
Από το βιβλίο του Christopher Woodhouse, «Το μήλο της έριδος» [εκδοτικό ΕΞΑΝΤΑΣ, αναπαραγωγή από το ΤΟ ΒΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σε μετάφραση Σοφίας Σφυρόερα, έκδοση 2009, σελίδες 108-130]
γ) O ΕΔΕΣ. Όπως το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, έτσι και η στρατιωτική οργάνωση του στρατηγού Ζέρβα είχε πολιτικές ρίζες στην Αθήνα. Οι ένοπλες δυνάμεις της κατέλαβαν θέσεις στη Βορειοδυτική Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1942- η πολιτική τους οργάνωση ιδρύθηκε στην Αθήνα λίγο ενωρίτερα. Δεν διακρίνονταν όμως με διαφορετικές επωνυμίες η πολιτική από τη στρατιωτική οργάνωση: και οι δύο ονομάστηκαν ΕΔΕΣ, δηλαδή «Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος». Αυτή η ενοποίηση πολιτικής και στρατιωτικής δομής προξένησε, παράδοξα, έλλειψη συντονισμού μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής τακτικής- κι αυτό επειδή, αντί να κατευθύνονται από δύο παράλληλες ηγεσίες, όπως το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, είχαν μία μόνο ηγεσία, που δεν μπορούσε να βρίσκεται σε δύο γεωγραφικούς χώρους ταυτόχρονα. Η πολιτική δράση αναπτυσσόταν κυρίως στην Αθήνα- η στρατιωτική, κυρίως στα βουνά. Ο επίτιμος αρχηγός του ΕΔΕΣ, ο στρατηγός Πλαστήρας, δεν βρισκόταν ούτε στην Αθήνα ούτε στα βουνά, αλλά στη Νότια Γαλλία- στην Αθήνα τον υποκαθιστούσε μια επιτροπή και στα βουνά ο στρατηγός Ζέρβας,που έμεινε εκεί από τα μέσα του 1942 ως το δεύτερο μισό του 1944.
Αφιέρωσε όλες του σχεδόν τις ενέργειες στη διοργάνωση του στρατού του, που στηριζόταν στην προσωπικότητα του μάλλον παρά στη συλλογική διοικητική ικανότητα που χαρακτήριζε τον ΕΛΑΣ- η συνέπεια ήταν να παραμείνει ένας μικρός στρατός και να είναι ανάγκη να προσφέρει περισσότερη εργασία ο ίδιος ο αρχηγός του. Έμμεση μόνη ιδέα είχε η οργάνωση για τις πολιτικές δραστηριότητες του ΕΔΕΣ στην Αθήνα, μερικές από τις οποίες ήταν πραγματικά πολύ παράξενες και ακολουθούσαν προσανατολισμούς πολύ διαφορετικούς από τη δράση του ΕΔΕΣ στα βουνά. Ενώ η πρωταρχική επιδίωξη μας, προκειμένου για το ΕΑΜ στην Αθήνα και τον ΕΛΑΣ στα βουνά ήταν να καταδειχθεί ότι, αν και είχαν διαφορετικές επωνυμίες, δεν διέφεραν μεταξύ τους ουσιαστικά, πρωταρχική επιδίωξη μας προκειμένου για τον ΕΔΕΣ στην Αθήνα και τον ΕΔΕΣ στα βουνά είναι να καταδειχθεί ότι, αν και είχαν το ίδιο όνομα, ήταν στην πραγματικότητα διαφορετικές οργανώσεις. Τη διαφορά τους την αποκρυστάλλωσε τελικά ο Ζέρβας, υιοθετώντας χωριστή ονομασία για τη στρατιωτική του δύναμη, τα αρχικά ΕΟΕΑ (Εθνικαί Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών). Παρόλο όμως ότι την επωνυμία αυτή την πρότειναν οι βρετανικές Αρχές, δεν «έπιασε» και ούτε την χρησιμοποιούσαν πάντα κι οι ίδιοι οι αντάρτες του ΕΔΕΣ. Έτσι, η σύγχυση γύρω από τον πολιτικό ΕΔΕΣ της Αθήνας και τον στρατιωτικό ΕΔΕΣ των βουνών συνεχίστηκε.

Σημαντικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα τους ήταν ένα πρόσωπο που το παρουσιάσαμε ήδη: ονομάζεται Πετμεζάς. Επειδή οι μεταπελευθερωτικοί δεσμοί του τον έφεραν προς την Αριστερά, είναι εκπληκτικό το ότι ο στρατηγός Ζέρβας απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο προς τη Δεξιά. Αυτή η διάσταση είναι χαρακτηριστική στον ΕΔΕΣ και άρχισε να γίνεται φανερή πριν ακόμα από το τέλος της Κατοχής. Το αποφασιστικής σημασίας ζήτημα που αποκαλύπτει είναι ότι δεν υπήρχε κανένας θετικός χαρακτήρας της οργάνωσης, που να διατηρεί τη συνοχή της. Ήταν ένα άθροισμα αρνητικών στοιχείων το κυριότερο από αυτά ήταν ο αντικομμουνισμός. Αν παραβάλουμε την ονομασία του με το ποιόν των ανθρώπων που τον αποτελούσαν, τότε γίνεται πιο φανερός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της οργάνωσης. Η λέξη που βαρύνει περισσότερο στην επωνυμία της είναι η λέξη «δημοκρατικός» – στοιχείο που, χωρίς αυτό, δεν θα της ήταν δυνατό να επικαλεσθούν το όνομα του στρατηγού Πλαστήρα ούτε σαν επίτιμου αρχηγού, από την εξορία του στη Γαλλία. Η λέξη αυτή (που αποδίδεται στ’ αγγλικά, για την περίπτωση αυτή, με τον όρο «Republican» και όχι «Democratic») έχει και τις δύο έννοιες στα ελληνικά- σημαίνει δηλαδή και «συνταγματικός» και «αντιμοναρχικός», κυρίως όμως τη δεύτερη και μ’ αυτή χρησιμοποιείται στην επωνυμία του ΕΔΕΣ. Για να βεβαιωθεί κανείς γι’ αυτό, θα ήταν αρκετό να διαβάσει μερικές παραγράφους του καταστατικού του ΕΔΕΣ, όπως ήταν διατυπωμένο το 1943· θα δει, τότε ότι ένας από τους πρώτους όρους ήταν ότι η οργάνωση έπρεπε να αντιταχθεί στην επάνοδο του Γεωργίου Β’, ώσπου να εκφραστεί σχετικά η θέληση του λαού με δημοψήφισμα. Το παρελθόν του Ζέρβα, στο μεγαλύτερο μέρος του, τον συνταύτιζε μάλλον με την υπόθεση της (αβασίλευτης) δημοκρατίας.Προσχώρησε στις ένοπλες δυνάμεις που συγκρότησε το 1917 ο Ελευθέριος Βενιζέλος για να μετάσχουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, αντίθετα με την πολιτική του Κωνσταντίνου- συγκρότησε τη «Δημοκρατική Φρουρά», που υποστήριξε το 1926 τον φιλελεύθερο δικτάτορα στρατηγό Πάγκαλο και αργότερα αποστάτησε, για να υποστηρίξει τον αντίπαλο του Πάγκαλου, στρατηγό Κονδύλη (ο οποίος, αργότερα, σύντριψε τις δυνάμεις του Ζέρβα και αποκήρυξε τον φιλελευθερισμό του)-τέλος, φυλακίστηκε κατά τη φιλομοναρχική δικτατορία του Μεταξά. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες της βιογραφίας του Ζέρβα είναι χωρίς σημασία τώρα, αφού το 1945 ο ίδιος μεταμελήθηκε, έγινε υποστηρικτής του βασιλιά και παραμένει ως τώρα- είχαν όμως μεγάλη σημασία το 1942, αφού ο χαρακτήρας της οργάνωσης και τα φρονήματα του αρχηγού της καθόριζαν τι είδους άνθρωποι προσχωρούσαν σ’ αυτήν.
Το 1942, λοιπόν, η σύνθεση του ΕΔΕΣ, επάνω από την οριζόντια γραμμή, ήταν μάλλον αντιμοναρχική στις συμπάθειες της-οι κάτω από την οριζόντια γραμμή ήταν ό,τι και όλοι οι άλλοι Έλληνες κάτω από τη γραμμή αυτή. Στην Ελλάδα, ο αντιμοναρχισμός δεν έχει μεγάλη δύναμη στη Δεξιά του Κέντρου- κατά συνέπεια, ανάλογες ήταν οι επιρροές που δεχόταν η πολιτική του ΕΔΕΣ την εποχή εκείνη, όχι όμως στον ίδιο βαθμό με την επιρροή της Αριστεράς του Κέντρου στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Έτσι, τα πολιτικά φρονήματα του Πετιμεζά, στον ΕΔΕΣ της Αθήνας, και του Πυρομάγλου, υπαρχηγού του ΕΔΕΣ των βουνών, ήταν φυσικό όχι μόνο να συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους, αλλά και να πλησιάζουν πολύ τις αντιλήψεις, για παράδειγμα, του Τσιριμώκου ή του Δρακόπουλου στο ΕΑΜ. Αυτό δεν σημαίνει, παρά ότι ήταν όλοι αντιμοναρχικοί δημοκράτες, όλοι προοδευτικοί, όλοι της Αριστεράς του Κέντρου. Ύστερα από την Κατοχή, όμως, άνθρωποι των αντιλήψεων αυτών προσέγγισαν ακόμα περισσότερο ο ένας τον άλλο, προσωρινά, αντιδρώντας στην επικράτηση της Δεξιάς. Το πεδίο ταλάντωσης επομένως αυτού του πυρήνα του ΕΔΕΣ βρίσκεται αποκλειστικά στην Αριστερά του Κέντρου-παρόλο όμως ότι οι άνθρωποι αυτοί ενσάρκωναν τον αληθινό χαρακτήρα του ΕΔΕΣ κατά την ίδρυση του, έγιναν πολύ γρήγορα μια μειοψηφία διαφωνούντων.
