(Σημείωση: Εξ αφορμής της κυκλοφορίας του βιβλίου του κ. Σαράντου Καργάκου «Μικρασιατική Εκστρατεία: Από το Έπος στην Τραγωδία» ως προσφορά της εφημερίδας Real News, επαναφέρουμε ένα πρόσφατο κείμενο σε σχέση με τη στρατιωτική ανάλυση της εκστρατείας από τον κ. Καργάκο. Το κείμενο δεν αναφέρεται στο βιβλίο καθ΄εαυτό αλλά σε κείμενο του κ. Καργάκου, με το ίδιο θέμα, που δημοσιεύτηκε στο υπηρεσιακό περιοδικού του ΓΕΝ, «Ναυτική Επιθεώρηση», τεύχος 582 του 2012. Η συνάφεια είναι, νομίζουμε, προφανής. Τις αμέσως επόμενες ημέρες θα αναρτηθεί το 2ο μέρος του κειμένου, που αναφέρεται σε παρεμφερείς θέσεις του αείμνηστου Νεοκλή Σαρρή.)
Γράφει ο Κ/Δ Κ.Β.
Με τη συνεργασία του Αρματιστή
Το ιστολόγιο αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και ιδιαίτερα για τη στρατιωτική της πτυχή. Στο πλαίσιο αυτής της ενασχόλησης, έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια για τη συστηματική επαν-εξιστόριση της Εκστρατείας από στρατιωτικής πλευράς, προσπάθεια που συνεχίζεται αδιάλλειπτα.
Ομως, η Μικρασιατική Εκστρατεία, σαν κομβικό σημείο της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, απασχολεί ευρύτερα την ελληνική ιστορία. Και η ενασχόληση με τη στρατιωτική της πτυχή δεν υπήρξε πάντοτε ευτυχής, τροφοδοτώντας παρεξηγήσεις, ενίοτε και με ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις.
Εκτός της σειράς της Μικρασιατικής Εκστρατείας που ετοιμάζεται, αλλά στο ίδιο πνεύμα, δημοσιεύουμε, σε δύο συνέχειες, μία εργασία του φίλου Κ/Δ ΚΒ που σχολιάζει και αποσαφηνίζει δύο τέτοιες περιπτώσεις.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία η οποία κατέληξε στην Μικρασιατική Καταστροφή, αν και έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τον συγγραφικό κόσμο της χώρας, εξακολουθεί να περιβάλλεται από ορισμένους από πέπλο μυστηρίου και την άχλη θεωριών διεθνούς συνομωσίας. Περαιτέρω φανταστικά στοιχεία και θεωρητικά σχέδια επί χάρτου που αφορούν το στρατιωτικό καθαρά σκέλος, δίδουν στον σύγχρονο μελετητή μια εικόνα εκτός πραγματικότητας. Ο σύγχρονος μελετητής που θα θελήσει να ασχοληθεί με το εξαιρετικής σημασίας ιστορικό γεγονός, διατρέχει τον κίνδυνο να αποπροσανατολιστεί πλήρως και να πέσει θύμα των θέσεων που αναπτύσσονται από κατά γενική παραδοχή σοβαρούς και καταξιωμένους ερευνητές, όταν αυτοί υπεισέρχονται σε στρατιωτικές αναλύσεις.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι παρακάτω αναλύσεις, εκτιθέμενες από δύο κατά τα άλλα σοβαρούς πνευματικούς άνδρες της χώρας και συγκεκριμένα τον φιλόλογο κ. Σαράντο Καργάκο και τον αείμνηστο καθηγητή Νεοκλή Σαρρή.
Περίπτωση 1η : ο κ. Σαράντος Καργάκος
Στο υπηρεσιακό περιοδικού του ΓΕΝ, «Ναυτική Επιθεώρηση», τεύχος 582 του 2012, παρατίθενται αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιστορικού, Φιλολόγου και Δοκιμιογράφου Σαράντη Καργάκου «Η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922, από το Έπος στην Τραγωδία», που εκδόθηκε το 2010[i]. Μεταξύ άλλων διαβάζουμε τα εξής:
«Κι ακόμη, δεν υπήρχε στρατηγική αντικτυπήματος. Την ώρα δηλαδή, που εκδηλώθηκε η επίθεση του Κεμάλ (13 Αυγούστου 1922) στο Αφιόν Καραχισάρ, δεν υπήρχε συγκεκαλυμμένη (έστω και στα πλοία κρυμμένη) μια, ειδικά για μακρές πορείες εκπαιδευμένη, στρατιωτική μονάδα δυνάμεως μεραρχίας, που θα χτυπούσε αιφνιδιαστικά σε άλλο σημείο (κι αυτό ήταν εύκολο διότι είχαμε απόλυτη υπεροχή σε πλοία, ενώ ο Κεμάλ δεν διέθετε ούτε «σκούνα»), έτσι που να φανεί ότι άλλο τμήμα ελληνικού στρατού, βρίσκεται στα νώτα του τουρκικού ή ότι ακόμη απειλείται η έρημη στρατιωτικά Άγκυρα. Αλλά μια πολιτική και στρατιωτική ηγεσία που τελεί υπό απόλυτη σύγχυση, δεν μπορεί να σχεδιάσει και να εφαρμόσει πολιτική συγχύσεως του αντιπάλου. [. . .]
Θα προσθέσω κάτι που επί μία 20ετία διδάσκω σε ανώτερες στρατιωτικές σχολές, κυρίως όμως στη Σχολή Πολέμου του Ναυτικού, που εδρεύει στο Βοτανικό. Το κατ’ εμέ σοβαρό είναι τούτο: δεν χρησιμοποιήθηκε το Πολεμικό Ναυτικό ως όπλο. Ούτε μια ναυτική επιχείρηση βάθους για λόγους αντιπερισπασμού, με εξαίρεση την περίπτωση της Τραπεζούντος που έφερε τραγικά αποτελέσματα. Επαναλαμβάνω: η Ελλάς είχε απόλυτη ναυτική υπεροχή. Το ΓΕΣ, όμως, είχε μια πεζικοκρατική αντίληψη και δεν κατανοούσε το ρόλο του ναυτικού ως όπλου μάχης. Ίσως σφάλλομαι, αλλά νομίζω ότι στο κέντρο λήψης των αποφάσεων δεν συμμετείχε κανείς επιτελικός αξιωματικός του Ναυτικού. Το τι σημασία έχει αυτό μπορεί να φανεί με έναν υποθετικό λόγο αλλά του πραγματικού, όπως λέγαμε κάποτε στο πραγματικό Συντακτικό της Ελληνικής, αν την ημέρα που εκδηλώθηκε η επίθεση του Κεμάλ (ή την επομένη) τρία τουλάχιστον ελληνικά πολεμικά με τα σχετικά μεταγωγικά μετέφεραν την Μεραρχία (που προοριζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως) στα Μουδανιά και η αξιόμαχη και άρτια εξοπλισμένη αυτή δύναμη κατευθυνόταν προς Νότο, υπερφαλαγγίζοντας τις τουρκικές δυνάμεις που κατευθύνονταν προς την Προύσα, τότε θα τις εξέθεταν μεταξύ σφύρας και άκμονος, αφού το Γ’ Σώμα Στρατού που εκάλυπτε την περιοχή (Βόρειο Μέτωπο) ήταν εντελώς άθικτο. Κι ακόμη μία περαιτέρω προέλαση προς τα ενδότερα, ώστε να φανεί ότι συμπαγής δύναμη ελληνικού στρατού κατευθύνεται στα νώτα του τουρκικού ίσως (ή μάλλον είναι βέβαιο) ότι αυτό θα έφερνε την πλήρη ανατροπή των σχεδίων του Κεμάλ. Μία τέτοια ενέργεια θα έφερνε πρωτίστως, την ανατροπή της ψυχολογικής ισορροπίας του αντιπάλου, ιδιαίτερα μάλιστα αν ελληνικά αεροπλάνα έρριχναν προκηρύξεις πίσω από τις γραμμές του Κεμάλ και σ’ αυτήν ακόμη την Άγκυρα, στις οποίες προκηρύξεις ολιγολόγως θα αναγραφόταν ότι σώματα ελληνικού στρατού βαδίζουν από το Βορρά ή από το Νότο προς τα μετόπισθεν του τουρκικού στρατού ή ότι – ψευδώς βεβαίως – κατευθύνονται προς την Άγκυρα. Και, τέλος πάντων, τα πάντα μπορούσαν να χαθούν στη Μικρά Ασία, εκτός από την Ερυθραία, αν είχε εγκαίρως στο λαιμό σχηματισθεί αμυντική γραμμή, προστατευόμενη ακόμη και από πολιτοφυλακή, αρκεί τη φύλαξη του λαιμού, ένθεν και ένθεν, να είχαν αναλάβει με τα πυροβόλα τους δύο παλαιά –έστω– πολεμικά μας.
