Μικρασιατική Εκστρατεία: Παρεξηγήσεις και Μύθοι, Μέρος 2ο

Γράφει ο Κ/Δ Κ.Β.

Σε συνέχεια του προηγουμένου κειμένου που αφορούσε τις ιδιόρρυθμες απόψεις του κ. Καργάκου για το στρατιωτικό σκέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, παρουσιάζεται το δεύτερο μέρος της εργασίας που πραγματεύεται ισχυρισμούς του αείμνηστου – και κορυφαίου τουρκολόγου – Νεοκλή Σαρρή.

Καργάκος_Σαρρής

Ο αείμνηστος καθηγητής Νεοκλής Σαρρής, σε παρέμβασή του με τίτλο «Η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Σμύρνη όπως δεν έχει μέχρι σήμερα ιστορηθεί», στο ένθετο της εφημερίδας ΤΟ ΠΑΡΟΝ με τον εξαιρετικά ενδιαφέροντα τίτλο: «Τι οδήγησε στην Μικρασιατική Τραγωδία – Μπορούσε να αποφευχθεί;» μεταξύ άλλων αναπτύσσει την άποψη περί απέχθειας και ρατσισμού έναντι των Μικρασιατών που κυριαρχούσε στην βασιλική παράταξη των Αθηνών και η οποία  απετέλεσε και το κυριότερο αίτιο της καταστροφής. Συνδυάζοντας την πεποίθηση αυτή με στρατιωτικές υποθέσεις και θεωρίες, η όλη Μικρασιατική Εκστρατεία λαμβάνει απρόβλεπτες ιστορικές διαστάσεις:

«Η αρνητική αυτή έναντι των Μικρασιατών, Σμυρνιών, Ποντίων κ.ά. στάση έχει και ένα τραγικό επακόλουθο: την ίδια την Μικρασιατική Καταστροφή! Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο πρίγκιπας Ανδρέας (πατέρας του Φιλίππου, συζύγου της βασίλισσας Ελισάβετ της Αγγλίας), ο οποίος χάρη στην ξενική παρέμβαση γλίτωσε την τελευταία στιγμή την παραπομπή του στο στρατοδικείο που δίκασε και καταδίκασε τους Έξι, με την κατηγορία ότι ως αξιωματικός υπήρξε ένας από τους υπαιτίους της καταστροφής, έγραφε σε ιδιωτική επιστολή ότι θα έπρεπε να άφηναν τους Σμυρνιούς και Μικρασιάτες να τους σφάξουν οι κεμαλικοί, για να μη μολύνουν ως ακραιφνείς βενιζελικοί την Ελλάδα! Το ανόσιο όμως ομολόγημα του πρίγκιπα Ανδρέα υποσυνείδητα υπήρχε, όπως θα δούμε στην συνέχεια και σε άλλους, με πρώτο ίσως τον αρχιστράτηγο της ήττας και ένα από τους Έξι, Χατζανέστη, που έπασχε από σοβαρότατο ψυχικό νόσημα. Όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Μπιλγκέ Ουμάρ σ’ ένα πολύ περιεκτικό και ενδιαφέρον έργο του που τιτλοφορείται «Οι τελευταίες ημέρες των Ελλήνων στη Σμύρνη», μόλις διερράγη το μέτωπο και άρχισε η οπισθοχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, ο Κεμάλ δίχως χρονοτριβή εισήλθε στη Σμύρνη με το επιτελείο του, με τη συνοδεία μόνον ενός σώματος ιππικού των σπαθοφόρων με διοικητή τον Φαχρεντήν πασά (Αταλάη). Η διαταγή του Χαντζανέστη προς τις οπισθοχωρούσες δυνάμεις ήταν να παρακάμψουν την πόλη της Σμύρνης και να προωθηθούν προς τις περιφερειακές προκειμένου να επιβιβαστούν στα πλοία του στόλου που ναυλοχούσε στην περιοχή. Παρά ταύτα μια ταξιαρχία, προερχόμενη από το Σεϋντίκιοϊ, κατά λάθος θέλησε να διέλθει από τη Σμύρνη και αποδεκατίστηκε από τους σπαθοφόρους. Σημειώνει λοιπόν ο τούρκος ερευνητής σε υποσημείωση (σελ. 294 υποσημ. 16):

«. . . Εάν ήταν μια ισχυρή ελληνική δύναμη κάνα δύο μεραρχιών θα μπορούσε να κόψει με μια πολύ μικρή δύναμη και με την υποστήριξη κάποιου πυροβολικού, τους δρόμους που οδηγούσαν από το εσωτερικό της Ανατολής (Μ. Ασία) στη Σμύρνη, οπότε μέχρι να έλθουν από το εσωτερικό τουρκικές δυνάμεις να υπερπηδήσουν το εμπόδιο αυτό και να προστρέξουν σε βοήθεια του σώματος ιππικού στη Σμύρνη, θα ήταν σε θέση, αιφνιδιάζοντας με έφοδο τις τουρκικές μονάδες και τους διοικητές τους, να τους πιάσουν απολύτως στον ύπνο.

Έτσι θα μπορούσαν άνετα να αιχμαλωτίσουν τον Αρχιστράτηγο του τουρκικού στρατού (δηλαδή τον Κεμάλ), τον διοικητή του δυτικού μετώπου (δηλαδή τον Ισμέτ Ινονού), τον Αρχηγό του Επιτελείου (Φεβζή-Τσακμάκ) και άλλους πολλούς ανώτατους αξιωματικούς. Κάτι που σήμαινε για τους Τούρκους το τέλος του παντός. Επιπλέον επειδή θα είχαν κοπεί οι έξοδοι από τη Σμύρνη (μέχρις ότου έλθουν ενισχύσεις από το εσωτερικό), οι Τούρκοι θα ήταν αδύνατο να αντισταθούν. Και αυτό δεδομένου ότι η πόλη εκτεινόταν κατά μήκος της θάλασσας και εάν εκείνη τη στιγμή εμφανίζονταν στο κόλπο (της Σμύρνης) τα ελληνικά πολεμικά πλοία γεμάτα από στρατό οι Τούρκοι, που στερούνταν βαρύ πυροβολικού, θα έβλεπαν τη μεγάλη νίκη τους να μετατρέπεται (και μάλιστα σε λίγες ώρες) σε μεγάλη καταστροφή».

Το ερώτημα γιατί απεφεύχθη αυτό που επέβαλε η κοινή λογική βρίσκει απάντηση στην παραπάνω ανάλυσή μας. Γιατί διέλευση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων από τη Σμύρνη και συγκέντρωσή τους σ’ αυτήν σήμαινε προστασία και ως έναν βαθμό σωτηρία για τους Σμυρνιούς που αφέθηκαν στο έλεος των σφαγέων τους. Προφανώς λοιπόν το μέτρο ήταν παράλογο και μόνο ψυχαναλυτικά μπορεί να ερμηνευθεί. Δηλαδή υποσυνείδητα η επιθυμία ήταν και η καταστροφή των Μικρασιατών και η αυτοκαταστροφή της Ελλάδας (και όσων εκείνη τη στιγμή την εξέφραζαν) που οδηγούσε στον όλεθρο τους πληθυσμούς.

Πριν από κάποια χρόνια πραγματοποίησα μια διάλεξη στη Λαμία με θέμα τον Νικόλαο Πλαστήρα, στην οποία αναφέρθηκα και στο παραπάνω περιστατικό. Μετά το τέλος της ομιλίας με πλησίασε μια κυρία με βουρκωμένα μάτια. «Κύριε καθηγητά, επιτέλους το άκουσα και δημόσια να λέγεται αυτό που δημόσια επαναλάμβανε ο πατέρας μου συνέχεια, μέχρι το θάνατό του. Ξέρετε πολέμησε με τον «Αρχηγό» (δηλαδή τον Πλαστήρα) στην Ουκρανία και τη Μικρά Ασία. Μου έλεγε, λοιπόν, ο πατέρας μου ότι αν τον άκουγαν και ο στρατός μας δεν παρέκαμπτε τη Σμύρνη, αλλά περνούσε μέσα από αυτήν, θα ήταν διαφορετική η εξέλιξη, γιατί είχαμε τον Κεμάλη μέσα στη φούχτα μας» (sic).