Η κρίση που προκάλεσε το χάσμα εκδηλώθηκε τον Μάρτιο του 1943. Το βρετανικό Υπουργείο Πολέμου διευκρίνισε ότι η βρετανική κυβέρνηση, υποστηρίζοντας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των διαφόρων αντάρτικων ομάδων, έδινε την προτίμηση της στις ομάδες εκείνες που θα ήταν πρόθυμες να υποστηρίξουν τον βασιλιά της Ελλάδας και την κυβέρνηση του. Η απόφαση αυτή ήταν συναρτημένη με τις πολεμικές ανάγκες- δεν σήμαινε ότι θα αποκλείονταν από κάθε βοήθεια οι αντιμοναρχικοί δημοκράτες. Ήταν ευνόητο, όμως, ότι η βρετανική υποστήριξη θα αποτελούσε όλο και πιο πολύτιμο παράγοντα στο αντιστασιακό κίνημα, όπου, την εποχή εκείνη, δεν υπήρχε ούτε μια αξιόλογη μάχιμη μονάδα που να συνδεόταν στενά με άλλες οργανώσεις εκτός από τις αντιμοναρχικές. Ήταν μάταιο να περίμενε κανείς μεταβολή αισθημάτων στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και η απόφαση αυτή δεν άργησε να παραμερισθεί σιωπηρά και στις δύο περιπτώσεις και οι δύο πλευρές εξακολούθησαν να τονίζουν τον αδιάλλακτα δημοκρατικό τους χαρακτήρα και να αποσπούν βρετανικά εφόδια, για λόγους που έκαμαν αναπότρεπτα τα γεγονότα που θα αφηγηθούμε στο επόμενο κεφάλαιο. 0 Ζέρβας, όμως, είχε φανεί πολλές φορές πρόθυμος να προσαρμοσθεί στην επιθυμία των Άγγλων, γεγονός που του στοίχισε πολλές από τις κατοπινές του ατυχίες. Πραγματοποιήθηκε λοιπόν μια επαφή μαζί του και του υποδείχθηκε ότι θα μπορούσε να έστελνε ένα ουδέτερο χαιρετιστήριο μήνυμα στον Γεώργιο Β’, που δεν θα τον δέσμευε, με την ευκαιρία της εθνικής εορτής, στις 25 Μαρτίου 1943. 0 επιδιωκόμενος σκοπός ήταν να ξαναγίνει τουλάχιστον δυνατός ο διάλογος ανάμεσα σ’ αυτόν και στην εξόριστη κυβέρνηση· ο Ζέρβας όμως προχώρησε πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς. Έστειλε δύο τηλεγραφήματα, ένα στον Έλληνα βασιλιά και ένα στη βρετανική κυβέρνηση. Το πρώτο ήταν κάθε άλλο παρά ουδέτερο, αλλά εξυπηρέτησε παρ’ όλα αυτά την έναρξη ενός κάποιου διαλόγου. Δεν παρέλειπε επίσης να διαμαρτυρηθεί για τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας γύρω από το αντιστασιακό κίνημα και τη δραστηριότητα του ΚΚΕ· αλλά ήταν τουλάχιστον ό,τι του είχε ζητηθεί, μέσα στα περιορισμένα πλαίσια μιας επιστολής που απευθυνόταν στον βασιλιά. Το δεύτερο τηλεγράφημα ήταν μεγάλης σημασίας. Πληροφορούσε τη βρετανική κυβέρνηση ότι ο Ζέρβας όχι μόνο θα ήταν ο πρώτος που θα καλωσόριζε τον βασιλιά, αν ο ελληνικός λαός εκφραζόταν ευνοϊκά για την επάνοδο του, αλλά και ότι, αν η βρετανική κυβέρνηση επιθυμούσε την παλιννόστηση του βασιλιά «για γενικότερους λόγους και ακόμα χωρίς την έκφραση της θέλησης του λαού», αυτός δεν θα αντιτασσόταν. Για μια δήλωση όπως αυτή, υπάρχουν δύο χαρακτηρισμοί: ο ένας είναι «κυνικός οπορτουνισμός»· ο άλλος, «τυφλή υπακοή».
0 Γεώργιος Β’ έστειλε μια ευγενική απάντηση και η βρετανική κυβέρνηση δεν έστειλε καμία. Το ότι η χειρονομία του Ζέρβα δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό οφειλόταν στο κλίμα που επικρατούσε στο Λονδίνο και στην Αίγυπτο, όπου οι ελληνικές Αρχές τον θεωρούσαν όχι λιγότερο αναξιόπιστο από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ένα τηλεγράφημα και μόνο δεν ήταν γι’ αυτούς αρκετός λόγος για να μετριάσουν την αποδοκιμασία τους· και η ασυγχώρητη αυτή πράξη καταστρέφει τον παραλληλισμό που έγινε ανάμεσα στον Ζέρβα (που η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση τον έβλεπε με ομόφωνη απέχθεια) και στον Μιχαήλοβιτς (που διατηρούσε υπουργικό αξίωμα στην εξόριστη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση). Τίποτα δεν άλλαξε ουσιαστικά στις ως τότε σχέσεις στο «status quo ante», το διάβημα αυτό του Μαρτίου, τουλάχιστον στον έξω από την Ελλάδα κόσμο. Ούτε η βρετανική κυβέρνηση ούτε ο βασιλιάς της Ελλάδας ανέλαβαν κανενός είδους ευθύνη που να μην την είχαν διακηρύξει πριν δημόσια. Μόνο το βρετανικό Υπουργείο Πολέμου επιβεβαίωνε με τη δήλωση του την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης προς τον βασιλιά της Ελλάδας και την εξόριστη κυβέρνηση του, πράγμα που είχε ήδη δημόσια διακηρυχθεί στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ο βασιλιάς, στην απάντηση του προς τον Ζέρβα, επιβεβαίωνε την πρόθεση του να στηριχθεί στη θέληση του λαού μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, πράγμα που ήταν η δηλωμένη πολιτική του σε όλη τη διάρκεια της εξορίας του. Ενώ δεν άλλαξε όμως τίποτα στον έξω κόσμο, ο Ζέρβας είχε προκαλέσει κιόλας βίαιη αντίδραση στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Οι εχθροί του κατήγγειλαν τη συμπεριφορά του σαν συμπεριφορά Kουίσλινγκ· κατά το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, η συνεργασία με τον βασιλιά ήταν εξίσου επαίσχυντη πράξη όσο και η συνεργασία με τους Γερμανούς. Οι βασιλόφρονες όμως σε όλη την Ελλάδα άρχισαν για πρώτη φορά να τον παίρνουν στα σοβαρά. Αποτέλεσμα των αντιδράσεων αυτών και από τις δύο πλευρές, σε συνδυασμό, ήταν ότι ο Ζέρβας κατάντησε να θεωρείται άσυλο του καθενός και προπαντός των βασιλοφρόνων, που μισούσαν και φοβούνταν το ΚΚΕ. Η ένοπλη δύναμη του Ζέρβα αναπτύχθηκε σε βαθμό να συναγωνίζεται τον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Ακόμα και μερικοί οπαδοί του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μεταπηδήσουν στον ΕΔΕΣ, ώσπου το πράγμα έγινε επικίνδυνο για τη ζωή τους. Αλλά το σπουδαίο είναι ότι ο Ζέρβας είχε αποφασίσει με δική του και μόνο πρωτοβουλία να αλλάξει τον χαρακτήρα του ΕΔΕΣ. Μόνο αφού είχε πάρει αυτή την απόφαση ζήτησε να συμβουλευθεί την πολιτική επιτροπή του στην Αθήνα. Η μεγάλη απόσταση και οι δυσκολίες της επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Βορειοδυτικής Ελλάδας έκαναν να αργοπορεί τόσο πολύ μια τέτοια επαφή, ώστε να είναι ουσιαστικά αδύνατη και να μην επιχειρείται παρά μόνο σπάνια. Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που η διαμόρφωση του ΕΔΕΣ πήρε διαφορετική κατεύθυνση στην Αθήνα, που ο Ζέρβας ποτέ δεν την επισκέφθηκε πριν από το τέλος της Κατοχής, και διαφορετική στα βουνά, όπου ο Ζέρβας είχε την ευχέρεια να τον διαμορφώσει κατά τη θέληση του. Το πρώτο αποτέλεσμα της μεταστροφής του Ζέρβα ήταν ότι άρχισε να θεωρείται πράξη τιμητική η προσχώρηση στον ΕΔΕΣ· το δεύτερο ήταν ότι προσχώρησε (ανάμεσα σε πολλούς άλλους) ένας αριθμός ατόμων χωρίς καμιά υπόληψη.