Πέρα όμως, από την απουσία ναυτικοκρατικής νοοτροπία (παρόλο που τότε ήμαστε –τώρα όχι– λαός ναυτικών), έλειψε και η αεροπορική αντίληψη του πολέμου. Κι όμως κατά τα δύο πρώτα έτη είχαμε απόλυτη σχεδόν υπεροχή. Αλλά και η αεροπορία χρησιμοποιήθηκε ως βοηθητικό μέσο, κυρίως για αναγνωρίσεις αλλ’ όχι ως αυτόνομο όπλο. Στην τελευταία φάση του πολέμου ο Κεμάλ, αφού δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να αποκτήσει Ναυτικό, σχημάτισε αεροπορία ανώτερη από την ελληνική. Ως προς αυτό η ελληνική ηγεσία, αφού μετά τον τερματισμό της εκστρατείας του Σαγγαρίου, έχασε το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής σε Στρατό Ξηράς, έπρεπε στη διάρκεια της αμήχανης αναμονής από τον Σεπτέμβριο του 1921 ως τον Αύγουστο του 1922, αντί να προπαθεί να θωρακίσει μια απέραντη γραμμή 600 χλμ. (Εσκή Σεχίρ, Κιουτάχεια, Αφιόν Καραχισάρ), να έχει αγοράσει τα πιο εκλεκτά αναγνωριστικά, καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά αεροπλάνα, να έχει υπεροχή στον αέρα και υπό συνεχή απειλή βομβαρδισμού την Άγκυρα, ενώ η ελληνική πρωτεύουσα και η Σμύρνη ακόμη, με τα τότε δεδομένα θα ήσαν απρόσβλητες. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην τελευταία φάση του έδειξε ότι το αεροπλάνο θα είναι το όπλο του μέλλοντος. Ο Μικρασιατικός πόλεμος ήταν ο πρόλογος των πολέμων του μέλλοντος.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος –και πάλι κατά την τελευταία φάση του– έδειξε ότι ο επόμενος και αναμενόμενος μετά τους βλακώδεις όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, θα ήταν πόλεμος τεθωρακισμένων. Από τεθωρακισμένα δεν παρουσιάσαμε ούτε μία ίλη στη Μικρά Ασία. Τα αγοράσαμε μετά και τα χρησιμοποιήσαμε στα στρατιωτικά «προνουντσιαμέντα», δηλαδή στις ενδοελληνικές έριδες, όπου πρωταγωνιστές ήσαν οι στρατιωτικοί με τα «άδοξα σπαθιά» τους, όπως γράφει χλευαστικά ο Καρυωτάκης. «Συνελόντ’ ειπείν», όπως λέγαμε παλιά, ο Μικρασιατικός πόλεμος, παρά τον ηρωισμό οπλιτών και αξιωματικών, διεξήχθη με όρους ανοίας και στρατηγικής ανοησίας».
Επιχειρώντας να αναλύσουμε συστηματικά τις παραπάνω σκέψεις μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής κεντρικά στοιχεία τους:
Α) Δημιουργία μυστικής ειδικά εκπαιδευμένης μεραρχίας ως στρατηγική εφεδρεία
Η ιδέα του συγγραφέα για την ύπαρξη μιας ειδικά εκπαιδευμένης μονάδας μεγέθους μεραρχίας(!) η οποία μάλιστα να χτυπά αιφνιδιαστικά στα νώτα, δεν αποτελεί παρά μια έμπνευση εκτός πραγματικότητας για την συγκεκριμένη πολεμική σύρραξη. Το κατ΄εξοχήν μέσο ταχείας ανάπτυξης, ελιγμού και προσβολής των νώτων κατά την εποχή εκείνη ήταν το ιππικό, ωστόσο εξαιτίας της έλλειψης σημαντικού αριθμού ίππων και της αδυναμίας συγκροτήσεως μεγάλων σχηματισμών Ιππικού, ο συγγραφέας προτείνει ως αντίδοτο κάτι ακόμη πιο προωθημένο: τη χρήση θαλασσίων μέσων μεταφοράς ώστε να ξεπεραστεί το πρόβλημα της διάθεσης κατάλληλων μέσων. Ωστόσο δύσκολα μπορεί αυτό να παρουσιασθεί ως λύση στο επιχειρησιακό πρόβλημα που αντιμετώπισε ο ΕΣ στη Μικρασία τον Αύγουστο του ’22.
Ο συγγραφέας φαίνεται να αγνοεί μια σειρά παραγόντων όπως τις αποστάσεις, τα διαθέσιμα μέσα για την μεταφορά αυτής της δύναμης, το δίκτυο πληροφοριών του αντιπάλου, τις διαθέσιμες εφεδρείες του αντιπάλου στα μετόπισθεν αυτού, αλλά κυρίως την πιθανότητα ο αντίπαλος να μην παραπλανηθεί από μια τέτοια κίνηση που θα διεξαχθεί από μια αποκομμένη –στην ουσία – μονάδα αυτοκτονίας.
Η χρησιμοποίηση για το «αντικτύπημα» μιας δύναμης επιπέδου Μεραρχίας [εννοείται μιας νέας μεραρχίας] που θα ήταν «κρυμμένη» σε πλοία, η οποία με την έναρξη της Τουρκικής επίθεσης της 13ης Αυγούστου 1922 θα αποβιβαζόταν σε κάποιο σημείο (που δεν προσδιορίζεται) για να προσβάλει τα νώτα του εχθρού, ή ακόμη να κατευθυνθεί προς την έρημη στρατιωτικά Άγκυρα, είναι έξω από κάθε σοβαρή συζήτηση για τους ακόλουθους λόγους:
1. Ο Ελληνικός στρατός στερούνταν της δυνατότητας συγκρότησης άλλης μεραρχίας και μάλιστα μεραρχίας που επιβαλλόταν να προικοδοτηθεί με πυροβολικό, πυρομαχικά, υλικά και εφόδια για να μπορέσει να ενεργήσει ανεξάρτητα και να εκτελέσει την αποστολή που φαντάζεται ο συγγραφέας. Το 1922 βρίσκονταν υπό τα όπλα 300.000 άνδρες που συγκροτούσαν: Α) 12 μεραρχίες πεζικού και 1 μεραρχία Ιππικού στη Μικρά Ασία, που εκ των πραγμάτων ήταν ανεπαρκείς για την άμυνα του Μικρασιατικού μετώπου. Β) 3 Μεραρχίες στην Ανατολική Θράκη με σοβαρά προβλήματα συγκρότησης και σημαντικές ελλείψεις σε οπλισμό μέσα και υλικά. Γ) 2 ή 3 Μεραρχίες στη Μακεδονία και Ήπειρο [επιβεβαιωμένα οι VI και VIII) πολύ μειωμένων δυνατοτήτων, λόγω της αφαίμαξης σε οπλισμό και υλικά που είχαν υποστεί επ’ ωφελεία του Μικρασιατικού μετώπου. Ακόμη όμως και αν επιστρατεύονταν και άλλοι άνδρες [τελείως ανεδαφικό], έλλειπαν οι αξιωματικοί και τα απαιτούμενα τυφέκια, πυροβόλα, υποζύγια και υλικά που απαιτούνταν για τη συγκρότηση των μονάδων μιας νέας Μεραρχίας.
