεθούν στο τουρκικό στρατό στο Αγρίνιο όπου είχε στρατοπεδεύσει προσωρινά. Δεν βρήκε όμως την υποστήριξή από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον γιο του γερο-Θεοδώρου.
Οι Τούρκοι από την άλλη προσπαθούσαν επανειλημμένα να περάσουν από τον ποταμό Αχελώο ο οποίος, λόγω του χειμώνα βέβαια, ήταν πλημμυρισμένος. Τα τρόφιμα είχαν αρχίσει ήδη να τελειώνουν και οι στρατιώτες άρχισαν να τρώνε τα ίδια τους τα άλογα. Παράλληλα έφτασε σουλτανικό φιρμάνι στους επικεφαλής του στρατεύματος, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Ρεσίτ Κιουταχή, να μεταβεί ο πρώτος στην Ήπειρο και ο δεύτερος στα Τρίκαλα. Προκειμένου να περάσουν λοιπόν έστειλαν 3.000 Τούρκους στρατιώτες με αρχηγούς τους Ισμαήλ Πλιάσα, Ισμαήλ Χατζημπέντο και Άγο Βασιάρη να πάνε στην Άρτα και από εκεί να στείλουν στους πασάδες τον κατάλληλο εξοπλισμό για να μπορέσουν να διαβούν τον Αχελώο. Οι τρεις χιλιάδες αυτοί στρατιώτες θα διέγραφαν ένα δρομολόγιο Αγρίνιο-Σοβολάκο-Καρπενήσι-Άγραφα-Άρτα.

Στα Άγραφα όμως ήταν αρματολός (διοικητής) ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο Καραϊσκάκης τότε δεν ήταν ούτε τεταμένα εμπόλεμος ούτε είχε καλές σχέσεις με τους συμπατριώτες του οπλαρχηγούς. Είχε αναλάβει το αρματολίκι (τόπος διοίκησης) των Αγράφων χωρίς διορισμό. Η ίδια η Γερουσία της δυτικής Ελλάδος είχε δώσει τα Άγραφα στον οπλαρχηγό Γιαννάκη Ράγκο αλλά ο Καραϊσκάκης του το πήρε με τα όπλα. Δεν είχε καλές σχέσεις όμως ούτε με τους Τούρκους με τους οποίους έκανε συνεχώς διαπραγματεύσεις. Οι τελευταίοι προσπαθούσαν με την οποιαδήποτε ευκαιρία να τον ξεκάνουν αλλά όσο οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ο Καραϊσκάκης όμως όταν έμαθε την τουρκική προέλαση από τον νότο κινήθηκε αμέσως στο ορεινό και στενό πέρασμα του Σοβολάκου. Μάζεψε περίπου οχτακόσιους πιο αξιόμαχους άνδρες και κινήθηκε αστραπιαία εναντίον των εχθρών του.
Ο δρόμος όμως από τα Άγραφα ως το Σοβολάκο ήταν δύσβατος και κακοτράχαλος. Έπρεπε να περάσουν μέσα από τα χιονισμένα βουνά και γκρεμούς και λασπωμένους δρόμους της Ευρυτανίας προκειμένου να φτάσουν και να οχυρώσουν το Σοβολάκο εγκαίρως. Την πορεία τους κάθε τόσο ανέκοπταν βροχές, καταιγίδες και χαλάζια. Η κατάσταση για τους Έλληνες πολεμιστές είχε γίνει πολύ δύσκολη. Ωστόσο δεν έχασαν το κουράγιο τους. Όσο κόλαση κι αν γίνονταν αυτό δεν θα σταματούσαν μιας και οι Έλληνες πολεμιστές μαζί με τον Καραϊσκάκη θα έδιναν την πρώτη τους μάχη μετά από πολύ καιρό αδράνειας. Δεν ήθελαν με τίποτα να σταματήσουν…
Κατά την διάρκεια της πολυήμερης και δύσβατης διαδρομής τους πέρασαν από το μοναστήρι του Προυσσού. Εκεί έκαναν μία στάση να ξεκουραστούν. Πολλοί από τους Έλληνες πολεμιστές μπήκαν μέσα και έκαναν την προσευχή τους για την νίκη η οποία ήταν αμφιλεγόμενη. Οι πολεμιστές πίεσαν τον Καραϊσκάκη να κάνει κι αυτός μία προσευχή. Ο Καραϊσκάκης έπασχε τότε από χρόνια φυματίωση οπότε με πολύ κόπο κατάφερε να μπει στην μικρή εκκλησία. Όταν έφτασε σταμάτησε μπροστά από την εικόνα που ήσαν που φαίνονταν μέσα στο μισοσκόταδο. Ξερόβηξε λίγο και είπε κάτι που φάνηκε κάθε άλλο παρά προσευχή:
-Τώρα θα σε λέω Μαυρομάτα. Αν δεν νικήσω θα εξακολουθώ να σε λέω έτσι. Αν νικήσω όμως θα σε προσκυνήσω για Παναγιά.