Η μορφή που πήρε το δεύτερο αυτό αποτέλεσμα στην Αθήνα ήταν ακόμα χειρότερη από ό,τι στα βουνά. Ο ΕΔΕΣ διατηρούσε πάντα δεσμούς με έναν κύκλο από ανυπόληπτα πρόσωπα στην Αθήνα, που προερχόταν κυρίως από το τυχοδιωκτικό παρελθόν του Ζέρβα. Αυτός ο κύκλος άρχισε να συγκεντρώνει ένα ρεύμα οπαδών, που πήγαζε κυρίως από τον ανταγωνισμό προς το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που είχε πάρει μεγάλη έκταση. Η αρνητική φύση αυτών των δεσμών του έδωσε τη δυνατότητα να αγκαλιάσει μια μεγάλη ποικιλία ανθρώπων, που δεν άργησαν να αποτελέσουν το κυρίαρχο στοιχείο του ΕΔΕΣ της Αθήνας και να τον θέσουν κάτω από τον έλεγχο τους. Οι τάξεις των ανθρώπων αυτών άρχιζαν από φιλόδοξους καιροσκόπους, όπως ο στρατηγός Γονατάς, και έφθασαν ως αυτούς ακόμα τους ανοιχτούς συνεργάτες του κατακτητή, όπως ο Ταβουλάρης και ο Βουλπιώτης. Η αποστροφή κι ο πανικός που προξένησαν στα δημοκρατικά στοιχεία του ΕΔΕΣ αυτές οι εξελίξεις οδήγησε σε μια λίγο-πολύ ανοιχτή διάσπαση του. Λέγεται ότι σε μια μυστική σύσκεψη της παράνομης οργάνωσης στην Αθήνα, εμφανίσθηκαν δύο διαφορετικές ομάδες, που ισχυρίζονταν και οι δύο ότι εκπροσωπούσαν την Κεντρική Επιτροπή του ΕΔΕΣ. Δεν άργησε όμως να λείψει κάθε αμφιβολία, για το ποιοι επικρατούσαν. Θα ήταν σκληρό να εξετάσει κανείς για ποιους λόγους πολλά από τα μέλη της ομάδας που υποτάχθηκε, ανάμεσα στα οποία κι ο ίδιος ο Πετιμεζάς, πέρασαν τα τελευταία χρόνια της Κατοχής σε γερμανικές φυλακές και, όταν ελευθερώθηκαν, είδαν έκπληκτοι ότι είχαν παραμερισθεί αμετάκλητα.
Το τι σκεφτόταν ο Ζέρβας γι’ αυτή την κατάσταση, από το ορεινό καταφύγιο του στη Βορειοδυτική Ελλάδα, είναι ένα ερώτημα που επιδέχεται δύο απαντήσεις: στην αρχή, αποδοκίμασε-στο τέλος, υποτάχθηκε. Είναι αβέβαιο πότε ακριβώς έκαμε αυτή τη στροφή. Επειδή το ζήτημα ήταν πολιτικό και η βρετανική υποστήριξη προσφερόταν στον Ζέρβα με τον όρο ότι ποτέ πια δεν θα ανακατευόταν στην πολιτική, δεν ήρθε καθόλου για συζήτηση ανάμεσα στον Ζέρβα και στις βρετανικές Αρχές, παρά μόνο όταν οι αντίπαλοι του στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ανάγκασαν και τις δύο πλευρές να το αντιμετωπίσουν. Στις αρχές του 1944, οι ηγέτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ανάγκασαν τον Ζέρβα να παραδεχθεί ότι είχε συμπεριλάβει συνεργάτες του κατακτητή στην οργάνωση του, πείθοντας τον να τους αποκηρύξει δημόσια και ονομαστικά· τρεις από αυτούς που κατονομάσθηκαν ήταν οι Γονατάς, Ταβουλάρης και Βουλπιώτης. Πρέπει όμως να διευκρινισθούν δύο σημεία, σχετικά μ’ αυτή τη φαινομενική αυτοκαταδίκη. Πρώτον, αυτοί που αποκηρύχθηκαν ανήκαν μόνο στον πολιτικό ΕΔΕΣ, της Αθήνας· δεύτερον, κανένας από τους αξιωματικούς που υπηρετούσαν κάτω από τις άμεσες διαταγές του Ζέρβα δεν υπήρξε ποτέ ένοχος τέτοιας κατηγορίας. Η παραδοχή, επομένως, αντανακλά αντίστροφα στο πολιτικό κριτήριο του Ζέρβα και στην ικανότητα του να κρατά κάτω από τον έλεγχο του τους πολιτικούς οπαδούς του-δεν καταδικάζει ούτε αυτόν προσωπικά ούτε τις στρατιωτικές του δυνάμεις για συνεργασία με τους Γερμανούς. Μια τέτοια κατηγορία την διαψεύδουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του κατά των Γερμανών και η απόλυτη υπακοή του στις βρετανικές διαταγές, όσο κι αν τις δεχόταν με δυσφορία. Μια και διατυπώθηκε όμως σε βάρος του η κατηγορία για συνεργασία με τον κατακτητή, όχι μόνο από τους εχθρούς του αλλά και από ορισμένα υπεύθυνα πρόσωπα των βρετανικών Αρχών, πρέπει να λεχθούν λίγα ακόμα εδώ.
Η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βρετανικούς, που διατύπωσαν την κατηγορία αυτή, είναι ότι οι πρώτοι είχαν μακροχρόνια και άμεση γνωριμία με τον πολιτικό και τον στρατιωτικό ΕΔΕΣ, ενώ οι δεύτεροι δεν είχαν καμιά γνωριμία ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο ΕΔΕΣ. Οι πρώτοι, λοιπόν, βρίσκονταν σε ευνοϊκή θέση, για να μπορέσουν να παρουσιάσουν έτσι τα πράγματα ώστε να εντυπωσιάσουν τους δεύτερους. Ένα από τα χαρακτηριστικά του ΚΚΕ ήταν ότι, στην αδιάλλακτη επιμονή του να μονοπωλήσει την Αντίσταση, ήταν έτοιμο όχι μόνο να κατηγορήσει τους αντιπάλους του για συνεργασία με τον κατακτητή, αλλά και να τους φέρει σε μια θέση όπου θα ήταν αναγκασμένοι ή να συνεργασθούν με τον κατακτητή ή να υποταχθούν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή να διαλυθούν. Η μέθοδο τους ήταν να τους επιτίθεται με μια δυσφημιστική καμπάνια, που την ακολουθούσε ένοπλη επίθεση, ώσπου να αναγκασθούν να κάμουν την εκλογή τους. Όταν η μόνη της ελπίδα να επιζήσουν ήταν να προσχωρήσουν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ή να παραδοθούν στο έλεος των Γερμανών, έκαναν την εκλογή που ήταν να κάνουν. Θα ιδεί ο αναγνώστης στα επόμενα ότι σε όλες σχεδόν τις ανταρτικές οργανώσεις που είχαν απομείνει προσφέρθηκαν οι τρεις αυτοί δρόμοι και ότι όλες τελικά διάλεξαν. Ο Ζέρβας όμως ήταν πιο σκληρό καρύδι· αντιστάθηκε. Σε μια περίπτωση, τον Νοέμβριο του 1943, είχε σχεδόν βρεθεί στην ανάγκη για τη μοιραία εκλογή της συνεργασίας με τον κατακτητή· μερικοί από τους αξιωματικούς του, επίσης, σε τμήματα της Ελλάδας που βρίσκονταν μακριά από τον άμεσο έλεγχο του, αντιμετώπισαν το ίδιο δίλημμα και διάλεξαν τη συνεργασία με τον κατακτητή. Αυτοί ήταν που με τη συμπεριφορά τους πρόσφεραν έδαφος για να διατυπωθεί η κατηγορία, έτσι όπως την εμφάνισε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο για οποιονδήποτε από τους ανώτερους αξιωματικούς του Ζέρβα ότι προτίμησε να πάει με τους Γερμανούς· είναι όμως πολύ πιθανό ότι μερικοί πήγαν. Η εκλογή τους δεν αποδείχνει κανενός είδους συμπάθεια προς τους Γερμανούς· δείχνει μόνο ότι θεωρούσαν τους Γερμανούς μικρότερο κακό από τον θάνατο ή το ΕΑΜ. Είναι επίσης πιθανό, αλλά όχι βεβαιωμένο, ότι μερικοί πολέμησαν κυριολεκτικά μέχρι θανάτου. Υπάρχει όμως μια βεβαιωμένη περίπτωση ενός από τους σπουδαιότερους αξιωματικούς του ΕΔΕΣ, που έκαμε την τρίτη εκλογή και δέχτηκε, αναγκαστικά, να προσχωρήσει στον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ· το όνομα του είναι αντισυνταγματάρχης Γκικόπουλος. Οι περιστάσεις του προσηλυτισμού του παρουσιάζουν ενδιαφέρον, επειδή ήταν σχεδόν όμοιες με τον τρόπο με τον οποίο πήγε ο στρατηγός Σαράφης στον ΕΛΑΣ πριν από αυτόν, καθώς και άλλοι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί που ακολούθησαν αργότερα. Κατηγορούσαν στην αρχή κάποιον για συνεργασία με τους Γερμανούς- ύστερα τον έπιαναν και τον κρατούσαν σε επιτήρηση με την απειλή του θανάτου πάνω από το κεφάλι του· του παρουσίαζαν πλαστές μαρτυρίες που επιβεβαίωναν την κατηγορία· τελικά, αφού περνούσε από ένα καθαρτήριο, έβγαινε από αυτό μέλος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το συμπέρασμα, σε οποιαδήποτε περίπτωση, πρέπει να είναι ή ότι οι μαρτυρίες ήταν πλαστές ή ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν είχε αντίρρηση να προσεταιρισθεί ένας συνεργάτη του κατακτητή, έφθανε να γινόταν δικός τους. Δεν απέχει από αυτό πολύ το συμπέρασμα ότι τις κατηγορίες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά του Ζέρβα δεν χρειάζεται να τις πάρει κανείς στα σοβαρά· ιδιαίτερα, μάλιστα, αφού είναι γνωστό ότι κατέβαλαν πολλές προσπάθειες να τον πείσουν να γίνει αρχηγός του δικού τους Γενικού Επιτελείου, αντί για τον Σαράφη.