Λίγοι γνωρίζουν ότι ο Μαύρος Καβαλάρης, ο Νικόλαος Πλαστήρας, έπασχε από χρόνια κατάθλιψη, η οποία άλλωστε φαίνεται και στις φωτογραφίες του. Κατάθλιψη η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνος γνώριζε ότι ακόμη και την τελευταία στιγμή μπορούσε να ανατραπεί η τραγωδία η οποία ως ενέργεια αυτοχειριασμού του Ελληνισμού μπορεί να ερμηνευτεί. Έτσι ο Αρχηγός  κυκλοφορούσε τις νύχτες στους δρόμους ψάχνοντας για ορφανά προσφυγόπουλα που υιοθετούσε αθρόα στέλνοντάς τα στη μητέρα του να τα φροντίζει. Μάταια η δύστυχη του παραπονούνταν πως ο μισθός του δεν επαρκούσε για τόσα άτομα. Και ο αγωνιστής γιος της επέμενε, περιστέλλοντας τις προσωπικές του ανάγκες στο ελάχιστο ζώντας έτσι μια ζωή σε μεγάλη οικονομική στεναχώρια. Ήταν σαν να ήθελε να εξιλεωθεί για την αβελτηρία της ίδιας της Ελλάδας, κυρίως για την κατά βάθος «θελημένη» αστοχία της τότε πολιτικής ηγεσίας και των κατασκευαστών και καθοδηγητών της κοινής γνώμης που είχε ζήσει και η οποία με παραλλαγές συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. (1)

Η περιγραφή που κάνει ο συγγραφέας είναι ενδιαφέρουσα και δείχνει ιδιαίτερα σαφής, εδράζεται όμως σε εσφαλμένα στοιχεία που αποτελούν την εκκίνηση ολόκληρης θεωρίας που αναπτύσσεται εν συνεχεία και οδηγεί σε φανταστικές υποθέσεις και συμπεράσματα. Πόσο μάλλον όταν στηρίζεται σε ελαφρότατες θεωρίες ενός τούρκου καθηγητή.

Κατηγορία προς Πρίγκιπα Ανδρέα για υπαιτιότητα στην Μικρασιατική Καταστροφή

O Πρίγκηπας Ανδρέας

Ο αείμνηστος καθηγητής, επιχειρώντας να στοιχειοθετήσει την ρατσιστική συμπεριφορά της βασιλικής παράταξης απέναντι στους Μικρασιάτες Έλληνες, αναφέρει αόριστα ότι ο Πρίγκιπας Ανδρέας δεν παρεπέμφθη στο στρατοδικείο που δίκασε τους Έξι χάρις την ξενική παρέμβαση, αφού αντιμετώπιζε την κατηγορία ότι υπήρξε ένας από τους υπαιτίους της Καταστροφής. Ο καθηγητής δεν διευκρινίζει την κατηγορία βάσει της οποίας παραπέμφθηκε και δίδει την εντύπωση ότι η ενοχή του είναι δεδομένη. Καθώς η εμπλοκή του Πρίγκιπα Ανδρέα κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας αφορούσε την διοίκηση στρατιωτικών μονάδων και σχηματισμών, η κατηγορία που του προσάπτεται θα πρέπει να αφορούσε σκόπιμη και καίρια βλάβη των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού.

Όμως όπως είναι γνωστό, ο Πρίγκιπας Ανδρέας όντως παρεπέμφθη σε στρατοδικείο λίγες ημέρες μετά την εκτέλεση των Έξι. Η κατηγορία που του απαγγέλθηκε ήταν ότι ως διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού και κατά την διάρκεια των επιθετικών επιχειρήσεων του Αυγούστου 1921, εκδήλωσε ανυποταξία ενώπιον του εχθρού. Μετά από 3ήμερη ακροαματική διαδικασία κηρύχθηκε παμψηφεί ένοχος και τιμωρήθηκε σε ισόβια υπερορία και καθαίρεση από τον βαθμό του υποστρατήγου. Καθώς μόλις είχε προηγηθεί η εκτέλεση των Έξι, ασκήθηκαν έντονες πιέσεις – από την αγγλική κυρίως πλευρά – ώστε να μην επαναληφθεί νέα καταδίκη σε θάνατο, κάτι που όντως συνέβη μετά από προσωπική επέμβαση του Άγγλου απεσταλμένου Τάλμποτ στον Υποστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο.

Ωστόσο, οι γνωρίζοντες την ακριβή φύση της κατηγορίας που του απαγγέλθηκε αντιλαμβάνονται ότι η συγκεκριμένη κατηγορία περί ανυπακοής, εξεταζόμενη σοβαρά και στο γενικότερο πλαίσιο των επιχειρήσεων την δεδομένη χρονική στιγμή, όχι μόνο δεν επιδέχεται κατηγορηματικής βεβαιότητας ως προς την διάπραξη, αλλά δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε επίδραση στην γενικότερη εξέλιξη των επιχειρήσεων. Ούτως ή άλλως, κατά τη στιγμή που εκδηλώθηκε η υποτιθέμενη ανυπακοή, η Στρατιά Μικράς Ασίας είχε ήδη περιπέσει σε άμυνα, κλονισμένη από τον υψηλό αριθμό απωλειών και την σθεναρή αντίσταση των κεμαλικών και ανέμενε την πολιτική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, την οποία ημέρες πριν είχε ενημερώσει αρμοδίως για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Σε καμμία περίπτωση το συγκεκριμένο μεμονωμένο περιστατικό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν υπεύθυνο για την εξέλιξη των γεγονότων, αφού η δυναμική της ελληνικής ενέργειας είχε προ πολλού εξανεμιστεί.

Πολύ περιληπτικά, η όλη υπόθεση σχετικά με την «απειθαρχία» του Πρίγκιπα Ανδρέα αφορούσε περιστατικό της 27ης Αυγούστου 1921, τη στιγμή δηλαδή που η ελληνική επίθεση στο Σαγγάριο είχε ουσιαστικά αποτύχει και η Στρατιά ετοιμαζόταν να περιπέσει σε αμυντικό αγώνα, αντιλαμβανόμενη επιθετική κίνηση εκ μέρους των τούρκων. Η διάταξη των τριών ελληνικών ΣΣ ήταν (από αριστερά προς δεξιά ή από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά – με μέτωπο προς τα βορειοανατολικά) Γ’ ΣΣ, Α’ ΣΣ και Β’ ΣΣ. Εξ αυτών, το πλέον ταλαιπωρημένο ήταν το Β’ ΣΣ εξ αιτίας των αιματηρών μαχών που μόλις είχε δώσει, της πορείας δια της Αλμυράς Ερήμου που είχε προηγηθεί καθώς και της μεγαλύτερης αποστάσεώς του από τη βασική οδό εφοδιασμού της Στρατιάς, γεγονός που σήμαινε ότι εφοδιαζόταν ελλιπώς.

Εν όψει της διαφαινόμενης εχθρικής συγκέντρωσης και επιθετικής πρόθεσης των τούρκων έναντι του Γ΄ΣΣ, η Στρατιά διέταξε τα Α΄ και Β’ ΣΣ να είναι έτοιμα να επιτεθούν στους τομείς τους ώστε να κλονίσουν την τουρκική ηγεσία, να την εξαναγκάσουν να αποσπάσει δυνάμεις από την Κύρια Προσπάθειά της (στο Γ΄ΣΣ) και να τις μεταφέρει νοτιο-ανατολικότερα. Επέλεξε την ενέργεια αυτή έναντι της μεταφοράς του Β’ ΣΣ (του αριστερού της παρατάξεως, που δεν υφίστατο κίνδυνο) προς ενίσχυση του Γ΄ΣΣ κρίνοντας ότι αυτό δε θα προλάβαινε να ενισχύσει εγκαίρως το Γ’ ΣΣ αν μετακινούταν. Και τα δύο ΣΣ, Α’ και Β’, διαφωνούσαν με την απόφαση αυτή. Θεωρώντας ότι η διαταγή της ΣΜΑ ήταν διατυπωμένη έτσι ώστε να υπονοεί ότι  το Β’ ΣΣ δε διατάχθηκε να κινηθεί προς υποστήριξη του Γ΄ΣΣ μόνον εξ αιτίας της αμφιβολίας για την έγκαιρη μετακίνηση, και κρίνοντας ότι αυτό είναι εφικτό, το πρωί της 27ης/8 η διοίκηση του Σώματος αποφάσισε πρωτοβούλως να κινηθεί προς την περιοχή του Σιβρί (το δεξιό του Γ’ ΣΣ) Παρά το γεγονός ότι στις 03.00 της 27ης/8 έλαβε διαταγή να είναι σε ετοιμότητα να εξαπολύσει επίθεση εναντίον του αντιπάλου μόλις εκδηλωθεί η αναμενόμενη τουρκική επίθεση εναντίον του Γ΄ΣΣ, στις 08.00 της ίδιας ημέρας, και έχοντας διαπιστώσει ότι δεν έχει εκδηλωθεί η αναμενόμενη επίθεση, αποφάσισε την κίνηση προς βορειοανατολικά, ενημέρωσε τη Στρατιά για την πρόθεσή της επεξηγώντας τους λόγους που την επέβαλαν, μετακίνησε υπό το φως της ημέρας τα μη μάχιμα στοιχεία και τα μεταγωγικά και διέταξε την προετοιμασία της μετακίνησης των μάχιμων δυνάμεων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η Στρατιά μόλις ενημερώθηκε δεν ενέκρινε τη μετακίνηση, τονίζοντας (στις 27/8, 15.30) ότι είναι αποκλειστική της δικαιοδοσία μια τέτοια διαταγή. Κατά την 27η δεν εκδηλώθηκε η αναμενόμενη επίθεση, που τελικά εκδηλώθηκε το πρωί της 28ης/8.  Η Διοίκηση του Β’ ΣΣ δοκίμασε μεγάλη έκπληξη όταν τις απογευματινές ώρες της 28ης/8 δέχτηκε διαταγή από τη Στρατιά να προβεί στην ενέργεια που την προηγούμενη ημέρα είχε αποδοκιμαστεί έντονα.

