
Το ιστορικό παρασκήνιο
Τον Νοέμβριο του 1826 διεξάγεται μια, σχετικά μικρή, αλλά εκ των σημαντικότερων μαχών της Επανάστασης του 1821. Η έκβασή της θα έκρινε τη συνέχιση ή την κατάρρευση του Αγώνα στη Στερεά Ελλάδα. Εν μέσω τεραστίων δυσκολιών απέναντι στις πολυάριθμες οθωμανικές στρατιές, και ενώ η Αθήνα βρισκόταν υπό πολιορκία, η κρισιμότητα της κατάστασης έμελλε να αναδείξει έναν από τους σπουδαιότερους οπλαρχηγούς του 1821, ο οποίος θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα αλλάξει τον ρου του πολέμου.
Το δεύτερο μισό του 1826 εξελίχθηκε σε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για την Επανάσταση, την οποία για άλλη μια φορά απειλούν οι Οθωμανοί να καταπνίξουν. Οι στρατιές τους, με επικεφαλής τον Πασά των Τρικάλων Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, γνωστό και ως Κιουταχή, είχαν κυριεύσει σχεδόν ολοκληρωτικά τη Στερεά Ελλάδα. Τελευταία ελεύθερα προπύργια των Επαναστατών ήταν η Αθήνα, κάποιες περιοχές της Πελοποννήσου και λίγα μεγάλα νησιά, όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες. Μαζί με τον Κιουταχή είχαν εκστρατεύσει σε Πελοπόννησο και Αττική διάφοροι μπέηδες και άλλοι Οθωμανοί πολέμαρχοι, όπως ο Ιμπραήμ Πασάς, γιος του Μεχμέτ Αλή Πασά της Αιγύπτου. Εν τέλει, ο ίδιος πολιόρκησε την Αθήνα και την Ακρόπολη, όπου είχαν καταφύγει τα τελευταία πολεμικά σώματα της Ρούμελης, ανάμεσά τους και πολλοί αγωνιστές που είχαν λάβει μέρος στην έξοδο του Μεσολογγίου. Η πτώση του Μεσολογγίου στις 11 Απριλίου 1826, ήταν ένα καθοριστικό σημείο στην πορεία του Αγώνα κατά την περίοδο, το οποίο είχε προκαλέσει κάμψη του ηθικού των Ελλήνων και «επέφερε την καταστροφή του αγώνος καθ’ όλην την Δυτικήν Ελλάδα», όπως αναφέρει ο Σπυρίδων Τρικούπης (Τρικούπης, σ. 43). Συνεπώς, μια ενδεχόμενη κατάληψη της Ακρόπολης από τους Οθωμανούς θα επέφερε την ολοκληρωτική κατάσβεση της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα και την περαιτέρω καταρράκωση του επαναστατικού ζήλου των Ελλήνων. Όχι μόνο αυτό, αλλά ο Κιουταχής έδινε προτεραιότητα στην κατάληψη της Αθήνας, λόγω και του ψυχολογικού αντίκτυπου που θα είχε το γεγονός στην Ευρώπη. Επιπλέον, μετά από τις επιτυχίες του οθωμανικού στρατού, ο Σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι, το οποίο έκανε λόγο για άμεση υποταγή των εξεγερμένων Ρωμιών, προστάζοντάς τους να παραδώσουν τα όπλα και να προσκυνήσουν, οπότε θα τους παρείχε αμνηστία. Έτσι δελεάστηκαν και όσοι απαισιόδοξοι σκέφτονταν να παραδοθούν.
Εν μέσω αυτής της τραγικής, για την εξέλιξη του Αγώνα, κατάστασης, με διαδοχικές επιτυχίες των Οθωμανών και καταλήψεις σημαντικών επαναστατικών προπυργίων, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για την υποταγμένη, πλέον, Στερεά και Βόρεια Ελλάδα να ορθοποδήσουν και να ενταχθούν ξανά στην Επανάσταση. Η επίτευξη μιας ουσιώδους στρατιωτικής νίκης ήταν κάτι περισσότερο από αναγκαία, για να αποτελέσει το πρώτο βήμα προς την αναπτέρωση του ηθικού των Ελλήνων και την αναζωπύρωση επαναστατικών εστιών στη Στερεά και Βόρεια Ελλάδα. Εξίσου αναγκαία ήταν και η ανάδειξη μιας προσωπικότητας, πίσω από την οποία θα μπορούσε να σταθεί σύσσωμη η επαναστατική παράταξη, η οποία κλονιζόταν ακόμη από τις αντιπαλότητες του Εμφυλίου Πολέμου (1823-1825). Αυτή η προσωπικότητα, η οποία όχι μόνο θα αποτελούσε πηγή εμψύχωσης για τους Έλληνες, αλλά θα τους οδηγούσε και σε σημαντικότατες νίκες, έμελλε να είναι ο σπουδαίος οπλαρχηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης. Εξαιρετικός στρατηγός και έμπειρος πολεμιστής, σκληρός χαρακτήρας, αλλά πάντοτε κοντά στους στρατιώτες του και στην πρώτη γραμμή, ενίοτε θέτοντας τον εαυτό του σε υπερβολικό κίνδυνο, είχε πολυάριθμες ικανότητες στην τέχνη του πολέμου και στη στρατιωτική ηγεσία. Στο πρόσωπό του εναπέθεσαν τις ελπίδες τους λαός και πολιτική ηγεσία το 1826, για απόκρουση του Κιουταχή και αποτροπή των δυσάρεστων εξελίξεων.