Η Στρατιά της Μικράς Ασίας-Μέρος Β΄

Χριστούγεννα του 1920 καί η Ρωμιοσύνη της Σμύρνης χαιρόταν.
Ενας χρόνος ελευθερίας,ένας χρόνος λύτρωσης, ένας χρόνος αγαλλίασης είχε περάσει. Η οικονομική ζωή βρισκόταν στό απώγειό της, καράβια φορτωμένα μέ εμπορεύματα έφθαναν κάθε μέρα στό λιμάνι της. Tά καφενεία, τά θέατρα, τά εμπορικά μαγαζιά έσφυζαν από ζωή καί αισιοδοξία.Η νύμφη του Έρμου χαιρόταν. Κανείς δέν φανταζόνταν τί επρόκειτω νά ακολουθήσει.Κανείς δέν φανταζόνταν πόσο γρήγορα ο Παράδεισος θά γινόταν Κόλαση, η ζωή θά γίνόταν θάνατος, τό όνειρο θά γινόταν εφιάλτης. Ο Βασιλίας αφού κήρυξε τήν έναρξη εργασιών της Βουλής, στόν καθιερωμένο εναρκτήριο λόγο του θρόνου διεκήρυσσε τήν αφοσίωση της Ελλάδος στούς συμμάχους καί τήν απόφασή της να υπερασπισθεί τήν Ρωμιοσύνη της Μικράς Ασίας, συνεχίζοντας τόν πόλεμο.Στίς 24 Δεκεμβρίου ο νέος αρχιστράτηγος εξαπέλυσε επίθεση μέ 14.000 άνδρες καί 1000 ιππείς. Στόχος τό Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ) τό οποίο υπερασπίζονταν ο Ισμέτ πασάς

Οι Τούρκοι προέβαλαν απρόσμενη αντίσταση, ιδιαίτερα στό χωριό Ινονού, όπου ο στρατός μας καθηλώθηκε. Από εκείνη τήν τοποθεσία, ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Τουρκίας, θά ελάμβανε τό επωνυμο Ινονού.
Ο Κεμάλ γιά να κερδίσει τίς εντυπώσεις έκανε επίδειξη των λαφύρων πού είχε κερδίσει στήν μάχη. Οι σύμμαχοι έτρεχαν να αναγνωρίσουν τήν κεμαλική κυβέρνηση, ενώ χιλιάδες Τούρκοι εγκατέλειπαν τόν σουλτανικό στρατό γιά να καταταγούν στόν στρατό του Κεμάλ. Ισως εκείνη η μάχη ήταν η αρχή του τέλους. Ο Κεμάλ,πιό ισχυρός από πρίν, λίγο μετά θά υπέγραφε συμφωνία μέ τούς Γάλλους γιά τήν εκκένωση της Κιλικίας καί τήν παράδοση όλου του γαλλικού συμμαχικού οπλισμού στούς υποτιθέμενους αντιπάλους της Αντάντ, Τούρκους. Παράλληλα, θά μοιράζονταν τήν

Αρμενία,μέ τήν Σοβιετική Ενωση καί θά απελευθέρωνε καί από εκεί δυνάμεις γιά να τίςχρησιμοποιήσει στό δυτικό μέτωπο.

«Η διπλή προσωπικότητα.Τό 1921 είναι τό έτος της  Μικρασιατικής Εποποιΐας.Ταυτόχρονα, όμως είναι τό έτος της  μεγάλης καμπής πρός τή Μικρασιατική Καταστροφή. Η  Ελλάδα βρισκόταν σέ ένα τραγικό δίλημμα. Νά προχωρήσει ή να αποχωρήσει από τήν Μικρά Ασία;Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, πού εχθρεύονταν τούς συμμάχους,τάχθηκε αμέσως μετά τήν παλινόρθωσή του, υπέρ των συμμάχων. Η αντιβενιζελική παράταξη, πού είχε εκλεγεί μέ διακηρυγμένο πρόγραμμα κατά της πολιτικής Βενιζέλου καί υπέρ της ειρήνης, ακολούθησε τήν πολιτική του Βενιζέλου καί γενίκευσε τόν πόλεμο. Η βενιζελική παράταξη συμπαραστάθηκε επισήμως μέ τήν κυβέρνηση αλλά μέ τά ισχυρότερα μέλη της, τήν υπονόμευσε.»

Μέρτζος Νικόλαος – Μικρασιατική Εκστρατεία

Στίς 26 Μαρτίου 1921, ανέλαβε πρωθυπουργός στήν θέση του Καλογερόπουλου, ο Δημήτριος Γούναρης μέ υπουργό Στρατιωτκών τόν Νικόλαο Θεοτόκη

Σέ συνάντηση μέ τόν Πρωτοπαπαδάκη καί τόν Μεταξά, παρά τίς αντιρρήσεις του τελευταίου, αποφάσισαν ότι η μόνη διέξοδος γιά να τελειώσει ο πόλεμος πού αιμορραγούσε την οικονομία αλλά καί τά νειάτα της Ελλάδος, ήταν νά συντρίψουν τον Κεμάλ. Η εγκατάλειψη τόσων Ελλήνων στά νύχια των κεμαλικών, αλλά καί ο τερματισμός του ονείρου της Μεγάλης Ιδέας ήταν αδιανόητος.

«Τί θά απογίνουν οι δυστυχείς αυτοί πληθυσμοί πού τούς επήραμε στό λαιμό μας; Είμεθα υποχρεωμένοι να εξακολουθήσωμεν τόν πόλεμον μέχρι τέλους, έστω καί αν κινδυνεύσωμεν νά καταστραφώμεν…» 

, δήλωνε ο Γούναρης.Ο αρχιστράτηγος Παπούλας μέ 140.000 άνδρες στή διάθεσή του, έδωσε διαταγή γιά νέα επίθεση τήν άνοιξη του 1921.
Στίς 10 Μαρτίου τά ελληνικά στρατεύματα κινήθηκαν από τρείς αφετηρίες –

τή Νικομήδεια, τήν Προύσα καί τίς Τημενοθύραι (Ουσάκ) – μέ στόχοτή γραμμή Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ.

Η 11η μεραρχία πού στάθμευε στή Νικομήδεια κατέλαβε τή Σαπάντζα καί τό Αντά Παζάρ. Στίς 15 Μαρτίου, τό Α’ Σώμα Στρατού στό νότιο μέτωπο, υπό τόν στρατηγό Κοντούλη,ξεκινώντας από τό Ουσάκ,μπήκε χωρίς αντίσταση στό Ακροηνό (Αφιόν Καραχισάρ). Τό Γ’ Σώμα Στρατού, υπό τόν στρατηγό Βλαχόπουλο, από τήν Προύσα ξεκίνησε γιά τό Δορύλαιο(Εσκί Σεχίρ) αλλά

συνάντησε ισχυρή τουρκική αντίσταση μέ αποτέλεσμα η 10η μεραρχία στό κέντρο τηςελληνικής παράταξης νά υποχωρήσει κάτω από τίς συνεχή πίεση των δυνάμεων του ΙσμέτΙνονού πασά, οι οποίες περνούσαν στήν αντεπίθεση.Στίς 20 Μαρτίου, τό Γ’ Σώμα Στρατού άρχισε νά υποχωρεί, αφήνοντας στό πεδίο της μάχης 5.000 νεκρούς. Τώρα ολόκληρος ο τουρκικός στρατός κινήθηκε εναντίον του Α’ Σώματος Στρατού πού υποχωρούσε πρός τό Ουσάκ

Αμέσως φάνηκαν τά αποτελέσματα της ενέργειας  νά αντικαταστήσουν όλους τούς νικητές αξιωματικούς των προηγούμενων μηνών. Τήν τιμή των όπλων θά σώσει τό 34ο σύνταγμα του συνταγματάρχη Δημοσθένη Διαλέτη, πού πολέμησε ηρωϊκά στόΤουμλού Μπουνάρ, μέ αποτέλεσμα νάδώσει χρόνο στό Α’ Σώμα Στρατού να υποχωρήσει μέ τάξη.

«Ο Κοντούλης, ο αντικαταστάτης του Νίδερ, σπεύδει να υποχωρήσει χωρίς να δώσει μάχη, εγκαταλείπει το Αφιόν Καραχισάρ και σταματά στα υψώματα Αρσαλάρ, βόρεια τουΟυσάκ. Και στις 28 Μαρτίου ο Ρεφέτ πασάς εξαπολύει μια τρομακτική επίθεση κατά τουελληνικού Μετώπου. Οι Τούρκοι ορμούν με αναπτερωμένο το ηθικό από τη νίκη του Ιν Ενού κι υποστηρίζονται από το καταιγιστικό πυρ του πυροβολικού τους. Τα τμήματά μας κλονίζονται, υποχωρούν. Αλλά την κρίσιμη στιγμή, μέσα από το δάσος του Χασάν Ντεντέ Τεπέ, ορμούν σαν διάβολοι οι Τσολιάδες μας. Είναι οι άνδρες του 5/42 του Πλαστήρα. Ο αιφνιδιασμός είνα ιαπόλυτος και σε λίγο ανατρέπεται ολόκληρη η κατάσταση. Οι Τούρκοι τρέπονται σε φυγή,εγκαταλείποντας 800 νεκρούς και 200 αιχμαλώτους, μαζί με άφθονο πολεμικό υλικό.Ύστερα από τόσους μήνες η κραυγή «Αέρα» αντηχεί και πάλι. Κι η νίκη του Α’ Σώματος αμβλύνει κάπως την τραγωδία του Ιν Ενού. Ο ελληνικός Τύπος θα τη διαφημίσει, για να συγκαλύψει την ήττα.»

Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες

Οι απώλειες της εαρινής επίθεσης ήταν τρομακτικές καί είχαν σοβαρό αντίκτυπο στήνψυχολογία των οπλιτών. Το τηλεγράφημα του Ινονού στον Φεβζί Πασά ανέφερε:

«Ο εχθρός εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης στα στρατεύματά μας. Το πεδίο της μάχης είναι σκεπασμένο με τα πτώματα χιλιάδων Ελλήνων …»

Οι Γάλλοι καί οι Ιταλοί αυτοί πού προσπαθούσαν νά αναθεωρήσουν τήν Συνθήκη των Σεβρών, προσφέροντας περισσότερα ανταλλάγματα πρός τόν Κεμάλ, του οποίου τό κύρος μεγάλωνε μετά τίς νίκες του στρατού του, στό δυτικό μέτωπο της Μικράς Ασίας.Νεός οπλισμός προσφέρονταν από Γάλλους, Ιταλούς αλλά καί Σοβιετικούς σέ μία κυβέρνηση πού είχε ήδη έξολοθρεύσει εκατομμύρια Αρμένιους, Ρωμιούς καί Ασσύριουςχριστιανούς. Οι πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης, πού φυλακίζουν όποιους αρνούνται τό εβραϊκό ολοκαύτωμα, υποστήριζαν τόν εμπνευστή του Χίτλερ, πού διέπραξε τό χριστιανικό ολοκαύτωμα. Υποστήριζαν τόν Κεμάλ, τόν οποίο θαύμαζε ο ίδιος ο Χίτλερ. Είναι τοίς πάσιγνωστόν, ότι στίς προειδοποιήσεις των στρατηγών του γιά τόν αντίκτυπο πού θά είχε η εξολόθρευση τόσων Εβραίων δήλωνε αλλαζονικά:

«Ποιός θυμάται τούς Αρμενίους;» 

Τέλος,τόν ομοϊδεάτη του Χίτλερ θά τόν υποστήριζε καί η τότε Ελληνική Αριστερά, η οποία μέ κορυφή του δόρατος το ΚΚΕ θά σαμποτάριζε τίς ενέργειες του ελληνικού στρατού πρός όφελος των εθνικιστών του Κεμάλ.

Η μάχη της Κιουτάχειας

Τήν επέτειο της αλώσεως 29 Μαΐου 1921, επέλεξε οβασιλιάς Κωνσταντίνος νά αποπλεύσει από τόν Πειραιά μέσα σέ παραλήρημα λαϊκού ενθουσιασμού καί νά αποβιβασθεί στη Σμυρνη τήν επομένη, συνοδευόμενος από τόν πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη, τούς υπουργούς Θεοτόκη, Μπαλτατζή, Στράτοκαί τούς πρίγκηπες Παύλο, Νικόλαο καί Ανδρέα.

Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή ενώ η προϊσταμένη του στρατιωτικού νοσοκομείου του ευχόταν

«Μακάρι νά σας δούμε στη Πόλη καί στην Αγιά Σοφιά».

Ομως τά σύννεφα πύκνωναν. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν στήν ελληνική κυβέρνηση τήν εκκένωση της Μικράς Ασίας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καί τό Ξένο Κεφάλαιο μαζί μέ(τί ειρωνεία!) τούς κομμουνιστές του Λένιν, υποστήριζαν ακόμα περισσότερο τούς εθνικιστές του Κεμάλ, ενώ κόβονταν τά δάνεια πού χρειαζόταν ο Γούναρης γιά να συντηρήσει τούς 186.975 οπλίτες καί 5.740 αξιωματικούς πού βρίσκονταν στήν Μικρά Ασία. H οικονομία του κράτους δέν άντεχε άλλο. Επρεπε νά τελειώσει ο πόλεμος καί γιά νά γίνει αυτό, έπρεπε νά συντριβεί ο Κεμάλ.

«Στρατιώται! Η φωνή της πατρίδος μέ εκάλεσε καί πάλιν επί κεφαλής υμών. Δεχθήτε τόνεγκάρδιον του βασιλέως σας χαιρετισμόν. Είμαι υπερήφανος διά σας. Διά τήναποφασιστικότητά μέ τήν οποίαν αγωνίζεσθε τόν απελευθερωτικόν της φυλής αγώνα εδώόπου από αιώνων πνέει ο ελληνισμός. Δέν αγνοείτε ποιάς ευγενούς ιδέας είσθε υπέρμαχοιεπί του ιερού τούτου εδάφους. Μάχεσθε υπέρ της ιδέας της ελληνικής, η οποία εδώεγέννησε τόν απαράμιλλον εκείνον πολιτισμόν, ο οποίος, ουδέποτε θά παύση να προκαλήτού κόσμου τόν θαυμασμόν. Η ανδρεία σας εγγυάται του αγώνος τήν επιτυχίαν. Αι αρεταί σας εγγυώνται, ότι εκ των θυσιών καί της νίκης σας θά αναθάλη εφάμιλλος προς εκείνονπολιτισμός. Στρατιώται! Επί τό έργον. Ολοι ηνωμένοι. Με τήν καρδίαν πλήρη απο τήν αγάπην πρός τήν Ελλάδα μας, τήν μίαν καί αδιαίρετον. Καί από τήν αφοσίωσιν πρός τήν αποστολήναυτής τήν μεγάλην καί αιώνιαν της οποίας όλοι είμεθα όργανα. Εμπρός επί τό έργον. Ο βασιλεύς σας είναι μαζί σας. Καί σας οδηγεί εκεί όπου η επιταγή της πατρίδος μας καλεί όλους. Ο Υψιστος θά ευλογήση τόν δίκαιον αγώνα μας.»

Κορδελιό, 31 Μαΐου 1921 – Βασιλεύς Κωνσταντίνος – Διάγγελμα πρός τόστράτευμα

Τό καλοκαίρι του 1921, ξεκίνησε η εκστρατεία πού είχε σκοπό τή συντριβή των κεμαλικών δυνάμεων καί τήν επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών στή νέα κυβέρνηση της Αγκυρας.Ομως αυτή η επίθεση θά έπρεπε νά είχε γίνει δύο χρόνια πρίν, τό καλοκαίρι του 1919. Ακολουθεί απόσπασμα από τό βιβλίο του Ξενοφώντος Στρατηγού

,»Η Ελλάς εν Μικρά  Ασία» , που καταλογίζει σημαντικές ευθύνες καί παραλείψεις στήν κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου:

«Τί παρέλειψεν ο κ. Βενιζέλος  Η προσφορωτέρα περίοδος γιά τήν εκμηδένιση των Κεμαλικών Δυνάμεων ήτο αναμφιβόλως η των ετών 1919 καί 1920, διότι κατά ταύτην δέν επρόκειτο περί καταστροφής υπαρχόντων μεγάλων εχθρικών στρατών, αλλ’ απλούστατα κατ’ αρχάς περί παρεμποδίσεως της οργανώσεως τοιούτων, άτε μή υπαρχόντων, βραδύτερον δέ περί διαλύσεως των σχηματισθέντων πυρήνων, καθ’ ήν εποχήν μάλιστα τά πρώτα οργανωθέντα Κεμαλικά στρατεύματα, ολιγάριθμα κατ’ αρχάς, απησχολούντο, κατά μέγα μέρος, εναντίον των Γάλλων εν Κιλικία. Η προσφορώτατη αύτη περίοδος παρήλθεν άπρακτος δια τόν Ελληνικόν Στρατόν, διότι ο κ. Βενιζέλος δέν ηδυνήθη νά επιτύχη ελευθερίαν ενεργείας ή δέν ετόλμησε νά εκβιάση τοιαύτην.Ού μόνον δέ τούτο αλλά καί ετέρα παράλειψις, βαρύνουσα εξ ολοκλήρου τό προνοεμβριανόν Καθεστώς, καθίστα ολονέν κρισιμωτέραν τήν θέσιν των Ελλήνων, τό γεγονός ότι, μετά τήν ανακωχήν του Μούδρου (Οκτώβριος 1918), τό κατασχεθέν παράτων Συμμάχων πολεμικόν υλικόν της Τουρκίας αφέθη επί τόπου, εντός αποθηκών υπό ασθενεστάτην φρούρησιν ή καί μόνον υπό σφράγισιν, ο δε κ. Βενιζέλος δέν απήτησεν τήνεις Ελλάδα παράδοσιν του υλικού τούτου ή αν τούτο ήθελε θεωρηθή δύσκολον τήν παντελή καταστροφήν αυτού. Τό υλικόν αυτό εχρησίμευσε διά τόν σχηματισμόν του πρώτου σοβαρού πυρήνος του Κεμαλικού στρατού, υπέστη δέ ο Ελληνικός στρατός κατάτας επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921 τήν οδυνηρήν έκπληξιν του να αντιμετωπίση βαρύ πυροβολικόν νεωτάτου συστήματος, ούτινος αυτός εστερείτο παντελώς. Καί ενταύθα έρχεται μοιραίως τό ερώτημα: καί επετρέπετο νά στερήται ο Ελληνικός  Στρατός επαρκούς καί ισχυρού οπλισμού, αφού οι μεγάλοι Σύμμαχοι μεθ’ ων συνεπολέμησεν είχον ειρηνεύση πρό πολλού, ηδύναντο δέ οι Σύμμαχοι να τόν εφοδιάσωσι πλουσιοπαρόχως, ου μόνον εκ του ιδικού των αφθόνου καί αχρήστου πλέον περισσεύματος, αλλά καί εκ των απείρων λαφύρων, άτινα απεκόμισαν εκ των Γερμανών,των Αυστριακών, παρ’ών η Ελλάς εδικαιούτο νά λάβη μερίδιον ανάλογον των εν τω Μακεδονικώ μετώπω θυσιών της…»

