
Οι ήρωες γεννιούνται και είναι οι ίδιοι στον πόλεμο και την ειρήνη. Είναι ’κείνο το 5% που σώζει πάντα την πατρίδα
Tα τύμπανα του πολέμου είχαν αρχίσει στο μεταξύ να χτυπούν απειλητικά. Για πολλοστή φορά η Ευρώπη θα έτρωγε τα παιδιά της. Ο Χίτλερ της Γερμανίας με τον Μουσολίνι της Ιταλίας και τον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας είχαν αποφασίσει να αιματοκυλήσουν την ανθρωπότητα.

Η Ελλάδα, μετά από τον τορπιλισμό του αντιτορπιλικού «Έλλη» από ιταλικό υποβρύχιο μέσα στο λιμάνι της Τήνου, ανήμερα της Παναγίας του Σαράντα 8:25 το πρωί, δεν έτρεφε πλέον ψευδαισθήσεις για το χαλασμό που θα επακολουθούσε.
Στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου έτους η Ιταλία κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στην Ελλάδα. Ο τότε κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς,που διέθετε όλα τα προσόντα του μεγάλου ηγέτη, είχε προετοιμάσει όμως τον ελληνικό λαό ώστε να αντιμετωπίσει με γενναιότητα και μεγαλοψυχία τον εισβολέα. Έτσι λοιπόν, κυβέρνηση και λαός, στάθηκαν με παρρησία στο ύψος των περιστάσεων και είπαν το μεγάλο ΟΧΙ στη φασιστική Ιταλία.
Οι νεόνυμφοι, είχαν ήδη ένα μωρό οκτώ μηνών, αγοράκι. Η ζωή τους, όπως και τόσων άλλων, είχε δυσκολέψει. Το λεωφορείο επιτάχθηκε από την πατρίδα για τη μεταφορά στρατευμάτων. Ο Μιχάλης, τριάντα χρονών, κλήθηκε για μία ακόμη φορά στα όπλα για να υπερασπιστεί τον τόπο του.

Όπως και τόσοι άλλοι συνομήλικοί του δεν έκανε παρά το καθήκον του στη χώρα που τον γέννησε. Η ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Όταν, ύστερα από τριάντα χρόνια, τον ρώτησε ο γιος του, γιατί πήγε, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, με τόσο ενθουσιασμό και πολέμησε με τόση αυταπάρνηση, η απάντηση του Αλβανομάχου ήταν αποστομωτική.
– Διότι δεν είχαμε και τίποτα καλύτερο να κάνουμε παιδί μου. Διότι ο ελληνικός λαός ζούσε πάρα πολύ δύστυχα. Μας φανάτισε και το γεγονός ότι μας βουλιάξανε την «Έλλη», ανήμερα της Παναγιάς, την πιο ιερή μέρα για μας. Έτσι λοιπόν, πεινασμένοι και φανατισμένοι, ήμασταν ο μεγαλύτερος εχθρός για τον Μουσολίνι.
Έτσι λοιπόν, για άλλη μία φορά, η ευτυχία με τη δυστυχία έγιναν ζευγάρι. Στο σπίτι της Αλεξάνδρας και του Μιχάλη θρονιάστηκε η μοναξιά, η φτώχεια και η εγκατάλειψη. Μαύρες όμως μέρες, χωρίς ευτυχία, για όλες τις ελληνικές οικογένειες. Πίκρα. Παντού δυστυχία. Αλλά και κρυφή ελπίδα ότι, χάρη στον ηρωισμό των στρατιωτών στο πολεμικό μέτωπο, η κατάσταση σύντομα θα βελτιωνόταν.
Το αναπάντεχο όμως για την Αλεξάνδρα ήταν άλλο. Κανένας από τους τόσους φίλους του Μιχάλη, απ’ αυτούς που ήταν μόνιμοι επισκέπτες τους σε ευτυχισμένους καιρούς, από αυτούς που σηκωνόντουσαν πρώτο για χορό και έφευγαν τελευταίοι από τα πλούσια τραπέζια που έκανε το ζευγάρι, δεν ενδιαφέρθηκε μέσα σε όλη εκείνη τη δυστυχία του πολέμου να τη ρωτήσει πώς τα βγάζει πέρα. Μοναχή και ξένη αισθανόταν όλο εκείνο το διάστημα. Εξαίρεση αποτέλεσαν δυο τρεις -άνδρες και γυναίκες- που τη συνέδραμαν. Με τη χειρονομία τους απέδειξαν πως δεν είχε ακόμη λείψει η ανθρωπιά.