2. Ήταν πρακτικά αδύνατο να «κρυφτεί» το προσωπικό (12.000 άνδρες), τα υποζύγια (πλέον των 4.000) και τα βαριά υλικά μιας Μεραρχίας σε πλοία, επειδή: Α) Ήταν αδύνατη η μακρά παραμονή της δύναμης μιας μεραρχίας σε επιβατηγά πλοία και αυτό δεν χρειάζεται να τεκμηριωθεί. Αλλά και αν για την οικονομία της συζήτησης δεχθούμε το αδύνατο, επί πόσο χρόνο θα μπορούσε να παραμείνει επιβιβασμένη και «κρυμμένη» μια Μεραρχία σε πλοία αναμένοντας τη Τουρκική επίθεση που κανένας δεν μπορούσε να εκτιμήσει ΑΝ, ΠΟΥ, ΠΟΤΕ και με ΠΟΙΕΣ δυνάμεις θα εκτοξευόταν; Μήνες; Και ποιο θα ήταν εκείνο το στρατιωτικό προσωπικό που θα μπορούσε να αντέξει ψυχικά παραμένοντας επί μακρό χρόνο επιβιβασμένο σε κάποια επιβατηγά πλοία … και να μη «τα παίξει», κατά την Ελληνικήν αργκό; Και τα «ζωντανά»; Δεν θα αρρώσταιναν και δεν θα απεβίωναν κλεισμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα στα ανθυγιεινά αμπάρια των πλοίων; Β) Θα απαιτούνταν 20 και πλέον μεγάλα ατμόπλοια της εποχής για το «κρύψιμο» μιας μεραρχίας. Αλλά που θα στάθμευαν αυτά τα πλοία; Σε κάποιο λιμάνι της Προποντίδας, ή στο ανοικτό πέλαγος του Αιγαίου για να μη γίνουν αντιληπτά; Γ) Η επιβίβαση και η μακρά παραμονή μιας μεραρχίας σε ατμόπλοια, ήταν αδύνατο να διαφύγει της προσοχής του εκτεταμένου δικτύου πληροφοριών των Κεμαλικών, που αξιοποιούσε για την άντληση πληροφοριών τους «συμμάχους» της Ελλάδας, τους Τούρκους κατοίκους των κατεχόμενων από τον Ελληνικό Στρατό περιοχών και το πλέον ή βέβαιο και Έλληνες αυτόμολους και πληροφοριοδότες;
3. Όπως προκύπτει από τα σχεδιαγράμματα επιχειρήσεων της ΔΙΣ, τα νώτα του Τουρκικού στρατού προς στα οποία θα μπορούσε να επιχειρήσει η «κρυμμένη» επί των πλοίων μεραρχία επιλέκτων, ήταν η περιοχή ανατολικά της γενικής γραμμής χερσόνησος Νικομήδειας – Τας Τεπέ – Σιβρί Χισάρ. Κατόπιν τούτου η «κρυμμένη» Μεραρχία θα έπρεπε να διαπλεύσει το Βόσπορο (αν το επέτρεπαν οι «σύμμαχοι») και να αποβιβαστεί σε κάποιο σημείο των Τουρκικών ακτών αρκετά ανατολικά του Βοσπόρου, για να κατευθυνθεί προς τα νώτα του Τουρκικού στρατού στη περιοχή της Νικομήδειας και του Εσκή Σεχήρ, αλλά και της έρημης στρατιωτικά Άγκυρας. Αλλά και αν δεχθούμε – για την οικονομία της συζήτησης – ότι η υπόψη ενέργεια ήταν δυνατή, κανένα απολύτως αποτέλεσμα δεν θα είχε στην εξέλιξη των επιχειρήσεων. Στη περιοχή Νικομήδειας – Εσκή Σεχήρ βρισκόταν μόλις το 1/6 του Τουρκικού στρατού, η δε Άγκυρα δεν είχε καμιά απολύτως στρατηγική σημασία. Ούτε καν ηθική. Το κέντρο βάρος της Τουρκικής στρατιωτικής ισχύος βρισκόταν πλέον στη περιοχή ανατολικά και νότια του Αφιόν Καραχισάρ και ιππαστί της οδού Ικόνιο – Τσάι – Αφιόν. Το γενικό κέντρο εφοδιασμού του Τουρκικού στρατού είχε μεταφερθεί από την Άγκυρα στο Ικόνιο. Και τέλος, ο Κεμάλ ήταν ένας σοβαρός στρατιωτικός ηγέτης για προβληματιστεί επειδή μια μεραρχία του Ελληνικού στρατού θα κατευθυνόταν προς την «έρημη στρατιωτικά» πρωτεύουσα του, όταν μάλιστα πριν ένα χρόνο – όταν η Άγκυρα αποτελούσε το γενικό κέντρο εφοδιασμού του Τουρκικού στρατού – είχε αποφασίσει να την εγκαταλείψει σε περίπτωση που έχανε τη μάχη του Σαγγάριου.
4. Οι Ελληνικές μεραρχίες μπορούσαν να αποβιβαστούν μόνο σε λιμάνια που διέθεταν ευκολίες για την αποβίβαση των πυροβόλων τους, των τροχήλατων μέσων τους και των υποζυγίων τους, όπως μεγάλες φορτηγίδες και γερανούς.
Εδώ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παραπάνω απαγορευτικοί περιορισμοί, αναπτύσσεται ένας ελιγμός που θα τον εκτελούσε μια μεραρχία «κρυμμένη» σε πλοία, η οποία τη «x» ημέρα της Τουρκικής επίθεσης θα επιχειρούσε προς τα νώτα του Τουρκικού στρατού, ή ακόμη θα κατευθυνόταν και προς την Άγκυρα. Βεβαίως ο συγγραφέας δεν μπαίνει στη βάσανο να προσδιορίσει τα ελάχιστα, όπως:
Α) Τα νώτα του εχθρού.
Β) Το χρόνο πλεύσης από το χώρο στάθμευσης της νηοπομπής μέχρι το χώρο αποβίβασης.
Γ) Το λιμάνι ή το χώρο αποβίβασης.
Δ) Αν το προτεινόμενο λιμάνι διέθετε τα μέσα για την αποβίβαση μιας μεραρχίας.
Ε) Τα δρομολόγια προέλασης της μεραρχίας.
ΣΤ) Τις αποστάσεις και τις ημέρες πορείας από το χώρο αποβίβασης μέχρι τα νώτα του εχθρού και την Άγκυρα.
Ζ) Το τρόπο με τον οποίο θα ανεφοδιαζόταν η Μεραρχία σε πυρομαχικά τρόφιμα και νομή σε αυτές τις μεγάλες αποστάσεις.
Η) Το τι θα έκανε η μεραρχία όταν κάποια στιγμή θα έφθανε στην Άγκυρα.
Αλλά για ποιο λόγο να υπάρχει μια κρυμμένη μεραρχία για να εκτελέσει αυτή την επικίνδυνη και χωρίς πρακτικό νόημα επιχείρηση, όταν στη περιοχή του Εσκή Σεχήρ βρισκόταν το Γ’ Σώμα Στρατού με 4 μεραρχίες που θα μπορούσε να επιβληθεί των έναντι αυτού Τουρκικών Μεραρχιών, εφόσον βεβαίως είχε κατανείμει διαφορετικά τις δυνάμεις του [όπως είχε προτείνει ο Συνταγματάρχης Πάσσαρης] ώστε να μπορέσει να αποσύρει 2 μεραρχίες από τη τοποθεσία του για να συγκροτήσει μια ισχυρή στρατηγική εφεδρεία δύο μεραρχιών;
Ίσως ο συγγραφέας να μην κατανοεί επαρκώς ότι ο πόλεμος δεν διεξάγεται για τη κατάληψη αφύλακτων στρατιωτικά πόλεων προς δημιουργία εντυπώσεων, αλλά αποκλειστικά και μόνο για τη καταστροφή της στρατιωτικής ισχύος του αντιπάλου στρατού. Στο πόλεμο ο κύριος και μόνος αντικειμενικός σκοπός μια στρατιωτικής δύναμης, είναι η καταστροφή του εχθρού και όχι η κατάληψη εδάφους και μάλιστα εδάφους που δεν διαθέτει στρατιωτική αξία. Και το καλοκαίρι του 1922, αυτό που απουσίαζε δεν ήταν οι «κρυμμένες» σε πλοία μεραρχίες, αλλά η ισχυρή πολιτική βούληση για τη διεξαγωγή του πολέμου νικηφόρα και με επάρκεια, ο άξιος και ικανός αρχιστράτηγος και οι στρατηγικές εφεδρείες που θα μπορούσαν να επέμβουν άμεσα (πιο γρήγορα κι από άμεσα: αστραπιαία) και αποτελεσματικά στη μάχη. Κυρίως δε, απουσίαζε η στρατηγική εφεδρεία δυνάμεως μεραρχίας (+) πίσω από τη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας. Και μολονότι υποβλήθηκε πρόταση για τη διόρθωση του λάθους, απορρίφθηκε [μετ’ επαίνων] από το Χατζανέστη.