Σκοπός της ελληνικής επιθέσεως, σύμφωνα μέ τό σχέδιο επιχειρήσεων, πού κατήρτισε τό επιτελείο της Στρατειάς Μικράς Ασίας, ήταν η συντριβή των εθνικιστών του Κεμάλ στήν περιοχή της Κιουτάχειας (Κοτυαίον) καί η κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμήςΚωνσταντινουπόλεως – Βαγδάτης απο τόν κόμβο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιον), από όπου ξεκινούσε η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή πρός τήν Αγκυρα, μέχρι τόν κόμβο ΑφιόνΚαραχισάρ (Ακροϊνό), όπου κατέληγε η σιδηροδρομική γραμμή από τή Σμύρνη. Τόελληνικό σχέδιο προέβλεπε μία κατά μέτωπο επίθεση στήν Κιουτάχεια μέ ταυτόχρονηυπερκέρασή της από νότο καί βορρά ώστε νά εγκλωβιστεί ο εχθρός.

Τό βόρειο τμήμα απαρτίζοταν από τό Γ’ Σώμα Στρατού μέ διοικητή τον

αντιστράτηγοΓεώργιο Πολυμενάκο καί
συνταγματάρχες τόν Α. Πλατή (7η μεραρχία), Π. Σουμίλα(10η μεραρχία), Νικόλαο Τρικούπη (3η μεραρχία) καί Νικόλαο Κλαδά (11η μεραρχία).

 Αποστολή του Γ’ Σώματος Στρατού ήταν η υπερκέραση της Κιουτάχειας από τά βόρεια,μέσω της κοιλάδας του Αδρανού ποταμού.Τό νότιο τμήμα απαρτίζοταν από τήν 4η μεραρχία (συνταγματάρχης Δ. Δημαράς), 12ημεραρχία (πρίγκηπας Ανδρέας), από τό Α’ Σώμα Στρατού (αντιστράτηγος Κοντούλης) – 1ημεραρχία (συνταγματάρχης Αθ. Φράγκου), 2η μεραρχία (συνταγματάρχης Γ. Βαλέττας) καί τό Β’ Σώμα Στρατού (υποστράτηγος Αριστοτέλης Βλαχόπουλος) – 5η μεραρχία(συνταγματάρχης Ι. Τριλίβας) καί 13η μεραρχία (συνταγματάρχης Κίμων Διγενής). Τό νότιο τμήμα θά εκτελούσε επίθεση πρός τήν τοποθεσία Μπάλ Μαχμούτ – Κιουτσούκ Τζορτζά.
Στίς 26 Ιουνίου ο Παπούλας καί τό επιτελείο του μεταφέρθηκαν από τήν Σμύρνη στό Ουσάκ καί ξεκινούσαν τήν επίθεση.Οι μάχες πού ακολούθησαν ήταν αιματηρές καί οι απώλειες του ελληνικού στρατού μεγάλες. Τήν 1η Ιουλίου, η 4η Μεραρχία εισήλθε στό Αφιόν Καραχισάρ καί υποχρέωσε τόν Κεμάλ νά επισκεφθεί αυτοπροσώπως τόν Ισμέτ στήν Κιουτάχεια καί νά τόν πείσει νά υποχωρήσει ανατολικά, δεδομένου ότι ο Ισμέτ πασάς δέν δεχόταν εύκολα τήν υποχώρηση.Τήν 2α Ιουλίου η 13η μεραρχία επιτέθηκε στό Ακτσάκ Δάγ καί η 5η μεραρχία στό ΤσαούςΤσιφλίκ, ενώ τό Α’ Σώμα Στρατού έδωσε σκληρές μάχες στό Ερικλή καί στά υψώματα Νασούχ Τσάλ. Η Κιουτάχεια καταλήφθηκε τήν επομένη καί λίγο αργότερα καταλήφθηκε τό Δορύλαιο (Εσκή Σεχίρ).
Ο Ισμέτ πασάς προκειμένου νά κερδίσει χρόνο ο τουρκικός στρατός γιά τήν υποχώρηση,συγκέντρωσε δυνάμεις καί επιχείρησε αντεπίθεση κατά του Εσκή Σεχίρ. Ολόκληρη τήν 8η Ιουλίου 1921 διήρκεσαν οι μάχες μέ σοβαρές απώλειες καί γιά τούς δύο αντιπάλους, αλλά δυστυχώς ο εχθρός υποχώρησε αλώβητος ακόμα πιό ανατολικά.

«Είχαμε καταλάβει την πόλη στις 6 Ιουλίου, μπήκαμε μέσα, εγκαταστήσαμε τις αρχές,καταλάβαμε και τους φούρνους για ψωμί, όλο το Γ΄ Σώμα Στρατού καταυλισθήκαμε βορειοανατολικώς της πόλεως. Προς το δυτικόν μέρος της πόλεως ήτο απέραντος κάμπος  χωρίς δένδρο. Πέρα από τον κάμπο υψωνόταν το βουνό Μπόζ-Ντάγ και στους πρόποδες ήτο η κωμόπολη Μουτελίπ με τρεις μιναρέδες. Στις 8 Ιουλίου το πρωί διετάχθηκε το 3ο τάγμα του 23ου πεζικού Συντάγματος, όπουυπηρετούσα ως σιτιστής στον 11ο λόχο, να φύγουμε. Μόλις περάσαμε την πόλη ένα βλήματουρκικό περνούσε από πάνω μας, με στόχο το Σώμα που ήτο καταυλισμένο. ΟΤαγματάρχης μας Βάκης Αλέξανδρος, Αθηναίος, διατάζει αμέσως τα μεταγωγικά μάχης να ακολουθήσουν το τάγμα και τα μεταγωγικά σώματος να μείνουν μέσα στα σπίτια. Δενπέρασε μισή ώρα και το τάγμα έπιασε σκληρή μάχη. Αλματα οι Τούρκοι, άλματα οι δικοί  μας.Το τάγμα ζητάει ενίσχυση και αμέσως φθάνει σαν αστραπή το 22ον Σύνταγμα μεδιοικητήν τον συνταγματάρχη Ψάραν με δέκα ιππείς σαλπικτάς να φωνάζουν προχωρείτε,προχωρείτε και να τραγουδούν του Αητού ο γιός πάει κι αυτός, εμπρός, εμπρός,σηκωνόταν τα μαλλιά σου στην κορφή… Έφθασε και μια πεδινή πυροβολαρχία πουάρχισε να βάζει κάτω, από το δημόσιο δρόμο έφτασε το βαρύ πυροβολικό, επί 8 ώρες έβλεπες μια κόλαση πυρός. Εκεί που έστησαν τα πολυβόλα δε μετακινήθηκαν. Εγώ έμεινα μέσα στα σπίτια.Τα καημένα τα ζώα φορτωμένα επί οχτώ ώρες. Βλέποντας οι Έλληνες του Εσκί Σεχίρ φοβήθηκαν και άρχισαν να φορτώνουν και αυτοί τα ρούχα τους να ακολουθήσουν τοστρατό. Τρέξαμε εμείς οι στρατιώτες και τους πείσαμε να σταματήσουν. Θα πάρουν αέραοι Τούρκοι τους λέγαμε και θα μας τουφεκούν από τα σπίτια. Έπειτα ήρθαν μερικοί 

θαρραλέοι, έβλεπαν τα πυροβόλα μας να βγάζουν φωτιές και μας ρωτούν αυτός είναι ο στρατός μας;, όχι τους είπαμε ο στρατός μας προχωράει μπροστά. Τέλος μετά από σκληρή μάχη οκτώ ωρών υποχώρησαν οι Τούρκοι προς το βουνό. Πανωλεθρία υπέστη με την υποχώρηση η κωμόπολις Μουτελίπ ύστερα από τη μάχη. Το22ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας ανέβηκε στο βουνό, το τάγμα μας έμεινε στο πεδίο της  μάχης χωρίς να γνωρίζει το Σύνταγμα και εβάλαμε φυλάκια. Την νύκτα μας κάνουν αντεπίθεση οι Τούρκοι, μας σκοτώνουν δύο σκοπούς. Σήμανε συναγερμός στο Σύνταγμα,αντεπίθεση όλη τη νύχτα και τους διέλυσε τελείως. Εμείς ήμασταν προσκολλημένοι στο Σύνταγμα κι έπρεπε το πρωί να συνδεθούμε. Όταν περάσαμε την κωμόπολη και βγήκαμε στην κορυφή του βουνού, είδαμε τα πυροβόλα τους ζεμένα σε έξι βουβάλια σκοτωμένα και οι πυροβοληταί μαζί. Αποθήκες, καζάνια όλα τα εγκατέλειψαν και σκόρπισαν μέσα στα κλαδιά να σωθούν. Τους περισσότερους τους πιάσαμε αιχμαλώτους κι άλλοι διέφυγαν μέσα στα δάση. Αυτή ήταν η Σιδηρά Μεραρχία του Κεμάλ με επικεφαλής τον ίδιο. Αυτή τη μάχη ο ελληνικός στρατός τη γιόρταζε σαν εθνική γιορτή όσον καιρό ήμασταν εκεί στη Μικρασία.»