Οι Βρετανοί όμως εκείνοι που υποστήριξαν την κατηγορία, προχώρησαν ακόμα πιο μακριά. Ισχυρίζονται ότι ο Ζέρβας ερχόταν σ’ επαφή προσωπικά με τις γερμανικές Αρχές, τόσο έμμεσα όσο και άμεσα. Οι άμεσες επαφές είναι αναμφισβήτητες, αφού ο Ζέρβας είχε ευρύτατους κύκλους γνωριμιών κάθε είδους και χωρίς να κάνει διάκριση. Όπως έκανε ο καθένας που ήταν σε θέση, αναμείχθηκε κι αυτός στην προστατευόμενη από τους Γερμανούς μαύρη αγορά. Βρισκόταν σε επικοινωνία με τον Γιουγκοσλάβο στρατηγό Μιχαήλοβιτς, που η συνεργασία του με τους Γερμανούς θεωρείται γενικά βέβαιη. Είχε επαφές με τον επίσκοπο Ιωαννίνων, που είχε ο ίδιος προσωπικές επαφές με τη γερμανική διοίκηση στην πόλη. Είχε επαφές με τους επικεφαλής ενός ένοπλου σώματος, στη Μακεδονία, που το είχαν εξοπλίσει οι Γερμανοί για να πολεμήσει τον ΕΛΑΣ· Είχε επικοινωνία με τον Ελληνικό και τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, στους οποίους είχε αναγνωριστεί γενικά ο ρόλος μεσολαβητών. Αυτοί ήταν οι κανονικοί τρόποι επικοινωνίας στον πόλεμο. Όλες αυτές οι περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, εκτός από μία, εξακριβώθηκαν από τη SOE Καίρου, τη βρετανική μυστική υπηρεσία, που ήταν υπεύθυνη για τις συμμαχικές επιχειρήσεις στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Θα αναφέρω για παράδειγμα τρεις περιπτώσεις, τις μόνες που έχουν περιέλθει σε γνώση μου, και οι οποίες υποτίθεται ότι αποδείχνουν την ύπαρξη συνωμοσίας μεταξύ Ζέρβα και Γερμανών βασίζονται και οι τρεις στον τρόπο με τον οποίο διηύθυνε στην πραγματικότητα τις πολεμικές επιχειρήσεις του. Η πρώτη είναι μια ανακωχή που λέγεται ότι υπέγραψε με τον Γερμανό διοικητή Βορειοδυτικής Ελλάδος, τον Οκτώβριο του 1943. Η δεύτερη είναι η σχετική αδράνεια του απέναντι στους Γερμανούς, το καλοκαίρι του 1944. Η τρίτη είναι η μη επέμβαση των Γερμανών κατά τις εκφορτώσεις συμμαχικών εφοδίων για τον Ζέρβα, στη δυτική ακτή της περιοχής του, το ίδιο καλοκαίρι. Οι κύριες πηγές των τριών αυτών καταγγελιών είναι με τη σειρά: για την πρώτη, το Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ και ειδικότερα ο Αρης Βελουχιώτης· για τη δεύτερη, διάφοροι ανώτεροι Βρετανοί αξιωματικοί της SOE Καίρου- για την τρίτη, ένας Βρετανός σοσιαλιστής βουλευτής, που πήρε μέρος στις επιχειρήσεις αυτές. Αναφέρω τις τρεις αυτές επίσημες πηγές, για να μη νομισθεί ότι θίγω την υπόληψη του Ζέρβα υπερβάλλοντας και μόνο τα πράγματα.
Για την πρώτη κατηγορία, η μαρτυρία που παρουσίασε ο Άρης, για να αποδείξει ότι ο Ζέρβας είχε υπογράψει ανακωχή με τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1943, ήταν ένα τηλεγράφημα από έναν αξιωματικό, διοικητή μεραρχίας του ΕΛΑΣ κοντά στην περιοχή του Ζέρβα. Αλλά ο Άρης είχε παρεξηγήσει την πληροφορία. Ο διοικητής της μεραρχίας ανέφερε τα εξής: Εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού τού είπαν ότι είχαν πείσει μόλις τον στρατηγό Ζέρβα να υπογράψει ανακωχή δεκατεσσάρων ημερών με τους Γερμανούς και ότι είχε συμφωνήσει να κάνει το ίδιο. Το ότι ο Ζέρβας δεν το έκαμε, αποδείχνεται από δύο γεγονότα: πρώτον, ότι ένας Άγγλος αξιωματικός, που γνώριζε θαυμάσια τα ελληνικά, ήταν παρών σε όλη τη διάρκεια της συνάντησης αυτής του Ζέρβα με τους εκπροσώπους του Ερυθρού Σταυρού· δεύτερον, ότι, λίγες μέρες μετά τη συνάντηση αυτή, ακολούθησε μια από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια και σκληρότερες μάχες που δόθηκαν μεταξύ Ζέρβα και Γερμανών. Κανένα από τα δύο αυτά γεγονότα, όμως, δεν εμπόδισε το Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ να δώσει στη δημοσιότητα τη δική του εκδοχή· ούτε εμπόδισαν τον Άρη Βελουχιώτη να εξαπολύσει πλευρική επίθεση κατά του Ζέρβα, στο κορύφωμα της μάχης κατά των Γερμανών. Η μαρτυρία στην περίπτωση αυτή, επομένως, εκθέτει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, όχι πάντως τον Ζέρβα.
Η δεύτερη κατηγορία παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο για έναν παράξενο και δευτερεύοντα λόγο. Το ότι ο Ζέρβας απέφυγε να ενοχλήσει τους Γερμανούς το καλοκαίρι του 1944 το ισχυρίστηκαν Βρετανοί αξιωματικοί της SOE Καΐρου. Αληθεύει γενικά, αν και αποσιωπά μία τουλάχιστον όχι ασήμαντη στρατιωτική επιχείρηση. Αλλά, το καλοκαίρι του 1944, ο Ζέρβας είχε διαταγές να απόσχει προσωρινά από επιχειρήσεις κατά των Γερμανών, για να αποφύγει αντίποινα και να διατηρήσει άθικτες τις δυνάμεις του για την τελική επιχείρηση παρενόχλησης των Γερμανών κατά την αποχώρηση τους· τις διαταγές αυτές του τις είχε διαβιβάσει η SOE Καΐρου. Όταν τελικά πήρε διαταγή να επιτεθεί, τον Σεπτέμβριο, τα αποτελέσματα που πραγματοποίησαν τότε οι δυνάμεις του αξίζει να λεχθεί ότι ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες των Συμμάχων, που ήταν μεγάλες. 0 Ζέρβας λοιπόν πειθάρχησε στις διαταγές ως το τέλος. Το ότι και οι διαταγές και οι επικρίσεις είχαν την ίδια επίσημη πηγή αποτελεί ανεξήγητη παρεξήγηση.
Η τρίτη κατηγορία παρουσιάζει το πρόσθετο ενδιαφέρον ότι έγινε από ένα μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων. Είναι η βαρύτερη από τις τρεις και ο τρόπος με τον οποίο διατυπώθηκε είναι πειστικός. Το 1944, μονάδες του βρετανικού ναυτικού επιφορτίστηκαν να μεταφέρουν πολεμοφόδια στις Δυτικές ακτές της Γιουγκοσλαβίας, Αλβανίας και Ελλάδας, για να χρησιμοποιηθούν από τις αντίστοιχες ανταρτικές δυνάμεις κατά των Γερμανών. Οι αντάρτες στις δύο πρώτες από τις τρεις αυτές χώρες ανήκαν στα αριστερά αντιστασιακά κινήματα του Τίτο και του Εμβέρ Χότζα-στην τρίτη, την Ελλάδα, ήταν οι αντάρτες του Ζέρβα. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις, η δύσκολη επιχείρηση της εκφόρτωσης, στη διάρκεια της νύχτας, εμποδιζόταν συστηματικά από τους Γερμανούς· στην τρίτη περίπτωση, ποτέ δεν εμποδίστηκε. Κι όμως, ήταν γνωστές στους Γερμανούς οι επιχειρήσεις αυτές και στην τρίτη ακόμη περίπτωση τόσο καλά όσο και στις δύο πρώτες, σύμφωνα με σχετική μυστική έκθεση που έπεσε αργότερα στα χέρια των Συμμάχων και όπου περιέχεται αυτή η πληροφορία. Το συμπέρασμα, στην ηπιότερη μορφή του, φαίνεται να είναι ότι οι Γερμανοί άφησαν ανεμπόδιστες τις επιχειρήσεις αυτές ανεφοδιασμού στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ότι όπλα που παραδίνονταν στον Ζέρβα δεν θα στρέφονταν εναντίον τους, όπως εκείνα που παραδίνονταν στον Τίτο και στον Εμβέρ Χότζα. Είναι αυτονόητο ότι και άλλο πολύ λιγότερο ήπιο συμπέρασμα θα μπορούσε να συναχθεί.