Η υπόθεση ότι θα μπορούσε καθήκοντα στρατηγικής εφεδρείας να αναλάβει κάποια από τις μεραρχίες που στάθμευε στην Ανατολική Θράκη αγνοεί το ανεπαρκές των δυνάμεων και των εκεί εδρευουσών ελληνικών μονάδων. Από την άλλη, η δημιουργία μιας τέτοιας στρατηγικής εφεδρείας από το σύνολο των μονάδων που είχαν μεταφερθεί από την Μικρά Ασία, δυτικά της Κωνσταντινούπολης προκειμένου να μετάσχουν στην σχεδιαζόμενη επιχείρηση τον Ιούλιο, αγνοεί το γεγονός ότι αυτές ήταν ουσιαστικά αποσπασμένες μονάδες μη ενταγμένες διοικητικά σε σχηματισμό μεγέθους μεραρχίας. Φυσικά η σκέψη για την δημιουργία της στρατηγικής αυτής μονάδας με τα ετερόκλητα τμήματά της που είχαν μόλις μεταφερθεί στην Ανατολική Θράκη και η ταχύτατη «επανεμφάνισή» της ως αποφασιστικού παράγοντα στην μάχη αμέσως μετά τον επόμενο μήνα, είναι αυτονόητα εξωπραγματική.
Β) Ανυπαρξία ναυτικών επιχειρήσεων για λόγους αντιπερισπασμού.
Τα «Θηρία» του Στόλου του 1922. Από πάνω προς τα κάτω: Πάνθηρ, Λέων, Ιέραξ και Αετός.
(Πηγή: Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού)
Ο συγγραφέας αναφέρεται σε ναυτικές επιχειρήσεις αντιπερισπασμού, εννοώντας προφανώς την διενέργεια επιδρομών και την επίτευξη αντιπερισπασμού, κυρίως στα παράλια του Πόντου.
Στην περίπτωση αυτή, θεωρητικά, το Βασιλικό Ναυτικό που είχε την ναυτική κυριαρχία, μπορούσε να δώσει περισσότερη έμφαση σε αυτού του είδους τις επιχειρήσεις, αλλά το γεγονός ότι ήταν κυρίαρχο των θαλασσών δεν σημαίνει αυτόματα ότι και οι δυνατότητές του ήταν απεριόριστες. Επί παραδείγματι, η κύρια αποστολή που του είχε ανατεθεί ήταν ο αποκλεισμός των μικρασιατικών παραλίων ώστε να αποφευχθεί ο εφοδιασμός των κεμαλικών δυνάμεων. Αν και Γαλλία και Ιταλία δεν επέτρεπαν στα ελληνικά πολεμικά να διεξάγουν νηοψίες στα πλοία υπό την δική τους σημαία, προφανώς το Βασιλικό Ναυτικό δε θα μπορούσε να παύσει την δραστηριότητα αυτή.
Από την άλλη, αγνοείται ότι υπήρχε σοβαρό πρόβλημα καυσίμων για την εξασφάλιση της διαρκούς κίνησης του ελληνικού στόλου καθώς και ο παράγοντας των μεγάλων αποστάσεων που έπρεπε να διανυθούν, σε συνδυασμό με την παλαιότητα του υλικού. Η παλαιότητα των ελληνικών ναυτικών μονάδων ήταν άμεσο αποτέλεσμα της μεταξύ 1916-1917 «κατάσχεσης» των μονάδων του ελαφρού στόλου (αντιτορπιλικά, τορπιλοβόλα), της ένταξής τους στο Γαλλικό Ναυτικό και της δράσης τους ως το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ιδιαίτερα κατά την υπηρεσία των πλοίων υπό την γαλλική σημαία, η φθορά του υλικού (εξαιτίας της αδιαφορίας των πληρωμάτων) ήταν τόσο μεγάλη σε έκταση ώστε για χρόνια μετά, οι επιδόσεις των πλοίων ήσαν σημαντικά υποβαθμισμένες. Είναι γνωστό ότι σημειώθηκαν περιστατικά όπου θωρηκτά αναγκάστηκαν να ρυμουλκούν αντιτορπιλικά εξαιτίας της κακής κατάστασης των λεβήτων και κινητήρων των τελευταίων. Για παράδειγμα, στα 4 μεγάλα αντιτορπιλικά (τα επονομαζόμενα “Θηρία”) η μέγιστη ταχύτητα πλεύσης είχε υποβαθμιστεί κατά 50%, κυμαινόμενη μεταξύ 15-16 κόμβων!
Κάτι που επίσης παραβλέπεται για τυχόν ναυτικές επιχειρήσεις προσβολής χερσαίων στόχων (είτε για την καταστροφή εγκαταστάσεων, οχυρώσεων, είτε για προσβολή εχθρικών στρατιωτικών δυνάμεων) είναι ότι τα πολεμικά πλοία δεν διαθέτουν απεριόριστα αποθέματα βλημάτων πυροβολικού, καθώς οι προβλεπόμενες καταναλώσεις στον ναυτικό πόλεμο είναι πολύ χαμηλότερες από αυτές του χερσαίου πυροβολικού μάχης αφού οι χερσαίες επιχειρήσεις έχουν άλλη διάρκεια και μεγαλύτερη εμπλοκή δυνάμεων σε σχέση με το θαλάσσιες.
Γ) Μεταφορά μιας μεραρχίας από την Αν. Θράκη στα Μουδανιά και υπερφαλάγγιση των Τουρκικών δυνάμεων που κατευθύνονταν στη Προύσα
Αρχικά θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στην Ανατολική Θράκη υπήρχαν 3 Μεραρχίες. Η Αδριανουπόλεως και οι Μεραρχίες Α’ και Β’ που συγκροτήθηκαν τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1922 με τη μεταφορά ανδρών και μονάδων από το εσωτερικό της χώρας και τη Μικρά Ασία. Για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως προορίζονταν οι Μεραρχίες Αδριανουπόλεως και Α’. Εξ αυτών, η Μεραρχία που θα μπορούσε να μεταφερθεί συντομότερα στα Μουδανιά ήταν η Α’ αφού βρισκόταν στη περιοχή της Σηλυβρίας και ως εκ τούτου ήταν πλησιέστερα προς το λιμάνι της Ραιδεστού. Υπόψη ότι η Σηλυβρία δεν διέθετε κατάλληλο λιμάνι για τη φόρτωση μιας μεραρχίας σε πλοία. Η απόσταση της Σηλυβρίας από τη Ραιδεστό ήταν σε ευθεία γραμμή άνω των 70 χλμ., ή 2 ημέρες πορείας. Και βεβαίως και οι τρεις μεραρχίες της Αν. Θράκης μόνο άρτια εξοπλισμένες και αξιόμαχες δεν ήταν. Δεν διέθεταν ικανή στελέχωση, αξιόλογο πυροβολικό και τα προβλεπόμενα μεταγωγικά. Κυρίως όμως, στερούνταν συνοχής και πολεμικής εμπειρίας.
Οι Μεραρχίες δεν είναι πιόνια του σκακιού για να μεταφέρονται από το ένα σημείο στο άλλο σε μηδενικούς χρόνους. Και οι 3 μεραρχίες της Ανατολικής Θράκης βρίσκονταν απλωμένες στους τομείς τους και προκειμένου μία εξ αυτών (η Α’ εν προκειμένω) να μεταφερθεί στα Μουδανιά, θα έπρεπε να παραδώσει το τομέα της στην Αδριανουπόλεως και στη συνέχεια να συγκεντρωθεί στο λιμάνι της Ραιδεστού. Απαιτούμενος χρόνος: 2 ημέρες τουλάχιστον. Ακόμη, για την επιβίβαση της στα μεταγωγικά πλοία θα χρειαζόταν άλλες 2 ημέρες. Και όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι τα μεταγωγικά πλοία θα είχαν συγκεντρωθεί έγκαιρα στη Ραιδεστό. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι θα απαιτούνταν τουλάχιστο δύο ημέρες προκειμένου να συγκεντρωθούν στη Ραιδεστό τα μεταγωγικά πλοία [επιβατηγά και φορτηγά] που θα επιτάσσονταν. Στους παραπάνω χρόνους θα πρέπει να προσθέσουμε 1 ακόμη ημέρα για το πλου από τη Ραιδεστό προς τα Μουδανιά, την αποβίβαση και τη συγκρότηση της μεραρχίας για ανάληψη αποστολής. Ακόμη και αν μπορούσαν να συντμηθούν οι χρόνοι, η Α’ Μεραρχία θα μπορούσε να αναλάβει αποστολή «υπερφαλάγγισης» του Τουρκικού στρατού, μόλις το πρωί της 17ης Αυγούστου, αν όχι αργότερα.
Ύστερα από τα παραπάνω, καθίσταται προφανές ότι ήταν αδύνατο να μεταφερθεί μια μεραρχία από την Ανατολική Θράκη στα Μουδανιά την ημέρα της τουρκικής επίθεσης στο Αφιόν Καραχισάρ ή την επομένη, όπως γράφει ο συγγραφέας. Πόσο μάλλον όταν η ανώτατη ελληνική στρατιωτική ηγεσία δεν είχε ακριβή εκτίμηση ή γνώση του χρόνου εκδήλωσης της τουρκικής επίθεσης, ώστε να προγραμματίσει το όλο σχέδιο εκ των προτέρων. Η Ελληνική Στρατιά, μολονότι το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου 1922 έλαβε σημαντικές πληροφορίες για την Τουρκική επίθεση, απέτυχε να εκτιμήσει το μέγεθος της συγκέντρωσης του Τουρκικού στρατού νότια του Αφιόν, με αποτέλεσμα να υποστεί στρατηγικό αιφνιδιασμό.