1979. Απομαγνητοφωνημένη αφήγηση του Στ. Καρακυριαζή

Οι απώλειες του ελληνικού στρατού κατά τήν περίοδο 25 Ιουνίου – 12 Ιουλίου ανήλθαν σέ1.491 νεκρούς, 6.472 τραυματίες καί 110 αγνοούμενους. Οι Τούρκοι είχαν μεγαλύτερες απώλειες καί μόνο κατά τήν μάχη του Εσκί Σεχίρ οι Ελληνες συνέλαβαν 4.000 αιχμαλώτους. Ο αντικειμενικός σκοπός της κατάληψης των σιδηροδρομικών κόμβων Εσκί Σεχίρ καί Αφιόν Καραλισάρ επετεύχθει

Απέτυχε όμως ο ελληνικός στρατός στήν εξουδετέρωση των κεμαλικών δυνάμεων, η οποία οφείλεται κατά πολύ στή μή εκτέλεση συστηματικής καταδίωξης του υποχωρούντος εχθρού, μετά τήν μάχη του Εσκί Σεχίρ.

Τό πολεμικό συμβούλιο της Κιουτάχειας καί η μοιραία απόφαση

Η ήττα του τουρκικού στρατού στή μάχη του Εσκί Σεχίρ επέδρασε αρνητικά στό ηθικό τωνΤούρκων στρατιωτών ενώ η πολιτική της υποχωρήσεως, πού επέλεξε ο Κεμάλ, έγινε δεκτή μέ σοβαρές αντιδράσεις από τήν Εθνοσυνέλευση της Αγκυρας. Ο Κεμάλ όμως επέμενε ότι

η επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας καί εφοδιασμού του ελληνικού στρατού θά έφερνε τήν ήττα στούς Ελληνες. Από τήν άλλη στό ελληνικό στρατόπεδο, αφενός του ηθικότου στρατού ήταν υψηλό, μετά τήν συνεχιζόμενη καταδίωξη του εχθρού, αφετέρου άρχιζαν οι δυσχέρειες γιά τούς Ελληνες στρατιώτες πού απομακρύνονταν πολύ από τίς βάσειςτους, βρίσκονταν σέ έδαφος δύσβατο, αφιλόξενο, μέ εχθρικούς πληθυσμούς να τούς παρενοχλούν καί εμφανίζονταν τά συμπτώματα της κούρασης καί της εξάντλησης. Στά ανώτερα κλιμάκια υπήρχε τό δίλημμα: Να συνεχίσουμε τήν καταδίωξη μέχρι τελικής πτώσης του Κεμάλ ή νά σταματήσουμε καί να περιμένουμε; Αλλά υπήρχε καί η διχόνοια πού κατάτρωγε τίς σάρκες της Ελλάδος:

«Είνε ανεκδιήγητα τά όσα ο βενιζελισμός διέπραξε κατά της υποστάσεως του Εθνους καθ’ ήν εποχήν, αιμάσσον καί αγωνιωδώς προσπαθούν τούτο, επεδίωκε τήν σωτηρίαν του καί τήν των ομαιμόνων Μικρασιατών. Φυγόντες οι μεγαλόσχημοι Βενιζελικοί παντός κλάδου καί επαγγέλματος, δέν μετέβησαν νά μονάσωσιν εις εκούσιαν εξορίαν, ως ηρέσκοντο νάδιατείνωνται, αλλ’ εσκορπίσθησαν εις όλα τά σημαίνοντα κέντρα της οικουμένης, ως πράκτορες καί προπαγανδισταί, ως πράκτορες αντιδράσεως κατά πάσης ενέργειας αποσκοπούσης τήν εξυπηρέτησιν του αγώνος του Εθνους. Μέγας αριθμός τούτων, ιδώς αξιωματικοί, λιποτακτήσαντες μετά τάς εκλογάς, κατέφυγονεις Κωνσταντινούπολιν, ένθα ίδρυσαν τήν κλησθείσα «Εθνικήν Αμυναν». Θά εφαντάζετοτις, ότι λόγω της ονομασίας της σκοπόν είχε τήν στρατολογίαν εθελοντών, τήν εξεύρεσιν χρημάτων καί πολεμικών μέσων πρός ενίσχυσιν του μαχομένου στρατού. Πολλού γε καί δεί! Αντί τούτου, επολιτεύετο, έγραφεν άρθρα, προορισμόν έχοντα τήν κατάρριψιν τουηθικού του Στρατού, άτινα ο Κεμάλ ορθώς εκτιμών ανετύπωνε καί εσκόρπιζε δι’ αεροπλάνων εις τάς Ελληνικάς γραμμάς…»

Ξενοφών Στρατηγός – Η Ελλάς εν Μικρά Ασία – Αθήναι 1925

Ο Κωνσταντίνος έφθασε στό Εσκί Σεχίρ, όπου εψάλλει δοξολογία καί παρετάχθει μπροστάτου η 1η μεραρχία για να παρασημοφορήσει ο βασιλεύς τίς πολεμικές σημαίες. Στίς 15Ι ουλίου 1921 συνεκλήθη

πολεμικό συμβούλιο στήν Κιουτάχεια προεδρεύοντος τουβασιλέως Κωνσταντίνου. Σέ αυτό πήραν μέρος ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης,ο διοικητής της Στρατιάς Αναστάσιος Παπούλας, ο Υπουργός ΣτρατιωτικώνΝικόλαος Θεοτόκης, ο επιτελάρχης της Στρατιάς συνταγματάρχης ΚωνσταντίνοςΠάλλης, ο αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης και ο απόστρατος υποστράτηγοςΞενοφών Στρατηγός

Ο Γούναρης, ο Θεοτόκης καί ο Στρατηγός τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ της άμεσης προελάσεως. Ο Κεμάλ έπρεπε να προσβληθεί καί να ταπεινωθεί στήν πρωτεύουσά του, ώστε νά εξουδετερωθεί πλήρως καί να επιβληθεί επιτέλους η Συνθήκη των Σεβρών. Οι υπόλοιποι ήταν επιφυλακτικοί καί διάβασαν καί τό υπόμνημα του συνταγματάρχου Γεωργίου Σπυρίδωνος ο οποίος αντιτίθετο σφόδρα στήν προοπτική περαιτέρω προέλασης του ελληνικού στρατού, μία προέλαση η οποία έπρεπε να καλύψει 265 χιλιόμετρα μέσα από τήν φλεγόμενη Αλμυρά Ερημο

 Ακολουθεί κείμενο μέ τά επιχειρήματα του Ξενοφώντος Στρατηγού ο οποίος τασσόταν μέ τήν άποψι της συνέχισης τής εκστρατείας του ελληνικού στρατού.

«Εκ μέρους του ηττηθέντος εχθρού ουδεμία εγένετο πρότασις περί ανακωχής ήσυνθηκολογήσεως, αλλ’ ούτε εκ μέρους των ενδιαφερομένων Μεγάλων Δυνάμεων,τουναντίον δέ εκ μέρους της Αγγλίας υπήρχον ενθαρρύνσεις πρός αποπεράτωσιν τουαρξαμένου νικηφόρου έργου, υπομιμνήσκεται η αγόρευσις του κ. Λόϋδ Τζώρτζ καθ’ ήν:»Η Ελλάς νικώσα τόν Κεμάλ δέν δύναται να αρκεσθή εις τά εν τη συνθήκη των Σεβρώνσυμφωνηθέντα καί δέον νά τύχη πληρεστέρας ικανοποιήσεως!». Αφ’ ετέρου δέν ήτοδυνατόν η μέχρι της στιγμής εκείνης νικήτρια Ελλάς να προσέλθη ικέτης εις τόν Κεμάλκαί να εκλιπαρήση ειρήνην, γνωστής ούσης της αδιαλλαξίας αυτού… Εσωτερικώς ο Κεμάλ επάλαιε κατά μεγίστων δυσχερειών λόγω της επαναστατικής  μορφής ήν είχεν η εξουσία του. Οι Κούρδοι ήσαν λίαν δυσμενώς πρός αυτόνδιατεθειμένοι. Εις τό Ικόνιον εκυοφορείτο επανάστασις κατά του Κεμάλ. Αι πιθανότηται ριζικού κλονισμού, αν μή καταρρεύσεως ολοκλήρου του Κεμαλικού συγκροτήματος, αν ο Κεμάλ ήθελεν υποστή βαρύ τι καί ανεπανόρθωτον στρατιωτικόν πλήγμα, ήσαν μέγισται.Τοιούτον δέ πλήγμα θά ήτο αναμφιβόλως η απώλεια της πρωτευούσης του Αγκύρας καί των εν αυτή στρατιωτικών του βάσεων.»Αι θέσεις αύται αποτελούσι τό τελευταίον προπύργιον της Τουρκίας!» έγραφεν ο Κεμάλεν διαταγή του πρός τά στρατεύματα. Καί απετέλουν πράγματι τό τελευταίον προπύργιοναι θέσεις εκείναι, διότι εκδιωκόμενος ο Κεμάλ εξ Αγκύρας, πλήν του αθεραπεύτου ηθικούτραύματος, θά έχανε καί τό πλείστον του υλικού του όπερ δέν θά ήτο δυνατόν νάαποσύρει εν τάχει, ως έπραξε παρά τήν Κιουτάχειαν. Τί θά απεγίνετο τότε ο Κεμάλ;Θα αποσύρετο εις τά ενδότερα πρός τήν Σεβάστειαν, τήν Καισάρειαν ή τό Χαρπούτ,συνεσφιγμένος μεταξύ των χριστιανών του Πόντου, πρός βορράν, τών Αρμενίων πρός  βορειοανατολικώς, των Κούρδων πρός νότον, των επαναστατημένων του Ικονίου καί του Ελληνικού στρατού πρός Δυσμάς….»