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, το 1782, και ήταν γιος της Ζωής Ντιμισκή, αδερφής του Σαρακατσαναίου κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και ξαδέρφης του Γώγου Μπακόλα, γνωστού αρματολού και οπλαρχηγού από την Άρτα, με έντονη δράση κατά την Επανάσταση. Πατέρας του πιστεύεται ότι ήταν ο, επίσης αρματολός, Δημήτρης Ίσκος, από φημισμένη οικογένεια Σαρακατσάνικης καταγωγής. Ύστερα από μια ιδιαίτερα σκληρή παιδική ηλικία, κατά την οποία βίωσε οικονομική εξαθλίωση, κακουχίες, την απόρριψη της κοινωνίας, αφού ήταν παιδί εκτός γάμου, τον χαμό της μητέρας του στα 8 του χρόνια, παράτησε την ενασχόληση με τα κτηνοτροφικά όταν ήταν 15 ετών και κατατάχθηκε σε σώμα κλεφτών. Νέος ακόμη, συνελήφθη από Τουρκαλβανούς, φυλακίσθηκε στα Ιωάννινα και βασανίσθηκε. Ωστόσο, ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, αναγνωρίζοντας τις αρετές του, τον προσέλαβε στην προσωπική του φρουρά και τον εκπαίδευσε στα γράμματα και στα άρματα.
Οι αντίξοες συνθήκες της παιδικής του ηλικίας, σε συνδυασμό με την δύσκολη διαβίωση και την πολεμική ζωή στα βουνά, του έδωσαν τα ψυχικά και πνευματικά αποθέματα για να αναδειχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους οπλαρχηγούς της Επανάστασης. Μεταξύ άλλων, έδειξε επανειλημμένα τη δεινότητά του στον αποκλεισμό του εχθρού και τη χρήση της τοπικής γεωγραφίας και οχυρωματικών θέσεων για την καθήλωσή του, μέσω ενεδρών και ευφυών πλαγιοκοπήσεων. Εκτός από τα ανδραγαθήματά του, ήταν γνωστός από νεαρή ηλικία με το προσωνύμιο «ο γιος της καλόγριας», αφού η μητέρα του έγινε καλόγρια μετά από τον θάνατο του πρώτου συζύγου της, καθώς και για τον οξύθυμο χαρακτήρα του, την ευθύτητά του, αλλά και για την αθυροστομία του, χαρακτηριστικά που πήγαζαν από τις σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες ενηλικιώθηκε και έζησε. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης ήταν ήδη ένας εμπειροπόλεμος οπλαρχηγός.
Μετά από κάποιες διαμάχες με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και με τον μετέπειτα Πρωθυπουργό Ανδρέα Ζαΐμη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, ο Καραϊσκάκης συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Οθωμανών, ως «στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας» του Ελληνικού Στρατοπέδου στα Σάλωνα, εκλεγμένος από τους εκεί οπλαρχηγούς. Λίγο αργότερα, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, διορίστηκε από την Κυβέρνηση ως γενικός αρχηγός όλων των στρατευμάτων στη Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου. Ανάμεσα στις πολλές πολεμικές επιχειρήσεις που διεξήγαγε, είχε καταστρώσει σχέδιο με τον Κίτσο Τζαβέλλα για αποκλεισμό των τουρκικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι υπό τον Κιουταχή και αργότερα υπό τον Ιμπραήμ το 1825, λίγο πριν από τα γεγονότα στην Αράχωβα. Παρόλο που το σχέδιό του δεν υλοποιήθηκε στην ολότητά του, τα σώματα των δύο οπλαρχηγών προξένησαν σοβαρές απώλειες στις εχθρικές δυνάμεις και οδήγησαν στην διακοπή της πολιορκίας για ένα διάστημα, αναπτερώνοντας έτσι το ηθικό των πολιορκημένων.