Αλλά και αν ακόμη υποτεθεί ότι μια μεραρχία από την Ανατολική Θράκη το πρωί της 17ης Αυγούστου βρισκόταν στα Μουδανιά, θα πρέπει να μας εξηγήσει ο συγγραφέας το πως αντιλαμβάνεται την υπερφαλάγγιση των Τουρκικών δυνάμεων με βάση τη στρατηγική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί τη στιγμή εκείνη στο θέατρο πολέμου της Μικράς Ασίας και η οποία με λίγα λόγια είχε ανατραπεί άρδην σε βάρος των Ελληνικών όπλων, επειδή:
Στις 17 Αυγούστου ο κύριος όγκος του Μικρασιατικής Στρατιάς στη περιοχή του Τουμλού Μπουνάρ, αποτελούμενος από 8 μεραρχίες υπό τα Α’ και Β’ Σώματα Στρατού, έχει ηττηθεί κατά κράτος σε διαδοχικές μάχες και – το χειρότερο – έχει διασπαστεί σε δύο Ομάδες. Μία υπό τον διοικητή της Ι μεραρχίας υποστράτηγο Φράγκου και μία άλλη υπό τον στρατηγό Τρικούπη. Μεταξύ των δύο ομάδων έχει χαθεί κάθε σύνδεσμός και επικοινωνία από το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου. Το απόγευμα της 16ης Αυγούστου η ομάδα υπό τον Φράγκου έχει εγκαταλείψει αδικαιολόγητα την τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ και υποχωρεί με καταρρακωμένο το ηθικό προς το Ουσάκ, με αποτέλεσμα να χαθούν και οι τελευταίες ελπίδες για την αποκατάσταση συνδέσμου με τη Ομάδα Τρικούπη. Η ομάδα υπό τον στρατηγό Τρικούπη συμπτύσσεται βραδυπορώντας εκτός των γραμμών συγκοινωνιών της και στις 16 Αυγούστου κυκλώνεται στο Ιλμπουλάκ Νταγ, διασπά το κλοιό, συνεχίζει να βραδυπορεί ασυγχώρητα ενώ ο χρόνος τρέχει σε βάρος της και το μεσημέρι της 17ης Αυγούστου οδηγείται στη κοιλάδα του Αλή Βεράν όπου κυκλώνεται και πάλι από τις τουρκικές δυνάμεις και στη μάχη που ακολουθεί συντρίβεται και καταστρέφεται πλήρως. Με άλλα λόγια, ο πόλεμος στη Μικρά Ασία είχε πλέον κριθεί και είχε χαθεί για την Ελλάδα, αφού στο νότιο μέτωπο δεν υπήρχε πλέον στρατός ικανός να σταθεί και να πολεμήσει, παρά μόνο ασύντακτα στίφη φυγάδων και μονάδες με καταρρακωμένο ηθικό που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να αποφύγουν την αιχμαλωσία και να φθάσουν όσο το δυνατό ταχύτερα στη θάλασσα και τη σωτηρία. Για αυτούς τους λόγους και κάτω από τη πίεση των πραγμάτων, στις 18 Αυγούστου το Γ’ Σώμα αποχώρησε από τη τοποθεσία που κατείχε ανατολικά του Εσκή Σεχήρ και δια συντόνων πορειών άρχισε να συμπτύσσεται προς τη Προύσα.
Η στρατηγική κατάσταση στις 17 Αυγούστου 1922
Ο συγγραφέας λέγοντας ότι η μεραρχία θα πλευροκοπούσε τις τουρκικές δυνάμεις που θα κατευθύνονταν στην Προύσα, πολύ απλά προτρέχει, καθώς έχοντας την άνεση να γνωρίζει εκ των υστέρων την εξέλιξη της τουρκικής επίθεσης και την επιτυχία που είχε, θεωρεί ότι τη στιγμή που η Μεραρχία από την Αν Θράκη αποβιβάζεται στα Μουδανιά [στις 13 ή 14 Αυγούστου κατά το συγγραφέα], το Γ’ ΣΣ υποχωρεί προς Προύσα και οι Τούρκοι το ακολουθούν «κατά πόδας». Αυτό ακριβώς γράφει αν διαβάσουμε προσεκτικά την πρότασή του [αν την ημέρα που εκδηλώθηκε η επίθεση .. (ή την επομένη) … μετέφεραν την Μεραρχία … στα Μουδανιά και … αυτή η δύναμη κατευθυνόταν προς Νότο, υπερφαλαγγίζοντας τις τουρκικές δυνάμεις που κατευθύνονταν προς την Προύσα …]. Όμως στις 17 Αυγούστου, που με βάση ακραίες, πλην όμως αρκετά ρεαλιστικές παραδοχές, θα είχε αποβιβαστεί η Μεραρχία στα Μουδανιά, η στρατηγική κατάσταση στο Μικρασιατικό μέτωπο είχε μεν ανατραπεί, αλλά το Γ’ Σώμα Στρατού με τις μεραρχίες ΧΙ, ΙΙΙ και Χ συνέχιζε να παραμένει στις θέσεις του ανατολικά το Εσκή Σεχήρ, πλην της Ανεξάρτητης που από τις 16 Αυγούστου είχε αρχίσει να κινείται προς το Τουμλού Μπουνάρ για να τεθεί υπό το Β’ Σώμα Στρατού [θα ειδοποιηθεί καθ’ οδόν από αεροπλάνο δια ερματισμένου μηνύματος ότι το Τουμλού Μπουνάρ εγκαταλήφθηκε και θα κινηθεί ανεξάρτητα -και αποκομμένη από κάθε άλλη Ελληνική δύναμη – μέσω Σιμάβ προς το Δικελί και τη σωτηρία].