Ως ημερομηνία ενάρξεως της μοιραίας εκστρατείας ορίστηκε η 1η Αυγούστου 1921

Ηταν ο ίδιος μήνας, μέ τόν Αύγουστο του 1071, όταν κάποιος άλλος στρατιώτης, ο Ρωμανός Δ’ ο Διογένης, ξεκινούσε τήν εκστρατεία του γιά να διώξει τούς Τούρκους εισβολείς από τήν

Μικρά Ασία. Καί εκείνη η εκστρατεία, χαρακτηρίζοταν από τήν διχόνοια, καί εκείνη ηεκστρατεία ξεκινούσε μέ τούς καλύτερους οιωνούς καί εκείνη η εκστρατεία θά κατέληγε στήν συντριβή των ελληνικών στρατευμάτων καί στήν απώλεια της ελληνικοτάτης Μικράς Ασίας από τούς Μογγόλους εισβολείς. Καί τόν ίδιο μήνα ένα χρόνο αργότερα, τόν Αύγουστο του1922, θά έσπαγε τό μέτωπο καί θά πανηγύριζαν οι κατακτητές γιά τή νίκη τους καί γιά τήν εξόντωση των χριστιανών ιθαγενών της γης της Ιωνίας, της Καππαδοκίας καί του Πόντου.

Η πορεία πρός τήν Αγκυρα

Η ελληνική στρατιά, μέ 120.000 οπλίτες καί 3.780 αξιωματικούς, ξεκίνησε τήν προέλασή της ανενόχλητη, κινούμενη ανατολικά, ακολουθώντας τίς πορεία πού είχε κάνει αμέτρητεςφορές ο βυζαντινός στρατός, όταν αιώνες νωρίτερα, καταδίωκε τούς Πέρσες ή τούς Αραβες ή τούς Σελτζούκους εισβολείς πού απειλούσαν τά σύνορα καί λεηλατούσαν τίς βυζαντινές πόλεις. Οι Τούρκοι, υπό τήν ηγεσία του αρχιστράτηγου Κεμάλ, του αρχηγού του επιτελείου Φεβζή πασά καί του διοικητή του μετώπου Ισμέτ πασά, παρέταξαν 90.000 άνδρες καί ένα πανίσχυρο ιππικό, πού τούς έδινε απίστευτη ταχύτητα κινήσεων, όπως γίνονταν καί μέ τούς Οθωμανούς προγόνους τους. Ο Ισμέτ πασάς είχε καταστρέψει τόσο τήν σιδηροδρομική γραμμή πού οδηγούσε στήν Αγκυρα, συναποκομίζοντας τίς 20 ατμομηχανές καί τά 200 βαγόνια, όσο καί τίς γέφυρες των ποταμών, πράγμα πού επιβεβαιώνονταν καί από τίς αναγνωριστικές πτήσεις της ελληνικής αεροπορίας πάνω από τόν ποταμό Σαγγάριο

Στίς 3 Αυγούστου ο ελληνικός στρατός είχε ολοκληρώσει τήν πρώτη φάση του σχεδίου προελάσεως, φτάνοντας στή γραμμή Μιχαλίτς – Σαρήκιοϊ – Σιβρί – Χισάρ – γέφυρα Φετί Ογλού. Παρέμεινε εκεί γιά τριήμερη ανάπαυση, καί στίς 5 Αυγούστου τό επιτελείο εξέδωσε γενική διαταγή, σύμφωνα μέ τήν οποία ο κύριος όγκος της στρατιάς θά στρέφοταν πρός νότον καί θά βάδιζε παράλληλα μέ τό νότιο κλάδο του Σαγγαρίου ποταμού.

Στή συνέχεια θά ακολουθούσε τήν πορεία του πρός τά βορειοανατολικά, μέ αντικειμενικόσκοπό τήν προσβολή των τουρκικών θέσεων στά βόρεια του ποταμού Γκεούκ ΙνλάρΚατραντζή καί τήν υπερκέραση του εχθρού από τά ανατολικά.
Η 7η μεραρχία θά διενεργούσε απευθείας επίθεση αντιπερισπασμού στίς οχυρωμένες θέσεις των Τούρκων στήν ανατολική όχθη του Σαγγαρίου.Ετσι η ελληνική προέλαση συνεχίστηκε από τό πρωΐ της 6ης Αυγούστου μέ τρία σώματα συμπαραταγμένα. Τό Γ’ Σώμα στά βόρεια, τό Α’ στό κέντρο καί τό Β’ στά νότια.
Η 9η μεραρχία του Β’ Σώματος Στρατού προχώρησε μέσα από τήν Αλμυρά Ερημο κάτω από τόν αδυσώπητο ήλιο του Αυγούστου πού ταλαιπωρούσε αφάνταστα ανθρώπους καί κτήνη.Στίς 10 Αυγούστου τό Γ’ καί τό Α’ Σώμα Στρατού έφτασαν στή νότια όχθη του Γκεούκ ΙνλάρΚατραντζή καί οι εμπροσθοφυλακές τους ήλθαν σέ επαφή μέ τήν οχυρωμένη τουρκική τοποθεσία. Τό Β’ Σώμα Στρατού διατάχτηκε νά παραμείνει σέ δεύτερη γραμμή γιατί υπήρχαν πληροφορίες γιά κινήσεις τουρκικών δυνάμεων στό αριστερό άκρο της τουρκικής παράταξης οι οποίες οχύρωναν τήν απρόσιτη τοποθεσία του Καλέ Γκρότο

Κατά τή διάρκεια της πορείας των Ελλήνων στρατιωτών κατά μήκος του ποταμού Σαγγάριου, επαληθεύτηκαν οι απαισιόδοξες προβλέψεις του συνταγματάρχη Σπυρίδωνος.Η έλλειψη νερού καί τροφίμων, οι αρρώστιες καί οι πυρετοί, η ζέστη καί η κούραση είχαν προκαλέσει περισσότερες απώλειες στούς στρατιώτες μας από ότι οι επιθέσεις του τουρκικού ιππικού καί των ατάκτων. Οι άντρες είχαν ξεπεράσει τά φυσιολογικά όρια αντοχής πολύ πρίν αρχίσουν οι μάχες μέ τόν εχθρό.

«Οι σαλπιγκτές χαιρέτισαν την ανατολή της 1ης Αυγούστου, τον πολεμικό παιάνα κι οι

