Το σφαγείο της Αγνάντας, 1-8-1944

https://galanoleykoblog.files.wordpress.com/2016/08/5aff1-cebacf81ceaecf80ceb9ceb6ceb1cf82-ceb1ceb3cebdcebfcf85cebdcf84ceb1.jpg

Ξημέρωνε 29 Ιουλίου 1944 ημέρα Κυριακή, δύο ημέρες μετά την τοπική γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα και αρκετός κόσμος, λόγω της Κυριακής προετοιμαζόταν για την εκκλησία, ενώ οι φύλακες βρισκόντουσαν όλη τη νύχτα στις σκοπιές τους. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά δυο μήνες από τότε που οι Γερμανοί πέρασαν από το Χέλι και είχαν αφήσει πίσω τους είκοσι εννιά νεκρούς και καινούργια δεινά προοιωνίζονταν για το χωριό με απρόβλεπτες συνέπειες.
Τετρακόσιοι περίπου αντάρτες, οι περισσότεροι νεοφώτιστοι κομμουνιστές από τα χωριά Γκέρμπεση (Μηδέα) και Λίμνες, καθοδηγούμενοι από παλαιούς κομμουνιστές και έμπειρους αντάρτες, καλά οπλισμένοι όλοι τους, τα χαράματα της Κυριακής 29-7-1944, επιτέθηκαν κατά του Χελιού, δίνοντας το σύνθημα με φωτοβολίδες που διέσχιζαν τον ουρανό, ουρλιάζοντας και πυροβολώντας μέσα στο μισοσκόταδο και σε λίγα μόνο λεπτά κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν την άμυνα του χωριού από τα γύρω φυλάκια και μπήκαν μέσα στο χωριό από διάφορα σημεία σχεδόν από όλες τις προσβάσεις.
Στα πρώτα σπίτια των σημείων εισβολής έβαλαν αμέσως φωτιά και αυτά λαμπάδιασαν αμέσως έτσι που οι φλόγες τους φώτιζαν καλά όλο το χωριό. Οι φωτιές, οι καπνοί από τα καιγόμενα σπίτια, οι πυροβολισμοί των επιτιθεμένων και οι αλαλαγμοί τους, δημιούργησαν τον πανικό μεταξύ των κατοίκων του χωριού οι οποίοι έντρομοι και αλλόφρονες έτρεχαν από εδώ και από εκεί, για να προφυλαχθούν από τις σφαίρες και τη φονική μανία των επιδρομέων.
Οι λίγοι ένοπλοί του χωριού, πανικόβλητοι και αυτοί μαζί με ένα κομμάτι άμαχου πλήθους, κατοίκων του χωριού, συγκεντρώθηκαν στο ανατολικό μέρος του χωριού, προσπαθώντας να φύγουν προς τα Φρακια. αλλά ένα πολυβόλο των ανταρτών στημένο στο Αλώνι του Μπιμπή, καθήλωνε όλους όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν από το βορειοανατολικό, ανατολικό και νοτιοανατολικό μέρος του χωριού.
Κάποιος όμως ένοπλος Χελιώτης πιθανότατα ο Περικλής Οικονόμου (Μούρτος) επεσήμανε τον πολυβολητή και κατόρθωσε με αλλεπάλληλους πυροβολισμούς να εξουδετερώσει το πολυβόλο, σκοτώνοντας η τραυματίζοντας σοβαρά τον πολυβολητή και έτσι όλοι οι ένοπλοι και αρκετοί άλλοι κάτοικοι του χωριού, μπόρεσαν να βγουν από το χωριό και να τραπούν σε φυγή προς τα Φράκια, αφού αρκετοί από αυτούς πέταξαν και τα όπλα τους για να γλιτώσουν μόνο το κεφάλι τους, αδιαφορώντας για τους άλλους κατοίκους που τους άφηναν πίσω τους στο έλεος των ανταρτών.