Τρεις απαντήσεις είναι ίσως δυνατές σ’ αυτή την κατηγορία -ή, μάλλον, μία απάντηση (ότι είναι εσφαλμένη) μπορεί να διατυπωθεί με τρεις τρόπους. 0 πρώτος είναι ότι το ασυμβίβαστο της επέμβασης των Γερμανών στη Γιουγκοσλαβία και στην Αλβανία και της μη επέμβασης τους στην Ελλάδα μπορεί «εκ πρώτης όψεως» να αποδοθεί στο ότι, στις ελληνικές δυτικές ακτές, οι επιχειρήσεις ήταν καλύτερα οργανωμένες και έγιναν με μεγαλύτερη ασφάλεια. Αυτό θα σήμαινε ότι οι Γερμανοί δεν εμφανίσθηκαν, για τον απλό λόγο ότι δεν τις πληροφορήθηκαν έγκαιρα. Η πιο πάνω γερμανική έκθεση των Μυστικών Υπηρεσιών, ως τον βαθμό που είναι έγκυρη στο σημείο αυτό η μαρτυρία της, ανέφερε μόνο τις επιχειρήσεις αφού είχαν πραγματοποιηθεί. Αυτή η εκδοχή είναι δυνατή αλλά απίθανη και δεν πείθει εκείνους που έχουν προκατάληψη κατά του Ζέρβα και υπέρ του Τίτο και του Εμβέρ Χότζα.
Η δεύτερη απάντηση είναι ότι, αν η μαρτυρία αυτή αποδείχνει αδιαφορία από την πλευρά των Γερμανών (για να μην πούμε τίποτα χειρότερο), για το αν θα έπαιρνε όπλα ο Ζέρβας ή όχι, αποδείχνει επίσης, με τα ίδια στοιχεία, και την αδιαφορία τους για το αν ο ΕΛΑΣ ή οποιοσδήποτε άλλος στην Ελλάδα θα έπαιρνε όπλα ή όχι. Ένα μέρος των πολεμοφοδίων που αποστέλλονταν στις δυτικές ακτές της Ελλάδας δεν προορίζονταν για τον Ζέρβα, αλλά για τις περιοχές του ΕΛΑΣ, που απείχαν πολλών ημερών ταξίδι στο εσωτερικό προς τ’ ανατολικά, όπου μεταφέρονταν (με τη βοήθεια του Ζέρβα) πάνω από ένα ορεινό τείχος με καραβάνια από μουλάρια. Κι αυτό επίσης έγινε γνωστό στους Γερμανούς, όταν τον Απρίλιο του 1944 αιφνιδίασαν ένα τέτοιο καραβάνι «καθ’ οδόν» και πολλά από τα πολεμοφόδια, όπως και πολλοί από τους συνοδούς, Έλληνες και Άγγλοι, έπεσαν στα χέρια τους. Θα μπορούσε με πρώτη ματιά να συμπεράνει κανείς από αυτό ότι οι Γερμανοί ενδιαφέρονταν να εμποδίσουν να φθάσουν αυτά τα εφόδια στον ΕΛΑΣ και γι’ αυτό φρόντισαν να τα κατάσχουν μόνο αφού ο Ζέρβας είχε πάρει το μερίδιο του. Ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι αστήρικτο, επειδή, πρώτα πρώτα, ήταν τόσο ασύγκριτα πιο δύσκολο να αιφνιδιασθεί η εφοδιοπομπή στο στάδιο αυτό παρά σε ένα γνωστό σημείο της ακτής, ώστε δεν μπορούσε να γίνει κανένας υπολογισμός αν θα ήταν δυνατό ή όχι· κατά δεύτερο λόγο, η σύλληψη της εφοδιοπομπής, τον Απρίλιο του 1944, ήταν κάτι το εντελώς τυχαίο, που δεν είχε καμία επανάληψη αργότερα. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά του Ζέρβα, μόνο αν στραφεί και κατά του ΕΛΑΣ ταυτόχρονα. Αυτό είναι λογικό, αλλά απίθανο και επομένως άχρηστο για τους εχθρούς του Ζέρβα.
Η τρίτη απάντηση είναι αποφασιστική. Η συνεργασία με τον εχθρό δεν είναι ζήτημα λόγων αλλά έργων. Είναι κατανοητό το να πίστευαν οι Γερμανοί ότι όπλα που παραδίνονταν στον Ζέρβα δεν θα στρέφονταν ποτέ εναντίον τους- αν όμως το πίστευαν πραγματικά, τότε, τους περίμενε μια έκπληξη. Δεν ήταν δυνατό να γνώριζαν ότι η αδράνεια του Ζέρβα απέναντι τους το καλοκαίρι του 1944 οφειλόταν σε ρητές διαταγές των βρετανικών Αρχών είδαμε κιόλας πιο πάνω ότι αυτό δεν το γνώριζαν ακόμα και ορισμένοι Βρετανοί που ήταν υπεύθυνοι για την έκδοση αυτών των διαταγών. Μιλώντας για «νομοταγή συμπεριφορά προς τα γερμανικά στρατεύματα» από την πλευρά του Ζέρβα, η επίμαχη μυστική έκθεση βεβαιώνει όχι την απιστία του προς τους Συμμάχους, αλλά την υπακοή του στις διαταγές τους· όχι την επιτυχία των Γερμανών, αλλά τους ευσεβείς τους πόθους. Όταν ο Ζέρβας πήρε διαταγή να επιτεθεί κατά των Γερμανών, με την αποχώρηση τους τον Σεπτέμβριο του 1944, το έκαμε. Αν λοιπόν οι Γερμανοί είχαν επιτρέψει να εκφορτωθούν πολεμοφόδια και να παραληφθούν από τον Ζέρβα ανεμπόδιστα όλο εκείνο το καλοκαίρι, αυτό αποδείχνει όχι ότι ήταν συνεργάτης τους, αλλά ότι εκείνοι εξαπατήθηκαν. Η προκείμενη κατηγορία είναι όχι ότι υπήρχε ρητή συμφωνία μεταξύ Ζέρβα και Γερμανών (πράγμα που θα σήμαινε αθέτηση της από την πλευρά του), αλλά ότι οι Γερμανοί έκλειναν απλώς τα μάτια στις επιχειρήσεις αυτές στη δυτική ακτή. Για τέτοια ρητή συμφωνία δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία ούτε και έχει γίνει κανένας σχετικός υπαινιγμός. Όσο για σιωπηρή ανοχή, υπόθεση μόνο μπορεί να γίνει ότι ήταν δυνατή, ότι θα χρειασθούν όμως γι’ αυτό κι άλλες μαρτυρίες από τα γερμανικά αρχεία, ότι δεν ενοχοποιεί πάντως τον Ζέρβα και ότι θα αποτελούσε ένα σφάλμα των Γερμανών που τους στοίχισε ακριβά.
Το μόνο που μένει από όλον αυτό τον θόρυβο είναι η λύπη για το ότι μια τέτοια κατηγορία υπάρχει, ώστε να χρειάζεται απάντηση. Σε όλη την Κατοχή, η διαγωγή του Ζέρβα ήταν άμεμπτη. Σαν στρατιωτικός, πειθαρχούσε σχολαστικά στις διαταγές που είχε και όχι (όπως ισχυρίζονται οι επικριτές του) επειδή ήξερε σε ποια πλευρά βρισκόταν το συμφέρον του· το ίδιο έκανε και πριν του προσφερθεί ο,τιδήποτε. Σχετικά με μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση, το καλοκαίρι του 1943, η διαταγή που έδωσε ήταν διατυπωμένη σε μία και μόνο φράση: «Μεταξύ 20 Ιουνίου και 14 Ιουλίου, όλες οι μονάδες θα κάνουν ακριβώς ό,τι τους πουν οι αποσπασμένοι σ’ αυτές Βρετανοί αξιωματικοί σύνδεσμοι». Σαν πολιτικός, δεν είχε την ευκαιρία να γίνει συνεργάτης του κατακτητή προσωπικά, αφού ήταν καθηλωμένος στην απομόνωση των βουνών έδειχνε όμως πολύ μεγάλη ανοχή, προκειμένου να προσφέρει άσυλο σε κάθε αντίπαλο του ΚΚΕ αδιάκριτα και, κατά συνέπεια, και σε μερικούς δήθεν μεταμελημένους συνεργάτες του κατακτητή. Τους ανθρώπους αυτούς τους αποκήρυξε τελικά, άσχετα με την ιδιαίτερη συμπάθεια του για τη θέση τους. Όταν όμως η Κατοχή πλησίαζε προς το τέλος της και ο Ζέρβας άρχισε να προβλέπει τις μεταπελευθερωτικές πιθανές εξελίξεις, βρήκε ότι οι συμπάθειες του έκλιναν μάλλον προς τους ανθρώπους αυτού του είδους παρά προς τους παλιούς φιλελεύθερους συναδέλφους του. Είτε ήταν είτε όχι συνεργάτες του κατακτητή (και οι περισσότεροι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από «αναμένοντες»), φαινόταν να τον ενδιαφέρει πολύ λιγότερο, αφού είχε πια τελειώσει ο αγώνας· και ακόμα λιγότερο, όταν ο Δεκέμβριος του 1944 ενοχοποίησε τους κομμουνιστές για εγκλήματα το ίδιο τρομερά. Με τέτοιους οπαδούς, το 1945, σχημάτισε ο Ζέρβας ένα νέο κόμμα, με τη νέα ονομασία Εθνικό Κόμμα Ελλάδας, κατά το παράδειγμα ενός αποτυχημένου συνασπισμού εμπνευσμένου από το ΕΑΜ, με τον τίτλο ΕΜΕ (Εθνικό Μέτωπο Ελλάδας). Οι παλιοί του συνεργάτες τράβηξαν τον δικό τους δρόμο, προσεγγίζοντας σταθερά όλο και πιο πολύ το ΕΑΜ. Όταν ο στρατηγός Πλαστήρας γύρισε στην Ελλάδα από την αυτοεξορία του στη Γαλλία, στα τέλη του 1944, ήταν κιόλας αστείο να θεωρείται σαν αρχηγός του ΕΔΕΣ. Ο ΕΔΕΣ ήταν νεκρός· διασπασμένος, όπως είναι η μοίρα των οργανώσεων του είδους του, σε δύο ασυμβίβαστα άκρα. Η στρατιωτική δύναμη του Ζέρβα διαλύθηκε λίγο αργότερα με τη βία. Υπήρξε ένα από τα θύματα του ΕΛΑΣ κατά τη Δεκεμβριανή Εξέγερση. Μολονότι με τα γεγονότα του τέλους του 1944 θα ασχοληθώ λεπτομερειακά όταν έρθει η σειρά τους, θεωρώ σκόπιμο να μιλήσω λίγο εδώ για την καταρράκωση του κύρους των βρετανικών Αρχών, που προξένησε η εκμηδένιση των δυνάμεων του Ζέρβα, επειδή τον είχαν υποστηρίξει, και για τον εξευτελισμό του ίδιου, επειδή υπέκυψε τόσο εύκολα. Για δύο λόγους δεν δικαιώνεται μια τέτοια ηθική επίπτωση. 0 πρώτος είναι ότι η ήττα του Ζέρβα από τον ΕΛΑΣ, τον Δεκέμβριο του 1944, ήταν άσχετη με την αξία των δυνάμεων του και με τις προσωπικές του ικανότητες. Δεν αποδείχνει, όπως αρέσει στους εχθρούς του να ισχυρίζονται, ότι ο στρατός του δεν είχε ποτέ καμιά πολεμική αξία και ότι οι Βρετανοί φέρθηκαν ανόητα ή υποκριτικά υποστηρίζοντας τον. Αποδείχνει μόνο ότι ο στρατός του ήταν κατώτερος από τον ΕΛΑΣ στο να πολεμά εναντίον άλλων Ελλήνων πράγμα που είναι αναντίρρητο, και δεν χρειάζεται απόδειξη. Αλλά δεν υπάρχει λογική σχέση ανάμεσα στην ικανότητα του να πολεμά τους Γερμανούς, που ήταν η αποστολή του, και στο να πολεμά Έλληνες, που δεν ήταν αποστολή του. Το γεγονός αυτό φωτίζει απλούστατα τη διαφορά μεταξύ των δυνάμεων του Ζέρβα και των δυνάμεων του ΕΛΑΣ: ότι, δηλαδή, οι δυνάμεις του πρώτου ήταν συγκροτημένες έτσι που να πολεμούν τους Γερμανούς και οι δυνάμεις του δεύτερου για να πολεμούν οποιονδήποτε, οποιασδήποτε εθνικότητας, που αντιδρούσε στους ιδεολογικούς σκοπούς του ΕΑΜ.