πολεμιστές μας απάντησαν με την κραυγή «Αέρα». Ήταν αυτοί, που πριν λίγες μέρες φώναζαν στο Γούναρη: «Θέλουμε ν’ απολυθούμε». Ποιά καλή μάγισσα είχε μεταμορφώσει τους κουρασμένους ήρωες σ’ ατίθασα παλληκαρόπουλα; Ήταν η φλόγα της Φυλής εκείνη, που έκανε το Νικηταρά να φωνάζει στον εαυτό του: «Κουράγιο, Νικηταρά… Τούρκους σφάζεις». Οι στρατιώτες μας ξεκίνησαν για τη μαρτυρική πορείατους στην έρημο σιγοτραγουδώντας: «Μουσταφά μωρέ Κεμάλη είσαι αγύριστο κεφάλι…». Γρήγορα, όμως, το τραγούδι πνίγηκε στο στόμα τους, η τρομακτική δίψα άρχισε να τους τυραννάει. Περπατούαν τρεις και πλέον ημέρες, με θερμοκρασία, που θα έφθανε τους 45 βαθμούς υπό σκιά – αν υπήρχε σκιά. Αλλά δεν υπήρχε, μόνο καυτός ήλιος κι η άμμος της ερήμου. Η πορεία ήταν μαρτυρική και σαν να μην έφτανε η αφόρητη ζέστη το μαρτύριο της δίψας το μεγάλωνε η ξηρά τροφή, που είχαν μαζί τους οι στρατιώτες μας – καπνιστές ρέγγες και κρεμμύδια. Θα έλεγε κανείς πως σκληρός βασανιστής είχε επινοήσει το μαρτύριο εκείνο. Κι όμως δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά. Λίγο πριν αρχίσει η πορεία, το 4ο Γραφείο είχε ειδοποιήσει με σήματα του τις μονάδες, ότι η τροφοδοσία των ανδρών τους έπρεπε να εξασφαλιστεί «εκ των ενόντων» – εκ των ενόντων μέσα στην έρημο!
Αλλά η Επιμελητεία μας δεν είχε άλλη λύση. Τα μαχόμενα τμήματα είχαν απομακρυνθεί 200 χιλιόμετρα από τις βάσεις ανεφοδιασμού και τα μεταφορικά μέσα ήταν λίγα. Χάλαγαν χωρίς να είναι δυνατό ν’ αντικατασταθούν. Η Ελλάδα άρχιζε μια νέα εκστρατεία ενώ βρισκόταν στο χείλος της χρεωκοπίας.
«Ο αφόρητος εις καύσωνα τυφλωτικός ήλιος τής ερήμου μετέβαλλε τήν όψιν του βαδίζοντος φαντάρου, μέ τόν γυλιόν φορτωμένον εις τούς ώμους του, εις όψιν άγωνιώντος ετοιμοθάνατου. Ο ίδρώς έρρεε «ποτάμι» κι’ οι οφθαλμοί του σχεδόν κλειστοί. Καί τήν δύσιν του ηλίου ηκολούθει εις τήν ερημον ψύχος δριμύ…». 
Η εφιαλτική αυτή περιγραφή , είναι περιγραφή του συνταγματάρχη Γ. Σπυρίδωνος, διευθυντή του 4ου Γραφείου της Στρατιάς – δηλαδή της Επιμελητείας. Και ήταν σε θέση να γνωρίζει τη πραγματικότητα ο εκλεκτός εκείνος αξιωματικός, του οποίου οι εισηγήσεις δεν ακούστηκαν. Η εκστρατεία του Σαγγάριου ήταν ένα τραγικό σφάλμα, που την μετέβαλε σε έγκλημα το σχέδιο της επίθεσης. Ο κύριος όγκος του Στρατού μας ρίχτηκε σε μια εξαντλητική πορεία 60-70 χιλιομέτρων δια μέσου της Αλμυράς Ερήμου, για να προσβάλει την αμυντική διάταξη του εχθρού από το αριστερό….. Η 10η Αυγούστου βρίσκει τους στρατιώτες μας στο όριο της αντοχής τους. Έχουν μεταβληθεί σε φαντάσματα. Η σκόνη της Αλμυρός Ερήμου έχει διαποτίσει τους πνεύμονες τους, αναπνέουν με δυσκολία. Δεν ιδρώνουν – από τους πόρους τους βγαίνουν οι πρώτες σταγόνες αίματος. Λίγο ακόμη και θα καταρρεύσουν.Τη στιγμή ακριβώς εκείνη δίνεται η διαταγή επίθεσης κατά του εχθρού – έχουμε πλησιάσει στις γραμμές άμυνάς του. Και τότε γίνεται ένα ακόμη θαύμα. Οι ζωντανοί – νεκροί της  Στρατιάς μας υψώνουν το ανάστημα. Το βογγητό του μαρτυρίου τους μεταβάλλεται σ’ αλαλαγμό – σ’ επιθετικό παιάνα. Οι λόγχες αστραποβολούν κι οι στρατιώτες μας ορμούν ακάθεκτοι. Πού βρήκαν τη δύναμη τα παλικάρια εκείνα, μετά το μαρτύριο της ερήμου,πού βρήκαν το ψυχικό σθένος, όταν ένιωθαν, ότι διοικούνται από ανίκανους;
Στην ίδια πηγή, όπου βρήκαν το σθένος οι Μαραθωνομάχοι, οι αλύγιστοι υπερασπιστές του Μεσολογγίου – στην ελληνική ψυχή. Κι εκεί, στις όχθες του Γκεούκ (παραπόταμου του Σαγγάριου) επαναλαμβάνεται μια από τις αθάνατες στιγμές των εκστρατειών του Ναπολέοντα.Όταν ο νεαρός Βοναπάρτης ανέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς της Ιταλίας, ο Οζερώ το υανάφερε, ότι οι «Γκρινιάρηδες» δηλαδή οι περίφημοι πιστοί του Γρεναδιέροι στερούνταν τα πάντα – ζωοτροφές, πολεμοφόδια, υποδήματα. «Έ χ ε ι ο εχθρός, ας πάμε να του τα πάρουμε», απάντησε ο τρομερός Κορσικανός. Έτσι κι έγινε. Οι στρατιώτες μας δεν είχαν τον Ναπολέοντα αρχιστράτηγο. Ο καθένας, όμως, είχε στην καρδιά του το θάρρος του Βοναπάρτη. Ορμούν, φωνάζοντας: «Εμπρός, παιδιά… Οί Τούρκοι έχουν νερό…» Κι αμέσως ανατρέπουν τη πρώτη γραμμή άμυνας του εχθρού. Αλλά το μεγαλείο των πολεμιστών δίνει πιο ζωντανά, πιο έντονα, τη μικρότητα των ηγετών τους.»

Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες

Οι μάχες πού ακολούθησαν ήταν επικές. Θυμίζουν σε ηρωϊσμό τίς ομηρικές μάχες πούέδωσαν οι Αχαιοί μέ τούς Τρώες, οι Σπαρτιάτες μέ τούς Πέρσες, οι Βυζαντινοί μέ τούς Αραβες, οι Σουλιώτες μέ τούς Τουρκαλβανούς. Ποτάμια αίματος των Ευζώνων πότισαν τήνγή της Μικράς Ασίας. Οι τσολιάδες μας παρόλη τήν κούραση, τίς πορείες καί τήν πείνα,κατάφεραν νά νικήσουν. Ταπείνωσαν τόν Κεμάλ, έξω από τήν πρωτεύουσά του.Κατέλαβαν τό ένα μετά τό άλλο τά οχυρά του.

ΝΙΚΗΣΑΝ!

Νίκησαν όμως μέ βαρύτατες απώλειες. Ο Γιάννης Καψής στά βιβλία του, όσο κατηγορεί τούς ανώτατους αξιωματικούς(κυρίως τόν πρίγκηπα Ανδρέα) γιά ανικανότητα, τόσο εκθειάζει τούς απλούς στρατιώτες γιάτη γενναιότητα καί τήν αυτοθυσία πού επέδειξαν στήν μάχη της Αγκυρας.Τή 10η Αυγούστου 1921 σύσσωμος ο ελληνικός στρατός εφόρμησε. Τό αριστερό

επιτέθηκε εναντίον των οχυρώσεων πίσω από τόν ποταμό Γκεούκ. Τό κέντρο στά απόκρημνα οχυρά

Ταμπούρ Ογλού καί Σαπάντζα, ενώ τό δεξιό επιτέθηκε στό απόρθητο Κάλε Γκρότο

Μετά από αιματηρές μάχες σώμα μέ σώμα καί διά της λόγχης, οι Ελληνες διέσπασαν τήν πρώτη αμυντική γραμμή των Τούρκων. Κατέλαβαν καί τήν δεύτερη αμυντική γραμμή στήν οροσειρά Τσάλ Αντίζ. Ο Κεμάλ διατάσσει άμυνα μέχρις εσχάτων καί δίνει εντολή νά πυροβολούνται όσοι υποχωρούν χωρίς γραπτή εντολή. Οι Τούρκοι ηττώνται καί στήν τρίτη αμυντική γραμμή καί ετοιμάζουν νά εκκενώσσουν τήν Αγκυρα καί να αποτραβηχτούν στήν Καισάρεια της Καππαδοκίας

Χωρίς νερό, χωρίς ψωμί καί υπό συνεχή καύσωνα οι Ελληνες πολέμησαν επί 19 μερόνυκτα στήν κόλαση του Σαγγάριου. Απέκρουσαν καί τή μεγάλη τουρκική αντεπίθεση πού έγινε στίς 28 Αυγούστου 1921. Μετά τίς μάχες, ο Κεμάλ στην Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θά δήλωνε:

«Ο Σαγγάριος παραλίγο νά γίνει ο τάφος της Τουρκίας. Η μάχη διήρκεσε 22 αδιακοπα μερόνυκτα,περισσότερο από κάθε άλλη μάχη της τουρκικής ιστορίας.» 

«Επτά τουρκικές Μεραρχίες έκαναν εκείνη την αντεπίθεση – επτά Μεραρχίες εναντίον τεσσάρων συνταγμάτων μας. Η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν συντριπτική.Οποιονδήποτε άλλον Στρατό κι αν είχαν απέναντι τους θα τον είχαν συντρίψει. Αλλ’ οι Τσολιάδες μας φαίνεται, ότι ανήκουν στη πάστα εκείνη τω ανθρώπων που φτιάχνει τους ήρωες. Πυροβολούν ακατάπαυστα κατά του εχθρού, τα όπλα τους ανάβουν κι όταν οιΤούρκοι πλησιάζουν, τραβούν τις ξιφολόγχες. Ήταν δραματική η μάχη εκείνη σώματος προς σώμα. Ακόμα κι οι ξιφολόγχες εστόμωσαν, αλλ’ οι λεβέντες του 1/38 δεν λύγισαν -πολέμησαν και με τα δόντια κι απέκρουσαν τους Τούρκους. Κι ο Κεμάλ,παρακολουθώντας τη μάχη από το σταθμό διοίκησης του Ισμέτ, στο Αλαντζίκ, και βλέποντας το Στρατό του ν’ αποδεκατίζεται, μουρμουρίζει: « Αν ηττηθούμε, Έλληνες θα μας έχουν νικήσει»… Δόθηκαν πολλές και σκληρές μάχες, εκεί στα βάθη της Ανατολής, είναι αδύνατο να περιγραφούν όλες. Μια και μόνο, όμως, είναι αρκετή, για να δώσει τη πραγματικότητατης εκστρατείας του Σαγγάριου. Και μόνο η λέξη «Καλέ Γκρότο» προκαλεί, μέχρι σήμερα,το δέος σ’ εκείνους, που σκαρφάλωσαν στις αιχμηρές κορυφές του – εκεί, που λευκάζουν ακόμη τ’ άταφα οστά εκατοντάδων ηρώων μας…»

Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες

Στίς 24 Αυγούστου, τό Γενικό Επιτελείο αποφάσισε νά σταματήσει τίς επιχειρήσεις. Κατ’ εμέ ή δέν έπρεπε να ξεκινήσει τήν εκστρατεία στήν Αγκυρα ή θά έπρεπε να καταλάβει την πρωτεύουσα του Κεμάλ γιά να κλονισθεί τό ηθικό των Τούρκων καί να υπάρξει ισχυρός αντίκτυπος στίς πρωτεύουσες της Ευρώπης. Επρεπε να καταλάβει τήν Αγκυρα, εκεί πού είχε φθάσει ο ελληνικός στρατός, λίγα χιλιόμετρα έξω από τό σύμβολο της Νέας Τουρκίας,γιά να μην πάει η θυσία τόσων χιλιάδων στρατιωτών μας χαμένη. Επρεπε να καταλάβει καί να καταστρέψει τίς βάσεις ανεφοδιασμού του τουρκικού στρατού καί να δώσει ένα χαστούκι στήν αλλαζονεία των Τούρκων εθνικιστών καί του αρχηγού τους.Τό Επιτελείο καί η Κυβέρνηση του Γούναρη όμως, τώρα εκ των υστέρων σκέφθηκαν ότι οιάνδρες είχαν υπερβεί κάθε όριο ανθρώπινης αντοχής. Τώρα εκ των υστέρων αντιλήφθηκαν ότι είχαν εξαντληθεί τά τρόφιμα καί τά πυρομαχικά, αφού οι γραμμές επικοινωνίας είχαν επιμηκυνθεί τόσο πολύ. Εκ των υστέρων σκέφθηκαν ότι οι βροχές του φθινοπώρου θά έκαναν αδιάβατους τούς δρόμους ανάμεσα στην Αγκυρα καί τή βάση ανεφοδιασμού του Εσκή Σεχίρ. Τώρα αντιλήφθηκαν όλα όσα είχε προβλέψει καί εκθέσει ο συνταγματάρχης Σπυρίδωνος στό Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο. Τώρα, αφού είχαν βγεί εκτός μάχης 23.000 άνδρες.

«Ήμαστε στό ίδιο σπίτι όταν οι Ελληνες έφθασαν στό Πολατλή, δεύτερο σιδηροδρομικό σταθμό Αγκυρας. Επί δεκαοκτώ ημέρες ακούαμε τά κανόνια τους. Είχαμε τρελαθή απ’ τή χαρά μας, πως τελειώναν τά βάσανά μας. Οι Τούρκοι επί τρείς μήνες μέ κάθε μέσο μεταφορικό, νύχτα μέρα, έφευγαν σάν μία σειρά αλυσίδα, άνθρωποι καί αμάξια καί ζώα.Τραβούσαν πρός τή μεριά της Καισάρειας γιά να γλυτώσουν. Αλλοι πάλι παρακαλούσαν νά τούς κρύψουμε, βλέπετε τά πράγματα άλλαξαν, ότι έκαμαν σ’ εμάς τά πληρώνανε τώρα. Είχαν πάθει τέτοιο ηθικό κλονισμό πού έλεγαν φανερά, άς έλθη ένας καλός αρχηγός καί ας είναι όποιος θέλει, δέν αντέχομε άλλο. Δέν είχε μείνει κανείς στήν πόλι, παντού ερήμωσι, βλέπαμε στούς δρόμους στρατιώτες μέτό όπλο στό χέρι να ζητούν από μάς μιά φέτα ψωμί, ένα κουπάκι νερό καί πανικόβλητοι νά γυρνούν από δρόμο σέ δρόμο. Κι ένα πρωΐ, φθάνει ένα ελληνικό αεροπλάνο, πάνω στό σταθμό καί βομβαρδίζει. Επέτυχε τόν στόχο του, η βόμβα έπεσε μέσα στό οπλοποιείο καί άρχισε μία εκρηξι φοβερή. Μέσα σέ λίγα λεπτά ο μισός ουρανός σκέπασε από μαύρα σύννεφα. Οι τουρκάλες φοβισμένες τρέχανε στά χριστιανικά σπίτια νά κρυφθούν καί  λέγανε ότι έρχονται τά ελληνικά στρατεύματα. Καί εάν δέν είχανε τόν αιώνιο διχασμό τους οι Ελληνες μ’ ένα μπαστούνι θά έμπαιναν στήν Αγκυρα. Τί έγινε έξαφνα; Ολα σταμάτησαν, σίγησαν τά κανόνια, ένας ψίθυρος  μεταξύ των χριστιανών ακόυστηκε, ΥΠΟΧΩΡΗΣΙΣ …..»

Ανδρονίκη Καρασούλη – Μαστορίδου, Αναμνήσεις από τή χαμένη μου πατρίδα.

Ο αρχιστράτηγος Παπούλας διέταξε γενική σύμπτυξη της Στρατιάς, η οποία έπαιρνε τόν δρόμο επιστροφής καταστρέφοντας όλες τίς γέφυρες καί τίς γραμμές επικοινωνίας μεταξύ του ποταμού Σαγγάριου καί του Εσκί Σεχίρ. Χιλιάδες στρατιώτες έμειναν θάμμένοι στό οροπέδιο της Αγκυρας μαζί μέ τό όνειρο της απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας. Η μοιραία εκστρατεία των 45 ημερών είχε λήξει. Ο αδελφός του Κωνσταντίνου Νικόλαος θά έγραφε στό ημερολόγιο του:

«Αναχωρούμεν σήμερον Τρίτην, 14 Σεπτεμβρίου. Καί πάλιν κατά σύμπτωσιν, ημέραν αποφράδα.» 

 Ολοι διαισθάνονταν ότι άνοιγε ένα δυσοίωνο κεφάλαιο γιάτήν πορεία της Ρωμιοσύνης. Καί όμως αν έμπαιναν στήν Αγκυρα!

«Τήν 28ην Αυγούστου, κατόπιν σκληρού αγώνος 14 ήμερων, ή μάχη παρέμενεν αναποφάσιστη. Αλλ’ ό Μουσταφά Κεμάλ έβλεπεν ότι είχε πλησιάσει ή κρίσιμη στιγμή. Ή ανθρώπινη άντιστασις είχε φθάσει στά όριά της. «Επρεπε ό ένας από τούς δύο αντιπάλους νά διακόψη τήν μάχην. Ή τουρκική άμυνα εκρατείτο από μιά κλωστή. Έπρεπε νά επιμείνη στόν αγώνα; Έπρεπε ν’ απαγκιστρωθή; Σε κάθε στιγμή τό τηλεφωνον ήταν ενδεχόμενον νά ήχήση γιά ν’ αναγγείλη ότι τό τουρκικόν Μέτωπον διεσπάσθη. Καί τότε θά ήταν πολύ αργά – τό πάν θά είχεν άπολεσθή.Ό Κεμάλ στριφογύριζεν όλή τήν ήμερα στό γραφείο του αναποφάσιστος. Τό Μέτωπο κρατούσε ακόμη – έως πότε όμως; Ή νύχτα έπεσε βαρειά, πιό βαρειά από άλλοτε. Κι’ ή αγωνία μεγάλωνε.Ήταν δύο τά μεσάνυχτα, όταν κτύπησε τό τηλέφωνο. «Ενας αξιωματικός μπήκε στόγραφείο τού αρχιστρατήγου καί χαιρετώντας άνέφερεν: «Έξοχώτατε, ό Φεβζή πασάς θέλει νά σας μιλήση στό τηλέφωνο αυτοπροσώπως».Ό Κεμάλ ώρμησε πρός τό ακουστικό.«Τί είπατε; φώναξε. Οί «Ελληνες έφθασαν στά όρια τής αντοχής των; Ετοιμάζονται νά υποχωρήσουν εφ’ όλου τού Μετώπου;»Ό άγων είχε κριθή.

 Εάν οί «Ελληνες κρατούσαν λίγα λεπτά ακόμη, ένα τέταρτον τής ώρας, ό Κεμάλ θά διέτασσεν άπαγκίστρωσιν γιά νά προλάβη τήν καταστροφήν.

Ο Τούρκος αρχιστράτηγος δέν μπόρεσε νά συνέχιση. «Εβαλε μιά άγρια κραυγή θριάμβου,πέταξε τό ακουστικό κι’ έσπευσε στό γραφείο του. Επήρε τόν διαβήτη κι άνοιξε τόν επιτελικό του χάρτη. Κάτω άπό τό φώς τής άσετυλίνης τό πρόσωπο του ήταν περισσότερο παρά ποτέ σταχτί, σάν τήν στέππα της ερήμου, οι κόγχες τών ματιών του μαύρες κι οί κόρες κατακόκκινες σάν αίμα. Ήταν επί ήμερες άγρυπνος. Δέν πέρασε πολλή ώρα κι’ έκάλεσε τόν συνταγματάρχη Αρίφ γιά νά τού υπαγόρευση τίς διαταγές του. Ή φωνή του έμοιαζε μέ τόν ορυμαγδό τής μάχης, καθώς ελεγεν: « Ή έπίθεσις τών Ελλήνων παρέλυσε καί χάνει έδαφος. Πρέπει νά έπωφεληθώμεν καί νά λάβωμεν τήν πρωτοβουλίαν. Προωθήσατε πάσαν έναπομένουσαν έφεδρείαν πρός τό σημείον αυτό… (κι εδειξεν επί τού χάρτου τό Πολατλί). Από εδώ πρέπει νά άπειλήσωμε τήν γραμμήν ύποχωρήσεως τού εχθρού.»