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Γ΄ΣΣ, μέχρι την 16η Αυγούστου που αποχώρησε η Ανεξάρτητη, δεν χρειαζόταν καμιά βοήθεια για να αντιμετωπίσει αμυντικά και επιθετικά τις έναντι αυτού τουρκικές δυνάμεις [πάντα με την προϋπόθεση ότι θα είχε μια άλλη κατανομή των δυνάμεων του επί της τοποθεσίας], καθώς χονδρικά η δύναμή του ήταν ανώτερη των αντίστοιχων Τουρκικών. Αλλά ύστερα από τη συντριπτική ήττα του κύριου όγκου της Ελληνικής Στρατιάς στο νότιο μέτωπο και την άτακτη υποχώρηση των διασωθεισών Ελληνικών δυνάμεων προς τη θάλασσα, η απλή λογική και ο ρεαλισμός επέβαλλαν την διάσωση του Γ΄ΣΣ με την υποχώρηση αυτού προς τη Προύσα και τα λιμάνια της Προποντίδας. Ακόμα όμως κι αν θεωρηθεί ότι υπήρχε σκέψη για συγκέντρωση των τριών μεραρχιών του Γ΄ΣΣ και με την ενίσχυση από την «ειδική» μεραρχία που θα έφθανε από τα Μουδανιά, η δύναμη αυτή να κινηθεί εναντίον των αντιπάλων δυνάμεων και να τις «συντρίψει» και στη συνέχεια «να στραφεί στα νώτα του κυρίου όγκου» του κεμαλικού στρατού, αυτό δεν ήταν ούτε ρεαλιστικό, ούτε δυνατό. Χρειαζόταν σημαντικός χρόνος για να συγκεντρωθούν οι μεραρχίες ΙΙΙ και Χ που ήταν απλωμένες στην αμυντική τοποθεσία και απαιτούνταν αρκετές ημέρες για να φθάσει η «ειδική» Μεραρχία από τα Μουδανιά στη περιοχή του Εσκή Σεχήρ. Είναι ευνόητο ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η ΧΙ Μεραρχία που κάλυπτε από ανατολικά τη γραμμή συγκοινωνιών του Γ’ ΣΣ. Τι θα μπορούσε όμως να πράξει η υπόψη δύναμη εναντίον των απέναντι του μετώπου της Τουρκικών δυνάμεων; Απολύτως ουδέν. Απέναντι από την ΧΙ μεραρχία βρισκόταν η Ομάδα Κοτζά Ελί, ισοδύναμης δύναμης με την ΧΙ, και ανατολικά του Εσκή Σεχήρ βρίσκονταν 3 Τουρκικές μεραρχίες [1η, 41η και 61η] του ΙΙΙ Τουρκικού Σώματος Στρατού. Επί πλέον ο Τουρκικός στρατός, έχοντας στη διάθεση του τη σιδηροδρομική γραμμή της Βαγδάτης, θα μπορούσε να μεταφέρει σε πολύ-πολύ σύντομο χρόνο ισχυρές δυνάμεις από τη περιοχή του Τουμλού Μπουνάρ στη περιοχή της Κιουτάχειας, δηλαδή στο αριστερό πλευρό – μάλλον στα νώτα – των περί το Εσκή Σεχήρ Ελληνικών δυνάμεων. Έτσι η Τουρκική ηγεσία, θα μπορούσε να στρέψει εναντίον των 3 Ελληνικών μεραρχιών στη περιοχή του Εσκή Σεχήρ 2-3 μεραρχίες και σε συνδυασμό με τις 4 Μεραρχίες που βρίσκονταν ανατολικά, να επιτύχει μια κύκλωση αντιστοίχου μεγέθους με τη κύκλωση της ομάδας Τρικούπη. Υπό τις συνθήκες αυτές η παραμονή του Γ’ ΣΣ στη περιοχή του Εσκή Σεχήρ μετά τη συντριβή του Νοτίου Συγκροτήματος ήταν μη ρεαλιστική επιλογή και η προέλαση προς τα ενδότερα όχι απλώς δεν μπορούσε να συζητηθεί, αλλά θα ήταν αδιανόητα εγκληματική. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά την υποχώρηση του Γ’ ΣΣ προς τη Προποντίδα, η ΧΙ μεραρχία αποκόπηκε στα Μουδανιά και αιχμαλωτίστηκε. Δεν πρέπει ακόμη να μας διαφεύγει η ψυχολογία και οι εγγενείς αρετές και τα ελαττώματα των δύο λαών. Ο Τουρκικός στρατός διέθετε τον αέρα του νικητή, ενώ στον Ελληνικό είχε εμφιλοχωρήσει το πνεύμα του ηττημένου. Και ο Έλληνας μαχητής όσο δυνατός είναι στην επίθεση, τόσο αδύναμος και ευάλωτος είναι στη σύμπτυξη. Κανένας σχεδόν δεν θέλει να μείνει με τα τμήματα που συμπτύσσονται τελευταία από την τοποθεσία. Και το πνεύμα αυτό είναι που έχει οδηγήσει στην αποσύνθεση του Ελληνικού στρατού σε όσους πολέμους χρειάστηκε να συμπτυχθεί. Σχεδόν πάντα η σύμπτυξη του Ελληνικού στρατού μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. Και αυτό είναι αντικειμενική διαπίστωση.
Ορισμένα ακόμη ζητήματα που θα διευκολύνουν τη σκέψη επί του υπόψη ζητήματος:
Κυκλωτική κίνηση των ελληνικών δυνάμεων από το βορρά θα είχε νόημα, αν τα Α΄ και Β΄ΣΣ δεν υποχωρούσαν αλλά αντέτασσαν οργανωμένη άμυνα σε περιοχές όπως το Τουμλού Μπουνάρ, η Φιλαδέλφεια, ή πολύ πιο πίσω στο Νυμφαίο, οπότε τότε όντως οι τουρκικές δυνάμεις θα αντιμετώπιζαν πρόβλημα. Όταν όμως ο όγκος των ελληνικών δυνάμεων έχει αποσυντεθεί, δεν τίθεται καν θέμα πλευροκοπήσεων ή και απειλής της Άγκυρας ακόμη (οι αποστάσεις βέβαια εντέχνως μηδενίζονται – απόσταση σε ευθεία μεταξύ Εσκί Σεχίρ και Άγκυρας άνω των 200 χλμ.). Εννοείται βέβαια ότι ο αντίπαλος θα έχαιρε ακριβούς ενημέρωσης και πληροφόρησης για τις ελληνικές κινήσεις, ενώ αντίθετα η ελληνική πλευρά όχι.
Επίσης κάτι άλλο που δεν λέγεται είναι ότι ναι μεν το Γ΄ ΣΣ ήταν άθικτο και υποχωρούσε συντεταγμένα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνδρες του είχαν ως διά μαγείας αποκτήσει επιθετικό πνεύμα. Το γενικό πνεύμα στους άνδρες ολόκληρης της Στρατιάς Μικράς Ασίας, ήταν προσανατολισμένο προς την εκκένωση που φαινόταν. Το γεγονός ότι η Ανεξάρτητη Μεραρχία πλήρως συντεταγμένη κατάφερε να διαφύγει μαχόμενη, δεν μπορεί να προβληθεί ως επιχείρημα, καθώς οφείλεται στο γεγονός, ότι οι άνδρες αυτής, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο που διέτρεχαν από την αποκοπή τους, κινούμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, συσπειρώθηκαν και πειθάρχησαν στις διαταγές των ανωτέρων τους αποφεύγοντας την αποσύνθεση, καθώς κινούμενοι δυτικά, γνώριζαν ότι η οδός δεν ήταν ελεύθερη για να πετάξουν τα όπλα τους και να σπεύσουν στην θάλασσα, όπως έκανε ο υπόλοιπος όγκος των Ελλήνων στρατιωτών, αλλά αντελήφθησαν ότι για να πετύχουν, θα έπρεπε να πολεμήσουν και μόνο η πειθαρχία θα τους έδιδε αυτήν την ευκαιρία, όπως και έγινε. Το γεγονός ότι η κατάσταση του ηθικού των ανδρών του κατά τα άλλα άθικτου Γ΄ΣΣ ήταν σε λεπτή ισορροπία, αποδεικνύεται από το ότι στις 21 Αυγούστου κατά την διάρκεια της υποχώρησης, συνέβη η διάλυση του 52ου Συντάγματος Πεζικού, χωρίς αυτό να πιεστεί σοβαρά από τον αντίπαλο, απλά επειδή δέχθηκε πυρά πυροβολικού.
Η υποχώρηση των μεραρχιών ΙΙΙ και Χ του Γ’ ΣΣ προς τη Προύσα άρχισε το πρωί της 18ης Αυγούστου και γενικεύτηκε το απόγευμα της ιδίας ημέρας. Αλλά επί τη βάσει των προτάσεων του συγγραφέα, η Ελληνική Στρατιά χρησιμοποιώντας τη μεραρχία από την Ανατολική Θράκη, θα μπορούσε να υπερφαλαγγίσει τις έναντι του Γ΄ΣΣ τουρκικές δυνάμεις και να τις καταστρέψει, ενώ στη συνέχεια θα προήλαυνε στα ενδότερα και θα απειλούσε τα νώτα του κυρίου όγκου των τουρκικών δυνάμεων νοτιότερα στο Αφιόν. Αλλά από πού θα γινόταν η «υπερφαλάγγιση» που προτείνει ο συγγραφέας;
Προκειμένου να «υπερφαλαγγιστούν» οι Τουρκικές δυνάμεις που βάδιζαν προς τη Προύσα, θα έπρεπε η Α’ Μεραρχία από τα Μουδανιά, να κατευθυνθεί νότια και δια της κοιλάδας του ποταμού Αδρανού να κινηθεί προς τη Κιουτάχεια, η οποία βεβαίως είχε καταληφθεί από τις 17 Αυγούστου από τους Τούρκους. Και αυτό επειδή από τη Προποντίδα και τα Μουδανιά, δύο είναι οι κατευθύνσεις που οδηγούν στο οροπέδιο της Κιουτάχειας – Εσκή Σεχήρ. Η πρώτη ήταν από Προύσα προς Αϊνεγκιόλ – Καράκιοϊ – Εσκή Σεχήρ στην οποία από τις 18 Αυγούστου υποχωρούσε το Γ’ ΣΣ και η δεύτερη από δυτικά της Προύσας προς Μπεϊτζέκιοϊ (Orhaneli) και μέσω Ταουσανλή οδηγούσε στη Κιουτάχεια. Επομένως στη δεύτερη κατεύθυνση θα έπρεπε να κινηθεί η Α’ μεραρχία για να βρεθεί στα νώτα των Τούρκων. Μεταξύ όμως των δύο αυτών κατευθύνσεων παρεμβάλλεται ο απροσπέλαστος Βιθυνιακός Όλυμπος, που δεν επιτρέπει την εγκάρσια επικοινωνία μεταξύ των δυνάμεων που κινούνται και ενεργούν στις δύο κατευθύνσεις, με ότι βεβαίως συνεπάγεται αυτό. Υπόψη ότι ο χρόνος πορείας από τα Μουδανιά μέχρι τη Κιουτάχεια δια της κοιλάδας του Αδρανού, είναι 7 ημέρες. Επομένως όταν στις 23 Αυγούστου η Α’ Μεραρχία θα έφθανε στη Κιουτάχεια, αυτό που θα έκανε θα ήταν να παραδοθεί στους Τούρκους. Διότι θα βρισκόταν απομονωμένη και αποκομμένη στο κεντρικό Μικρασιατικό οροπέδιο, πολύ μακριά από όλες τις άλλες Ελληνικές δυνάμεις, αφού το μεν Γ’ ΣΣ στις 24 Αυγούστου πλησίαζε στη Προύσα, τα δε Α’ και Β’ ΣΣ [ό,τι είχε διασωθεί] περνούσαν την ίδια ημερομηνία το Σαλιχλί.
