Σενέρ Λεβέντ

Φτάνει πια, φίλοι μου, φτάνει. Μην μοιράζεστε πια εκείνες τις φωτογραφίες. Μην μας τις δείχνετε. Θα μας τρελάνετε; Θα μας κάνετε τρελούς; Πόσο ακόμα θα μπορούμε να κοιτάζουμε χωρίς να πονάει η καρδιά μας την παλιά ομορφιά αυτής της πόλης που βομβαρδίστηκε, καταστράφηκε και παραδόθηκε στα φίδια τόσα χρόνια και τώρα ανήκει στο παρελθόν η ομορφιά της; Τι είναι αυτή η παραλία που σφύζει από ζωή. Τι είναι αυτοί οι θαυμάσιοι δρόμοι. Τι είναι αυτοί οι κήποι με τριαντάφυλλα και γιασεμί. Τι είναι εκείνα τα γοητευτικά σπίτια. Πώς το έκαναν σε αυτήν την πόλη, πώς. Πού είσαι, αγαπητέ Χατζηκακό; Κοίτα, ήρθαν οι Τούρκοι ασθενείς σου. Περιμένουν θεραπεία στην κλινική σου. Και εσύ πού είσαι, αγαπητέ Λόρδο; Πού είναι οι καλοκαιρινές μέρες; Φτάνει πια, φίλοι μου, φτάνει. Φτάνει, Κωνσταντίνε. Αυτό είναι μαρτύριο. Οι φωτογραφίες αυτές είναι σαν τις φωτογραφίες από τα νιάτα μιας γυναίκας εκατό χρονών. Μια θλίψη που προκαλεί κατάθλιψη. Επιστρέφουν στα σπίτια τους με δάκρια στα μάτια όσοι πηγαίνουν εκεί. Σαν να επιστρέφουν από ένα νεκροταφείο. Σαν να επισκέπτονται έναν αγαπημένο νεκρό. Όχι, δεν μπορεί να έχει πεθάνει.
Είναι στην εντατική, σε κατάσταση φυτού ίσως. Δεν την αποσυνδέουμε από την πρίζα. Δεν θα το κάνουμε. Θα σηκωθεί όρθια οπωσδήποτε. Όπως σηκώθηκε η Χιροσίμα που είχε μετατραπεί σε ερείπια. Θα επιστρέψει κοντά μας. Θα αγκαλιαστούμε με νοσταλγία.
Εμείς δεν είμαστε από εκείνους που περιμένουν τους βαρβάρους, αγαπητέ Καβάφη. Διότι οι βάρβαροι είναι ανάμεσά μας. Μέσα μας. Ήταν στολισμένοι. Κάθονταν σε βελούδινες καρέκλες. Μας μιλούσαν πάντα από ένα βήμα. Εμπνέονταν από τα χειροκροτήματά μας. Οι βάρβαροί μας, μας μιλούσαν κάτω από μια σημαία, όχι κάτω από μια ελιά. Εμείς τους αγαπούσαμε και τους εκτιμούσαμε και εκείνοι μετρούσαν τους νεκρούς μας. Ύστερα έγινε πόλεμος. Και είδαμε πόσους βαρβάρους είχαμε. Μας είπαν σκοτώστε μέχρι και βρέφη στα σπάργανα. Ήμασταν φτωχοί. Φορούσαμε και μπαλωμένα ρούχα, ράβαμε ρούχα στους μικρούς από τα παλιά ρούχα των μεγάλων. Πίναμε το γάλα που μας έδιναν στο σχολείο. Εκείνοι έπιναν αίμα. Οι βάρβαροι ήταν πάντα μέσα μας. Οι άλλοι ήρθαν μετά. Και δεν έφυγαν ποτέ ξανά.