Οι ιστορικές εξελίξεις πριν από τη Μάχη της Αράχωβας
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου την Άνοιξη του 1826, γεγονός το οποίο ήταν και συμβολικό, αφού θεωρείτο το προπύργιο της Επανάστασης, με την Αθήνα υπό πολιορκία και τη ροή του πολέμου να είναι εντελώς ενάντια στους Έλληνες, ο τότε Πρωθυπουργός της Επαναστατικής Κυβέρνησης, Ανδρέας Ζαΐμης, έκρινε τον Καραϊσκάκη ως τον αξιότερο για να αναλάβει την αρχιστρατηγία της Στερεάς Ελλάδας, σε μια προσπάθεια απόκρουσης του Κιουταχή. Αυτή η κίνηση του Ζαΐμη αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία, αν υπολογιστούν οι έντονα προσωπικές έχθρες που είχε με τον οπλαρχηγό από τον καιρό του Εμφυλίου. Μετά από διάφορες αψιμαχίες με τμήματα του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή, όπου πολύ συχνά οι Οθωμανοί είτε κατέληγαν σε μειονεκτική θέση είτε περικυκλώνονταν από τις ελληνικές δυνάμεις, και αφού ενίσχυσε τη φρουρά της Ακρόπολης, η οποία βρισκόταν υπό πολιορκία, εκστράτευσε στις 25 Οκτωβρίου 1826, επικεφαλής δύναμης 2.000 πεζών και 64 ιππέων, υπό τον δεινό οπλαρχηγό Μιχάλη Νταλιάνη (ο Τρικούπης αναφέρει συνολικά στράτευμα 3.000 αντρών). Πορεύθηκε προς Βοιωτία, Φθιώτιδα και Φωκίδα, χτυπώντας τις φρουρές της περιοχής και δίνοντας μάχες, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ισχυρού αντιπερισπασμού, ο οποίος θα ανάγκαζε τον Κιουταχή να αποσύρει δυνάμεις από την πολιορκία της Αθήνας για να τον αντιμετωπίσει. Επιπρόσθετα, το ελληνικό σώμα επιχείρησε να ξεσηκώσει τις εκεί περιοχές, ενώ εμπόδισε επιτυχημένα τον ανεφοδιασμό των Οθωμανών, που είχαν προορισμό την Αθήνα. Μπορεί ο στρατός του Έλληνα οπλαρχηγού να μην ήταν πολυπληθής, στελεχωνόταν, ωστόσο, από πολύπειρους αγωνιστές, αρκετοί εκ των οποίων ήταν επιζώντες από την Έξοδο του Μεσολογγίου και αναζητούσαν εκδίκηση.
Στις 27 Οκτωβρίου το στράτευμα του Καραϊσκάκη μετέβη στη Δόμβραινα, όπου η οθωμανική φρουρά 300 στρατιωτών έλαβε αμυντικές θέσεις στους πύργους του χωριού. Σύντομα ενισχύθηκε από διάφορα σώματα Οθωμανών και ειδικότερα από τον Τουρκαλβανό στρατηγό Μουσταφά Μπέη Κιαφεζέζη, γνωστό και ως Μουστάμπεη, ο οποίος χτυπούσε διαδοχικά τα επαναστατικά σώματα της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, απειλώντας τα με ολοκληρωτική ήττα. Όταν ο Καραϊσκάκης αντιλήφθηκε την ανάγκη για αντιμετώπιση του Μουσταφά Μπέη και λόγω έλλειψης χρόνου, αφού για δύο εβδομάδες οι μικρές μάχες που δόθηκαν δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, έλυσε την πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας και συνέχισε την πορεία του προς το Δίστομο. Αφίχθηκε εκεί στις 17 Νοεμβρίου 1826, με σκοπό να στρατοπεδεύσει για μερικές μέρες και να βρεθεί έτσι στα νώτα του οθωμανικού στρατού, προχωρώντας και σε εκκαθαρίσεις της γύρω περιοχής. Στην πορεία εντάχθηκαν στο στράτευμά του, μεταξύ άλλων, και πολλοί Σουλιώτες.
Όταν ο Κιουταχής αντιλήφθηκε τις κινήσεις του Έλληνα οπλαρχηγού, ειδοποίησε τον Μουσταφά Μπέη, ο οποίος ήταν γνωστός για την ανδρεία και τις στρατηγικές του ικανότητες, να καλύψει τον οθωμανικό στρατό που πολιορκούσε την Ακρόπολη, στέλνοντάς του παράλληλα ενισχύσεις, με τον ανώτερο αξιωματικό του, Κεχαγιάμπεη. Ο στρατός του Μουσταφάμπεη στρατοπέδευσε στη Δαύλεια, ενώ ο ίδιος διανυκτέρευσε στη Μονή Ιερουσαλήμ, και προγραμμάτιζε να κατευθυνθεί την επομένη προς τα Σάλωνα (σημερινή Άμφισσα), μέσω Αράχωβας, για να απωθήσει και τους Επαναστάτες, υπό τους Γεώργιο Δυοβουνιώτη και Νάκο Πανουργιά, οι οποίοι πολιορκούσαν την πόλη. Επικεφαλής δύναμης 2.000 Τουρκαλβανών πεζών και 200 ιππέων, μαζί του εκστράτευαν ο αδελφός του, Καρυοφίλμπεης, ο Κεχαγιάμπεης και άλλοι επιφανείς μπέηδες. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της νύκτας, ένας μοναχός, ο οποίος γνώριζε την τουρκική γλώσσα, άκουσε τα πολεμικά σχέδια και ενημέρωσε τον Ηγούμενο της Μονής, ο οποίος έστειλε άλλο μοναχό στο Δίστομο, με κίνδυνο της ζωής τους, για να ενημερώσει τον Καραϊσκάκη.