Με άλλα λόγια, η όλη υπόθεση της «ανυπακοής» αφορούσε μια πρωτοβουλία για μετακίνηση του Β΄ΣΣ σε χρόνο που αυτό δεν ήταν εμπλεγμένο, και αφορούσε μια πρωτοβουλία που η Στρατιά εμμέσως πλην σαφώς αναγνώρισε ως ορθή, επαναλαμβάνοντάς την την επομένη. Πιθανόν η στρατιωτική δεοντολογία να παραβιάστηκε τη στιγμή εκείνη (όχι πάντως προκλητικά, και σίγουρα όχι περισσότερο απ΄ ό,τι συνέβη σε πλείστες άλλες περιπτώσεις κατά την Εκστρατεία), αλλά όλη η σημασία του περιστατικού εξαντλείται σε αυτό. Είναι προφανές ότι καμία «ευθύνη για τη Μικρασιατική Καταστροφή» ή οποιαδήποτε άλλη ευθύνη για ζημία της ελληνικής στρατιωτικής προσπάθειας δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στο περιστατικό αυτό, η δε εκμετάλλευσή του κατά τη δίκη του Ανδρέα υπήρξε εντελώς προσχηματική.

Η όλη υπόθεση έτυχε έντονης πολιτικής εκμετάλλευσης για λόγους εντυπωσιασμού και σκοπιμότητας εξ αιτίας της βασιλικής καταγωγής του διοικητή του Β΄ Σώματος. Η παραπομπή σε ξεχωριστό στρατοδικείο βασίστηκε σε ένα ήσσονος σημασίας περιστατικό που αφορούσε τη στρατιωτική δεοντολογία. Από το σημείο αυτό μέχρι να κατηγορείται ο Πρίγκιπας Ανδρέας ως ένας εκ των υπαιτίων για την Μικρασιατική Καταστροφή, η απόσταση είναι χαώδης, αφού το περιστατικό δεν είχε καμία επίδραση στην όλη ελληνική στρατιωτική προσπάθεια.

Μετά την διάσπαση του ελληνικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ εισήλθε στην Σμύρνη με σχετικά μικρές δυνάμεις.

Η προσεκτική ανάγνωση των γραφομένων του αείμνηστου Νεοκλή Σαρρή αποκαλύπτει την εκ μέρους του άγνοια της ακριβούς εξέλιξης των στρατιωτικών γεγονότων τον Αύγουστο του 1922. Απ’ ό,τι φαίνεται, είχε την εντύπωση πως  ενώ ο Ελληνικός Στρατός υποχωρούσε άτακτα προς τα δυτικά, ο ίδιος ο Κεμάλ κατόρθωσε να «προσπεράσει» και εισήλθε στην Σμύρνη, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ακόμη ανατολικά αυτής ελληνικές μονάδες που κατευθύνονταν προς την θάλασσα. Αυτό προκύπτει εμφανώς από το ότι συνδυάζει την είσοδο του Κεμάλ στην πόλη με την υποτιθέμενη διαταγή του Χατζανέστη προς τις οπισθοχωρούσες δυνάμεις να παρακάμψουν την Σμύρνη, γεγονός που δεν επέτρεψε τελικά την παγίδευσή του εντός αυτής!

Πράγματι, στο κείμενο η ακολουθία των γεγονότων στρεβλώνεται αδικαιολόγητα. Η διάρρηξη του μετώπου στο Αφιόν Καραχισάρ συνέβη στις 14 Αυγούστου (π.η.). Ο τούρκος καθηγητής τον οποίον επικαλείται ο συγγραφέας, αναφέρει ότι «ο Κεμάλ δίχως χρονοτριβή εισήλθε στην Σμύρνη». Όμως αυτό, συνέβη 2 εβδομάδες αργότερα, στις 28 Αυγούστου. Η δίχως επιφυλάξεις υιοθέτηση μιας θεωρίας ενός ευφάνταστου τούρκου καθηγητή, ο οποίος πιθανόν για δικούς του λόγους εκφράζει την παραπάνω εξωφρενική θεωρία, θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε διασταυρωθεί ως προς την βασιμότητά της, με την εξέταση της χρονικής εξέλιξης των πολεμικών γεγονότων.

Τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής: H τουρκική επίθεση στο Αφιόν Καραχισάρ εκτοξεύτηκε στις 13 Αυγούστου, στις 14 διεσπάσθη το μέτωπο και άρχισε η ελληνική υποχώρηση, στις 15 διασπάσθηκαν οι δυνάμεις των Α’ και Β’ ΣΣ, στις 17 διεξήχθη η Μάχη του Αλή Βεράν και στις 20 περικυκλώθηκε και παραδόθηκε η Ομάδα Τρικούπη, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις που είχαν διαφύγει νοτιοδυτικά συνέχισαν την υποχώρηση δυτικότερα. Στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα έως τις 28 Αυγούστου, οι κεμαλικές δυνάμεις που κατεδίωκαν τα εναπομείναντα ελληνικά στρατεύματα δεν κατάφεραν ποτέ να αποκόψουν την πορεία τους προς τα δυτικά ή να προπορευθούν αυτών, ώστε να προηγηθούν στην άφιξή τους στην Σμύρνη.

Ο Αντιστράτηγος Χατζανέστης είχε διατάξει τις οπισθοχωρούσες δυνάμεις να παρακάμψουν την πόλη της Σμύρνης

Ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Πολυμενάκος

Σύμφωνα με την εξέλιξη των γεγονότων, στις 22 Αυγούστου αποφασίζεται η αντικατάσταση του Αντιστρατήγου Χατζανέστη, αλλά αυτός εξακολουθεί και διοικεί έως ότου αφιχθεί ο αντικαταστάτης του. Το απόγευμα της 23ης Αυγούστου, το Γ’ ΣΣ που υποχωρούσε στον βόρειο τομέα διετάχθη από την Στρατιά Μικράς Ασίας (προφανώς από τον Χατζανέστη) να επιβιβασθεί σε πλοία για διάθεση αλλού. Στις 24 Αυγούστου καθήκοντα αρχιστρατήγου αναλαμβάνει ο Αντιστράτηγος Πολυμενάκος που φθάνει στην Σμύρνη, συνοδευόμενος από τον Υπουργό Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη. Είναι φανερό ότι έως την στιγμή της αντικατάστασής του, ο Αντιστράτηγος Χατζανέστης καμμία διαταγή περί εκκένωσης της Μικράς Ασίας δεν έχει εκδώσει.

Παραπέμπουμε στην περιγραφή των γεγονότων όπως αυτά παρουσιάζονται στην επίσημη ιστορία που εξέδωσε η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού και συγκεκριμένα στον 7ο τόμο «Το Τέλος της Εκστρατείας 1922, Μέρος Πρώτον, Υποχωρητικοί Αγώνες των Α΄& Β΄Σωμάτων Στρατού»(2) και το οποίο θα έπρεπε να έχει μελετήσει προσεκτικά κάθε μελετητής της Εκστρατείας που πραγματεύεται τα στρατιωτικά γεγονότα. Έτσι, στις σελίδες 311-312, σημειώνεται:

«Την ίδιαν ημέραν [σ.σ. 24 Αυγούστου (π.η.)] ο αποχωρών Στρατηγός Χατζανέστης εξέθεσε διά τηλεγραφικής αναφοράς του προς το Υπουργείον των Στρατιωτικών, την κατά την γνώμην του κατάστασιν και τα μέτρα άτινα θα ελάμβανεν εάν παρέμενε Διοικητής της Στρατιάς. Κατ’ αυτόν η καταδίωξις του τουρκικού στρατού είχε παύσει και ο άμεσος κίνδυνος καταλήψεως της Σμύρνης είχεν εκλείψει. Θα ήτο επομένως δυνατή η επί του ορεινού περιβόλου της Σμύρνης άμυνα της Ομάδος Φράγκου και η ενίσχυσις αυτής διά της εκ Μουδανιών εις Σμύρνην μεταφοράς του Γ’  Σώματος Στρατού. Πάντως η άμυνα αύτη θα ήτο δυσχερής λόγω ελλείψεως πυροβολικού. Εφ’ όσον η λύσις αύτη δεν θα εγένετο αποδεκτή επεβάλλετο η ταχεία εκκένωσις της Μ. Ασίας προς αποφυγήν αιχμαλωσίας του Στρατού.