Και γύρισε την πλάτη του απότομα σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Οι πολεμιστές του δίπλα είχαν μείνει άφωνοι…
Στις 14 Ιανουαρίου 1823 ο Καραϊσκάκης έφτασε με τους 800 άνδρες του στο Σοβολάκο. Εκεί ο ντόπιος οπλαρχηγός Γ. Πεσλής τους ενημέρωσε πως ο τουρκικός στρατός θα έφτανε στο Σοβολάκο την επόμενη μέρα. Δηλαδή οι Έλληνες μόλις που προλάβαιναν να οχυρωθούν πρόχειρα! Βιάστηκαν γρήγορα να στήσουν τις οχυρώσεις και να τις τελειώσουν. Όσο και να προσπαθούσαν όμως δε προλάβαιναν. Βράδιασε και έπρεπε να αποφασιστούν οι θέσεις. Ο Καραϊσκάκης εκμεταλλεύτηκε το στενό πέρασμα του Σοβολάκου και τοποθέτησε τους άνδρες του σε δύο παράλληλες πλαγιές. Ο ίδιος με την σωματοφυλακή του οχυρώθηκε σε μία σπηλιά για να προστατεύει το κέντρο.
Την επόμενη μέρα, 15 του μηνός φάνηκε η τουρκική στρατιά. Οι Τούρκοι εξουθενωμένοι από την πολύωρη πορεία δεν ήθελαν να συγκρουστούν με τους Έλληνες. Ζήτησαν λοιπόν να περάσουν ελεύθερα και δήλωσαν πως δεν θα επέστρεφαν ποτέ στα μέρη αυτά. Ο Καραϊσκάκης νευριασμένος βγήκε έξω από την σπηλιά και φώναξε στους Τούρκους:
-Άπληστοι, αχάριστοι ληστές του σουλτάνου! Πηγαίνετε πίσω στο Αγρίνιο πριν σας στείλω εγώ με το τουφέκι, βάρβαροι!
Οι Τούρκοι αρχηγοί τότε έκαναν συμβούλιο. Ο Ισμαήλ Πλιάσας ήταν παλαιός εχθρός του Καραϊσκάκη και τον γνώριζε καλά. Ήξερε μάλιστα ποιες ήταν οι δυνάμεις του και η κατάσταση των ανδρών του. Γνώριζε πως τους χρωστούσε αργοπορημένους μισθούς οπότε έστειλε μερικούς αγγελιοφόρους να του δώσουν πεντακόσιες χιλιάδες γρόσια (το τουρκικό νόμισμα της εποχής εκείνης) προκειμένου να τον δελεάσει και να τον κάνει να υποκύψει, το οποίο θεωρούνταν σχεδόν βέβαιο. Και να που γύρισαν πίσω οι αγγελιαφόροι με τα γρόσια στα χέρια!
-Δεν τα δέχεται, είπε ένας από αυτούς. Δεν δέχεται να λαμβάνει χρήματα από δειλούς που πληρώνουν για να μην πολεμήσουν.
Ένας από τους αρχηγούς, ο Ισμαήλ Χατζημπέντο, που επρόκειτο να είναι ο πιο γενναίος και δυνατός εκεί μέσα, εξοργισμένος με αυτόν τον χαρακτηρισμό προχώρησε και, σπρώχνοντας με όλη του την δύναμη τους στρατιώτες του για να περάσει, βγήκε εκτός του στρατεύματος του και στάθηκε μπροστά από τις ελληνικές παρατάξεις. Φώναξε στους Έλληνες:
-Ποιος είναι αυτός ο γκιαούρης (σκλάβος) που μας λέει δειλούς, βρε;
-Εγώ βρε ο Καραϊσκάκης!
-Κι εγώ είμαι ο Χατζημπέντο. Αν έχεις το θάρρος έλα έξω με το πιστόλι σου να αναμετρηθούμε οι δυο μα. Να δούμε ποιος είναι δειλός!
Κυριολεκτικά ο Χατζημπέντο τον προκαλούσε σε μονομαχία. Πρώτη φορά είχε γίνει αυτό στην ιστορία της Επανάστασης. Όλοι Τούρκοι και Έλληνες είχαν περάσει τον Χατζημπέντο για τρελό. Όσο τρελός όμως ήταν ο Χατζημπέντος, άλλες δέκα φορές πιο τρελός ήταν ο Καραϊσκάκης.