Όταν ο Έλληνας οπλαρχηγός έμαθε τα νέα, έδωσε εντολές σε αποσπάσματα του στρατεύματος να κινηθούν ταχύτατα προς την Αράχωβα, για να καταλάβουν καίριες τοποθεσίες της κωμόπολης και να αποκλείσουν παρακείμενους δρόμους· 500 άντρες, υπό τον υπαρχηγό του Γκαρδκιώτη Γρίβα και τον οπλαρχηγό Γεώργιο Βάγια, στάλθηκαν στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου μέσα στην κωμόπολη, 400 άντρες, υπό τον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, στάλθηκαν για να αποκλείσουν τον δρόμο προς τα Σάλωνα, ενώ τοποθέτησε σκοπιές σε διάφορα σημεία για να ενημερώνεται για τις εχθρικές κινήσεις. Επίσης, έστειλε αγγελιαφόρους στους Καπετάνιους που βρίσκονταν στην περιοχή, καλώντας τους να ενισχύσουν τις δυνάμεις των Επαναστατών. Στο πολεμικό κάλεσμα ανταποκρίθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης και άλλοι αγωνιστές από την πολιορκία στα Σάλωνα. Έτσι, σε μεγάλο βαθμό, απέκλεισε το οθωμανικό στράτευμα πριν καν αυτό καταφθάσει στην Αράχωβα. Σκοπός του ήταν να δελεάσει τον Μουσταφά Μπέη να προωθηθεί προς την Αράχωβα και τους 500 οχυρωμένους άντρες του Γρίβα, αφήνοντάς τον στρατό του εκτεθειμένο σε πλαγιοκοπήσεις στο ανοιχτό πεδίο. Έπειτα, τα υπόλοιπα σώματα αγωνιστών θα επιτίθονταν από διάφορες κατευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένου και του αποσπάσματος του Καραϊσκάκη, δύναμης 800 ανδρών. Το ζήτημα ήταν να κρατήσει ο Γρίβας με τους στρατιώτες του, μέχρι να καταφθάσουν οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί.
Η Μάχη
Την επόμενη μέρα ο στρατός των Οθωμανών, ανυποψίαστος, κινήθηκε σε δύο τμήματα προς την Αράχωβα. Οι Έλληνες είχαν οδηγίες να μην τουφεκίσουν μέχρι να πλησιάσουν αρκετοί εχθροί, με σκοπό να τους αιφνιδιάσουν και να τους αναγκάσουν σε πλήρη σύγκρουση μέσα στην κωμόπολη. Έτσι, ο Γρίβας με τους άνδρες του, οι οποίοι είχαν μόλις προλάβει να οχυρωθούν στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και στα παρακείμενα ψηλά κτήρια, επιτέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή του εχθρού, όταν πλησίασε αρκετά. Ωστόσο, σύντομα κατέφθασε ο κύριος όγκος του εχθρικού στρατού, με αρχηγούς τον Κεχαγιάμπεη και τον Μουσταφά Μπέη, αρχίζοντας εφόδους στα σπίτια και στην Εκκλησία, αυξάνοντας κατακόρυφα την ορμή της επίθεσης. Όμως, οι 500 οχυρωμένοι Έλληνες κρατούσαν τις θέσεις τους, παρά την ασφυκτική πίεση.
Τότε, κατέφθασαν οι 400 αγωνιστές του Χατζηπέτρου από τα νότια της Αράχωβας, ο οποίος με κυκλωτική κίνηση είχε ήδη αποκλείσει τη συγκεκριμένη μεριά του πεδίου της μάχης. Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε από τον δρόμο του Ζεμένου και το κύριο σώμα του ελληνικού στρατού, με 800 άνδρες και αρχηγό τον Καραϊσκάκη, ο οποίος είχε δώσει εντολές στους στρατιώτες του να πυροβολούν στον αέρα, για να καταλάβουν οι αμυνόμενοι αγωνιστές ότι έρχεται. Τέλος από τα δυτικά, κατέφθασαν οπλαρχηγοί από τις γύρω περιοχές, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του Έλληνα Καπετάνιου. Έτσι ξεκίνησε γενική μάχη μεταξύ των δύο στρατών. Η δύσκολη κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν σύντομα ο οθωμανικός στρατός, γινόταν όλο και πιο ευδιάκριτη. Κάθε προσπάθεια εφόδου ή ανασύνταξης των οθωμανικών στρατευμάτων, αντικρουόταν άμεσα από κρυμμένα σώματα Επαναστατών με ισχυρές ομοβροντίες, ενέδρες και γοργές αντεπιθέσεις, ενώ ο κλοιός στένευε ολοένα και πιο γρήγορα.