Μην με ρωτάς πια από πού είμαι. Είμαι από εδώ. Από τον τόπο βαρβάρων. Από τα ματωμένα χώματα. Και από χωριά με μπόλικα αγαθά και λίγη χαρά. Από την Τέρα. Από τα Βρέτσια. Από τους Αρόδες. Από τον Κορμακίτη, τη Σκυλλούρα, τη Γεροσκήπου. Έχω ίχνη σε όλους τους δρόμους που εκτείνονται από το Ριζοκάρπασο έως την Πάφο. Κλαίει μια γυναίκα όταν μου διηγείται τις παιδικές της αναμνήσεις που πέρασε στο καταστραμμένο σπίτι που κοιτάει με θλίψη στο Βαρώσι. Νοσταλγεί τη φωτογραφία του γάμου των γονιών της που έμεινε κρεμασμένη στον τοίχο. «Είμαι από την Άσσια, σκότωσαν τον πατέρα μου στην Άσσια, του έκοψαν το κεφάλι», λέει ο άνδρας που περνάει από δίπλα μου στο οδόφραγμα. Μην με ρωτάς πια από πού είμαι. Είμαι από την Άσσια. Είμαι αιχμάλωτος. Μου ανάβει τσιγάρο ο στρατιώτης ο οποίος θα με σκοτώσει και μετά θα πετάξει το σώμα μου στο πηγάδι. Δεν μπορώ να κοιτάξω για τελευταία φορά την πατρίδα μου, επειδή τα μάτια μου είναι δεμένα όταν με μεταφέρουν κάπου που δεν ξέρω, στο φορτηγό πλοίο με δεμένα τα χέρια και τα μάτια. Ένας στρατιώτης καρφώνει μια σφαίρα στο κεφάλι ενός πληγωμένου νέου. Έτσι απαλλάσσει τον εαυτό του από τον κόπο να θεραπεύσει τον πληγωμένο. Ένας άνδρας με ειδικά καθήκοντα ανοίγεται αφότου πίνει για τα καλά στο τραπέζι και κάνει κεφάλι. «Ξέρετε ποιο είναι το μεγαλύτερό μας ντέρτι τώρα;», ρωτάει. «Ποιο;». «Οι Ελληνοκύπριοι που έμειναν στην Καρπασία. Όμως, σύντομα, θα τους κανονίσουμε και αυτούς, θα τους πακετάρουμε στον νότο». «Πώς θα το κάνετε αυτό;». «Παρενοχλώντας τους! Αυτή είναι η δουλειά μας!».
Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτά που μου είπε εκείνη η γυναίκα στον λόφο του Σταυρού στη Λουρουτζίνα, το καλοκαίρι του 1989. Είχαν καταλάβει τον λόφο. Όταν κοιτούσες από μακριά, φαινόντουσαν σαν τα πουλιά του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Δέχτηκαν επίθεση στον λόφο, χτυπήθηκαν. Η γυναίκα στράφηκε προς εμένα σοκαρισμένη: «Αυτοί δεν είναι από την Τουρκία;», με ρώτησε. «Δυστυχώς, είναι Τουρκοκύπριοι», είπα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Καθώς φτάνουμε στο τέλος του καλοκαιριού, πάλι εμφανίστηκε μπροστά μου η παλιά, θαυμάσια ομορφιά εκείνης της κακότυχης πόλης. Φτάνει πια, φίλοι μου, φτάνει. Φυλάξτε στην καρδιά σας εκείνες τις φωτογραφίες μέχρι την απελευθέρωση. Μήπως αντέχει η καρδιά σε αυτό το χάλι αυτού του παράδεισου που μετατράπηκε σε κόλαση, έγινε ερείπια και ακόμα είναι αιχμάλωτος;