-Έρχομαι, ετοιμάσου καλά! του απάντησε.
Πράγματι έρχονταν και δρασκελίζοντας τα βράχια έφτασε σε μικρή απόσταση από τον Χατζημπέντο.
Όλοι οι Έλληνες και Τούρκοι τώρα πια παρακολουθούσαν μαζί με αγωνία. Οι δύο μονομάχοι έβγαλαν τα πιστόλια τους και σημάδεψαν ο ένας τον άλλο. Και οι δύο άρχισαν να περπατάνε ανάποδα κρατώντας πάντα το σημάδι τους. Όταν έφτασαν την απόσταση των δέκα βημάτων πάτησαν τις σκανδάλες. Η ομοβροντία τάραξε τον τόπο.
Ο Χατζημπέντο έπεσε κάτω απότομα. Η σφαίρα του Καραϊσκάκη τον είχε πετύχει ανάμεσα στα μάτια! Στην άλλη πλευρά ο Καραϊσκάκης έστεκε αγέρωχος, χωρίς να έχει πάθει τίποτα…
Οι Τούρκοι εξοργισμένοι με τον θάνατο του αρχηγού τους άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί πάνω στον Καραϊσκάκη να τον σκοτώσουν. Οι Έλληνες όμως με μία ομοβροντία τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν. Ο Καραϊσκάκης έλαβε ασφαλή θέση μέσα στην σπηλιά και η μάχη τώρα ξεκινούσε.
Οι Τούρκοι ορμούσαν με αλαλαγμούς να πιάσουν τον εχθρό τους. Εκτός από αυτό όμως συνέδραμε και κάτι άλλο την ορμητικότητα τους. Ήταν η απελπισία περάσουν το στενό πριν το χιόνι τους καταπλακώσει στο μέρος που βρίσκονταν και σαφώς η ανυπομονησία της εκτέλεσης της αποστολής τους. Ακάλυπτοι όμως εντελώς γίνονταν εύκολος στόχος για τους Έλληνες οι οποίοι τους θέριζαν ασταμάτητα. Σύντομα τα κουφάρια άρχισαν συσπειρώνονται στις πρώτες γραμμές των Τούρκων. Όσα αλλεπάλληλα κύματα επίθεσης κι αν εξαπέλυαν οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Τα στενά του Σοβολάκου σκορπούσαν κυριολεκτικά τον θάνατο. Σύντομα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν πριν υποστούν παραπάνω απώλειες.
Οι Έλληνες μέσα στον ενθουσιασμό της νίκης όρμησαν να κυνηγήσουν τους Τούρκους. Ο Καραϊσκάκης όμως δεν το ενέκρινε αυτό και προσπάθησε να τους σταματήσει. Ώσπου να βγει όμως ο άρρωστος όμως οπλαρχηγός από την σπηλιά οι Έλληνες είχαν ξεκινήσει την επίθεση τους. Όσο και να τους φώναζε να γυρίσουν πίσω εκείνοι δεν άκουγαν. Αρκέστηκε μόνο να προετοιμάσει την σωματοφυλακή του για άμυνα…
Ο Ισμαήλ Πλιάσας και ο Άγο Βασιάρης, βλέποντας τους Έλληνες να αφήνουν τις θέσεις τους για να επιτεθούν στους πολεμιστές τους, εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και διέγραψαν με την οπισθοφυλακή τους ένα μεγάλο ημικύκλιο προκειμένου να τους περικυκλώσουν. Η κίνηση τους πέτυχε. Οι Έλληνες κόντεψαν να βρεθούν περικυκλωμένοι! Σύντομα διαλύθηκαν, σκορπίστηκαν και εγκατέλειψαν την μάχη. Όλος ο τουρκικός στρατός τώρα στράφηκε εναντίον της σπηλιάς όπου βρίσκονταν ο Καραϊσκάκης με την σωματοφυλακή του. Οι προβλέψεις του είχαν βγει σωστές και είχε προετοιμάσει τους άνδρες του για αυτήν την εξέλιξη.