Ο Μουσταφά Μπέης, αντιλαμβανόμενος ότι επρόκειτο να περικυκλωθεί από τα ελληνικά σώματα, έστειλε 500 άνδρες υπό τον Οσμάν Αγά, να κτυπήσουν το απόσπασμα του Καραϊσκάκη. Ο ίδιος, ανήμπορος να καταλάβει σημαντικό αριθμό σπιτιών, βγήκε από την Αράχωβα και κατευθύνθηκε με το υπόλοιπο του στρατού του σε παρακείμενο λόφο. Το σώμα 500 Τουρκαλβανών του Οσμάν Αγά, πλησίασε αιφνιδιαστικά τη δύναμη του Καραϊσκάκη και επιτέθηκε στους Επαναστάτες με τόση ορμή, που τους ανάγκασε να σταματήσουν την επέλασή τους, ενώ η δεξιά τους πτέρυγα άρχισε να βάλλεται από αταξία και σκέψεις για οπισθοχώρηση. Στη δύσκολη εκείνη στιγμή, οι 300 Σουλιώτες των οπλαρχηγών Γεώργιου Ζήκου Τζαβέλλα και Γιαννούση Πανομάρα, κράτησαν τις θέσεις τους, ενώ σε αντεπίθεσή τους, λίγο αργότερα, σκότωσαν τον αρχηγό Οσμάν Αγά της εχθρικής δύναμης, τρέποντάς την σε φυγή.
Οι λίγοι Τούρκοι που πολεμούσαν ακόμη στο χωριό πλαγιοκοπήθηκαν από τους άνδρες των Δυοβουνιώτη και Πανουργιά. Βλέποντας τον Οθωμανικό στρατό να οπισθοχωρεί και να δέχεται κατά μέτωπο επίθεση από τον Καραϊσκάκη, υποχώρησαν προς τον λόφο όπου βρισκόταν ο Μουσταφά Μπέης. Ωστόσο, ακόμη και εκεί δέχθηκαν επίθεση από τους 300 άνδρες των Γιώτη Δαγκλή και Διαμαντή Ζέρβα, οι οποίοι είχαν καταλάβει ψηλότερο παρακείμενο λόφο. Με την Αράχωβα σε ελληνικά χέρια και τον εχθρό περικυκλωμένο στο ύπαιθρο, ο Καραϊσκάκης μετέτρεψε την Εκκλησία σε στρατηγείο του, έστειλε οπλαρχηγούς σε διάφορους δρόμους για να ανακόψουν τυχόν οθωμανικές ενισχύσεις, και οργάνωσε την άμυνα του στρατοπέδου του.
Η σφοδρή χιονόπτωση που ακολούθησε τις επόμενες μέρες, το έντονο κρύο και η λάσπη επηρέασαν δραματικά το αξιόμαχο και την ψυχολογία των Οθωμανών στρατιωτών. Εκτός από το γεγονός ότι δεν ήταν προστατευμένοι από Ελληνικές σφαίρες στο ύπαιθρο, κάτι που τους είχε δημιουργήσει έντονη ανασφάλεια, ήταν και εντελώς εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες. Ως αποτέλεσμα, προκλήθηκαν αναρίθμητες περιπτώσεις κρυοπαγημάτων και νεκρών από τις κακουχίες, αλλά και από ακροβολιστές των επαναστατών, με την κατάσταση να χειροτερεύει επί καθημερινής βάσεως. Αντιθέτως, οι Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στα σπίτια της Αράχωβας προστατευμένοι από το κρύο και πήγαιναν εκ περιτροπής για σκοπιά στον κλοιό που είχε σχηματιστεί γύρω από το οθωμανικό στρατόπεδο, με προμαχώνες και οχυρώματα. Ο Καραϊσκάκης συνήθως παρέμενε άγρυπνος τις νύχτες, φροντίζοντας την εναλλαγή των σκοπιών και την επαγρύπνηση των στρατιωτών του.
Ο Μουσταφά Μπέης δεν επιχείρησε να σπάσει τον κλοιό και να διαφύγει, εν μέρει και λόγω της υπερηφάνειας του, μετά από τόσες στρατιωτικές επιτυχίες. Παρομοίως, ο Κεχαγιάμπεης πίστευε ότι θα τους βοηθούσε ο Κιουταχής, κάτι που ο τελευταίος έπραξε αποστέλλοντας δύναμη 800 Τουρκαλβανών, υπό τον Αμπντουλάχ Μπέη. Η συντονισμένη επιχείρηση θα συνδυαζόταν με προσπάθεια των πολιορκημένων Οθωμανών για έξοδο. Όμως απέτυχε, αφού οι ενισχύσεις έπεσαν σε ενέδρα του Καραϊσκάκη στη διάβαση του Ζεμενού, όπου ηττήθηκαν από τους 300 Σουλιώτες των οπλαρχηγών Διαμαντή Ζέρβα και Λάμπρου Ζάρμπα και τράπηκαν σε φυγή, ενώ η προσπάθεια εξόδου απέτυχε παταγωδώς. Εχθρικές ενισχύσεις πλησίαζαν και από τον Παρνασσό, οι οποίες όμως, όταν αντίκρυσαν την αποτυχημένη έξοδο του Μουσταφά Μπέη και την ήττα του Αμπντουλάχ Μπέη, υποχώρησαν στη Μονή Ιερουσαλήμ, χωρίς να δώσουν καν μάχη. Παρομοίως, εχθρικά σώματα από διάφορες φρουρές της περιοχής αποκρούστηκαν κατά την προσπάθειά τους να ενισχύσουν τους αποκλεισμένους Τουρκαλβανούς, με τον Καραϊσκάκη να είναι παρών και σε αυτές τις συμπλοκές, ενώ άλλα απέτυχαν να καταφθάσουν στην Αράχωβα, λόγω κακοκαιρίας. Μόλις ο Μουσταφά Μπέης πληροφορήθηκε για την ήττα των ενισχύσεων, αναλογιζόμενος την έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων, τις άσχημες καιρικές συνθήκες, αλλά και πιεζόμενος από τους άνδρες του, ζήτησε να συνθηκολογήσει στις 21 Νοεμβρίου.