Δεν αρκεί ο βορράς, λέει, στον ερχόμενο από τη Μαύρη Θάλασσα, στον οποίο παραχωρήθηκε και δόθηκε ψεύτικος τίτλος ιδιοκτησίας στο χέρι. Θέλει να περάσει και στον νότο. Θίγεται επειδή δεν του δίνεται άδεια να περάσει στον νότο. Βγαίνει στις τηλεοράσεις και ζητά τα δικαιώματά του. «Αυτό είναι παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος, θέλω το δικαίωμά μου», λέει. Δεν του έφτασε ο Πενταδάκτυλος. Θέλει και το Τρόοδος. Θέλει να κάνει περίπατο στην οδό Λήδρας με το πνεύμα «η Κύπρος είναι και θα παραμείνει τουρκική». Ποιος ξέρει, ίσως να πάει να βρει και τον Ελληνοκύπριο του οποίου έκλεψε το έδαφος και να τον ευχαριστήσει! Όπως γίνεται αντιληπτό, γι’ αυτόν τέλειωσε η θάλασσα στην κατεχόμενη περιοχή. Θα πάει στη θάλασσα στη Λάρνακα. Είναι και καθαρή. Και δωρεάν η παραλία! Η Καρπασία τέλειωσε γι’ αυτόν. Θα πάει στην Πάφο. Θα ψαρέψει στην Πάφο! Τι μέρες είναι αυτές. Τι άλλο ακόμα. Κοιτάξτε πού φτάσαμε μετά από 48 χρόνια. Ο μεταφερόμενος πληθυσμός παραπονιέται για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του. Επιπλέον, έχει και σθεναρούς υποστηρικτές που θεωρούν ότι έχει δίκιο. Και μάλιστα δεν είναι δεξιοί. Είναι αριστεροί! Ομάδες στις οποίες εναπόθεσαν ελπίδες για ειρήνη κάποιοι κύκλοι στον νότο. Η στήριξη προέρχεται κυρίως από το CTP. Το CTP για το οποίο ο λόγος του ΑΚΕΛ είναι διαταγή. Επέπληξε ακόμα και την ίδια την εκπρόσωπό του το ΑΚΕΛ που συμμετείχε ως φιλοξενούμενη και μίλησε στο συνέδριο του CTP, επειδή αναφέρθηκε σε «κατοχή». Μόνο συγγνώμη έμεινε να ζητήσει από το CTP. Άραγε έχουν την ίδια άποψη και τώρα για τους εποίκους; Και εκείνοι υποστηρίζουν την ελεύθερη διέλευση του μεταφερόμενου πληθυσμού στον νότο; Αν είναι έτσι, δεν θα εκπλαγώ και γι’ αυτό. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου μετά που είδα τον ένθερμο εναγκαλισμό του Άντρου Κυπριανού με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Το ΑΚΕΛ έχει μέσον στην Τουρκία! Η Τουρκία δίνει βίζα στους οπαδούς του ΑΚΕΛ για είσοδο στην Τουρκία. Στους υπόλοιπους δεν δίνει! Σίγουρα είναι το κάτι άλλο να είναι κανείς προνομιούχος ενώπιον του Ταγίπ Ερντογάν. Παλιά αποκαλούσαν το CTP «πράκτορα του ΑΚΕΛ». Τώρα έγινε το ΑΚΕΛ πράκτορας του CTP!