Γιατί είναι γεννημένοι οι άνθρωποι που θα δίνουν και οι άνθρωποι που θα παίρνουν. Αυτοί που δίνουν, έχουν μεγαλείο και ανεξάντλητο πλεόνασμα ψυχής. Αντίθετα, αυτοί που παίρνουν, είναι διαρκώς στείροι και ξηροί. Όσα κι αν πάρουν, ποτέ δε θα γεμίσουν την άδεια ψυχή τους, το σάπιο σακί της ματαιοδοξίας τους και της καλά κρυμμένης υποκρισίας τους. Μια λαϊκή θυμοσοφία λέει: Πάρε, πάρε, ποτέ δεν γέμισα, δώσε, δώσε, ποτέ δεν άδειασα.
Όλους εκείνους τους μήνες ο Μιχάλης μαχόταν ηρωικά, όπως και τόσοι άλλοι, στο πολεμικό μέτωπο. Πάντα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των μαχών. Κορυτσά, Τεπελένι, Χιμάρα, Αργυρόκαστρο. Μια πορεία πάνω στα χιονισμένα βουνά, γεμάτη αίμα, δυστυχία αλλά και δόξα.
Οι ηρωικές πράξεις των φαντάρων σε όλο το μέτωπο της μεγάλης θυσίας, ανάμεσά τους και του χωριατόπαιδου από το Μαλανδρένι της Αργολίδας, θα υποχρεώσουν τον Τσόρτσιλ να αναφωνήσει με δέος: «Μέχρι τώρα οι Έλληνες πολεμούσαν σαν ήρωες. Τώρα ξέρουμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».
Και ήταν πράγματι έτσι. Γιατί πολλές φορές έδιναν μάχη για να καταλάβουν τα αντίσκηνα των Ιταλών, που ήταν γεμάτα από τρόφιμα, κονσέρβες, κονιάκ, ακόμα και σοκολάτες, αλλά και για να εξασφαλίσουν καταλύματα για ύπνο. Το χιόνι ήταν πάνω από ένα μέτρο και οι ιταλικές σκηνές, σε σύγκριση με τα ελληνικά αντίσκηνα, έμοιαζαν με κατάλυμα Πέρση βασιλιά. Έτσι λοιπόν, μετά από κάθε νικηφόρα μάχη, οι φαντάροι έβγαζαν τους δύστυχους Ιταλούς έξω από τις σκηνές τους, άλλους νεκρούς και άλλους με τα χέρια ψηλά, κι άρχιζαν το φαγοπότι. Πεινούσαν, γιατί ο ανεφοδιασμός πάνω στις κορυφές των αλβανικών βουνών ήταν τρομερά δύσκολος, λόγω των συνεχών μετακινήσεων, των χιονοπτώσεων και της παγωνιάς. Γινόταν συνήθως νύχτα.
Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της ημέρας τα αεροπλάνα του εχθρού καιροφυλακτοΰσαν και σκότωναν τα μεταγωγικά, δηλαδή τα μουλάρια, που μετέφεραν τον εφοδιασμό του στρατού σε όπλα και τρόφιμα. Οι Ιταλοί, αντίθετα, εφοδιάζονταν με αεροπορικές ρίψεις.
Ένα απόγευμα, ύστερα από μια σκληρή και φονική μάχη, οι φαντάροι κατέλαβαν ένα χαμηλό ύψωμα, που ήταν καλά οχυρωμένο από τους Ιταλούς. Κάθισαν να ξεκουραστούν σ’ ένα πλάτωμα της κορυφής του, για να τους δουν τα μεταγωγικά, αλλά και να βλέπουν οι ίδιοι τι γίνεται τριγύρω τους.