Η φωτιά και οι σφαίρες δημιουργούν και τα πρώτα θύματα του χωριού, τώρα όχι από τους κατακτητές, αλλά από αυτούς που θέλουν να λέγονται Έλληνες και οι οποίοι αντί να εκπληρώσουν το χρέος των, να ελευθερώσουν την πατρίδα μας από τον βάρβαρο κατακτητή, έρχονται να ολοκληρώσουν το καταστροφικό τους έργο που άρχισαν οι Γερμανικές ορδές πριν δυο μήνες στο άμοιρο αυτό χωριό. Το πρώτο σπίτι που κάηκε, ήταν μοναχικό λίγο έξω από το χωριό προς το νότιο μέρος στο δρόμο που οδηγούσε από το χωριό προς το Ναύπλιο και το Αργός.
Το σπίτι αυτό ανήκε στον Δημήτριο Αναστασίου Ζαφείρη, ο οποίος στην προσπάθεια του να γλιτώσει το σπίτι από τη φωτιά που έβαλαν οι αντάρτες, μαζί με την γυναίκα του Αλεξάνδρα, εκτελέστηκαν επί τόπου από τους αντάρτες. Είναι τα δυο πρώτα θύματα των εισβολέων ανταρτών που δυστυχώς δεν ήσαν και τα μόνα. Η άτυχη ομογένεια Ζαφείρη, θύμα της στυγνής τυραννίας των κομμουνιστών, άφησε πίσω της εκτός από τα αποκαΐδια του σπιτιού τους με όλα τα υπάρχοντα μέσα και δύο μωρά παιδιά.
Η ίδια ομάδα Ανταρτών προχώρησε προς τα επάνω και φθάνοντας στα πρώτα σπίτια του χωριού, αναζήτησε το σπίτι του Ιωάννη Δεδεμπίλη που ήταν το πρώτο στην αρχή του χωριού από εκείνη την πλευρά. Μόλις οι αντάρτες έφθασαν έξω από το σπίτι, ρώτησαν κάποια γειτόνισσα ττου συνάντησαν εκεί, αν το σπίτι εκείνο ήταν του Ιωάννη Δεδεμπίλη και αυτή για να μην το καταδώσει απάντησε αρνητικά όχι, οπότε οι αντάρτες έβαλαν αμέσως φωτιά στο σπίτι που ήταν μπροστά τους, αφού είχαν βεβαιωθεί από την γυναίκα που ρώτησαν, ότι το σπίτι αυτό δεν ήταν του Ιωάννη Δεδεμπίλη.
Αργότερα δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι αντάρτες, που ήσαν κυρίως Λιμνιάτες, είχαν εντολή να προστατέψουν το σπίτι του Ιωάννη Δεδεμπίλη, ίσως γιατί η στάνη του Δεδεμπίλη συνορεύει με την περιοχή των Λιμνών και πιθανόν ο Δεδεμπίλης να είχε γνωριμίες και διασυνδέσεις με αυτούς και γι’ αυτό το λόγο οι αντάρτες ρώτησαν, αν το σπίτι αυτό που ήταν μπροστά τους ήταν του Δεδεμπίλη, με πρόθεση να το προστατεύσουν και αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν ήταν, έβαλαν φωτιά αμέσως και το έκαψαν.