Το προτεινόμενον όμως σχέδιον αντιστάσεως επί της γραμμής του ορεινού περιβόλου της Σμύρνης ήταν τελείως ανεφάρμοστον, λόγω αφ’ ενός μεν της πλήρους καταρρεύσεως του ηθικού των ανδρών της Ομάδος Φράγκου, αφ’ ετέρου δε του αδυνάτου της εγκαίρου μεταφοράς του Γ’ Σώματος Στρατού εκ Μουδανιών εις Σμύρνην».

Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι ο Αντιστράτηγος Χατζανέστης, έως και την τελευταία στιγμή επιζητούσε την αντίταξη άμυνας ανατολικά της Σμύρνης με την συγκράτηση των υποχωρουσών δυνάμεων και την ενίσχυσή τους με το Γ΄ ΣΣ, κάτι για το οποίο όπως φαίνεται παραπάνω είχε ήδη εκδώσει σχετικές προπαρασκευαστικές διαταγές. Επιπλέον, είναι ενδιαφέρον ότι το απόγευμα της 25ης Αυγούστου το Γ΄ ΣΣ έλαβε διαταγή της Στρατιάς Μικράς Ασίας (Αντιστράτηγος Πολυμενάκος πλέον), σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να επιβιβαστεί σε πλοία, με προορισμό την Ραιδεστό. Με αυτήν την διαταγή ακυρωνόταν οποιαδήποτε προοπτική ή σκέψη υπήρχε του Αντιστρατήγου Χατζανέστη για μεταφορά του Γ΄ ΣΣ στην Σμύρνη.

Από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας δεν ήταν επιθυμητή η προστασία των πληθυσμών.

Πως όμως, γιατί, πότε και από ποιόν διετάχθη η εκκένωση της Μικράς Ασίας; Ποιες ήταν οι διαταγές υποχώρησης και για ποιόν λόγο παρακάμφθηκε η Σμύρνη; Ανατρέχουμε και πάλι στην έκδοση της ΔΙΣ στην σελίδα 313:

«Την 25ην Αυγούστου έφθασεν εις το εν Σμύρνη Στρατηγείον εκ Κορδελιού ο σύνδεσμος της Στρατιάς παρά τη Ομάδι Φράγκου Ταγματάρχης Παναγάκος, παρουσιασθείς αμέσως εις τον νέον Διοικητήν της Στρατιάς Αντιστράτηγον Πολυμενάκον. Παρουσία δε του Υπουργού των Στρατιωτικών Θεοτόκη, των Υποστρατήγων Πάλλη και Βαλέτα, των Συνταγματαρχών Πάσσαρη και Σαρηγιάννη, εξέθεσεν εις αυτόν την κατάστασιν της Ομάδος Φράγκου.

Ετόνισεν ότι, κατά την γνώμην του, ουδεμία πολεμική ενέργεια ηδύνατο να ανατεθή εις τας μονάδας της Ομάδος Φράγκου, λόγω της καθολικής σχεδόν αποσυνθέσεώς των και υπέδειξεν εν τέλει την ανάγκην της ταχίστης συμπτύξεως αυτών εις Σμύρνην και της αμέσου επιβιβάσεως αυτών επί ατμοπλοίων, προς μεταφοράν εις τας νήσους του Αιγαίου.

Αι πληροφορίαι αύται βαθύτατην ήσκησαν επίδρασιν επί των παρισταμένων. Κατόπιν ομοφώνου αποφάσεως, ο Διοικητής της Στρατιάς, εγκατέλειψε πάσαν σκέψιν προς αντίστασιν επί της γραμμής Νυμφαίον-Σύμβολον, αποδεχθείς την διά της χερσονήσου της Ερυθραίας συμπτύξεως της Ομάδος Φράγκου προς επιβίβασιν και μεταφοράν εις τας νήσους του Αιγαίου».

Και συνεχίζοντας στις σελίδες 319-320 παραθέτει λεπτομέρειες από την σχεδιαζόμενη εκκένωση: 

«Την 1000 της 26ης Αυγούστου, η Διοίκησης της Στρατιάς Μικράς Ασίας ευρισκομένη πλέον παρά της αναποτρέπτου ανάγκης και έχουσα προς τούτο και την έγκρισιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως, απεφάσισε την εκκένωσιν της Μικράς Ασίας.

Η Στρατιά θα εκκενώση την Μικράν Ασίαν το ταχύτερον μεταφερομένη ατμοπλοϊκώς.

Αι επιβιβάσεις διενεργούμεναι μέχρι μεσονυκτίου της σήμερον εις Σμύρνην (αποβάθραν Πούντας), οπότε και θα διακοπώσιν, θα συνεχισθώσιν εις χερσόνησον Ερυθραίας (αποβάθρας κατασκευασθείσης εις Τσεσμέν και πέριξ), ένθα θα καταφύγωσιν αι υπολοιπόμεναι δυνάμεις της Στρατιάς.

 Αι δυνάμεις Υποστρατήγου Φράγκου, συνεχίζουσαι αύριον πρωΐαν υποχωρητικήν των κίνησιν, δέον περί μεσημβρίαν αυτής ημέρας διέλθωσι διά τελευταίων τμημάτων την πόλιν Σμύρνης, υποχωρούσαι διά των βορείων κλιτυών Κιζίλ Νταγ.

 Σταθμός Διοικήσεως Στρατιάς μέχρι μεσημβρίας αύριον εν Σμύρνη, από της 18ης ώρας της αυτής εις Τσεσμέ.

 Ο Φρούραρχος Σμύρνης, παραμένων εν τη πόλει μετά των υπ’ αυτόν τμημάτων μέχρις αποχωρήσεως των τελευταίων τμημάτων Φράγκου, θα υποχωρήση, τιθέμενος υπό τας διαταγάς του άνω Υποστρατήγου.

Εφιστώ ιδιαιτέρως την προσοχήν πάντων επί της εξαιρετικής εθνικής σημασίας της μη διαταράξεως της τάξεως εν τη πόλει της Σμύρνης».

Η παραπάνω παράθεση είναι εξαιρετικά σημαντική, αφ’ ενός μεν γιατί είναι φανερό ότι προβλέφθηκε η εκκένωση στρατιωτικών μονάδων από τον λιμένα Σμύρνης (αλλά όχι το σύνολο αυτών), ενώ οι υπόλοιπες θα έπρεπε να συνεχίσουν δυτικότερα προς την Χερσόνησο της Ερυθραίας, αφ’ ετέρου διότι εξηγεί το σκεπτικό της μη διατάραξης της τάξης στην πόλη της Σμύρνης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στη Σμύρνη υπήρχαν σημαντικές κοινότητες των «Συμμάχων» (οι λεγόμενο «λεβαντίνοι» της Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας), ενώ ήδη κατά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού είχαν σημειωθεί σοβαρά έκτροπα και καταστροφές από απείθαρχα στίφη στρατιωτών σε διάφορες πόλεις και χωριά, τα οποία είχαν γνωστοποιηθεί από την κεμαλική πλευρά στις Μεγάλες Δυνάμεις. Η ελληνική πλευρά είχε λάβει κι αυτή γνώση των εκτρόπων αυτών. Το μόνο που δεν έπρεπε να συμβεί ήταν κάτι τέτοιο και στην Σμύρνη και η παρουσία περαιτέρω ελληνικών στρατιωτικών μονάδων εκεί – πέραν αυτών που είχαν καταφθάσει ήδη – δεν ήταν επιθυμητή.