Αλλά και αν ακόμα οι δυνάμεις του Ζέρβα είχαν πολεμήσει τον ΕΛΑΣ με αμέριστο ενθουσιασμό, υπήρχε και ένας δεύτερος λόγος, που θα έκανε και πάλι να ηττηθούν. Προς το τέλος της Κατοχής, οι Βρετανοί παραχώρησαν στον Ζέρβα μια ζώνη εδάφους, που ήταν κατάλληλη για τους σκοπούς του, δηλαδή τον πόλεμο κατά των Γερμανών, αλλά τον άφηνε ακάλυπτο στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές, απέναντι στις ανώτερες στρατηγικά θέσεις που κατέλαβε ο ΕΛΑΣ αμέσως μόλις έφυγαν οι Γερμανοί. Οι διαταγές των Βρετανών ήταν δικαιολογημένες, με την έννοια ότι, ύστερα από την αποχώρηση των Γερμανών, κάθε αγώνας είχε τελειώσει- κι αυτοί ακόμα, επομένως, προχώρησαν πιο μακριά από ό,τι έπρεπε. Ζήτησαν από τον Ζέρβα να ετοιμάσει τις δυνάμεις του για μετακίνηση· αυτή τη μετακίνηση ακριβώς πραγματοποιούσε, λίγες μέρες πριν του επιτεθεί ο ΕΛΑΣ· και του ζήτησαν επίσης να παραδώσει το μικρό απόθεμα των πολεμοφοδίων του, αμέσως μόλις οι Γερμανοί θα εκκένωναν την περιοχή του. 0 Ζέρβας βρήκε παράλογο το ότι οι παραλήπτες στους οποίους υποχρεωνόταν να παραδώσει τον οπλισμό ήταν ο ΕΛΑΣ, τη στιγμή που οι Γερμανοί είχαν εκκενώσει επίσης όλες τις περιοχές του ΕΛΑΣ. Και όμως, οι διαταγές αυτές εκτελέστηκαν σχολαστικά. Η κατάρρευση επομένως των δυνάμεων του πρέπει να αποδοθεί στην απροθυμία των ανδρών του να πολεμήσουν εναντίον άλλων Ελλήνων και στη δική του υπακοή στις διαταγές. Κανένας από τους δύο αυτούς λόγους δεν είναι υποτιμητικός· ούτε καταδικάζουν τη βρετανική πολιτική για το ότι τον υποστήριξε κατά την Κατοχή. Το ότι όμως αυτά τα πράγματα δεν δόθηκαν τότε στη δημοσιότητα, αποκαλύπτει ένα άλλο σημαντικό γεγονός σχετικά με τις βρετανικές στρατιωτικές Αρχές στην Αίγυπτο: ότι η εκμηδένιση των δυνάμεων του Ζέρβα και η αποδοκιμασία του ίδιου ως αρχηγού δεν έγιναν δεκτές από όλους με δυσφορία. Το ΒΒC, μάλιστα, ανάγγειλε προκαταβολικά τη διάλυση τους. Στην πραγματικότητα η βρετανική κοινή γνώμη ήταν αδιάλλακτα διχασμένη, και είναι ακόμα, αναφορικά με τον Ζέρβα. Τον Δεκέμβριο του 1944, τα πνεύματα είχαν μεταστραφεί υπέρ των εχθρών του.
Παρά τις εσωτερικές αυτές διχογνωμίες, είναι δίκαιο να πω, όπως κι οι περισσότεροι από τους επικριτές της βρετανικής πολιτικής ότι, χωρίς βρετανική υποστήριξη, ο στρατός του Ζέρβα δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να υπάρξει– το άδικο θα ήταν να το παρουσιάσω αυτό σαν επίκριση. Δεν αληθεύει ότι ο Ζέρβας υποκινήθηκε στο να βγει στα βουνά σαν αντίβαρο του ΕΛΑΣ- ούτε ο ΕΛΑΣ ούτε καμιά άλλη αντάρτικη οργάνωση είχε ακουστεί, τότε που οι Βρετανοί πράκτορες έκαναν τις πρώτες προσπάθειες να πείσουν τον Ζέρβα να βγει στο βουνό. Δεν αληθεύει ότι του πρόσφεραν υποστήριξη κατά προτίμηση· η υποστήριξη ήταν τελικά ίση περίπου, αναλογικά- ο ΕΛΑΣ είχε μεγαλύτερη απόδοση το 1943, ο Ζέρβας το 1944. Αληθεύει όμως ότι οι δυνάμεις του Ζέρβα θα εκμηδενίζονταν ακόμα ενωρίτερα, αν δεν είχαν τη βρετανική υποστήριξη. Οι επικρίσεις προσθέτουν ότι θα ήταν καλύτερα να διακόπταμε την υποστήριξη στον Ζέρβα, όπως την διακόψαμε στην περίπτωση του Μιχαήλοβιτς. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε μια επιπόλαιη ταύτιση τους, που κι αυτή είναι μεταγενέστερη· στην πραγματικότητα, ο Ζέρβας ούτε είχε ακουσθεί ακόμα, όταν η κίνηση κατά του Μιχαήλοβιτς, τον Δεκέμβριο του 1942, έπαιρνε την τελική της μορφή, μια κίνηση που ήταν ένας αυθαίρετος συσχετισμός ανάμεσα στην «αντιδραστική» πολιτική της υποστήριξης προς τον Μιχαήλοβιτς και στην «αντιδραστική» πολιτική της υποστήριξης προς τον Γάλλο ναύαρχο Νταρλάν, στη Β. Αφρική. Η συμπεριφορά του Ζέρβα ήταν διαφορετική από τη συμπεριφορά του Μιχαήλοβιτς, αφού αυτός πειθαρχούσε πάντα στις διαταγές. Οι επικρίσεις όμως αυτές έχουν πολιτικό χαρακτήρα και πρέπει να αντιμετωπισθούν σαν πολιτικό ζήτημα.
Αν δεν είχε υποστηριχθεί ο Ζέρβας, ολόκληρη η Ελλάδα θα είχε περιέλθει στον έλεγχο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, όταν έφυγαν οι Γερμανοί. Αυτό δεν είναι απλή υπόθεση· είναι αναμφισβήτητη αλήθεια, που αποδείχνεται από ό,τι έγινε σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Η άποψη των επικριτών είναι όχι ότι δεν θα συνέβαινε αυτό, αλλά ότι θα ήταν καλύτερα αν είχε συμβεί. Στο τελευταίο κεφάλαιο, θα καταδειχθεί ότι η διαμάχη γύρω από αυτό το σημείο είναι άσχετη με το πραγματικό πρόβλημα- αλλά θα έπρεπε οι επικριτές να γνωρίζουν τι υπερασπίζονται. Δύο αλήθειες, που πιστεύω ότι δεν επιδέχονται αντίρρηση, είναι ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν και όργανο του ΚΚΕ και ότι το ΚΚΕ ήταν και είναι όργανο της σοβιετικής κυβέρνησης. Η αλυσίδα των αιτίων που θα οδηγούσαν από την εγκατάλειψη του Ζέρβα στην επικράτηση της σοβιετικής επιρροής στην Ελλάδα είναι κάτι το βέβαιο. Άλλο ζήτημα, αν αυτό θα ήταν καλό ή κακό. Όσοι επικρίνουν τη βρετανική πολιτική στο ζήτημα αυτό, πρέπει να πουν καθαρά ότι επιθυμούν την τελική απορρόφηση της Ελλάδας από τη διαρκώς επεκτεινόμενη σοβιετική ομοσπονδία. Μπορεί να είναι σωστή και λογική η κριτική τους· αλλά δεν συνηθίζουν να μιλούν καθαρά επάνω σ’ αυτό.