Τι τραγική όμως ειρωνεία για την οικογένεια Δεδεμπίλη, άλλη ήταν η μοίρα γι αυτούς, γιατί με την εισβολή των ανταρτών όλη ή άμαχη οικογένεια του Δεδεμπίλη που βρισκόταν μέσα στο σπίτι εκείνη τη στιγμή κατέβηκε και κρύφτηκε στο υπόγειο του σπιτιού, ελπίζοντας έτσι ότι θα μπορούσε να προστατευθεί από τη μανία των Ανταρτών. Μα εκεί μέσα όμως κρυμμένοι βρήκαν όλοι τους φρικτό θάνατο από τη φωτιά, κάηκαν όλοι ζωντανοί και καταπλακώθηκαν ύστερα από τα αποκαΐδια του σπιτιού. Οκτώ συνολικά άνθρωποι άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, θάφτηκαν κυριολεκτικά μέσα στο σπίτι τους και σε αυτά τα θύματα πρέπει να προστεθεί και ένα έμβρυο αρκετών μηνών, γιατί μία από τις γυναίκες που κάηκαν εκεί μέσα ήταν έγκυος. Τα οκτώ θύματα της οικογένειας Δεδεμπίλη είναι τα παρακάτω:

1. Δεδεμπίλης Αναστάσιος Ιωάννου
2. Δεδεμπίλη Χριστίνα Ιωάννου, μητέρα του Αναστασίου
3. Δεδεμπίλη Μαριγώ Αναστασίου, σύζυγος του Αναστασίου
4. Δεδεμπίλης Ιωάννης Αναστασίου, βρέφος του Αναστασίου
5. Δεδεμπίλη Παγώνα Δημητρίου, νύφη του Ιωάννη. Δεδεμπίλη
6. Δεδεμπίλη Μαρίνα Ιωάννου, κόρη Ι. Δεδεμπίλη 14 ετών
7 Δεδεμπίλη Σοφία Ιωάννου, κόρη Ι. Δεδεμπίλη 9 ετών
8. Δεδεμπίλη Ελένη Ιωάννου

Οι αντάρτες ανενόχλητοι πια μπήκαν μέσα στο χωριό από όλα τα σημεία και επιδόθηκαν στο καταστροφικό τους έργο, καίγοντας σπίτια και σκοτώνοντας ανθρώπους που συναντούσαν μπροστά τους. Περισσότερα από πενήντα σπίτια έγιναν παρανάλωμα του πυρός.
Μέσα στο χωριό τραυματίσθηκε θανάσιμα από σφαίρα και πέθανε μετά από λίγο σπίτι του τελείως αβοήθητος ο Ζαφείρης Ιωάννης του Κωνσταντίνου, ο οποίος λίγες ημέρες πριν είχε φθάσει στο χωριό, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο Ναυπλίου και προετοιμαζόταν να φύγει για την Αθήνα για ανώτερες σπουδές.
Στη θέση Άγιος Παντελεήμονας πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε ο Ηλίας Γεώργιος του Ιωάννου στην προσπάθεια του να φύγει από το χωριό για να γλιτώσει το μαχαίρι των Ανταρτών. Μέσα στο χωριό από τους πυροβολισμούς των ανταρτών σκοτώθηκαν οι Μάρκος Δημήτριος Αθανασίου, Μάρκου Σοφία Αθανασίου και Μπέλεσης Ιωάννης Αναστασίου.
Επίσης μέσα στα σπίτια τους και στην προσπάθεια τους να σβήσουν τις φωτιές που είχαν ανάψει οι αντάρτες και να γλιτώσουν τα σπίτια τους, πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν οι παρακάτω:

1. Οικονόμου Δημήτριος Σωτηρίου
2. Οικονόμου Σοφία Μιχαήλ
3. Σοφού ζωή Ιωάννου
4. Χρήστου Γεωργία Ιωάννου

Στη συνέχεια όλοι οι κάτοικοι του χωριού, όσοι βέβαια είχαν μείνει και φυσικά είχαν παραμείνει στο χωριό όλοι οι φιλήσυχοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μαζεύτηκαν βίαια μέσα στο προαύλιο του Σχολείου, στο ίδιο ακριβώς μέρος που και πριν δύο μήνες τους είχαν μαζέψει οι Γερμανοί κατακτητές και εκεί μπροστά στους έντρομους κατοίκους του χωριού, ξεχώρισαν τον Τζαρίμα Σωτήριο του Αναστασίου τον οποίον κατάσφαξαν βυθίζοντας το μαχαίρι στο λαιμό, όπως ακριβώς έσφαζαν στο χωριό τα αρνιά και τα κατσίκια γιατί ο άμοιρος είχε διαπράξει ένα τερατούργημα, όταν οι αντάρτες μπήκαν στο χωριό, από το δυτικό μέρος, συνάντησαν πρώτα το σπίτι του και έβαλαν αμέσως φωτιά και αυτός προσπάθησε να την σβήσει και στην προσπάθεια του αυτή τραυμάτισε ελαφρά έναν αντάρτη που βρισκόταν μπροστά του με κάποιο αιχμηρό όργανο (Δικράνι) που κρατούσε στα χέρια του.