Είχαν να φάνε δυο μέρες. Ξεθεωμένοι από την κούραση και πεινασμένοι περίμεναν υπομονετικά για είκοσι τέσσερις ώρες το συσσίτιο. Αυτό έφτασε ύστερα από λίγη ώρα φορτωμένο πάνω σε τρία μουλάρια. Ήταν δύο καζάνια ρύζι, ερμητικά κλειστά με ασφάλειες, για να μην χύνεται από την κίνηση των μουλαριών, ένα δέμα ρέγκες, ένα βαρέλι κονιάκ και οι απαραίτητες κουραμάνες.
Με την άφιξη του φαγητού, μπήκαν όλοι οι στρατιώτες σε δύο υποτυπώδεις σειρές, και από τα δύο καζάνια άρχισε να γίνεται η διανομή του: σκέτο ρύζι, μια ρέγκα, μια κουραμάνα και παραδίπλα μισό παγούρι κονιάκ. Ώσπου όμως να σιτιστούν όλοι, το κρύο, που ήταν πολύ τσουχτερό, πάγωνε το ρύζι μέσα στην καραβάνα, οπότε το κουτάλι στράβωνε από την πίεση. Το δίπλωναν οι στρατιώτες μια φορά, κάνοντάς το πιο ανθεκτικό, και με μεγάλη προσπάθεια κόβανε το πιλάφι του παραδείσου.
Όλοι είχαν αφοσιωθεί με πάθος στην εξόρυξη του ρυζιού από την καραβάνα Ξαφνικά, ο ταγματάρχης που καθόταν στην άκρη του πλατώματος, πετάχτηκε κραυγάζοντας.
– Παναγιά μου τι πάθαμε. Μας πιάσανε. Στα όπλα παιδιά μου! Στα όπλα!
Σαστισμένοι, πέταξαν όλοι οι φαντάροι τις καραβάνες τους, και έτρεξαν στις άκρες του λόφου από ένστικτο.
Για μια στιγμή, ο γεμιστής του Μιχάλη, Νεμεάτης και φίλος του, φώναξε τρομαγμένος, γεμάτος σύγχυση.

– Μιχάλη τον έπιασα!
Τι είχε συμβεί; Οι Ιταλοί, που εκείνη την ημέρα είχαν χάσει το ύψωμα, έστειλαν μια περίπολο για να δουν πού βρίσκονταν οι Έλληνες. Πλησίασαν όμως τόσο κοντά, ώστε κάποιοι δικοί μας, που είχαν τραβηχτεί πιο κάτω προς νερού τους, τους αντιλήφτηκαν και έτρεξαν με τα βρακιά στα χέρια φωνάζοντας.
– Μας έπιασαν οι Ιταλοί!
Ο Σπύρος ο Ασημακόπουλος, Νεμεάτης και φίλος, ο γεμιστής του Μιχάλη, πήδηξε σε μια κουμαριά και κατά τύχη έπεσε πάνω σ’ έναν Ιταλό. Τον σκέπασε με τη χλαίνη του, φωνάζοντας φοβισμένος.
– Μιχάλη τον έπιασα!
Οι Ιταλοί, αντί να αιφνιδιάσουν τους πειναλέους Έλληνες, αιφνιδιάστηκαν οι ίδιοι. Έτσι, μέσα σε λίγα λεπτά, ήταν όλοι αιχμάλωτοι πάνω στο ύψωμα, με τα χέρια ψηλά.
Ένα περιστατικό έμεινε χαραγμένο στην ψυχή του Μιχάλη, του χωριάτη Αλβανομάχου. Ένα περιστατικό που, βαθιά χαραγμένο μέσα στη μνήμη του, θα το έπαιρνε μαζί του στον τάφο.
Κάποιος πανύψηλος Ιταλός αιχμάλωτος, με τα χέρια ψηλά και μ’ ένα χαμόγελο αμηχανίας, τον κοίταξε που κράδαινε το οπλοπολυβόλο και του φώναξε «φαμίλια, πίκολο», κατεβάζοντας τα χέρια προς το στήθος. Τα ελληνικά του Μιχάλη ήταν λίγα και τα ιταλικά τελείως άγνωστα, οπότε τράβηξε τη σκανδάλη και τον γάζωσε το δύσμοιρο.