Μεσίν, βιογράφος του Μουσταφά Κεμάλ 

Μετά τήν εκστρατεία της Αγκυρας ο ελληνικός στρατός θά εγκατέλειπε την επιθετικότητά του καί θά παρέμενε σέ αμυντική διάταξη. Τώρα ο επιτιθέμενος ήταν ο Κεμάλ, ο οποίος προσπάθησε μέ εννέα μεραρχίες πεζικού καί τρείς μεραρχίες ιππικού νά καταλάβει τό Αφιόν Καραχισάρ. Οι μάχες διήρκεσαν τό διάστημα 17 μέχρι 25 Σεπτεμβρίου 1921, η τουρκική επίθεση αποκρούστηκε σέ όλο τό μέτωπο καί οι Τούρκοι επέστρεψαν στίς βάσεις τους ανατολικά από τό Σαγγάριο.H αποτυχία του τελειωτικού κτυπήματος στόν Κεμάλ ισοδυναμούσε μέ ήττα γιά τό ελληνικό στρατό ο οποίος άρχισε νά χάνει τό ηθικό του, μολονότι δεν είχε υποστεί κάποια συντριπτική ήττα. Εκείνο πού ήταν εξίσου οδυνηρό όμως ήταν η θλιβερή κατάσταση της εθνικής οικονομίας. Οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις είχαν εξασθενήσει σημαντικά από τούς φόρους καί από τήν συνεχή υποτίμηση της δραχμής. Οι Μεγάλες Δυνάμεις συνέχιζαν τό εμπάργκο στόν εξωτερικό δανεισμό της χώρας, μίας χώρας πού δικαιούτο ως νικήτρια του Μεγάλου Πολέμου έστω τίς πολεμικές της αποζημιώσεις. Οι ίδιες Δυνάμεις, 19 χρόνια αργότερα θά ζητούσαν τήν δική μας στήριξη στόν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καί εμείς πάλι θά τασσόμαστε στό πλευρό τους. Αντίθετα χρηματοδοτούσαν αφειδώς τήν Τουρκία,τήν πρώην σύμμαχο του Κάιζερ, η οποία καί στόν επόμενο μεγάλο πόλεμο δέν θά θυσίαζε Τούρκους στρατιώτες γιά χάρη των Αγγλων, των Γάλλων καί των Αμερικάνων.

Στίς 3 Οκτωβρίου 1921, ο

Έλληνας πρωθυπουργός Γούναρης καί ο υπουργός τωνΕξωτερικών Μπαλτατζής ανεχώρησαν γιά τό Παρίσι καί τό Λονδίνο σέ μία προσπάθεια αφενός εξεύρεσης λύσης γιά οριστική ειρήνη στό μέτωπο της Μικράς Ασίας καί αφετέρου σύναψης εξωτερικού δανείου γιά τά δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Οι συναντήσεις των Ελλήνων επισήμων μέ τόν Γάλλο πρωθυπουργό Μπριάν δέν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, πόσω μάλλον μετά τό Σύμφωνο γαλλοτουρκικής φιλίας πού είχε υπογράψει ο Γάλλος πρεσβευτής Φρακλέν Μπουγιόν μέ τόν Κεμάλ εξασφαλίζοντάς του πολύτιμους οικονομικούς καί στρατιωτικούς πόρους. Στίς 27 Οκτωβρίου έγινε συνάντησημέ τόν υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Λόρδο Κώρζον ο οποίος έδωσε αόριστες υποσχέσεις καί εγγυήσεις γιά τήν προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας. Αγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί καί Αμερικάνοι παραβίαζαν τήν Συνθήκη των Σεβρών καί άφηναν τούς χριστιανικούς πληθυσμούς στό έλεος των τουρκικών θηρίων. Είναι οι ίδιοι, οι οποίοιτώρα καταδικάζουν σέ φυλάκιση όσους αρνούνται τό ολοκαύτωμα των Εβραίων από τούς Γερμανούς. Καί επειδή τίς αφελής αναγνώστης δύναται νά πιστεύει ότι οι Ευρωπαίοι δέν εγνώριζαν ποιά μοίρα επεφύλασσαν οι Τούρκοι στούς χριστιανικούς πληθυσμούς,παραθέτω απόσπασμα από την

Ιστορία του Ελληνικού Εθνους – Παπαρρηγόπουλου,Καρολίδη

«Ο αγγλικανικός δέ κλήρος, ο εκπροσωπών εν τη Αγγλικανική Εκκλησία τήν αγγλικήναριστοκρατίαν, επέδωκε πρός τόν εν Λονδίνω Ελληνα αντιπρόσωπον υπόμνημα, εν ώελέγετο:»Οι υπογεγραμμένοι αντιπρόσωποι του ωργανωμένου Χριστιανισμού εν Μεγάλη Βρεττανία θεωρώμεν καθήκον νά πληροφορήσωμεν υμάς ότι σοβαρώς ανησυχούμεν διάτό μέλλον των εν Μικρά Ασία λαών γνωρίζοντες ότι, εφ’ όσον δέν αφαιρεθή από τωνΤούρκων η ένοπλος αυτών τυραννία, σκοπός αυτών είναι η εξολόθρευσις καί τουτελευταίου Χριστιανού ανδρός, της τελευταίας γυναικός καί του τελευταίου παιδίου. Βλέπομεν μετ’ απορίας τούς αντιπροσώπους των χριστιανικών καλουμένων Δυνάμεωνπαρακολουθούντας τό άφευκτον τούτον τραγικόν τέλος ιστορικών λαών. Αι τελευταίαι εν Γερμανία δίκαι κατέδειξαν εναργώς τήν υπό των Τούρκων ακολουθουμένην πολιτικήν της εξολοθρεύσεως. Αι δίκαι αύται απεκάλυψαν φρικαλέας ωμότητας, ών σκοπός ήτο η σφαγή ενός εκατομμυρίου Αρμενίων καί αποτροπαίους ατιμίας διαπραχθείσας εναντίον γυναικών καί παιδίων πρό του θανάτου αυτών, ατιμίας πιστοποιηθείσας δημοσία επί δικαστηρίω.Φαίνεται ότι ο Χριστιανισμός, οίος αντιπροσωπεύεται υπό των κυβερνήσεων αυτού,ετοιμάζεται νά εγκαταλείψη τούς Χριστιανούς εις τήν υπό των Τούρκων εξολόθρευσιν αυτών. Ο ορίζων είναι μέλας. Τά ελληνικά στρατεύματα παρέχουσι τήν μόνη ελπίδα απολυτρώσεως των Αρμενίων καί των άλλων χριστιανικών λαών, οίτινες ένεκα της αναισχύντου προδοσίας των λεγομένων Δυνάμεων πρόκειται νά παραδοθώσιν εκ νέου εις τούς Τούρκους. Παρηκολουθήσαμεν μετά μεγίστης αγανακτήσεως τήν απόπειραν των Δυνάμεων νά επέμβωσι πρός αναχαίτισιν της προελάσεως του ελληνικού στρατού. Αναγνωρίζομεν ότι τά ελληνικά στρατεύματα είναι η μόνη υπολειπόμενω ελπίς πρός διάσωσιν των Αρμενίων από της βαρβάρου εξολοθρεύσεως καί του Χριστιανισμού από της στυγεράς εγκαταλείψεως παρά των οπαδών αυτού.»  Καί τό υπόμνημα τούτο μαρτυρεί πόσον εν τω πάντοτε φιλανθρώπω αγγλικώ λαώεπεκράτουν καί κατά τόν εν Μικρά Ασία αγώνα του ελληνικού στρατού ιδέαι υψηλαί  χριστιανικής φιλανθρωπίας, άς όμως η γαλλική πολιτική, επί υλικών συμφερόντωνστηριζόμενη καί υπό αναλόγων ελατηρίων ηθικών ελαυνόμενη, ού μόνον δέν υπεστήριζεν αλλά διά παντός τρόπου ηγωνίζετο να εκμηδενίση… Εν τω οροπεδίω του Αφιόν Καραχισάρ ηττάτο καί ετρέπετο εις φυγήν ο ελληνικός στρατός ούχ υπό του Κεμάλ, αλλ’ υπό της γαλλικής πολιτικής ασυναισθήτως συνεχιζούσης τήν υπό των Γερμανών καί του στρατάρχου Λίμαν φόν Σάνδερς σατανικήν εκρίζωσιν των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας…»

Βιβλιογραφία Ambassador Morgenthau’s Story 1918
Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια 1971
The Blight of Asia – GEORGE HORTON 1926Μαύρη Βίβλος (1914-1918) – Οικουμενικό Πατριαρχείο
Το νούμερο 31328 – Ηλίας Βενέζης1922
Μαύρη Βίβλος – Γιάννης Καψής 1992
Χαμένες Πατρίδες – Γιάννης Καψής 1992

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Η Στρατιά της Μικράς Ασίας-Μέρος Β΄

  1. Παράθεμα: Η Στρατιά της Μικράς Ασίας-Μέρος Α΄ – Αππελαίος

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s