Η σκηνή της σφαγής του Σωτηρίου Τζαρίμα έχει μείνει ανεξίτηλη σε όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα μπροστά και γλίτωσαν έπειτα το μαχαίρι των ανταρτών.
Ένα μικρό παιδί οκτάχρονο τότε που βρισκόταν εκεί, αφηγείται σήμερα άνδρας πια 60 χρόνων. «Τον είχαν πιάσει δυο αντάρτες και τον κτυπούσαν ο ένας από το ένα μέρος και ο άλλος από το άλλο. Και οι δυο τους κρατούσαν στο ένα τους χέρι από ένα μεγάλο μαχαίρι, μυτερό και κοφτερό και την ώρα που τον κτυπούσαν, όπως έγειρε το πρόσωπο του ο Τζαρίμας για να προφυλαχθεί από τον έναν που τον κτυπούσε, τότε ο άλλος με πραγματική μανία του βύθισε το μαχαίρι στο λαιμό, έτσι που μου φάνηκε ότι ολόκληρο το χέρι του αντάρτη χώθηκε μέσα στο λαιμό του θύματος. Ένας ρόγχος ακούστηκε και ο άνθρωπος σωριάστηκε στο έδαφος σφαδάζοντας μέχρι που ξεψύχησε «.
Μετά τη σφαγή του Σωτηρίου Τζαρίμα κάποιος επικεφαλής των ανταρτών ανέβηκε στη μικρή βεράντα του Σχολείου και είπε προς τους συγκεντρωμένους εκεί Χελιώτες, πως αν μας φέρετε εδώ τους πρωταίτιους του χωρίου θα σας αφήσουμε όλους ελεύθερους, αλλιώς θα την πληρώσετε όλοι εσείς και αμέσως διάβασε τη λίστα των καταζητούμενων.

1. Παπαγιώργης
2. Πασπαλιάρης Χρήστος , Πρόεδρος
3. Λυκίδης Παναγιώτης
4. Ζαφείρης Ιωάννης Παν.
5. Καπετανάκης Κων/νος Ιωάννη,
δ. Ζαφείρη Ελένη σύζυγος Ι. Ζαφείρη
7. Καπετανάκη Βασιλική συζ. Κ. Καπετ.
8. Τόσκα Ελένη κόρη του Ι. Τόσκα

Όλοι όμως αυτοί οι καταζητούμενοι άνδρες ήσαν οπλισμένοι και είχαν ήδη φύγει από το χωριό και ήταν αδύνατο να βρεθεί έστω και ένας από αυτούς οπότε οι αντάρτες έβαλαν μπροστά το σχέδιο τους για να εξοντώσουν τους Χελιώτες.

Σύλληψη των Ομήρων και Λεηλασία του Χωριού

Μεταξύ των ανταρτών βρισκόταν και ο Μυλωνάς που είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Χελιώτες, στην Τραπεζώνα, ο οποίος ανέβηκε στη μικρή βεράντα του Σχολείου και από εκεί άρχισε να κάνει τις επιλογές των μελλοθάνατων. Είπε εκεί στο πλήθος ότι θυμόταν όλους όσους είχαν περάσει από μπροστά του, εκεί στο Κοινοτικό Γραφείο που ήταν αιχμάλωτος και δεμένος και τον είχαν ραπίσει ή και φτύσει κατάμουτρα.