Κανένας δεν έδωσε σημασία στο γεγονός. Θεωρήθηκε κάτι συνηθισμένο. Οι φαντάροι πήραν τους υπόλοιπους αιχμαλώτους και τους κατέβασαν με τον υποδεκανέα στη μεραρχία και από κει σε στρατόπεδα αιχμαλώτων.
Το Μιχάλη όμως κάτι το έτρωγε. Κάτι του έλεγε μέσα του πως ο Ιταλός δεν ήθελε να βγάλει ούτε όπλο ούτε χειροβομβίδα. Για χρόνια θυμόταν τα μάτια του, εκείνα τα μάτια που έμειναν ορθάνοιχτα μετά από τη ριπή, γεμάτα απορία. Μόλις ηρέμησε και άρχισε να σκέφτεται τι είχε συμβεί δεν του έμοιαζαν πως ήθελαν να σκοτώσουν.
Όταν άρχισε να μουσγώνει πήγε κοντά στον παγωμένο πλέον Ιταλό. Έβαλε το χέρι του εκεί όπου προσπάθησε και ο ίδιος να το βάλει, όταν ήταν αιχμάλωτος. Γιατί μετά ελευθερώθηκε και από τις προσταγές του Μουσολίνι και από την απειλή του Μιχάλη. Έβγαλε ένα πορτοφόλι γεμάτο με λιρέτες και μια φωτογραφία που δεν την ξέχασε ποτέ του. Σ’ αυτή διακρινόταν το παλικάρι με τη γυναίκα του κι ένα μωρό, ίδιας ηλικίας με το δικό του γιο, στη αγκαλιά της. Έβαλε το πορτοφόλι στη θέση του. Μαζί με το Σπύρο, άνοιξαν μια γούβα στο χιόνι, κι έθαψαν το νεκρό Ιταλό. Μέχρι το τέλος της ζωής του οι τύψεις του Μιχάλη θα μείνουν άταφες.

Πήγε μετά σε μια γωνία να κλάψει για τη μοίρα της κάθε μάνας, που χάνει το παιδί της, και του κάθε παιδιού, που μένει χωρίς πατέρα, θυσιασμένο στο βωμό του παράλογου, του αρρωστημένου, του ανθρώπινου πάθους των μεγάλων, που κατά καιρούς βούτηξαν την ανθρωπότητα στο αίμα, με την ίδια ευκολία που θα βούταγαν την μπουκιά τους στη σάλτσα ενός γευστικού φαγητού. Αυτοί είναι οι δολοφόνοι των λαών, οι διχαστές, που την τελευταία πράξη των εγκλημάτων τους την αναθέτουν στον ταχυδρόμο, ο οποίος θα δώσει στη χαροκαμένη μάνα ή στη σύζυγο το γραπτό μήνυμα θανάτου: «Έπεσεν υπέρ πίστεως και πατρίδος». Τι ειρωνεία, τι ψευτιά, τι υποκρισία να ζητάνε από εκείνους που έχασαν τους ανθρώπους τους σε απάνθρωπες αποφάσεις να αγωνιστούν για τα ιδεώδη της δικής τους παραφροσύνης και απανθρωπιάς!
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά όταν το χιόνι άρχισε να ξαναπέφτει πυκνό. Ο δημιουργός ανέλαβε, για άλλη μια φορά, να σκεπάσει με το λευκό του πέπλο την κτηνωδία των δημιουργημάτων του.
Το τάγμα ξεκίνησε την πορεία του, προκειμένου να καταλάβει διατεταγμένες θέσεις, που είχαν προκαθοριστεί από την ημέρα. Προς τελική κατάληψη, με βάση το σχέδιο μάχης, ήταν το ύψωμα Γκολέμι.