Νομίζω ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν κατάλαβαν καθόλου την τραγωδία των Ελληνοκυπρίων το 1974. Φυσικά υπάρχουν και κάποιοι που κατάλαβαν. Πολύ λίγοι όμως. Δεν κατάλαβαν καθόλου εκείνους που εκδιώχθηκαν από τα χώματά τους με τη βία των όπλων. Εκείνοι εκδιώχθηκαν από τον βορρά, όμως οι Τουρκοκύπριοι που πέρασαν από τον νότο στον βορρά, το έκαναν οικειοθελώς. Και μάλιστα πάρα πολλοί από αυτούς πέρασαν ορεγόμενοι πλιάτσικο. Το Βαρώσι ουδέποτε αποτέλεσε ντέρτι για τους Τουρκοκύπριους. Γι’ αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν τους Ελληνοκύπριοι που πηγαίνουν στο Βαρώσι τώρα και τους πνίγουν τα δάκρυα όταν δουν το κατεστραμμένο σπίτι τους. Μήπως μπορούν να καταλάβουν τους εγκλωβισμένους στην Καρπασία, οι οποίοι δεν εγκατέλειψαν τα χώματά τους και ρίσκαραν κάθε είδους παρενόχληση; Και εκείνους δεν τους κατάλαβαν. Όταν βγει κάποιος να γράψει και να μιλήσει γι’ αυτό τον πόνο, λένε συνεχώς ότι «όμως και εκείνοι μας έκαναν πολλά». Ναι έκαναν, όμως είναι άλλο η τραγωδία του 1974. Δεν μοιάζει με απολύτως τίποτα η τραγωδία του 1974. Βεβαίως δεν μπορούν να ξεχαστούν τα μεγάλα εγκλήματα στη Μάραθα και στην Τόχνη, όμως εκείνοι που διέπραξαν αυτά τα εγκλήματα ήταν εχθροί και της δικής τους κοινότητας. Φασίστες πραξικοπηματίες. Που πέρασαν από μακελειό και τη δική τους κοινότητα. Μακάρι να περιοριζόταν μόνο ενάντια σε αυτούς η τουρκική στρατιωτική επιχείρηση. Φυσικά δεν θα μπορούσε να περιοριστεί, διότι αυτό ήταν αντίθετο με το πλάνο που χαράχθηκε. Στόχος ήταν η εισβολή, η κατοχή και η διχοτόμηση! Μισούν και οι Ελληνοκύπριοι τουλάχιστον τόσο όσο εμείς εκείνους που διέπραξαν τα εγκλήματα στην Τόχνη και στη Μάραθα. Και εκείνοι δεν συγχωρούν τα ατιμώρητα εγκλήματα, όπως εμείς.
Πιο πολύ είμαι περίεργος για το εξής. Ήταν Κύπριοι εκείνοι που διέπραξαν τα εγκλήματα στην Τόχνη, στη Μάραθα και στο Παλαίκυθρο. Δηλαδή, δεν ήταν κατοχικοί στρατιώτες που ήρθαν. Άραγε πόσοι υπάρχουν τώρα ανάμεσά μας με τόσο δολοφονικό πνεύμα όπως αυτοί; Δηλαδή, πόσοι ζουν ανάμεσά μας που θα μπορούσαν αδίστακτα να δολοφονήσουν όλους, μεγάλους και παιδιά, επειδή είναι Τούρκοι ή Έλληνες; Αυτό δεν γίνεται γνωστό χωρίς πόλεμο, έτσι δεν είναι; Κατά τη γνώμη μου, γίνεται. Όσοι έχουν ψυχή δολοφόνου αποκαλύπτονται σε όλες τις ενέργειές τους.
Οι έποικοι κάνουν νέες κινήσεις τις τελευταίες μέρες με τη στήριξη που παίρνουν από αριστερούς. Σώνει και καλά θα περάσουν στον νότο. Είναι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων το γεγονός ότι δεν τους δίνεται άδεια, λένε. Αχ μωρέ. Τι μέρες ζούμε. Δεν εκπλήττομαι με αυτές τις κινήσεις τους. Αυτό που με εκπλήττει είναι η στήριξη που παίρνουν από την Αριστερά. Όμως, ουσιαστικά δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη και αυτό. Τα αριστερά μας κόμματα χρειάζονται ψήφους. Αν δεν πάρουν τις ψήφους των εποίκων, θα πάρουν αέρα στις εκλογές.
Τέλειωσε η μισή Κύπρος. Σάπισε και βρόμισε. Έγινε απροσπέλαστη από τη μυρωδιά των σκατών στις καταστραμμένες εκκλησιές που κλάπηκαν οι εικόνες και οι καμπάνες τους. Κάτω από τα ξύλινα παγκάκια στα πάρκα μας υπάρχουν κουκούτσια. Οι εκδρομικοί μας χώροι είναι εστίες βρομιάς. Ο βορράς έγινε μικρή Τουρκία, το χοντρό έντερο της Τουρκίας. Η Κύπρος έμεινε στον νότο. Βγάλαμε το ένα μας μάτι. Να βγάλουμε και το άλλο μας μάτι;