Πρώτον που αναγνώρισε ήταν ο Δημήτριος Μπιμπής με διακριτικά χαρακτηριστικά, φορούσε στο κεφάλι ένα μαύρο μαντήλι, λόγω πένθους από τον θάνατο των τριών αδελφών του που είχαν εκτελεστεί από τους Γερμανούς. Ο Μυλωνάς τον κάλεσε εκεί κοντά και έδωσε εντολή σε δύο αντάρτες να τον δείρουν και αμέσως άρχισαν και οι δυο να τον κτυπούν μέχρι σημείου που έπεσε αναίσθητος κάτω και ο ένας από τους αντάρτες τον καλούσε να σηκωθεί, αυτός όμως δεν μπορούσε και τότε ο άλλος αντάρτης έσκυψε κάτω πήρε στα χέρια του μία μεγάλη πέτρα και ήταν έτοιμος να την πετάξει επάνω στο κεφάλι του.
Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε όρθιος ο πατέρας του Δημητρίου Μπιμπή, Ιωάννης Μπιμπής και πηγαίνοντας κοντά στους αντάρτες τους ικέτευε λέγοντας: » Βρε παιδιά όλα μου τα παιδιά τα σκότωσαν οι Γερμανοί, αυτός εδώ μόνο μου έμεινε και εσείς θέλετε να σκοτώσετε και αυτόν;» και αντί άλλης απαντήσεως ο αντάρτης του είπε: «Πατέρας του είσαι εσύ; έλα λοιπόν κοντά μαζί του». Με αυτόν τον τρόπο συνέχισαν τις επιλογές από το πλήθος και κράτησαν εκεί πολλά άτομα, τους δε υπόλοιπους τους άφησαν ελεύθερους.
Στη διάρκεια της επιλογής κάποιος αντάρτης παρακινούσε τον Παναγιώτη Σοφό (Ντακαρούνη) να φύγει, μα αυτός παρέμεινε εκεί για να ακολουθήσει τη μοίρα των άλλων. Από το σχολείο δραπέτευσε πηδώντας από το παράθυρο, χωρίς να τον αντιληφθούν οι αντάρτες, ο Ιωάννης Εμμανουήλ (Εγγλέζος) και είχε προσπαθήσει να πάρει μαζί του και τον κουνιάδο του Δημήτριο Μπιμπή, ο οποίος όμως δεν τον ακολούθησε και παρέμεινε εκεί για να είναι κατόπιν ο πρώτος που επελέγη για μελλοθάνατος.
Δύο άλλοι επίσης αντάρτες απελευθέρωσαν τον Γεώργιο Οικονόμου (Τσούφη) που ήταν γνωστός τους και του είπαν να φύγει και φεύγοντας τους υποσχέθηκε πως θα πιάσει από τους καταζητούμενους δύο-τρεις και θα τους φέρει εκεί. έφυγε όμως χωρίς να ξαναγυρίσει πίσω αφού αγνόησε και την υπόσχεση που τους είχε δώσει.
Τα άτομα που κράτησαν για ομήρους στην επιλογή που έκαναν ήταν τα παρακάτω εξήντα τέσσερα.