Ο Καραϊσκάκης πρότεινε να αφήσει τον οθωμανικό στρατό να φύγει, χωρίς όμως τις αποσκευές, τον οπλισμό και τα ζώα του, ενώ ζήτησε να μείνουν ως όμηροι για διαβεβαίωση των όρων της συμφωνίας, ο αδερφός του Μουσταφά Μπέη, Καρυοφιλμπέης, και ο Κεχαγιάμπεης, καθώς και να παραδοθούν τα Σάλωνα και η Λιβαδειά στους Επαναστάτες. Οι όροι απορρίφθηκαν, αφού θεωρήθηκαν υπερβολικοί, αλλά κυρίως γιατί οι Τούρκοι αξιωματικοί φοβούνταν την αντίδραση του Κιουταχή. Έτσι, η πολιορκία συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια μιας αψιμαχίας στις 22 Νοεμβρίου, ο Μουσταφά Μπέης, ο οποίος προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άνδρες με την παρουσία του στα οχυρώματα, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από έναν Αραχωβίτη στρατιώτη, που τον διέκρινε από μακριά. Ο θάνατός του αποκρύφθηκε για δύο μέρες από τους στρατηγούς του, για να διατηρηθεί όσο ηθικό είχε απομείνει στους άνδρες τους και για να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες, οι οποίες, εν τέλει, δεν είχαν αποτέλεσμα.
Στις 24 Νοεμβρίου 1826, εν μέσω χιονοθύελλας και χαμηλής ορατότητας, ο οθωμανικός στρατός, με καταρρακωμένο ηθικό, επιχείρησε άτακτη έξοδο προς όλες τις κατευθύνσεις, σε μια ύστατη προσπάθεια διαφυγής. Αν και οι Επαναστάτες άργησαν αρχικά να τους αντιληφθούν, όταν κατάλαβαν ότι ο εχθρός επιχειρούσε έξοδο, ξεκίνησαν την καταδίωξη με τα γιαταγάνια και τις σπάθες, αφού λόγω του χιονιού και του παγετού, το μπαρούτι στα όπλα είχε βραχεί, καθιστώντας αδύνατη τη χρήση τους. Ξεκίνησαν σφοδρές μάχες σώμα με σώμα σε διάφορα σημεία και, τελικά, η καταδίωξη εξελίχθηκε σε σφαγή μέχρι τα μεσάνυχτα, αφήνοντας πίσω της, το πρωί, ένα ανατριχιαστικό ασπροκόκκινο τοπίο.
Η καταστροφή του οθωμανικού στρατεύματος ήταν ολοκληρωτική και οι δύο αρχηγοί του νεκροί, διαγράφοντας έτσι το τραγικό τέλος της εκστρατείας του Μουσταφά Μπέη στη Στερεά Ελλάδα. Από τη δύναμη των περίπου 2200 Τουρκαλβανών, στη μάχη σκοτώθηκαν 600, πολλοί συνελήφθησαν και ακόμη περισσότεροι πέθαναν από κρυοπαγήματα και τις κακουχίες. Ο Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αλλά η φθορά, ην επροξένησεν ο Ελληνικός βραχίων, ήτο μικρά ως προς ην επροξένησεν η οργή του χειμώνος». Μόνο 300 κατάφεραν να διαφύγουν και να βρουν καταφύγιο στη Μονή Ιερουσαλήμ. Στο ελληνικό στρατόπεδο οι απώλειες καθ’ όλη τη διάρκεια της πολυήμερης σύγκρουσης ήταν ελάχιστες, οκτώ νεκροί και εννέα τραυματίες (άλλες πηγές αναφέρουν 24 νεκρούς και 60 τραυματίες). Μετά την τελική μάχη, ο Καραϊσκάκης μετέβη στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και προσευχήθηκε συγκινημένος, ευχαριστώντας τον Άγιο, στον οποίο πολλοί απέδιδαν τη νίκη, ενώ κάποιοι ανέφεραν ότι τον είδαν σε λευκό άλογο να καταδιώκει τους εχθρούς και να ενθαρρύνει τους Έλληνες. Τέλος, οι Επαναστάτες πήραν για λάφυρα 23 εχθρικές σημαίες, τις αποσκευές και τα ζώα του στρατεύματος, ενώ αποστάλθηκαν στην Επαναστατική Κυβέρνηση στην Αίγινα τα κεφάλια του Μουσταφά Μπέη και του Κεχαγιάμπεη, καθώς και 12 αιχμάλωτοι αξιωματικοί.