Προχώρησαν αρκετά μέσα στη νύχτα. Κατέλαβαν τις θέσεις. Έβγαλαν τους γυλιούς. Έσκαψαν το χιόνι, όσο πιάνει το αντίσκηνο, και το έστησαν. Έστρωσαν κάτω τους γυλιούς. Κάθισαν επάνω, προσπαθώντας να κοιμηθούν. Το σώμα ήταν κουρασμένο και ταλαιπωρημένο, οπότε δεν υπήρχε χώρος για τύψεις και ενοχές. Ίσως αύριο και ο Μιχάλης να είχε παρόμοια τύχη με του άτυχου Ιταλού.
Ας τον αφήσουμε όμως να μας διηγηθεί, όπως το διέσωσε στη μνήμη του, το συγκλονιστικό περιστατικό που επακολούθησε, σε μακρινό τόπο με απίστευτο τρόπο.
Βρισκόμαστε στους πρόποδες του αλβανικού βουνού Γκολέμι. Οι προφυλακές μας έκαναν από νωρίς αναγνώριση εδάφους και με το πέσιμο της νύχτας έχουμε καταλάβει θέσεις σχεδόν στη μέση του βουνού. Οι Ιταλοί, από το κυνηγητό που τους κάναμε όλες εκείνες τις μέρες, είχαν πιάσει την κορυφή από την τρομάρα τους.
Η νύχτα είναι παγερή. Όπου έστρεφες το βλέμμα σου έβλεπες μόνο χιόνι. Χωμένοι μέσα στα παγερά μας αντίσκηνα ανά δύο, προσπαθούσαμε, εγώ και ο Σπύρος, να ζεσταθούμε και να κοιμηθούμε σιωπηλοί και κουρασμένοι.
Κάποια στιγμή ακούω από μακριά μια γνώριμη και γρήγορη παιδική φωνή. «Αυτός πρέπει να είναι ο Τσιώνας» είπα από μέσα μου, χωρίς βέβαια να το πολυπιστεύω.

Βγάζω το κεφάλι μου από το αντίσκηνο, κάνω τα χέρια μου χωνί, και, χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες της πράξης μου, φωνάζω τόσο δυνατά, όσο χρειαζόταν να μ’ ακούσει ο Τσιώνας και τόσο σιγά όσο να μη με αντιληφτούν οι Ιταλοί.
– Ρε Τσιώνα..α..α…
– Έλα ρε… ε… ε…, ακούω αμέσως την απάντηση από κάτω.
Ήταν πράγματι ο Τσιώνας. Σε λίγο, και ύστερα από μεγάλη δυσκολία, καθώς το πυκνό σκοτάδι δυσκόλευε τις κινήσεις μας, είχαμε πλησιάσει ο ένας τον άλλον, καθοδηγούμενοι από τις φιγούρες μας, που μαυρίζανε μέσ’ στο χιόνι.
Αγκαλιαστήκαμε συγκινημένοι. Είπαμε πολλά χαμηλόφωνα. Κουβεντιάσαμε λίγο για τον τόπο μας -τη Νεμέα- αφού τα νέα του μετώπου ήταν παντού τα ίδια: Κρύο, πείνα, θάνατος και αίμα.
Ο Τσιώνας, ύστερα από λίγο, έβγαλε μια πρόκα από τη χλαίνη του και ένα σφυρί από ένα κασόνι. Τύλιξε ο πονηρός με το κάτω μέρος της χλαίνης του το σφυρί για να μην ακουστεί το χτύπημα της πρόκας, χτύπησε κανά δύο φορές με την πρόκα στο επάνω μέρος του βαρελιού -τα βαρέλια με το κονιάκ ήταν κλειστά από παντού για να αποτρέπονται οι κλεψιές- και αμέσως πετάχτηκε το ζωογόνο κονιάκ. Γέμισε τα παγούρια εμένα και του Σπύρου. Μας έδωσε ακόμη από μια κουραμάνα ψωμί και από δύο ρέγκες.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε μέσα στη νύχτα. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη αφού δεν ξέραμε αν θα ξανασμίξουμε.