Με άλλα λόγια: ύστερα από την ανατροπή της στρατηγικής κατάστασης στο Μικρασιατικό μέτωπο σε βάρος των Ελληνικών όπλων, η υπερφαλάγγιση των νώτων του Τουρκικού στρατού που κατευθυνόταν στη Προύσα από μια μεραρχία που θα μεταφερόταν από τη Θράκη, είναι άνευ νοήματος και εκτός πραγματικότητας. Η πρόταση είναι μόνο για φιλοσοφική συζήτηση και τίποτε περισσότερο.
Ανακεφαλαιώνοντας:
Είναι απόλυτα σαφές, ακόμη και σε ένα μη ειδικό, ότι ο κ. Καργάκος προτείνει μια «ιδέα πολεμικής ενέργειας» που δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τα δεδομένα της στρατηγικής και τακτικής κατάστασης που διαμορφώθηκε με ραγδαία ταχύτητα στο Μικρασιατικό μέτωπο ύστερα από τη Τουρκική επίθεση της 13ης Αυγούστου 1922.
Τέλος, μία ακόμη σημαντική παρατήρηση: Όπως είναι γνωστό, ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που είχε καταλυτική σημασία σε βάρος του αμυντικού αγώνα που διεξήχθη στη δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας στις 13 και 14 Αυγούστου 1922, ήταν η απουσία ισχυρής εφεδρείας δυνάμεως μεραρχίας (+) που να μπορεί να επέμβει άμεσα συγκεντρωτικά και αποφασιστικά στο διεξαγόμενο αγώνα. Δυστυχώς, αυτό προτάθηκε και απορρίφθηκε από τον Χατζανέστη και τον επιτελάρχη της Στρατιάς. Ακόμη προτάθηκε – αλλά απορρίφθηκε – και η απόσυρση από την τοποθεσία του Γ’ ΣΣ των μεραρχιών Χ και Ανεξάρτητης, προκειμένου να συγκροτηθεί ισχυρή στρατηγική εφεδρεία. Ακόμη ένα κρίσιμο και σημαντικό στοιχείο που δυστυχώς παραβλέπεται είναι ότι οι δυνάμεις που μεταφέρθηκαν στην Ανατολική Θράκη, μετά τη ματαίωση της επιχείρησης για τη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, δεν επέστρεψαν στη Μικρά Ασία. Τουλάχιστο δεν επέστρεψε κάποιο μέρος. Ποιο είναι όμως το τραγικό του ζητήματος; Ότι όταν ξεκίνησε η Τουρκική επίθεση διατάχθηκε αναδιάταξη του Γ’ ΣΣ και αποχώρηση της Ανεξάρτητης από τη τοποθεσία της προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως εφεδρεία. Αυτά όμως δεν γίνονται τη τελευταία στιγμή και υπό τη πίεση των γεγονότων, διότι ως συνήθως ο χρόνος δεν φθάνει. Ακόμη, κάτω από τη πίεση της δυσμενούς κατάστασης που διαμορφώθηκε στη δεξιά πτέρυγα του Ελληνικού μετώπου, μεταφέρθηκε εσπευσμένα από την Ανατολική Θράκη στη Σμύρνη η Μεραρχία Α’ αλλά δεν κατέβηκε από τα πλοία. Θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί αμέσως μετά τη ματαίωση της επιχείρησης για τη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και να είχε προωθηθεί στη περιοχή του Αφιόν. Αυτά είναι τα σημαντικά, που είναι όμως και πολύ απλά.
Δ) Διατήρηση προγεφυρώματος στην Χερσόνησο της Ερυθραίας
Στο σημείο αυτό πρέπει να τεθεί το ερώτημα για τον σκοπό που θα εξυπηρετούσε η διατήρηση ενός προγεφυρώματος στην χερσόνησο της Ερυθραίας. Η διατήρησή του θα ήταν μόνιμη ώστε να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό χαρτί στο μέλλον ή θα αποσκοπούσε στην διάσωσή του και ενσωμάτωσή του στο ελληνικό κράτος μετά την ειρήνη;
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας θέτει ο ίδιος ως προϋπόθεση την έγκαιρη προετοιμασία, καθώς αντιλαμβάνεται ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος στοιχειώδης οργάνωση του εδάφους με αμυντικά έργα. Με αυτόν τον τρόπο όμως αναιρεί την επόμενη σημείωση για επάνδρωση της θέσης έστω και από Πολιτοφυλακή (sic)! Το πότε θα έπρεπε να έχει γίνει η έγκαιρη οργάνωση της θέσης δεν προσδιορίζεται. Και πάλι, στο σημείο αυτό είναι φανερό ότι εκ των υστέρων ο καθένας μπορεί να πει πολλά, αλλά από την στιγμή που η Στρατιά Μικράς Ασίας δεν είχε καν σχεδιάσει μια δεύτερη γραμμή αμύνης στην τοποθεσία της (και δε συζητάμε για την οχύρωση της Σμύρνης, που όντως είχε αρχίσει να μελετάται αλλά για γενικότερους λόγους είχε εγκαταλειφθεί νωρίς) από την στιγμή που από το 1922 ήταν προσανατολισμένη στο αποχώρηση, είναι υπερβολικό να μιλάμε για έγκαιρη οχύρωση της Χερσονήσου της Ερυθραίας, ιδίως όταν δεν προσδιορίζεται ο σκοπός.
Σε κάθε περίπτωση, είναι παράλογη υπόθεση ότι ο Κεμάλ θα επιδίωκε την σύναψη ανακωχής και αργότερα θα προσερχόταν σε διαπραγματεύσεις, έχοντας επιτρέψει την διατήρηση ενός ελληνικού προγεφυρώματος στην Μικρά Ασία, δηλαδή θα αφίστατο της θεμελιώδους πολιτικής του από την οποία δεν είχε αποστεί ούτε μία στιγμή από το Συνέδριο της Σεβάστειας, και μάλιστα τη στιγμή που είχε κερδίσει συντριπτική στρατιωτική νίκη. Θα είχε φροντίσει να συγκεντρώσει, έστω σε αυτό το στενό μέτωπο, συντριπτικές δυνάμεις και κυρίως πυροβολικό, για την εξάλειψή του.
Η σκέψη για την υποστήριξη μιας ενδεχόμενης χερσαίας άμυνας στην Ερυθραία από τα πλοία του Βασιλικού Ναυτικού επίσης δεν ευσταθεί. Για να υποστηρίξει το Β.Ν. τα ελληνικά τμήματα που θα τάσσονταν (προφανώς) στο Λεστρέν Νταγ, κλείνοντας το “λαιμό” της Ερυθραίας, τα θωρηκτά θα έπρεπε να είναι σε θέση να εκτελούν επισκυπτική βολή. Πλην όμως, τα ναυτικά πυροβόλα είχαν ελάχιστη δυνατότητα ανύψωσης, και μπορούσαν να εκτελέσουν μόνον ευθύφορο βολή. Έτσι, αδυνατούν να εκτελέσουν έμμεση βολή, όπως απαιτούσε η συγκεκριμένη τοποθεσία. Τα ναυτικά πυροβόλα μπορούσαν να εκτελούν υποστήριξη επί της ακτής, αλλά μέχρι εκεί. Κι όλα αυτά τα (τελείως θεωρητικά, ούτως ή άλλως), αν υποθέσουμε ότι μπορούσε να αποκατασταθεί έλεγχος των ναυτικών πυροβόλων από τις διοικήσεις πυροβολικού. Το ενδεχόμενο τα πλοία να πλησίαζαν από τα βόρεια ή τα νότια τη χερσόνησο είναι επίσης απαγορευτικό, καθώς έτσι θα εκτίθονταν στα πυρά του χερσαίου πυροβολικού, τα οποία δε θα μπορούσαν, καν, να ανταποδώσουν. Σε αυτά, ας προστεθεί η υπερεκτίμηση στην υποστήριξη πυροβολικού που θα μπορούσε να παράσχει το Ναυτικό σε χερσαίες επιχειρήσεις. Τα αποθέματα διαθεσίμων πυρομαχικών θεωρούνταν χαμηλά ήδη για ναυτικό αγώνα, έχει προαναφερθεί ότι οι καταναλώσεις πυροβολικού στις χερσαίες επιχειρήσεις είναι πολύ υψηλότερες από αυτές του ναυτικού αγώνα, κι αυτό πιθανότατα ίσχυε κατά μείζονα λόγο για την περίπτωση «παλαιών» πολεμικών που προτείνει ο συγγραφέας – και τα οποία προσδιορίζει σε μόλις δύο!