Η Στρατιά Μικράς Ασίας εξέδωσε στις 10.00 το πρωί της 26ης Αυγούστου τη διαταγή εκκένωσης της Μικράς Ασίας, ο στόλος απεχώρησε από το λιμάνι της Σμύρνης πριν την δύση του ηλίου της 26ης Αυγούστου, ενώ την νύκτα οι υποχωρούσες ελληνικές δυνάμεις ανατολικά της Σμύρνης εξακολουθούσαν την πορεία τους δυτικά. Η έκδοση της ΔΙΣ, στις σελίδες 322-323, εξηγεί το πως παρέμεινε εντός της Σμύρνης αριθμός στρατευμάτων και αιχμαλωτίστηκαν:

«Η αναχώρηση των στρατιωτικών αρχών έως το βράδυ της 26ης Αυγούστου, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί την 27ην Αυγούστου, αλλά έγινε τόσο εσπευσμένα ώστε δεν γνωστοποιήθηκε σε όλες τις παραμένουσες στην Σμύρνη στρατιωτικές αρχές, κάποιες από τις οποίες ανύποπτες παρέμειναν στην πόλη και αιχμαλωτίστηκαν από τις κεμαλικές δυνάμεις που εισήλθαν στις 27 Αυγούστου καθώς και πλήθος φυγάδων του μετώπου που περιπλανώντο στις οδούς ή κοιμώμενοι εξαντλημένοι στα πεζοδρόμια».

Προκειμένου να περιγραφεί η εξέλιξη της υποχώρησης των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων μετά την διαταγή της 26ης Αυγούστου, η ιστορία της ΔΙΣ αναφέρει στις σελίδες 320-321:

«Το Νότιον Συγκρότημα λαβόν την ανωτέρω διαταγήν περί την 1100 της 26ης Αυγούστου, έκρινεν ότι διά να δυνηθώσιν τα επί των ανατολικών κλιτύων του Σιπύλου τεταγμένα εν προφυλακαίς τμήματα να διέλθωσιν διά Σμύρνης προ της μεσημβρίας της 27ης Αυγούστου, ως ώριζεν η διαταγή αύτη, διανύοντα 40 περίπου χιλιόμετρα, έπρεπε να τεθώσιν εν πορεία κατά την νύκτα της 26ης προς 27ην Αυγούστου. Εάν η κίνησις εξετελείτο την πρωΐαν της 27ης Αυγούστου εν πλήρει ημέρα, υπήρχε κίνδυνος όπως το Συγκρότημα αγκιστρωθή υπό του τηρούντος την επαφήν τουρκικού ιππικού, οπότε αι συνέπειαι θα ήσαν δυσμενείς διά την τύχην του Συγκροτήματος. Άλλωστε η κατάληψις του Τουρμπαλή υπό του τουρκικού ιππικού, όπερ εκινείτο ήδη προς Καζαμίρ, ενεφάνιζε το ενδεχόμενον της αποκοπής της υποχωρήσεως του Νοτίου Συγκροτήματος».

Μετά από αυτήν την ανάλυση των δεδομένων, το Νότιο Συγκρότημα το μεσημέρι της 26ης Αυγούστου εξέδωσε διαταγή σύμφωνα με την οποία:

«Το Β’ Σώμα Στρατού (μείον ΧΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχιών) θα ετίθετο εν πορεία αυθημερόν την 1600 διά του δρομολογίου Νυμφαίον-Μπελ Καβέ-Παράδεισος-Καμαρές-νότια παρυφή Σμύρνης-Κοκάργιαλι-Ναρλί Ντερέ, ένθα θα ανέμενε νεωτέρας διαταγάς.

Το Α΄ Σώμα Στρατού (Ι και ΙΙ Μεραρχίαι), εκκίνουν την 1700 της ιδίας ημέρας, θα ηκολούθει το Β’ Σώμα Στρατού διά του ιδίου δρομολογίου. Αι IV και ΧΙΙ Μεραρχίαι, αναχωρούσαι εκ Σαπάντας την 1800, θα εχρησιμοποίουν την αμαξιτήν οδόν Μαγνησίας-Σμύρνης, διερχόμεναι δε έξωθι της πόλεως θα ηκολούθουν όπισθεν των Ι και ΙΙ Μεραρχιών.

Τα τμήματα της Α.Γ.Σ.Δ. και τα του Φρουραρχείου Σμύρνης θα ηκολούθουν εκ Σμύρνης ως οπισθοφυλακή της φάλαγγος του Νοτίου Συγκροτήματος, κατά την εκ Σμύρνης προς Δυσμάς πορείαν αυτής.

Εις τους οπλίτας έπρεπε να καταστή γνωστόν ότι απαγορεύεται απολύτως η είσοδος αυτών εις Σμύρνην, καθ’ όσον Συμμαχικά αγήματα μετά πολυβόλων, κατέχοντα την παρυφήν της πόλεως, είχον εντολήν να πυροβολήσωσι πάντα οπλίτην αποπειρώμενον να εισέλθη εις αυτήν.

Ο Διοικητής της  VII Μεραρχίας κατά την διέλευσιν της Μεραρχίας του πλησίον της Σμύρνης, θα ειδοποίει περί αυτού την Στρατιάν Μικράς Ασίας».

Συνεχίζοντας η έκδοση της ΔΙΣ στις σελίδες 322-323 περιγράφει:

«Περί τας πρώτας πρωϊνάς ώρας της 27ης Αυγούστου, η φάλαγξ της προπορευομένης του Α΄ Σώματος Στρατού Ι Μεραρχίας διήρχετο τας ερήμους οδούς της Σμύρνης. Επί κεφαλής αυτής επορεύετο έφιππον τμήμα εκ του Διοικητού του Νοτίου Συγκροτήματος Υποστρατήγου Φράγκου, του Διοικητού του Α΄ Σώματος Στρατού και εν ταυτώ Διοικητού της ΙΙ Μεραρχίας Συνταγματάρχου Γονατά και εκ των αξιωματικών των επιτελείων των. Ο Υποστράτηγος Φράγκου είχε λάβει την εντολήν της Στρατιάς όπως διερχόμενος εκ Σμύρνης διέλθη διά των γραφείων της Στρατιάς Μικράς Ασίας, όπου θα ελάμβανε παρά του Αρχιστρατήγου διαταγάς διά την περαιτέρω ενέργεια των υπ’ αυτόν δυνάμεων. Τόσον ο Υποστράτηγος Φράγκου, όσον και αι περί αυτόν, ηγνόουν ότι η Σμύρνη είχε εκκενωθή παρά των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών. Καθ’ όλην την διαδρομήν της φάλαγγος ταύτης διά της πόλεως αραιοί πυροβολισμοί ερρίπτοντο κατ’ αυτής εκ μικράς σχετικώς αποστάσεως, πιθανώς εκ των περί τον Πάγον τουρκικών συνοικιών.

Επί των πεζοδρομίων της πόλεως σημαντικός αριθμός εξηντλημένων από τας πορείας, την πείναν και την εξάντλησιν Ελλήνων στρατιωτών εκοιμώντο τόσον βαθέως, ώστε ουδέν μέσον εστάθη ικανόν να παρακινήση τούτους όπως ακολουθήσωσι την φάλαγγα.

Η φάλαγξ αφιχθείσα εις την πλατείαν του Διοικητηρίου εύρεν ταύτην σιωπηλήν και έρημον, ως ήτο ολόκληρος η πόλις. Εις τα οικήματα ένθα άλλοτε ειργάζετο η Στρατιά τίποτε δεν εμαρτύρει την εκεί παρουσίαν ανθρώπων. Παρά τυχών Έλλην κάτοικος εβεβαίωσεν τον Υποστράτηγον Φράγκον ότι η Διοίκησις Στρατιάς Μικράς Ασίας είχεν αναχωρήσει εκ Σμύρνης. Η φάλαγξ συνεχίσασα τότε την πορείαν της και εξελθούσα της πόλεως παρά την νοτιοδυτικήν παρυφήν της, κατεσκήνωσε παρά ταύτην μέχρι της ανατολής της 27ης Αυγούστου».

Ενώ τα ξημερώματα της 27ης Αυγούστου στρατιωτικές δυνάμεις υπό τον Υποστράτηγο Φράγκο διέρχονταν από την έρημη Σμύρνη, στις 08.30 το πρωί η VII Μεραρχία Πεζικού που δρούσε ως οπισθοφυλακή διήλθε από την βορειοανατολική παρυφή της Σμύρνης, ενώ στις 11.00 τα πρώτα τμήματα ατάκτων τούρκων ιππέων εισήλθαν στην Σμύρνη.

Η διαταχθείσα υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων εκτός της πόλης της Σμύρνης δεν έδωσε την ευκαιρία για αιχμαλωσία του Κεμάλ.

Αν και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η υπόθεση της σύλληψης του Κεμάλ εντός της Σμύρνης δείχνει να βασίζεται στην εσφαλμένη εντύπωση ότι κατά την υποχώρηση των ελληνικών μονάδων δυτικά, αυτός είχε καταφέρει να προηγηθεί και να καταλάβει την πόλη, ο τούρκος καθηγητής φροντίζει να σημειώσει ότι η ελληνική ταξιαρχία κατευθύνθηκε προς την Σμύρνη κατά λάθος και εν πάσει περιπτώσει αναγνωρίζει το ασθενές της δύναμης αυτής για σοβαρή δράση (αν και την ίδια στιγμή δίδει μια παρόμοια εικόνα για τις κεμαλικές δυνάμεις που είχαν καταφθάσει στην περιοχή).