1 Ασπρος Αναστάσιος Δημητρίου
2 Βαρδάκας Αναστάσιος Χρήστου
3 Βαρδάκας Δημήτριος Αθανασίου
4 Γεώργας Αθανάσιος Παναγιώτου
5 Δρουγκας Παναγιώτης Αναγνώστου
6 Εμμανουήλ Αναστάσιος Κωνσταντίνου
7 Ζαφείρης Αναστάσιος Δημητρίου
8 Ζέρβας Ανστάσιος Δημητρίου
9 Ζέρβας Νικόλαος Δημητρίου
10 Καραγιάννης Αθανάσιος Νικολάου
11 Κατσαρός Δημήτριος Γεωργίου
12 Κόλλια Αικατερίνη Σταυρου
13 Κόλλιας Αθανάσιος Ιωάννου
14 Κόλλιας Γεώργιος Κυριάκου
15 Κωστούρος Χρήστος Ιωάννου
16 Κωστούρου Δήμητρα Χρήστου
17 Μακρής Αναστάσιος Αθανασίου
18 Μανώλης Αναστάσιος Εμμανουήλ
19 Μανώλης Δημήτριος Εμμανουήλ
20 Μανώλης Χρήστος Εμμανουήλ
21 Μανώλης Χρήστος Δημητρίου
22 Μάρα Μαγδαληνή Γεωργίου
23 Μάρας Γεώργιος Αναστασίου
24 Μάρας Δημήτριος Γεωργίου
25 Μάρκου Αθανάσιος Δημητρίου
26 Μάρκου Αναστάσιος Ιωάννου
27 Μάρκου Αναστάσιος Δημητρίου
28 Μπέλεση Δήμητρα Δημητρίου
29 Μπέλεσης Κωνσταντίνος Δημητρίου
30 Μπιμπής Δημήτριος Ιωάννου
31 Μπιμπής Ιωάννης Δημητρίου
32 Οικονόμου Αικατερίνη Ιωάννου
33.Οικονόμου Γεώργιος Γεωργίου
34.Οικονόμου Γεώργιος Ευαγγέλου
35.Οικονόμου Δημήτριος Ιωάννου
36.Οικονόμου Ιωάννης Δημητρίου
37.Οικονόμου Ιωάννης Σπυρίδωνος
38.Οικονόμου Ιωάννης Παναγιώτου
39.Οικονόμου Νικόλαος Αναστασίου
40.Οικονόμου Παντελής Αναστασίου
41.Πασπσλιάρης Αθανάσιος Δημητρίου
42.Πασπαλιάρης Γεώργιος Αθανασίου
43.Πασπαλιάρης Ιωάννης Αθανασίου
44.Πασπαλιάρης Σταύρος Ιωάννου
45.Πίτσας Κωνσταντίνος Αθανασίου
46.Σοφός Παναγιώτης Δημητρίου
47.Σχίζας Δημήτριος Γεωργίου
48.Ταμπάκης Δημήτριος Ιωάννου
49.Τζαρίμας Γεώργιος Αναστασίου
50.Τζαρίμας Παναγιώτης Αναστασίου
51.Τόσκα Αικατερίνη Γεωργίου
52.Τόσκα Γκόλφω Γεωργίου
53.Τόσκα Μαρίνα Γεωργίου
54.Τόσκα Μαρίνα Ιωάννου
55.Τόσκας Αναστάσιος Παναγιώτου
56.Τόσκας Δημήτριος Παναγιώτου
57.Τόσκας Ιωάννης Χρήστου
58.Τόσκας Χρήστος Δημητρίου
59.Τριμπόνιας Αναστάσιος Δημητρίου
60.Τριμπόνιας Δημήτριος Παναγιώτου
61.Τριμπόνιας Ιωάννης Δημητρίου
62.Τριμπόνιας Ιωάννης Παναγιώτου
63.Χρήστου Άννα Γεωργίου
64.Χρήστου Χρήστος Αθανασίου

Αφού οι αντάρτες έκαναν την επιλογή αυτών των εξήντα τεσσάρων ομήρων, η πρώτη τους δουλειά ήταν να τους δέσουν τα χέρια πίσω με καλώδια ή σύρματα ή ότι άλλο είχαν στη διάθεση τους πιο πρόχειρο, για να μη μπορεί κανείς από αυτούς να τους διαφύγει.
Αμέσως μετά αφού μερικοί αντάρτες έμειναν εκεί για να φυλάνε τους ομήρους, οι υπόλοιποι βγήκαν από το Σχολείο και επιδόθηκαν στη λεηλασία όλων των σπιτιών του χωριού που δεν είχαν καεί και όλα τα λεηλατηθέντα και αρπαγέντα πράγματα των Χελιωτών, από προίκες κοριτσιών, άλλα είδη ρουχισμού, είδη τροφίμων, λάδια, τυριά, βούτυρα, σιτάρια, δέματα καπνού και ότι άλλα χρήσιμα μπορούσαν να πάρουν και να τα μεταφέρουν, όλα τα φόρτωσαν σε διακόσια περίπου μουλάρια τα οποία άρπαξαν και αυτά από το χωριό και όλα τα μεταφέρανε λάφυρα στα χωριά τους Λίμνες και Γκέρμττεση, από όπου οι περισσότεροι από αυτούς κατάγονταν.

