Οι Έλληνες επιχείρησαν έναν τολμηρό στρατιωτικό αντιπερισπασμό στον μακρινό Λίβανο.

Το 1826 υπήρξε μια εφιαλτική χρονιά για την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας. Το Μεσολόγγι υπέκυπτε ύστερα από στενή και μακρά πολιορκία. Ο Κιουταχής καταλάμβανε όλη την Αθήνα, εκτός από τον βράχο της Ακρόπολης. Ο δε Ιμπραήμ, με τον ευρωπαϊκού τύπου στρατό του, είχε φέρει τους επαναστάτες της Πελοποννήσου σε εξαιρετικά δεινή θέση. Κι όμως ήταν εκείνη την χρονιά που οι Έλληνες επιχείρησαν έναν τολμηρό στρατιωτικό αντιπερισπασμό, όχι σε κάποιο σημείο της χώρας τους, αλλά στον μακρινό Λίβανο. Αρκετοί πίστευαν πως η μόνη λύση για την σωτηρία της Επανάστασης ήταν ένα δεύτερο μέτωπο, που θα ανάγκαζε τους Οθωμανούς να αποσπάσουν στρατεύματα από τον Μοριά και την Ρούμελη.
Στις 25 Οκτωβρίου 1824 παρουσιάστηκε στο Βουλευτικό (νομοθετικό σώμα) της επαναστατημένης Ελλάδας ο Μακεδόνας Χατζηστάθης Ρέζης. Επρόκειτο για έναν πλούσιο έμπορο ο οποίος είχε εγκατασταθεί στον Λίβανο, αποκτώντας διασυνδέσεις με σημαντικές προσωπικότητες της αραβικής αυτής χώρας. Ο Ρέζης δήλωσε ότι μετέφερε μια ενδιαφέρουσα αλλά παράτολμη πρόταση, που θα μπορούσε να φέρει τους Οθωμανούς σε πολύ δύσκολη θέση. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Έλληνα εμπόρου, ο εμίρης του Λίβάνου, Μπεσίρ, αλλά και οι προύχοντες της χώρας, επιθυμούσαν συμμαχία με την Ελλάδα, για την ανάληψη κοινής δράσης εναντίον των Τούρκων.
Το σχέδιο ήταν αρκετά φιλόδοξο. Αφενός μεν οι Έλληνες θα έστελναν πολεμικά πλοία, προκειμένου να συμβάλλουν στην απελευθέρωση της Κύπρου και του Λιβάνου. Αφετέρου δε, ο Μπεσίρ θα αποβίβαζε στην Ελλάδα στρατό και άλογα, για την ενίσχυση των επαναστατών. Με αυτόν τον τρόπο, στην Ανατολική Μεσόγειο θα ξεσπούσε μία ακόμα εξέγερση εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι θα αναγκάζονταν πλέον να πολεμούν σε δύο μέτωπα. Οι δε Έλληνες θα λάμβαναν από τους καινούργιους τους συμμάχους ισχυρές ενισχύσεις σε στρατεύματα, παύοντας έτσι να υστερούν αριθμητικά απέναντι στους αντιπάλους τους.
Το Βουλευτικό δέχτηκε σχετικά γρήγορα την τολμηρή αυτή πρόταση και όρισε τους αντιπροσώπους που θα διαπραγματεύονταν με τον Μπεσίρ. Ανάμεσά τους ήταν και ο Χατζηστάθης Ρέζης, ο οποίος θα ενεργούσε ως σύνδεσμος μεταξύ των δύο πλευρών. Το Εκτελεστικό όμως, το δεύτερο δηλαδή σώμα της Προσωρινής Διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας, καθυστέρησε πολύ να πάρει μια οριστική απόφαση. Η έγκριση του δόθηκε τελικά στις 13 Ιουλίου 1825, πολλούς μήνες μετά την πρώτη επαφή του Ρέζη με το Βουλευτικό. Πριν αναχωρήσουν οι Έλληνες απεσταλμένοι, εφοδιάστηκαν από την κυβέρνηση με τα απαιτούμενα έγγραφα προς τον εμίρη Μπεσίρ, τους προύχοντες του Λιβάνου αλλά και τις εκκλησιαστικές αρχές της Κύπρου και της Συρίας.
Κατά τις διαπραγματεύσεις, ο Ρέζης υποστήριξε με ιδιαίτερη θέρμη το σχέδιο των δύο μετώπων εναντίον των Οθωμανών στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μακεδόνας έμπορος πρότεινε την αποστολή 3.000 στρατιωτών και 20 πολεμικών πλοίων από την Ελλάδα για την ενίσχυση του επαναστατικού κινήματος του Μπεσίρ. Παράλληλα, ισχυριζόταν ότι οι Λιβανέζοι μπορούσαν να αποβιβάσουν στην Πελοπόννησο 200.000 μαχητές, αριθμός ο οποίος φαίνεται μάλλον υπερβολικός. Σταδιακά όμως γινόταν φανερό ότι οι υπόλοιποι απεσταλμένοι δεν συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό του Ρέζη. Η Επανάσταση στην Ελλάδα κινδύνευε να κατασταλεί από τις συνεχείς επιτυχίες που σημείωναν ο Κιουταχής και ο Ιμπραήμ. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εκστρατεία στον μακρινό Λίβανο φαινόταν παράλογη, αν όχι αυτοκαταστροφική. Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν ολοένα και πιο χαλαρές, ώσπου η ελληνική κυβέρνηση εγκατέλειψε οριστικά το σχέδιο κοινής δράσης με τον Μπεσίρ.