Κατ’ αρχήν πρέπει να διευκρινιστεί το μέγεθος των κεμαλικών δυνάμεων που είχαν καταφθάσει, ώστε να διαπιστωθεί αν όντως αυτές ήσαν αδύναμες και υπήρχαν ελπίδες από την παρουσία 1-2 ελληνικών μεραρχιών που θα ανέστρεφαν την υποχώρησή τους. Σύμφωνα με τη ΔΙΣ, το πρωί της 27ης Αυγούστου εισήλθε στην Σμύρνη δύναμη περίπου 500 τούρκων ατάκτων ιππέων αλλά σύντομα ακολούθησε η είσοδος της 1ης και 2ας Μεραρχιών Ιππικού, ενώ το μεσημέρι ακολούθησε δύναμη ταξιαρχίας ιππικού. Στις 16.00 το απόγευμα η 14η Μεραρχία Πεζικού έφθασε στο Κορδελιό, ενώ τα 1ο και 2ο Σώματα Στρατού (προφανώς τμήματα αυτών) είχαν καταφθάσει στην Μαγνησία. Το πρωί της 28ης Αυγούστου, κατέφθασε στην Σμύρνη και η 8η Μεραρχία Πεζικού.

Η ελληνική ταξιαρχία που αναφέρει ο τούρκος καθηγητής, δεν είναι άλλη από την μεικτή δύναμη υπό τον Συνταγματάρχη Ζεγγίνη, η οποία ανερχόμενη από τον Νότο (τομέας Μαιάνδρου) επιχειρούσε να συνενωθεί με τις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις που αποχωρούσαν. Στις 26 Αυγούστου η συνολική δύναμη των τμημάτων πεζικού, πυροβολικού, χωροφυλακής που αποτελούσαν την δύναμη του Αποσπάσματος ανερχόταν σε 3.500 άνδρες περίπου, τους οποίους ακολουθούσε πλήθος προσφύγων. Ενώ από το πρωί της 27ης Αυγούστου είχε ήδη καταληφθεί η Σμύρνη, στις 18.00 της ημέρας αυτής το απόσπασμα είχε φθάσει περίπου 15 χιλιόμετρα νότια της πόλης και απείχε 15 χιλιόμετρα από την πλησιέστερη ελληνική μονάδα στα βορειοδυτικά, που υποχωρούσε στην Χερσόνησο της Ερυθραίας. Στις 19.00 έγινε δυνατή η τηλεφωνική επικοινωνία με τον Έλληνα Εμμανουήλ Καπετανίδη στην Πούντα, ο οποίος πληροφόρησε ότι η Σμύρνη κατελήφθη από 500 Τούρκους ιππείς και ότι μία ώρα πριν τουρκικό απόσπασμα αναχώρησε με κατεύθυνση τον Παράδεισο (2 ½ χιλιόμετρα νότια της Σμύρνης). Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία της ΔΙΣ, σελίδες 333-334:

«Μετά την λήψιν της πληροφορίας ταύτης, ο Συνταγματάρχης Ζεγγίνης παρά το προφανώς κρίσιμον της καταστάσεως, αντί ν’ αποφασίση να βαδίση προς Δυσμάς ως επεβάλλετο προς διάσωσιν του Αποσπάσματος επέμενε να εξακολουθήση την προς Σμύρνην πορείαν του. Διέταξεν όθεν όπως το Απόσπασμα εκκινήση την 0720 της 28ης Αυγούστου, με αντικειμενικόν σκοπόν την Σμύρνην».

Το γεγονός είναι ότι το πρωί της 28ης Αυγούστου, το Απόσπασμα Ζεγγίνη ξεκίνησε πορευόμενο βόρεια προς την Σμύρνη, καθηλώθηκε έξω από αυτήν από κεμαλικές δυνάμεις και έως το απόγευμα είχε παραδοθεί. Περίπου τους χίλιους άνδρες αιχμαλωτίστηκαν, άλλοι χίλιοι διέφυγαν δυτικά προς τη Χερσόνησο της Ερυθραίας και διασώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι είχαν διαρρεύσει πριν την παράδοση και το πιθανότερο είναι ότι συνελήφθησαν μεμονωμένα.

Ο Συνταγματάρχης Ζεγγίνης δικάστηκε το 1924 με την κατηγορία της εγκατάλειψης θέσεως ενώπιον του εχθρού και παράδοσης τμήματος στρατού στον εχθρό. Στην διάρκεια της διαδικασίας ακούστηκαν διάφοροι ισχυρισμοί.

Ο ίδιος ο Συνταγματάρχης Ζεγγίνης κατέθεσε ότι διέταξε την προχώρηση προς Σμύρνη για να την ανακαταλάβει και ότι δεν είχε ενημερωθεί εμπιστευτικώς από την ανώτατη διοίκηση περί προετοιμασίας αποχώρησης από το Τσεσμέ.

Επιπλέον, κατέθεσε ότι είχε σκοπό την διεξαγωγή μάχης προς προώθηση στην πόλη, αλλά εξαιτίας της μη συμμόρφωσης στις διαταγές του από συγκεκριμένο αξιωματικό ο οποίος δεν κατέλαβε υψώματα στα δυτικά, όπως είχε διαταχθεί, αλλά υποχώρησε προς την Χερσόνησο της Ερυθραίας, η δύναμή του κυκλώθηκε και δεν απέμενε ως λύση παρά η παράδοση.

Διάφοροι μάρτυρες κατέθεσαν ότι:

  • Ο Συνταγματάρχης Ζεγγίνης διέταξε την προώθηση προς την Σμύρνη με πρόθεση να παραδοθεί σε τακτικό στρατό και όχι ατάκτους
  • Λιποτάκτες που συνάντησαν στο Σεβδικιόϊ τους πληροφόρησαν ότι η 29η Αυγούστου είχε οριστεί ως τελευταία ημέρα που θα μπορούσαν να παραδοθούν στους  Αγγλογάλλους στην Σμύρνη και να μεταφερθούν στον Πειραιά, φήμη που προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στους στρατιώτες που αντιδρούσαν γιατί αυτή δε γινόταν δεκτή.
  • Η είδηση για κατάληψη της Σμύρνης από τούρκους αποδόθηκε σε παροδική κατάληψη αφού η ηγεσία του Αποσπάσματος Ζεγγίνη, θεωρούσε ότι ο ελληνικός στρατός αμυνόταν ακόμη στην Φιλαδέλφεια.
  • Μέρος των ανδρών ήσαν μη γυμνασμένοι Μικρασιάτες.

Εν τέλει το στρατοδικείο με ψήφους 4-1 αθώωσε τον Συνταγματάρχη Ζεγγίνη για δόλο στις ενέργειές του, ωστόσο τον έκρινε ένοχο γιατί κατά την συνθηκολόγηση επέδειξε ανικανότητα και επαγγελματική ανεπάρκεια επιβάλλοντας την ποινή της έκπτωσης από τον βαθμό του.

Από τα παραπάνω, είναι προφανές ότι η ετερόκλητη δύναμη του Αποσπάσματος Ζεγγίνη, κατευθύνθηκε προς την Σμύρνη μάλλον εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης, (χωρίς φυσικά να είναι σίγουρο ότι σκοπός ήταν η ανακατάληψη της πόλης, οπότε και θα αιχμαλωτιζόταν σύσσωμη η τουρκική ηγεσία), ενώ και οι τουρκικές δυνάμεις που είχαν καταφθάσει, ήσαν αρκετές, ώστε να αντισταθούν επιτυχώς σε ενδεχόμενη επιθετική επιστροφή 1-2 ελληνικών μεραρχιών. Σημειώνεται ότι η επιθετική πρόθεση του Αποσπάσματος Ζεγγίνη, αμφισβητείται και από το γεγονός ότι σε αυτό είχαν βρει καταφύγιο εκατοντάδες πρόσφυγες κάτοικοι της περιοχής που εγκατέλειπαν τις εστίες τους υπό την συνοδεία και προστασία αυτού.

Η θεωρία του Τούρκου καθηγητή για επιτυχή κύκλωση και παγίδευση των «ασθενών» μετά του Κεμάλ δυνάμεων που είχαν εισέλθει στην Σμύρνη, από 1-2 ελληνικές μεραρχίες που θα επέστρεφαν, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί με σοβαρότητα, αλλά παρ’ όλα αυτά υιοθετούνται αβασάνιστα από τον αείμνηστο Νεοκλή Σαρρή.

Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να θυμηθούμε ένα περιστατικό από την εκστρατεία. Το πρωί της 14ης Αυγούστου 1921 και ενώ η Στρατιά Μικράς Ασίας διεξήγαγε σκληρές μάχες δυτικά της Άγκυρας, η τουρκική 14η Μεραρχία Ιππικού επετέθη στα ελληνικά μετόπισθεν και συγκεκριμένα στο χωριό Ουζούνμπεϊ όπου είχε εγκατασταθεί το ελληνικό Στρατηγείο (παρευρίσκετο και ο Διάδοχος Γεώργιος), διάφοροι ανεφοδιαστικοί σχηματισμοί, δύο χειρουργεία και το ΙΙΙ/26 Τάγμα Πεζικού. Η συμπλοκή κράτησε άνω των 4 ωρών και σύμφωνα με τον διοικητή της V Ομάδας Μεραρχιών Στρατηγό Φαχρεντίν (στον οποίο υπήγετο η 14η Μεραρχία Ιππικού) αιτία της αποχώρησης των τουρκικών δυνάμεων ήταν επείγουσα διαταγή που έλαβε για να σπεύσει προς ενίσχυση του αριστερού της Στρατιάς Δυτικού Μετώπου, που διεξήγαγε τον αμυντικό αγώνα προ της Άγκυρας. Ο ίδιος σημειώνει ότι αν γνώριζε ότι εντός του Ουζούνμπεϊ βρισκόταν ο Έλληνας Αρχιστράτηγος, ασφαλώς θα είχε επιμείνει επιθετικώς.

Το παραπάνω περιστατικό είναι ασφαλώς ένα ιστορικό γεγονός και φυσικά επιδέχεται διερεύνηση ως προς το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν η τουρκική δύναμη είχε επιμείνει στον αγώνα. Το γεγονός αυτό, όπου μια συγκεκριμένη μονάδα με συγκεκριμένες διαταγές που συνειδητά βάσει αυτών εκτέλεσε την επιχείρηση και έτυχε να επιπέσει στο ελληνικό Στρατηγείο, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να συγκρίνεται, συσχετίζεται ή αντιπαραβάλλεται με μια μεμονωμένη, παράξενη/ανορθολογική κίνηση ενός Έλληνα αξιωματικού να πορευθεί προς την Σμύρνη, (εν μέσω γενικής υποχώρησης) η οποία όχι μόνο είχε εγκαταλειφθεί αλλά και καταληφθεί από τον εχθρό, την στιγμή που αυτός διοικούσε μια σχετικά μικρή δύναμη και οι αντίπαλες δυνάμεις ήσαν υπέρτερες. Η ιδέα ότι από ένα τέτοιο περιστατικό θα μπορούσε να είχε συλληφθεί η κεμαλική ηγεσία (χωρίς να υπάρξει καν η σκέψη ότι, προφανώς, βλέποντας τις ελληνικές δυνάμεις να έρχονται, αυτή θα διέφευγε εγκαίρως, μιας και δεν ήταν κυκλωμένη) είναι εξωφρενική.

Περί Πλαστήρα

Ο Αντιστράτηγος Νικόλαος Πλαστήρας (εδώ με το βαθμό του συνταγματάρχη).

Το τελευταίο μέρος του αποσπάσματος από τον αείμνηστο Νεοκλή Σαρρή αποτελεί μάλλον έναν φόρο τιμής προς τον Νικόλαο Πλαστήρα, αφού βεβαίως έχει γίνει χρήση του ειδικού βάρους του ονόματός του, προς επιβεβαίωση της ανωτέρω θεωρίας: «Μου έλεγε, λοιπόν, ο πατέρας μου ότι αν τον άκουγαν και ο στρατός μας δεν παρέκαμπτε τη Σμύρνη, αλλά περνούσε μέσα από αυτήν, θα ήταν διαφορετική η εξέλιξη, γιατί είχαμε τον Κεμάλη μέσα στη φούχτα μας» (sic). Βέβαια παραμένει μυστήριο πως θα συνέβαινε αυτό, εφ’ όσον, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, όταν ο Κεμάλ ήταν στην Σμύρνη το σύνολο του Ελληνικού Στρατού (πλην του μικρής ισχύος Αποσπάσματος Ζεγγίνη) εξακολουθούσε να υποχωρεί αρκετά χιλιόμετρα δυτικά της πόλης.

Το περίεργο στην περίπτωση αυτή είναι ότι ενώ μπορεί να υποτεθεί ότι ο καθηγητής Σαρρής παρασύρθηκε από την καλπάζουσα φαντασία του τούρκου ομολόγου του και πιστεύει ότι ο Κεμάλ είχε εισέλθει στην Σμύρνη, ενώ ακόμα υπήρχαν ανατολικότερα υποχωρούσες ελληνικές μονάδες, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό γιατί ο Νικόλαος Πλαστήρας θα μπορούσε να έχει εκφράσει παρόμοιες σκέψεις. Ο ίδιος γνώριζε απόλυτα την κατάσταση αφού, είχε αναλάβει καθήκοντα διοικητή της ΧΙΙΙ Μεραρχίας Πεζικού, μονάδας που εκτελούσε καθήκοντα πλαγιοφυλακής (διερχόμενη νότια της Σμύρνης) των ελληνικών δυνάμεων που υποχωρούσαν προς την Χερσόνησο της Ερυθραίας.

Εξετάζοντας και πάλι με ακρίβεια τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων, μπορούμε να προβούμε σε μια υπόθεση η οποία φαίνεται εύλογη:

Η ΧΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού υπό τις διαταγές του Πλαστήρα και ενεργώντας ως πλαγιοφυλακή, έφθασε στις 07.00 της 27ης Αυγούστου στα υψώματα Κοζ Αγάτς περίπου 5 χιλιόμετρα νότια της Σμύρνης όπου και εγκαταστάθηκε. Εξάλλου, στις 08.30 η VII Μεραρχία Πεζικού που αποτελούσε την ελληνική οπισθοφυλακή, πέρασε από την βορειοανατολική παρυφή της Σμύρνης, πορευόμενη νοτιοδυτικά. Όπως είναι γνωστό τα πρώτα τουρκικά τμήματα εισήλθαν στην πόλη στις 11.00 και αποτελούντο από ατάκτους, ενώ και ο αριθμός τους ήταν περιορισμένος. Στις 14.00 η ΧΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού συνέχισε την πορεία της προς την Χερσόνησο της Ερυθραίας.

Είναι πιθανόν ο Πλαστήρας να έμαθε εκ των υστέρων την σχετικά γρήγορη είσοδο του Κεμάλ στην Σμύρνη (μετά την εκκένωσή της από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις) και κατά έναν εσφαλμένο τρόπο να θεώρησε ότι εισήλθε σε αυτήν με τα πρώτα τμήματα στις 27 Αυγούστου και όχι την επομένη όπως συνέβη στην πραγματικότητα. Ίσως εντυπωσιάστηκε από την διαφορά λίγων ωρών με την οποία εισήλθαν τα πρώτα κεμαλικά τμήματα στην πόλη, μετά την απόσυρση των τελευταίων ελληνικών τμημάτων από αυτήν. Εφ’ όσον το πρωί της 27ης Αυγούστου η VII Μεραρχία Πεζικού και η ΧΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε «απόσταση βολής», πιθανόν θεώρησε ότι αν είχε επιχειρηθεί μια επιστροφή των ελληνικών δυνάμεων, θα υπήρχε η ευκαιρία για σύλληψη του Κεμάλ. Και πάλι όμως, παραμένει το ερώτημα γιατί συνδυάζει το ενδεχόμενο αυτό με την διαταγή για υποχώρηση όχι διαμέσου της Σμύρνης αλλά πέριξ αυτής, αφού καμμία ελληνική μονάδα δεν υπήρχε στον χώρο ανατολικά της Σμύρνης.

Σε κάθε περίπτωση, όπως αναλύθηκε παραπάνω έως το πρωί της 28ης Αυγούστου οπότε και είχε εισέλθει ο Κεμάλ στην Σμύρνη, στην περιοχή είχαν αφιχθεί από κεμαλικής πλευράς 2 μεραρχίες πεζικού και δύναμη άνω των 2 μεραρχιών ιππικού, ενώ είχαν αρχίσει να καταφθάνουν και διάφορα τμήματα σχηματισμών. Την στιγμή εκείνη η ΧΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού συνεχίζοντας την υποχώρησή της ως οπισθοφυλακή, ήταν εγκατεστημένη στα υψώματα ανατολικά του χωριού Ακτσέ Καγιά, τουλάχιστον 12,5 χιλιόμετρα από την Σμύρνη.