Πορεία των Ομήρων προς τον τόπο του Μαρτυρίου

Όλους τους παραπάνω ομήρους δεμένους πισθάγκωνα όπως τους είχαν, τους πήρανε από το Σχολείο και τους οδήγησαν εκεί κοντά στο Μεγάλο Πουρνάρι της Λούτσας και εκεί τους έβαλαν να καθίσουν στον ίσκιο γιατί ήταν ήδη μεσημέρι και η καλοκαιρινή ζέστη ήταν αφόρητη. Φαίνεται πως σταμάτησαν εκεί για να συσκεφθούν οι αντάρτες ποια διαδρομή θα ακολουθούσαν για να τους οδηγήσουν στον τόπο που εκ των προτέρων είχαν επιλέξει για τον ομαδικό τους τάφο.
Αφού παρέμειναν λίγη ώρα εκεί, σηκώθηκαν και τους τοποθέτησαν σε μια ατέλειωτη φάλαγγα και ξεκίνησαν παίρνοντας το δρόμο, που οδηγούσε στον Πηλιαρό. Πέρασαν έξω από το παλαιό εκκλησάκι ΜΕΤΟΧΙ, ακολουθώντας ένα δύσβατο μονοπάτι που οδηγούσε προς το Λυγουριό, σε μια πορεία θανάτου, με τα πόδια φυσικά, χωρίς καθόλου στη διαδρομή τους να τους ενοχλήσει κανένας.
Οι ένοπλοι του χωριού νοιάστηκαν μόνο για τα δικά τους κεφάλια και αδιαφόρησαν τελείως για τους ομήρους που πήραν οι αντάρτες, παρά το γεγονός ότι μεταξύ των ομήρων ήσαν και άτομα δικά τους, γονείς, γυναίκες, αδέλφια και ανήλικα ακόμα παιδιά. Αυτοί μετά την κατάληψη του χωριού και την πυρπόληση του από τους αντάρτες, έφυγαν προς τα Φράκια και από εκεί πεζοπορώντας ανάμεσα από βουνά και λαγκάδια, κατέβηκαν στο Ναύπλιο, όπου εντάχθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας, γιατί εκεί ένοιωθαν περισσότερο ασφαλείς.
Όταν η φάλαγγα των ομήρων είχε φθάσει στα χωραφάκια, τότε οι Τσολιάδες του Ναυπλίου, που στο μεταξύ είχαν πληροφορηθεί για την επίθεση των ανταρτών στο Χέλι και είχαν ξεκινήσει από το Ναύπλιο πεζοπορώντας έφθασαν κατά το απόγευμα στην τοποθεσία Βίγκλιεζα και από εκεί είδαν τους καπνούς από τα καιγόμενα σπίτια του Χελιού και άρχισαν να κατηφορίζουν με σκοπό να πλησιάσουν στο χωριό.
Τότε έτρεξε προς τα εκεί ο Οικονόμου Χαράλαμπος του Μιχαήλ και τους πληροφόρησε τι ακριβώς είχε συμβεί στο χωριό, και τους ικέτευε να επέμβουν για να σώσουν τους ομήρους που είχαν πάρει οι αντάρτες και που ακόμη βρίσκονταν εκεί κοντά στα χωραφάκια και αυτοί απάντησαν ότι δεν είχαν τέτοια εντολή να επέμβουν, αλλά τότε γιατί είχαν έλθει; μόνο για να ιδούν και να φύγουν;
Τότε ο Χαράλαμπος Οικονόμου τους είπε: » Δώστε μας τα όπλα να πάμε εμείς τουλάχιστον να σώσουμε τους ανθρώπους μας, μα ούτε και αυτό έγινε και άφησαν τους ανθρώπους να οδηγηθούν προς την σφαγή, μένοντας αυτοί απαθείς θεατές σε όλα τα γεγονότα που συνέβαιναν στο χωριό. Η συνοδεία συνέχιζε την πορεία της και έφθασε στον Πηλιαρό. Εκεί έκαναν πάλι μια μικρή στάση για να πιουν νερό και να ξεκουραστούν κυρίως οι συνοδοί.