Ε) Έμφαση από ελληνικής πλευράς στον στρατηγικό αεροπορικό αγώνα και την δράση τεθωρακισμένων
Αεροδρόμιο Σμύρνης, 1919.
Η αποκορύφωση των εκ των υστέρων (με παρέλευση δεκαετιών) υποδείξεων στρατιωτικών επιλογών προς την ελληνική πλευρά έρχεται στον τέλος. Βάσει των διδαγμάτων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ελληνική στρατιωτική ηγεσία θα έπρεπε να είχε αναπτύξει δόγματα αεροπορικής και μηχανοκίνητης δράσης.
Κατ΄ αρχάς, παραβλέπεται χαρακτηριστικά ο παράγοντας του κόστους. Τόσο τα αεροπλάνα όσο και τα άρματα της εποχής ήταν – κατ΄ αναλογίαν – τόσο ακριβά όσο είναι και σήμερα. Μετά τις επιχειρήσεις προς Άγκυρα, η οικονομική κατάσταση στην ελληνική πλευρά ήταν τέτοια, που όχι απλώς δεν επέτρεπε την απόκτηση σύγχρονων μέσων και μάλιστα σε σημαντικούς αριθμούς, αλλά έκανε άκρως προβληματική ακόμη και την ίδια τη συντήρηση και ανεφοδιασμού των υφισταμένων δυνάμεων. Το κόστος επιβαρυνόταν επιπλέον από την ανάγκη αγοράς ανταλλακτικών και πυρομαχικών.
Η πρόταση για τη χρήση αρμάτων στη Μικρά Ασία βασίζεται στη διαπίστωση ότι « Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – και πάλι κατά την τελευταία φάση του – έδειξε ότι ο επόμενος […], θα ήταν πόλεμος τεθωρακισμένων.» Η διαπίστωση αυτή βασίζεται στην άγνοια των διεργασιών ανάπτυξης του όπλου των Τεθωρακισμένου κατά τον Μεσοπόλεμο. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, θα αναφέρουμε μερικά βασικά στοιχεία σχετικά με αυτό: α) Η χρήση των τεθωρακισμένων που εντυπωσίασε όλον τον κόσμο κατά την έναρξη του και όλη τη διάρκεια του Β΄ΠΠ είχε μικρή σχέση με τη χρήση τους κατά τον Α΄ΠΠ. Μπορεί το μέσον να ήταν σε γενικές γραμμές το ίδιο, αλλά χρησιμοποιήθηκε κατά τελείως διαφορετικό τρόπο στον Β΄ΠΠ απ΄ ότι κατά τον Α’ ΠΠ – σε βαθμό που η χρήση του στον Β’ ΠΠ προήλθε πολύ λίγο από την εντύπωση που είχε κάνει η εκμετάλλευσή του κατά τον Μεγάλο Πόλεμο και περισσότερο επειδή διαπιστώθηκε ότι έδινε λύση σε άσχετα με αυτό προβλήματα που είχαν αντιμετωπιστεί τότε. β) η χρήση των τεθωρακισμένων κατά τον Β’ ΠΠ επήλθε μετά από μια πολύ μακρά κι εντατική διεργασία ανάλυσης και δοκιμών κατά τον Μεσοπόλεμο, από στρατούς με μακρά αναλυτική-επιτελική παράδοση, μεγάλη πολεμική πείρα στον αμέσως προηγηθέντα πόλεμο, άνεση χρόνου, και άφθονα μέσα για να πειραματιστούν και να κάνουν δοκιμές – τακτικές και τεχνικές. Τίποτα από αυτά δεν ίσχυε για τον Ελληνικό Στρατό στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το να προβάλλεται η ανάπτυξη των τεθωρακισμένων σαν αυτόματη και αυτονόητο εξέλιξη του τέλους του Α’ ΠΠ είναι απλούστατα χονδροειδές σφάλμα οφειλόμενο σε άγνοια.
Πέραν αυτού, ο συγγραφέας δεν προτείνει κανένα συγκεκριμένο δόγμα, τρόπο χρήσης και ευκαιρία εκμετάλλευσής των αρμάτων στη Μικρά Ασία. Μπορεί κανείς να υποθέσει είτε ότι εννοείται η δυνατότητα χρήσης κατά τον ίδιο τρόπο που αυτά χρησιμοποιήθηκαν κυρίως στον Β΄ΠΠ, ως ταχυκίνητων μονάδων που εκμεταλλεύονταν ρήγματα, είτε κατά τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν στον Α΄ΠΠ, για τη διάρρηξη ισχυρών τοποθεσιών. Παραβλέπονται έτσι τα βασικά δεδομένα της Μικρασιατικής Εκστρατείας: Αν υποθέσουμε ότι υπονοείται η χρήση τους ως ενός είδους «ιππικού» (σε πολύ γενικές γραμμές, ο τρόπος χρήσης στον Β’ ΠΠ), παραβλέπεται ότι τα άρματα του Α΄ΠΠ δεν ήταν σε θέση να κάνουν κάτι τέτοιο: Τα διαθέσιμα τότε γαλλικά άρματα προς πώληση ήσαν τα Renault FT-7, τα οποία όπως και τα υπόλοιπα της εποχής εκείνης, χαρακτηρίζονταν από την ανάπτυξη μικρών σχετικά ταχυτήτων 7 χλμ./ώρα και σχετικά μικρής αυτονομίας (65 χλμ.). Αν υποθέσουμε ότι υπονοείται η χρήση τους ως ενός είδους «πολιορκητικού κριού» για τη διάσπαση ισχυρών τοποθεσιών, (σε πολύ γενικές γραμμές, ο τρόπος χρήσης στον Α’ ΠΠ), παραβλέπεται ότι αυτό στην Δυτική Ευρώπη λάμβανε χώρα σε πεδινές εκτάσεις, ενώ στη Μικρασία οι αποφασιστικότερες μάχες, όπως αυτή προς Άγκυρα, διεξήχθησαν σε ορεινό έδαφος, όπου χρήση των αρμάτων ήταν αδύνατη. Και, φυσικά, παράγοντες όπως οι ανάγκες Διοικητικής Μέριμνας και υποστήριξης αυτών των μονάδων παραβλέπονται χαρακτηριστικά.
Σε ότι αφορά την αεροπορία, αντικείμενο για το οποίο εκφέρονται ανάλογες κρίσεις, σημειώνονται τα εξής: H ανάγκη που αναφέρεται για επίτευξη αεροπορικής υπεροχής είναι περιττή, καθώς έως το καλοκαίρι του 1922, αυτή ήταν αναμφισβήτητα ελληνική. Ο καθορισμός της Άγκυρας ως στόχου των αεροπορικών βομβαρδισμών αποτελεί άλλη μια ατυχή επιλογή καθώς μετά τις επιχειρήσεις Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1921, αυτή απώλεσε την σημασία της ως κέντρο εφοδιασμού και συγκέντρωσης των κεμαλικών δυνάμεων, και αυτό μετατοπίστηκε στο Ικόνιο. Όμως, αυτό είναι το έλασσον. Το βασικότερο είναι (και πάλι) ότι μια εκστρατεία στρατηγικού βομβαρδισμού (όπως υπονοείται) απαιτεί αεροπορικά μέσα σε ποιότητα και ποσότητα που όχι απλώς η Ελλάδα αδυνατούσε κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας να αποκτήσει, αλλά δεν υπήρχαν διαθέσιμα ούτε για πολύ ισχυρότερες χώρες.
[i] Ναυτική Επιθεώρηση, τεύχος 582, Τόμος 172, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος-Νοέμβριος 2012, «Έπρεπε; Τις πταίει;» του Σαράντη Καργάκου (Αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922, από το έπος στην τραγωδία», Εκδόσεις ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ, Αθήνα 2010), σελ. 46-47