Πέρασαν αρκετά χρόνια, τόσα όσα χρειάστηκαν να ανδρωθεί ο γράφων και να επιδιώξει να βρει τον μπάρμπα Πάνο τον Γκάνα(τσόνα) εκεί στο καφενείο που σύχναζε μαζί με τον πατέρα του για καμιά πρέφα. Για πες μου μπάρμπα Πάνο για εκείνη τη συνάντηση τότε πάνω στα Αλβανικά βουνά, εσύ πώς τη θυμάσαι; Ο γέρο Αλβανομάχος κοίταξε τον νέο και με ένα πνιχτό γέλιο που έκρυβε όλη εκείνη την πικρή νεανική νοσταλγία εκείνης της βραδιάς. Κοίταξε μακριά με βλέμμα απλανές σαν να έψαχνε στο άλμπουμ της θύμησης να ξεχωρίσει τις σκοτεινές εικόνες εκείνης της νύχτας. Με τη χαρακτηριστική αναλλοίωτη παιδική φωνή είπε: Γιώργο μου, να πάνε στον αγύριστο εκείνα τα χρόνια τα δύστυχα, τα γεμάτα πολέμους, στερήσεις και αίματα. Βλέπεις τότε ήμασταν νέοι και τα προσπεράσαμε. Αλλά εκείνο το περιστατικό με τον Μιχαλάκη θα το πάρω μαζί μου, βλέπεις είναι από τα απίστευτα. Κάτω μακριά γύρω στα τρία χιλιόμετρα ήταν το χωριό Γκολέμι, έτσι το λέγαμε εμείς, αυτοί το έλεγαν Γόνεμ ((Γonem). Το είχαμε καταλάβει εμείς και τα Ιταλικά αεροπλάνα το είχαν ισοπεδώσει. Εκεί μέσα στα ερείπια είχαμε κουρνιάσει πρόχειρα κάτω από κάτι τσίγκια, γιατί το χιόνι ήταν πολύ. Εκεί ο εφοδιασμός της Μεραρχίας είχε τα μαγειρεία και τροφοδοτούσε και το Σύνταγμα του Μιχαλάκη. Από εκεί φύγαμε με δυο μουλάρια εγώ κι ένας συνάδελφος, στο μούσγωμα (όταν άρχισε να νυχτώνει) για να μη μας δουν οι Ιταλοί από την κορφή και στείλουν τα αεροπλάνα. Θα είχαμε φτάσει στους πρόποδες και ανηφορίζαμε. Το χιόνι πολύ και τα μουλάρια ξεφυσάγανε φορτωμένα και κουρασμένα. Παντού ησυχία, μόνο εγώ που δεν το κλείνω το ρημάδι το στόμα μου κάτι έλεγα χαμηλόφωνα στον συνάδελφο, όταν κάποια στιγμή μου φάνηκε πως άκουσα τ’ όνομά μου. Τ’ όνομά μου, επανέλαβε χαμογελώντας. Έτσι με φωνάζουν, αποκλείεται είπα; Στην άκρη του κόσμου, στου βοδιού το κέρατο; Ρε συ άκουσες τίποτα; ρώτησα τον συνάδελφο. Δεν πρόλαβε να μου απαντήσει, όταν ακούσαμε για δεύτερη φορά ρε τσόναα. Τι να σου πω ρε παιδί μου, πήγα να τρελαθώ, μες το βαθύ σκοτάδι σε έναν τόπο αλαργινό ακούω το όνομά μου χωρίς να ξέρω από πού και από ποιον; Έλα ρέεε, φώναξα κι εγώ σιγά σαν να παίζαμε κρυφτούλι. Μετά από λίγο είμαστε και οι τρεις φίλοι και πατριώτες αγκαλιασμένοι, μη μπορώντας να πιστέψουμε αυτό που ζούσαμε. Ήταν μια αγκαλιά συνάντησης αλλά και μια αγκαλιά αποχωρισμού. Καλό βόλι, είπαμε όταν χωρίσαμε, τον συγχωρεμένο τον Σπύρο τον βρήκε, εμείς είμαστε εδώ, ζούμε και θυμόμαστε παιδί μου, είπε ο Αλβανομάχος, μη μπορώντας να κρατήσει ένα στερεμένο δάκρυ.