Την επόμενη ημέρα, με εντολές του Καραϊσκάκη, στήθηκε σε ένα λόφο κοντά στην Αράχωβα, σε περίοπτη θέση, πυραμίδα με 300 κεφάλια Τουρκαλβανών που σκοτώθηκαν στη μάχη, με την επιγραφή: «Τρόπαιον των Ελλήνων κατά των βαρβάρων Οθωμανών, ανεγερθέν κατά το 1826 έτος, Νοεμβρίου 24 εν Αράχωβα». Αυτή η πράξη είχε σκοπό να λειτουργήσει ως μια μορφή εκδίκησης για την αντίστοιχη ενέργεια του Κιουταχή μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου, αλλά και για να εκφοβίσει τους Οθωμανούς γενικότερα. Επίσης, θα λειτουργούσε ως ένα έντονο μήνυμα στους υποταγμένους Έλληνες και σε όσους σκέφτονταν να υπακούσουν στο φιρμάνι του Σουλτάνου και να προσκυνήσουν. Παρόμοια και ακόμη πιο μακάβρια γεγονότα συνέβαιναν ανά τακτά διαστήματα κατά την Επανάσταση και υποδεικνύουν τη σκληρή πραγματικότητα ενός ωμού πολέμου με διάχυτη βία, πολύ διαφορετικού από την πλειοψηφία των πολέμων της περιόδου στη δυτική Ευρώπη, ο οποίος ενίοτε λάμβανε διαστάσεις εξολόθρευσης, αντεκδικήσεων και ιδιαίτερης βαρβαρότητας. Όχι μόνο αυτό, αλλά υποδηλώνουν την άγρια νοοτροπία της εποχής, Τούρκων και Ελλήνων, και υπενθυμίζουν την επιτακτική ανάγκη να γίνεται εξέταση των γεγονότων με βάση το ιστορικό και το κοινωνικό υπόβαθρο της περιόδου, τις αντιλήψεις και συμπεριφορές της εποχής, ενώ, από την άλλη, να αποφεύγεται η μονομερής σύγκριση με σημερινά κοινωνικοπολιτικά και ηθικά δεδομένα.
Η σημασία και ο απόηχος της Μάχης
Η σημασία της νίκης του Γεώργιου Καραϊσκάκη ήταν τεράστια και πολύπλευρη. Έδωσε θάρρος στους Επαναστάτες σε μια κρίσιμη περίοδο με συνεχείς ήττες στο πεδίο της μάχης, ενώ ήταν και το έναυσμα για την αναζωπύρωση της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα. Επιπρόσθετα, έδωσε στον ίδιο τον Έλληνα οπλαρχηγό τη δυνατότητα να προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις οθωμανικών δυνάμεων της Στερεάς, για να αποκόψει εντελώς τις διόδους ανεφοδιασμού του Κιουταχή, κατατροπώνοντας πολυάριθμες εχθρικές στρατιές στην πορεία. Μέχρι τις αρχές του 1827 είχε ολοκληρώσει την απελευθέρωση σχεδόν όλης της Στερεάς Ελλάδας και επέστρεψε στην Ελευσίνα, συνεχίζοντας τον αγώνα. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η νίκη στην Αράχωβα ματαίωσε τις Οθωμανικές προσπάθειες για περαιτέρω καταλήψεις εδαφών στη Στερεά Ελλάδα, εξόντωσε τις καλύτερες στρατιωτικές μονάδες του Αλβανικού στρατού, ο οποίος είχε μέχρι τότε κεντρικό ρόλο στην καταπολέμηση των Επαναστατών και ενίσχυσε σημαντικά το ηθικό των πολεμικών σωμάτων της Ρούμελης. Η αξία αυτής της νίκης διακρίνεται και στην επιστολή του Πρωθυπουργού Ανδρέα Ζαΐμη προς τον Καραϊσκάκη, ημερομηνίας 17.01.1827, στην οποία αναφέρει για τη Μάχη στην Αράχωβα: «Η Πατρίς εις αυτήν την περίστασην εγνώρισεν, τι είναι ο Καραϊσκάκης και ότι χωρίς Καραϊσκάκην δεν θα εκατορθούτο, ό,τι θαυμασίως κατωρθώθη έως την σήμερον» (Ιστ. Τμήμα Γεν. Επιτελείου Ναυτικού, Αρχείον Γεώργιου Καραϊσκάκη, σ. 65). Συνεπώς, η δράση του Καραϊσκάκη κατά τη συγκεκριμένη περίοδο και ειδικότερα η Μάχη ήταν γεγονότα εξαιρετικής σημασίας για τη συνέχιση του Αγώνα και δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αρκετοί ιστορικοί την κατατάσσουν ως μία εκ των σημαντικότερων της Ελληνικής Επανάστασης. Ανάμεσα στα ιστορικά κειμήλια της σύγκρουσης, σώζεται και λίστα με ονόματα 94 οπλαρχηγών, που έλαβαν μέρος, καθώς και επιστολή του Καραϊσκάκη με την οποία ανακοινώνει τη νίκη, υπογεγραμμένη από τους πιο πάνω οπλαρχηγούς.