Τέλος, η απόδοση της κατάθλιψης που διέκρινε τον Πλαστήρα, «… στο γεγονός ότι εκείνος γνώριζε ότι ακόμη και την τελευταία στιγμή μπορούσε να ανατραπεί η τραγωδία η οποία ως ενέργεια αυτοχειριασμού του Ελληνισμού μπορεί να ερμηνευτεί», δεν είναι τίποτα περισσότερο από άλλη μια προσωπική εκτίμηση του αειμνήστου Νεοκλή Σαρρή. Είναι κάτι μάλλον αναμενόμενο από την πλευρά του, εφ’ όσον τα όρια της «θεοποίησης» που υιοθετεί είναι τόσο ευδιάκριτα, καθώς σε άλλο απόσπασμα του ιδίου άρθρου φθάνει στο σημείο να αποδίδει την ελληνική συμμετοχή του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος στην Μεσημβρινή Ρωσία (δύναμη σώματος στρατού με 2 μεραρχίες και άνω των 22.500 ανδρών) αποκλειστικά στο πρόσωπο του Πλαστήρα, αναφέροντας επί λέξει: «… η αποστολή ελληνικού συντάγματος (υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα) στην Ουκρανία …». Το ενδεχόμενο να ανέπτυξε ο Πλαστήρας ιδιαίτερη συμπάθεια και συμπόνια για τα προσφυγόπουλα, ίσως αισθανόμενος και κάποια προσωπική ενοχή εξαιτίας της άμεσης εμπλοκής του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας, αλλά και για λόγους προσωπικής ευθιξίας, δεν εξετάζεται καν από τον αείμνηστο Σαρρή.

Συμπεράσματα

Ανακεφαλαιώνοντας, σημειώνουμε ότι δεν ήταν ο Αντιστράτηγος Χατζανέστης που διέταξε την εκκένωση της Μικράς Ασίας, πόσο μάλλον την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων παρακάμπτοντας την πόλη της Σμύρνης. Στην πραγματικότητα ήταν ο Αντιστράτηγος Πολυμενάκος που διέταξε την εκκένωση, ενώ μέρος του Ελληνικού Στρατού όντως απεχώρησε μέσω της Σμύρνης ενώ εν συνεχεία άλλες δυνάμεις διέφυγαν μέσω της Χερσονήσου της Ερυθραίας.

Η διαταγή για αποχώρηση των υπολοίπων δυνάμεων μέσω της Χερσονήσου της Ερυθραίας αποσκοπούσε στην αποφυγή επεισοδίων και ανωμαλιών στην Σμύρνη εις βάρος των πολιτών, καθώς προσέγγιζαν επικίνδυνα οι τουρκικές δυνάμεις, ενώ δεν υπήρχε ταυτόχρονα σκέψη για εκκένωση του αμάχου πληθυσμού, καθώς ούτως ή άλλως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο στα στενά χρονικά περιθώρια που υπήρχαν.

Ο λόγος της αποφυγής εκκένωσης των στρατευμάτων από την Σμύρνη δεν ήταν η άρνηση υπεράσπισης των Ελλήνων όπως αυθαίρετα συμπεραίνεται, αφού, όπως αποδεικνύεται, η απόφαση για στρατιωτική εκκένωση της Μικράς Ασίας ελήφθη μόλις στις 25 Αυγούστου. Έχοντας επίγνωση της άθλιας κατάστασης του στρατεύματος, η οποία δεν επέτρεπε την οποιαδήποτε ψευδαίσθηση για το αξιόμαχό του, ήταν φυσικό στα τόσο στενά χρονικά περιθώρια να μην υπάρξει δυνατότητα πρόβλεψης «προστασίας» των πληθυσμών, την στιγμή που ο ίδιος ο Στρατός δεν ήταν σε θέση να αντιτάξει οργανωμένη και επιτυχή άμυνα στο πεδίο της μάχης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο βόρειο μέτωπο κατά την υποχώρηση του Γ΄ Σώματος Στρατού, όπου η πίεση εκ μέρους των κεμαλικών δυνάμεων δεν ήταν τόσο σοβαρή, υπήρξαν περιπτώσεις όπου οι ελληνικές δυνάμεις ανέκοψαν την υποχώρηση και τάχθηκαν αμυντικά ώστε να δοθεί χρόνος εκκένωσης των προσφύγων (σε όσες περιπτώσεις ήταν αυτό δυνατό).

Ούτως ή άλλως, εκείνη την στιγμή δεν υπήρχε ως σκέψη ο εξαναγκασμός των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας σε μόνιμη προσφυγοποίηση στην Ελλάδα στην μεταπολεμική και ειρηνική περίοδο. Υπήρχε συμφέρον να διατηρηθούν στις εστίες τους υπό καθεστώς διεθνών εγγυήσεων – άσχετα αν αυτές οι προσδοκίες Ελλήνων και Ευρωπαίων έναντι των κεμαλικών αποδείχθηκαν αργότερα χιμαιρικές.

Επισημαίνεται ότι η άποψη πως θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί η εκκένωση του πληθυσμού αμέσως μετά την διάσπαση του μετώπου στο Αφιόν Καραχισάρ στις 14 Αυγούστου δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Αποτελεί απλώς ένα ακόμη δείγμα εκ των υστέρων σοφίας, με προτάσεις που σχετικά με το τι θα έπρεπε να είχε γίνει εκ των προτέρων όταν είναι πλέον γνωστό τι συνέβη εκ των υστέρων. Η πραγματικότητα είναι ότι έως τις 25 Αυγούστου τόσο η στρατιωτική όσο και η πολιτική ηγεσία δεν είχαν σαφή εικόνα του βαθμού κατάρρευσης των ελληνικών στρατευμάτων του Νοτίου Συγκροτήματος και θεωρούσαν ότι ήταν δυνατή η συγκράτηση της υποχώρησης και η αντίταξη άμυνας σε κάποια γραμμή ανατολικά της Σμύρνης, ιδιαίτερα αν προωθούντο ενισχύσεις από την Ανατολική Θράκη. Όταν το αντελήφθησαν, απλά δεν υπήρχε περιθώριο χρόνου για την εκκένωση προσφύγων, ενώ και οι ελπίδες για στήριξη στις ανέπαφες δυνάμεις της Ανατολικής Θράκης διαψεύστηκαν θλιβερά από τη συμπεριφορά των στρατευμάτων της Α’ Μεραρχίας που αποβιβάστηκαν στην περιοχή της Σμύρνης και την στασιαστική στάση που ουσιαστικά κράτησαν.

Αυτό καθίσταται φανερό και από τις διπλωματικές διεργασίες που λάμβαναν χώρα από τις αρχές του 1922. Τόσο οι ειρηνευτικές προτάσεις των Συμμάχων όσο και οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς, δεδομένης της ελληνικής στρατιωτικής αδυναμίας να επιβάλλει τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών, προέβλεπαν κατ΄ αρχάς την κήρυξη ανακωχής, εν συνεχεία την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον Ελληνικό Στρατό – που υπολογιζόταν ότι θα απαιτούσε διάστημα περίπου 4 μηνών – και τέλος την εξασφάλιση των μειονοτήτων βάσει ειδικών διατάξεων και μέτρων. Σε δεύτερο χρόνο θα άρχιζαν διαπραγματεύσεις για την τελική ειρήνη. Με δεδομένες τις αντιλήψεις της κεμαλικής πλευράς, ίσως ο χριστιανικός πληθυσμός αναγκαζόταν να προσφυγοποιηθεί, ωστόσο αυτό θα ήταν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων και η διαδικασία θα συντελούταν υπό συνθήκες όσο το δυνατόν λιγότερο οδυνηρές. Ήταν η απρόσμενη σε ταχύτητα και μέγεθος κατάρρευση του Ελληνικού Στρατού που δεν έδωσε ποτέ τέτοια περιθώρια.

———————————————————

ΠΗΓΕΣ

(1) Νεοκλή Σαρρή, «Η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Σμύρνη όπως δεν έχει μέχρι σήμερα ιστορηθεί», στο ένθετο «Τι οδήγησε στην Μικρασιατική Τραγωδία – Μπορούσε να αποφευχθεί»; εφημερίδα TO ΠΑΡΟΝ, ειδική έκδοση 2009.

(2) ΔΙΣ/ΓΕΣ, «Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν (1919-1922), Τόμος Έβδομος , Το Τέλος της Εκστρατείας 1922, Μέρος Πρώτον, Υποχωρητικοί Αγώνες των Α΄& Β΄ Σωμάτων Στρατού», Αθήναι 1987 – ανατύπωση έκδοσης 1962.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s