Δεν αποτελούν θρήνο όλα αυτά για τον θάνατο του ΕΔΕΣ. Η πολιτική οργάνωση με την επωνυμία αυτή είχε καταφέρει να προξενεί την αποστροφή και η στρατιωτική οργάνωση είχε εξυπηρετήσει τους σκοπούς της. Ήταν σωστό να πάψουν να υπάρχουν και οι δύο, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ακριβώς όπως θα ήταν σωστό να πάψει να υπάρχει και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ την ίδια μέρα, αν ήταν αυτό που ισχυριζόταν. Το ότι είχαν διαφορετική τύχη οφείλεται ίσως στον χαρακτήρα τους, επειδή από τον ΕΔΕΣ έλειπε τόσο η πολιτική συνοχή όσο και η επαναστατική φλόγα του αντιπάλου του. 0 ΕΔΕΣ όμως είχε ένα πράγμα που ούτε και αυτή η διάλυση μπορούσε να του το αφαιρέσει: τη δυναμική προσωπικότητα του ηγέτη του. Το ασύγκριτα σημαντικότερο μέρος από την όλη υπόσταση του ΕΔΕΣ αποτελούσε πάντα ο αρχηγός του Ζέρβας – σε τέτοιο βαθμό, που είχε γίνει συνήθεια να εννοεί κανείς αυτόν, μιλώντας για την οργάνωση, αντίθετα με ό,τι γινόταν για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, εξαιτίας του απρόσωπου χαρακτήρα του. Για τον Ζέρβα προσωπικά, μπορεί να λεχθούν συνοπτικά τα εξής:Αν τον δούμε σαν στρατιωτικό, καμιά από τις κατηγορίες σε βάρος του δεν μπορεί να σταθεί- αν τον δούμε σαν πολιτικό, οι κατηγορίες παρουσιάζονται πολύ πιο βάσιμες μετά την Κατοχή παρά πριν. 0 διορισμός του στη θέση του υπουργού Δημοσίας Τάξεως, το 1947, μπορεί να θεωρήθηκε από τους οπαδούς του σαν επιστέγασμα στης σταδιοδρομίας του- στους αληθινούς του φίλους, όμως, πρέπει να φάνηκε σαν θλιβερή κατάπτωση. Η πολιτική συμπεριφορά του το 1945-47 φάνηκε να δικαιώνει εκ των υστέρων τις κατηγορίες που του απευθύνονταν το 1942-44. Οπωσδήποτε, όμως, δεν ευσταθούσαν το 1942-44, όταν δηλαδή υψώθηκε στην κορυφή ενός προσωπικού μεγαλείου που ούτε το παρελθόν του προφήτευε ούτε η κατοπινή σταδιοδρομία του διατήρησε. Αν είχε πεθάνει μαζί με τον ΕΔΕΣ, την ημέρα της Απελευθέρωσης, θα είχε πεθάνει σαν εθνικός ήρωας· και δίκαια. Αν είχε τηρήσει τουλάχιστον την υπόσχεση που είχε δώσει τόσες φορές, να μείνει μακριά από την πολιτική, αφού θα εκδιώκονταν οι Γερμανοί, τότε κάθε σχεδόν κατηγορία εναντίον του θα έπεφτε στο κενό. Παρόλα όμως τα σφάλματα και τα ελαττώματα του, στέκεται δίπλα στον αντίπαλο του, τον Άρη Βελουχιώτη, αντάξια, αποτελώντας τη μία από τις δύο μεγάλες φυσιογνωμίες που γέννησε η ελληνική Αντίσταση.
Η παρουσίαση των δύο μεγάλων στρατιών του αντιστασιακού κινήματος, πολιτικού και στρατιωτικού ολοκληρώνεται στο σημείο αυτό. Εκείνο που μένει, είναι μερικές μικρές αντιστασιακές οργανώσεις, που έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι όλες εμφανίσθηκαν πολύ αργά στη σκηνή. Το δεύτερο είναι ότι καμιά τους δεν επέζησε της Κατοχής. Το τρίτο, που ήταν αιτία του δεύτερου, είναι ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τις εχθρευόταν. Το τέταρτο, αιτία του τρίτου ότι χαρακτηρίζονταν από την ίδια γενική ευυποληψία στη σύνθεση τους. Η σύσταση τους δεν ήταν ίδια· αν ήταν, τότε θα είχαν αποτελέσει μία μόνο οργάνωση αντί για πολλές- είχε όμως πηγή της τις ίδιες κοινωνικές τάξεις, που η καλύτερη ονομασία τους είναι αστικές, με την πιο εχθρική έννοια που έχει ο όρος για τους κομμουνιστές. Η στρατιωτική τους ηγεσία προερχόταν από τον τακτικό στρατό- η πολιτική τους ηγεσία, ως τον βαθμό που είχαν, από συντηρητικούς δημοκράτες· οι οπαδοί τους προέρχονταν από το ίδιο ανθρώπινο υλικό κάτω από την οριζόντια γραμμή, όπως το περιγράψαμε. Μεταξύ τους είχαν ασήμαντες διαφορές, όχι σοβαρές, όσο το χάσμα που τις χώριζε όλες από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Τους έλειπε η επαναστατική φλόγα και η ηθική ακεραιότητα και αντοχή, που χρειαζόταν ένα αντιστασιακό κίνημα. Τους έλειπε η διορατικότητα που έκανε να ξεχωρίζει το ΚΚΕ, το να διακρίνει δηλαδή σε άλλους Έλληνες έναν εχθρό το ίδιο άσπονδο όσο οι Γερμανοί. Ο αγώνας τους δεν ήταν ιδεολογικός αλλά πατριωτικός: δεν ήταν δυνατό, όπως ήταν τόσο εύκολο για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, να μετατραπεί μέσα σε μια στιγμή σε εμφύλιο πόλεμο. Σ’ αυτό, κατά ένα μεγάλο μέρος, δεν διέφεραν από τον ΕΔΕΣ- η διαφορά του ΕΔΕΣ βρισκόταν στο ότι ήταν παλαιότερος, μεγαλύτερος αριθμητικά και ισχυρότερος. Κι εδώ, όπως σε άλλα σημεία, η διαμάχη που δίχασε την ελληνική ζωή μπορεί να θεωρηθεί σαν σύγκρουση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με όλους τους άλλους. Στις παραγράφους που ακολουθούν, όμως, θα φανεί ότι υπήρχαν επίσης αρκετοί λόγοι που θα μπορούσαν να προκαλέσουν διαμάχη και ανάμεσα στους υπόλοιπους, αν δεν τους κρατούσαν σε φιλικές σχέσεις δύο πράγματα: η ύπαρξη του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που παραμέριζε όλες τους τις διαφωνίες μπροστά στον κοινό τους φόβο και οι γεωγραφικές αποστάσεις, που έθεταν σε κάποια απομόνωση μεταξύ τους τις μικρότερες οργανώσεις, αναφορικά με το πεδίο της δραστηριότητας τους.

δ)Η ΕΚΚΑ. Η πρώτη κατά χρονολογική σειρά εμφάνισης από τις οργανώσεις αυτές ονομαζόταν «Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση», γνωστή με τα αρχικά ΕΚΚΑ. Στρατιωτικός αρχηγός της ήταν ο συνταγματάρχης Ψαρρός, με στενό συνεργάτη του για ένα διάστημα τον φίλο του Μπακιρτζή. Η φιλία τους διακόπηκε, όταν ο Μπακιρτζής αποχώρησε από την ΕΚΚΑ, τον Μάρτιο του 1944, για να γίνει ο πρώτος πρόεδρος της κυβέρνησης του βουνού του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, δηλαδή της ΠΕΕΑ.