Οι Τούρκοι περικύκλωσαν την σπηλιά και σύντομα εξαπέλυσαν την επίθεση τους. Οι εναπομείναντες Έλληνες κατάφεραν με πολύ κόπο και αίμα να τους κρατήσουν μακριά από την σπηλιά. Αλλά δεν θα μπορούσαν να τους κρατήσουν για πολύ ακόμα… Είχα λίγες σφαίρες και τις σπαταλούσαν πολύ γρήγορα… Ο Καραϊσκάκης το κατάλαβε αυτό και έδωσε διαταγή στον σαλπιγκτή του να σημάνει παύση πυρών. Όλοι κατάλαβαν πως ο αρχηγός τους θα έκανε επίθεση με ξίφη. Εκείνος τους κοίταζε με ένα πύρινο βλέμμα, το οποίο τα παλικάρια του το βλέπανε μόνο όταν νικούσαν. Τους φώναξε καθώς έβγαζε το σπαθί του:
-Εδώ θα πεθάνουμε όλοι, όσοι μείναμε!
Και τότε ακούστηκε η σάλπιγγα της επίθεσης. Με τα σπαθιά στα χέρια όρμησαν οι Έλληνες, πάνω στους Τούρκους. Για πολύ ώρα η μάχη εξελίσσονταν έτσι, σώμα με σώμα.
Τότε ήταν που ακούστηκαν τουφεκιές από μακριά. Ήταν ο Πεσλής που έρχονταν με διακόσιους άνδρες να βοηθήσει την κατάσταση. Στον δρόμο είχε συγκεντρώσει όλους τους πολεμιστές του Καραϊσκάκη και οι Έλληνες χωρισμένοι σε μικρές ομάδες έκαναν συγχρονισμένη επίθεση. Η μάχη τότε άλλαξε τροπή! Οι Τούρκοι χτυπήθηκαν από όλες τις πλευρές την κρισιμότερη στιγμή. Πάνω που ήσαν οργανωμένοι άρχισαν να διαλύονται και σκορπίστηκαν! Οι Έλληνες όμως, όντας συσπειρωμένοι, τους σκότωναν έναν-έναν χωρίς κανέναν δισταγμό. Το τουρκικό στράτευμα είχε βρεθεί μέσα σε έναν σιδερένιο, θανατερό κλοιό. Η μόνη έξοδος σωτηρίας τους ήταν να διασπάσουν τον κλοιό αυτό και να σπεύσουν στο Αγρίνιο… Απελπισμένοι προσπαθούσαν να περάσουν. Η ορμητικότητα τους τελικά απέδωσε και σπάζοντας τον κλοιό υποχώρησαν.
Τότε ήταν που ο Καραϊσκάκης έδωσε την διαταγή της επίθεσης. Οι χίλιοι άνδρες τώρα με οργή κυνηγούσαν τους Τούρκους. Οι τελευταίοι πετούσαν τα όπλα τους με την ελπίδα πως θα τους αφήσουν να φύγουν. Αυτό όμως ήταν ολέθριο λάθος γιατί όπως ήσαν άοπλοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα χτυπήματα των Ελλήνων. Η καταστροφή που έπαθαν ήταν τεράστια. Πολύ παραπάνω από 200 άνδρες σκοτώθηκαν! Οι Έλληνες τους κυνήγησαν μέχρι το Αγρίνιο! Εκεί για να ολοκληρώσουν την νίκη τους έκαψαν όλες τις αποσκευές των Τούρκων και ύστερα επέστρεψαν στο Σοβολάκο να συγκεντρώσουν τα πολύτιμα λάφυρα και να θάψουν τους σκοτωμένους. Είχαν μόλις 20 νεκρούς.
Οι Τούρκοι τώρα πια μιας και γνώριζαν πως δεν θα μπορούσαν να περάσουν τον πλημμυρισμένο Αχελώο παρά με μόνο ό,τι είχαν. Έφτιαξαν σχεδίες και προσπάθησαν στις 20 Ιανουαρίου 1823 να τον διαβούν. Το πλήρωσαν όμως αυτό πολύ ακριβά. Πάνω από 600 πολεμιστές και αξιωματικοί πνίγηκαν… Ο Ομέρ Βρυώνης και ο Ρεσίτ Κιουταχής μετά βίας σώθηκαν και έφτασαν στην Άρτα και στα Τρίκαλα.
Η μάχη στο Σοβολάκο έφτασε την φήμη του Καραϊσκάκη στα ύψη. Τώρα πια σταμάτησε τις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους και τάχθηκε επίσημα με την Επανάσταση. Θα πολεμούσε όπου χρειάζονταν και θα πληρώνονταν από την ελληνική Γερουσία. Πολλοί Έλληνες τον ονόμασαν ως τον «δεύτερο Κατσαντώνη». Την στρατιωτική του ικανότητα θα την επιδείκνυε και σε άλλες μάχες. Και η «Μαυρομάτα» έμελλε να είναι πάντα με το μέρος του…

Το Σοβολάκο σήμερα.