Η ώρα μηδέν είναι η έκτη πρωινή. Με το πρώτο φως, το Σύνταγμά μας έχει αναπτυχθεί σ’ όλη τη βατή πλαγιά του υψώματος. Τα πάντα είναι χιονισμένα, παγωμένα και νεκρά και μόνο οι μαύρες φιγούρες των συντρόφων μου, που προσπαθούν να καταλάβουν θέσεις εφόδου μαρτυρούν ότι σ’ εκείνο το νεκρό, το παγωμένο τοπίο, υπάρχει ζωή. Μια ζωή, όπου σε λίγο θα έστηνε χορό με το θάνατο. Είμαστε όλοι νηστικοί από μέρες και αποδεκατισμένοι από τις προηγούμενες μάχες, μα η πίστη μας είναι ακλόνητη. Το Γκολέμι πρέπει να αλωθεί. Πρέπει να πέσει.
Έξι η ώρα. Οι σάλπιγγες και οι καρδιές του Συντάγματος χτυπούν επίθεση. «Του αϊτού ο γιος» και μια λέξη που βγήκε από τα στήθη όλων μας, κι έγινε βουή, βροντή και αστραπή έφτασε ως την κορυφή, κάνοντας τους Ιταλούς να τρέμουν: «Αέρα…α…α…». Σκυφτοί, και με βήμα ταχύ, προχωράμε προς την κορυφή. Δίπλα μου βρίσκεται ο γεμιστής μου, ο Σπύρος ο Ασημακόπουλος, καλός φίλος μου και συμπατριώτης.

Τα πυροβόλα, οι όλμοι, και όλη η σύγχρονη εγκληματική πολεμική μηχανή, μαζί με τα αεροπλάνα, σκορπάνε το θάνατο παντού. Η σημαία του Συντάγματος πρώτη, κυματίζει γεμάτη φοβέρα γι’ αυτούς που θέλουν να πατήσουν τη γη μας. Είναι οι απόγονοι των Ρωμαίων και των Βενετών κατακτητών. Αυτό ο Έλληνας δε θα το ξεχάσει ποτέ.
Ξαφνικά, μέσα στο μεθύσι της μάχης, στο χορό του θανάτου, που από αιώνες ο Έλληνας ξέρει να χορεύει τόσο καλά, χάσαμε από κοντά μας τη σημαία του Συντάγματος. Χτυπήθηκε ο σημαιοφόρος μας και η σημαία είχε πέσει στο χιόνι. Ορμάει ο λοχίας ο Κατσάμπας να την πάρει και να τη σηκώσει ψηλά, αλλά χτυπιέται κατακούτελα το παλικάρι.
Ένα δάκρυ κυλάει από τα μάτια του Αλβανομάχου. Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει παρακάτω.
Εγώ, μάρτυρας της θυσίας των παλικαριών, προσπαθώ με το πολυβόλο μου να εξουδετερώσω το εχθρικό πολυβόλο που ξέκανε τους συντρόφους μου. Αμέσως τρέχει ο ανθυπολοχαγός Μανωλόπουλος. Με κόπο ξεκόλλησε το κοντάρι από τα χέρια του νεκρού Κατσάμπα.
Είχαμε φτάσει κοντά στην κορυφή. Μα η σημαία μας; Τι έγινε πάλι η σημαία; Ήτανε στα μέσα του βουνού, μπηγμένη μέσ’ στο χιόνι, κάπως γερτά. Μεσίστια, ναι, για το θάνατο των παλικαριών, για τη θυσία των γιγάντων. Την κρατούσε σφιχτά ο μπρούμυτα πεσμένος και νεκρός ανθυπολοχαγός Μανωλόπουλος.Στο βραδινό προσκλητήριο του λόχου οι απόντες ήταν πολλοί. Μεταξύ των άλλων, ήταν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Γεώργιος Μανωλόπουλος, ο έφεδρος λοχίας Κωνσταντίνος Κατσάμπας, ο στρατιώτης Σπυρίδων Ασημακόπουλος του Δημητρίου. Όλοι τους, καλεσμένοι για να δειπνήσουν στα πλούσια τραπέζια του Πλούτωνα, έπιναν στην υγεία της αθάνατης πατρίδας μας. Αισθάνονταν όμως χαρούμενοι αφού είχαν εκτελέσει το καθήκον τους.