Την πολιτική καθοδήγηση της ΕΚΚΑ αποτελούσε τριμελής επιτροπή· το πιο γνωστό μέλος της ήταν ο Καρτάλης, πρώην δεξιός πολιτικός, για τον οποίο η ΕΚΚΑ ήταν το ενδιάμεσο στάδιο στην πορεία του προς τ’ Αριστερά. Η φωτεινή του διάνοια και η δυτική παιδεία του τον ξεχώριζαν ανάμεσα στις πολιτικές μορφές των βουνών, αλλά δεν του έδωσαν τη δύναμη να σώσει την ΕΚΚΑ. Στους πολιτικούς που υποστήριζαν την οργάνωση στην Αθήνα περιλαμβάνονταν ο Καψαλόπουλος και, αργότερα, ο Κατάβολος, που (όπως κι ο Καρτάλης), πήρε μέρος σε κυβερνήσεις του Κέντρου μη προερχόμενες από εκλογές, στην περίοδο 1945-46. Η ποιότητα των προσώπων αυτών ήταν εγγύηση για τη δημοκρατική ακεραιότητα της ΕΚΚΑ. Αλλά χρειάζονταν περισσότερα, για να επιζήσει η οργάνωση, μέσα στο πολιτικό κλίμα των βουνών, που δεν το χαρακτήριζε η ευπρέπεια. Η ΕΚΚΑ έδειξε μοιραία καθυστέρηση στο να εμφανίσει ένοπλη δύναμη στα βουνά, πράγμα που έπραξε μόλις τον Μάρτιο του 1943. Ο Ψαρρός προτίμησε να ανασυστήσει το 5/42 Σύνταγμα που διοικούσε άλλοτε, στη γενέτειρα του περιοχή, στη Νότια Στερεά Ελλάδα. Ήταν δημοφιλής εκεί και κατόρθωσε να προσελκύσει μεγάλο ρεύμα οπαδών εξασφάλισε βρετανική υποστήριξη σε μια κλίμακα που, αν και υστέρησε από τον στόχο της, ήταν σχετικά γενναία. Αυτά όμως τα πλεονεκτήματα του έφεραν μαζί τους και την εχθρότητα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το καλοκαίρι του 1943, δέχτηκε δύο φορές την επίθεση του ΕΛΑΣ και δύο φορές η δύναμη του εκμηδενίστηκε. Δύο φορές την ανασυγκρότησε. Το φθινόπωρο του 1943, τον κάλεσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ να ενωθεί μαζί του σε εμφύλιο πόλεμο κατά του Ζέρβα, αλλά οι αξιωματικοί του απέφυγαν την περιπέτεια με μια καλοπροαίρετη ουδετερότητα, ενώ ο ίδιος απουσίαζε. Για να τιμωρήσει τη χλιαρότητά του, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τον κατηγόρησε για συνεργασία με τους Γερμανούς. Τον Απρίλιο του 1944, δόθηκε το τελικό πλήγμα. Το 5/42 Σύνταγμα διαλύθηκε για τελευταία φορά και η τύχη των ανωτέρων αξιωματικών του επιβεβαιώνει με ακρίβεια τις τρεις δυνατότητες εκλογής που είχε σαν συνέπεια η εχθρότητα προς το ΚΚΕ. Ένα μέρος από τη δύναμη του συντάγματος βρήκε καταφύγιο κοντά στους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας στην Πάτρα- ένα άλλο τμήμα δέχτηκε να ενσωματωθεί στον ΕΛΑΣ- και ο Ψαρρός πλήρωσε την εμμονή του με τη ζωή του. Γίνεται φανερό, εκ των υστέρων, ότι δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική η τύχη του μοναδικού αρχηγού ανταρτικών ομάδων, που ήταν ό,τι ονομάζεται στον βρετανικό στρατό συνεπής αξιωματικός και αξιοπρεπής άνδρας (an officer and a gentleman).
Η πολιτική που χαρακτήριζε την ΕΚΚΑ επέζησε, αλλά όχι στα βουνά. Εξακολούθησε να προσφέρει στο Κέντρο μια σπονδυλική στήλη, όπως αυτή που του προσφέρει και τώρα και στην οποία περιλαμβάνεται η μοναδική σημαντική εφημερίδα της, η Ελευθερία. Από την εφημερίδα αυτή, τα υπολείμματα της ΕΚΚΑ πήραν την ονομασία «Όμιλος της Ελευθερίας», που παρέμεινε σαν μια δύναμη της ελληνικής πολιτικής ζωής. Δεν στάθηκε όμως ικανή να προσφέρει στο Κέντρο οποιεσδήποτε θετικές αρχές, για να το κρατήσει σε συνοχή. Αυτή η αδυναμία, αυτή η έλλειψη, είναι φανερή στις διαφορές που ξεχωρίζουν το Κέντρο από τα δύο άκρα. Από την Αριστερά το χωρίζει η αντίθεση του προς τον κομμουνισμό, που για τους πατριώτες Έλληνες σημαίνει μείωση της ανεξαρτησίας της χώρας τους προς όφελος του σλαβικού ιμπεριαλισμού. Από τη Δεξιά, το χωρίζει η αντίθεση του προς τη μοναρχία, που, στη μνήμη του φιλελεύθερου δημοκρατικού Έλληνα συνδέεται ακόμα με τη δικτατορία του Μεταξά. Σε κάθε κρίση, οι αντιδράσεις του Κέντρου καθορίζονται από την ένταση της εχθρότητας του προς τα δύο άκρα. Όταν υπερισχύει το μίσος κατά της μοναρχίας, το Κέντρο κινείται προς τ’ Αριστερά- όταν υπερισχύει το μίσος κατά του κομμουνισμού, κινείται προς τα Δεξιά. Όταν οι δύο εχθρότητες είναι ισοδύναμες, σημειώνεται πυρηνική διάσπαση και τα διασπασμένα άτομα έλκονται από τους δύο αντίθετους πόλους. Για παράδειγμα, στους κρίσιμους μήνες πριν από τις εκλογές του Μαρτίου του 1946, η απόκλιση του Κέντρου ήταν προς τ’ Αριστερά. Είναι τιμητικό για τον «Όμιλο της Ελευθερίας» που μετακινήθηκε προς την κατεύθυνση αυτή σύσσωμος, αντί να υποστεί την ίδια διάσπαση που σημειώθηκε στον ΕΔΕΣ. Αλλά το 1947, τα αντίπαλα πεδία έλξης αναταρράχθηκαν και πάλι με σχετική ένταση και, το 1948, το Κέντρο μετέπεσε άλλη μία φορά στη μοιραία αμφιταλάντευση. Εξακολουθεί να κλείνει στους κόλπους του μερικές από τις ικανότερες προσωπικότητες της πολιτικής ζωής και οι σχέσεις του με τους πρώην παράγοντες της ΕΚΚΑ εξακολουθούν να είναι θερμές και ενθαρρυντικές. Αλλά οι προοπτικές για μια πολιτική ομάδα που να πιστεύει στη δημοκρατία δεν είναι τόσο λαμπρές σ’ έναν πολιτικό κόσμο που διέπεται από τα άκρα, τα οποία βρίσκουν τις μορφές της δημοκρατίας χρήσιμες, αλλά στην ουσία τους γελοίες.
Οι τρεις οργανώσεις που εξετάσαμε ως εδώ, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ, αποτελούν μια χωριστή κατηγορία ως προς τις σχέσεις τους με τις βρετανικές Αρχές. Υπήρξαν η αναγνωρισμένη Αντίσταση, επειδή, το καλοκαίρι του 1943, σχεδόν αυτές μόνο υπήρχαν και ήταν δυνατό να αναγνωρισθούν. Η διάκριση αυτή αποκρυσταλλώθηκε στην υπογραφή μιας συμφωνίας ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις και στις βρετανικές Αρχές, τον Απρίλιο του 1943, με την οποία αναγνωρίστηκαν σαν ένοπλες δυνάμεις υπό τις διαταγές του Αρχηγείου Μέσης Ανατολής, με την κοινή ονομασία «Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών». Οι τρεις αυτές, μαζί με ένα Βρετανό εκπρόσωπο, συγκρότησαν ένα Κοινό Γενικό Επιτελείο, που αποσκοπούσε παράλληλα στον συντονισμό των επιχειρήσεων. Παρόλο ότι το Κοινό Γεν. Επιτελείο ήταν βραχύβιο και η συμφωνία των «Εθνικών Ομάδων» έγινε γρήγορα νεκρό γράμμα, το κύρος των τριών αυτών οργανώσεων, σαν τμημάτων του Αρχηγείου Μέσης Ανατολής, ποτέ δεν αμφισβητήθηκε. Από την άποψη αυτή, διέφεραν από κάθε άλλη αντιστασιακή οργάνωση στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Δεν προηγήθηκαν στη δράση, επειδή -όπως ισχυρίζονται οι αντίπαλοι τους- έτυχαν προνομιακής μεταχείρισης από τις βρετανικές Αρχές- αντίθετα, είχαν προνομιακή μεταχείριση, επειδή υπήρξαν οι πρώτες στον αγώνα. Και υπήρξαν οι πρώτες, χάρη στον επαναστατικό λίγο πολύ χαρακτήρα τους, που χρησιμοποιήθηκε σαν κατηγορία εναντίον τους και που τον διακήρυτταν και στην ίδια ακόμα την επωνυμία τους. 0 ΕΛΑΣ ήταν λαϊκός στρατός- ο ΕΔΕΣ δημοκρατικός σύνδεσμος- η ΕΚΚΑ κοινωνική απελευθέρωση. Όσοι στην Ελλάδα επιθυμούσαν να αλλάξουν τα πράγματα μετά τον πόλεμο, ήταν φυσικό να πάρουν πρωτοβουλία πολύ πριν από όσους προτιμούσαν να επανέλθει η ίδια κατάσταση. Αυτός ο πόθος, και όχι η άκρατη επιθυμία να εκδιωχθεί ο εχθρός, ήταν εκείνο που οδήγησε τους πρώτους ηγέτες τους (όχι όμως και τους πρώτους οπαδούς τους) στον στίβο του αγώνα. Όλες οι υπόλοιπες οργανώσεις ήταν πιο συντηρητικές και δεν υποστήριζαν οπωσδήποτε τον βασιλιά, επειδή ήταν ο Γεώργιος Β’, αλλά υποστήριζαν το κατεστημένο πολίτευμα, επειδή ήταν κατεστημένο. Δεν είχαν επομένως το ίδιο κίνητρο στη σπουδή τους να εμφανισθούν καθυστερημένα στη σκηνή. Πίστευαν ότι όλα τα ελληνικά προβλήματα είχαν μπει στο ψυγείο για όσο θα διαρκούσε η Κατοχή· και πολύ αργά, σε σύγκριση με τους πιο πάνω αντιπάλους τους, σκέφτηκαν ότι είχαν κάποιο πατριωτικό καθήκον.