Η έντονη αίσθηση που προκάλεσε η Μάχη της Αράχωβας φαίνεται σε διάφορες πτυχές της ιστορίας, όπως σε ποιήματα και δημοτικά τραγούδια, στους εορτασμούς που έλαβαν χώρα σε διάφορες περιοχές της επαναστατημένης Ελλάδας μα και στο γεγονός ότι έμεινε γνωστή ως η «δεύτερη Επανάσταση της Ρούμελης». Παρομοίως, η Ελληνική Κυβέρνηση «επανηγύρισε την 24η ως ημέραν ανεγέρσεως της προ ολίγου πεσούσης στερεάς Ελλάδας» (Τρικούπης, σ. 72) και έδωσε εντολές για τη διεξαγωγή δοξολογίας στην Αίγινα, κατά τη διάρκεια της οποίας εκφώνησε λόγο ο Σπυρίδων Τρικούπης. Αντιθέτως, πικρή γεύση άφησε στους Τουρκαλβανούς. Όπως αναφέρει ο γραμματικός και χιλίαρχος του Καραϊσκάκη, Γεώργιος Γαζής, ο Έλληνας Καπετάνιος «εξήλθε της Πελοποννήσου με πολλά ολίγους στρατιώνας… αλλά η μάχη της Αράχωβας, και ο εξολοθρευμός του Ουστάμπεη έδωκαν μέγαν κρότον του ονόματός του και τρόμον εις τους Αλβανούς» (Γαζής, σ. 19). Η οδυνηρή ανάμνηση της Αράχωβας για τους Τουρκαλβανούς φαίνεται και σε φράσεις της εποχής, που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους, όπως: «Πού φεύγεις μωρέ, ωσάν να σε κυνηγά ο Καραϊσκάκης;» και «Στάσου, να ιδής μια φορά ντουφέκι του Καραϊσκάκη (δηλ. πόλεμον)» (Γαζής, σσ. 21-22).
Καταληκτικά, εκτός από τα στρατηγικά οφέλη, η νίκη στην Αράχωβα, λειτούργησε και ως απάντηση στο φιρμάνι του Σουλτάνου, ως πηγή ελπίδας για τους Επαναστάτες και ως φόβητρο για τους Οθωμανούς, αλλά και για όσους Έλληνες λιγοψυχούσαν. Παρά τις προσπάθειες του Καραϊσκάκη και των άλλων Καπετάνιων, η Ακρόπολη παρέμεινε υπό πολιορκία και τελικά έπεσε στις 24 Μαΐου του 1827, ένα μήνα μετά την καταστροφική ήττα των Ελλήνων στη Μάχη του Ανάλατου και τον θάνατο του ένδοξου Έλληνα οπλαρχηγού. Εν τέλει, η δράση του Καραϊσκάκη μπορεί να μην είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της πολιορκίας της Αθήνας από τον Κιουταχή, δυσχέρανε αφάνταστα, όμως, το έργο του γενικά και, ακόμη πιο σημαντικό, ματαίωσε τα σχέδιά του για κατάπνιξη της Επανάστασης στη Ρούμελη. Διαφορετικά, ο επόμενος και μοναδικός στόχος των Οθωμανών ήταν οι επαναστατικές εστίες της Πελοποννήσου, κάτι που θα είχε ως πιθανό αποτέλεσμα το τέλος του Αγώνα.
Βιβλιογραφία:
- Γαζής, Γεώργιος. Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη – Συνοπτικώς συγγραφείσα και τύποις εκδοθείσα υπό Γεωργίου Γαζή του εκ Δελβινακίου της Ηπείρου, πρώην γραμματέως, μυστικού συμβούλου και χιλιάρχου του στρατηγού Καραϊσκάκη. Αίγινα: Εθνική Τυπογραφία, 1828.
- Γενικό Επιτελείο Στρατού – Ιστορικό Τμήμα. Αρχείον Γεώργιου Καραϊσκάκη (1826-1827) – Εκδοθέν υπό του Ιστορικού Τμήματος του Γενικού Επιτελείου του Ναυτικού. Αθήνα: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1924.
- Περραιβός, Χριστόφορος. Απομνημονεύματα Πολεμικά: Διαφόρων μαχών συγκροτηθεισών μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών κατά τε το Σούλιον και Ανατολικήν Ελλάδα από του 1820 μέχρι του 1829 έτους. Τομ. Β΄. Αθήνα: Τυπ. Ανδρέου Κορομηλά, 1836.
- Τρικούπης, Σπυρίδων. Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως – Τόμος Δ΄. Γ΄ έκδοση. Αθήνα: Τυπ. «Ώρας», 1888.
- Χαρίτου, Γεώργιος. Η Μάχη της Αράχωβας υπό τον Στρατάρχη Γ. Καραϊσκάκη και οι συντελεσταί της (18-24 Νοεμβρίου 1826). Β΄ έκδοση. Αθήνα: 2001
Του Ανδρέα Κοκκινόφτα