Στον Πηλιαρό κάποιος αντάρτης κάλεσε τον όμηρο Αναστάσιο Εμμανουήλ για τον οποίον ενδιαφερόταν φαίνεται να τον ελευθερώσει, του έλυσε τα χέρια και του είπε: «Μπάρμπα Τάσο πήγαινε πιο κάτω στο πηγάδι να βγάλεις νερό και μόλις εμείς ξεκινήσουμε, εσύ να πέσεις κάτω πίσω από το αλώνι του πηγαδιού για να μη φαίνεσαι από εμάς και θα μείνεις εκεί μέχρις ότου εμείς απομακρυνθούμε και έπειτα να σηκωθείς και να φύγεις γρήγορα για το χωριό, γιατί όλοι οι άλλοι εδώ Χελιώτες είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν.»
Έτσι ο Εμμανουήλ Αναστάσιος γλίτωσε το μαχαίρι και οι όμηροι έμειναν πλέον εξήντα τρεις. Η συνοδεία συνέχιζε την πορεία της προς το Λυγουριό και όταν είχε φθάσει κοντά στον Γκύκλο, κάπου μακριά από κει ένα τσοπάνης (πιθανόν ο Γκατζίφας) έριξε δύο Τουφεκιές με το δίκαννο στον αέρα και οι αντάρτες με το άκουσμα των πυροβολισμών, τρομοκρατήθηκαν και αφού εγκατέλειψαν πρόσκαιρα τους ομήρους σκόρπισαν για να σωθούν.
Από το επεισόδιο αυτό γίνεται φανερό ότι αν οι ένοπλοι του χωριού ή οι Τσολιάδες επενέβαιναν κάπου στο δρόμο θα μπορούσαν να είχαν σωθεί οι όμηροι με πολύ λίγα ίσως θύματα. Η πορεία συνεχίστηκε προς το Λυγουριό και όταν συνάντησαν το Δημόσιο δρόμο Λυγουριού-Επιδαυρου, ακολούθησαν πια αυτόν τον δρόμο και έφθασαν πεζοπορώντας πάντα στην Νέα Επίδαυρο (Πιάδα) και στρατοπέδευσαν κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Λεωνίδη, όπου και διανυχτέρευσαν και παρέμειναν εκεί και ολόκληρη την άλλη ημέρα.
Την επόμενη βραδιά στη περιοχή εκείνη κοντά σε ένα πηγάδι, σκότωσαν δύο παιδιά των Μαλταίων, τους: Κωστούρο Αναστάσιο του Γεωργίου και Κωστούρο Ιωάννη του Νικολάου, τα οποία είχαν πιάσει πριν ακόμα κάνουν την επίθεση οι αντάρτες στο Χέλι, με την κατηγορία ότι είχαν προδώσει στους Τσολιάδες κάποιον αντάρτη Παπαμάρκου από το Κατσίγκρι που κρυβόταν κάπου εκεί στον σημερινό Άγιο Δημήτριο.
Την τρίτη ημέρα ξεκίνησαν από την Πιάδα, νηστικοί, διψασμένοι, κατάκοποι, βουβοί και αμίλητοι με μόνη εξαίρεση τα κλάματα των μικρών παιδιών που και σε αυτά τα δάκρυα είχαν στερέψει στις τρεις αυτές ημέρες που περπατούσαν στο δρόμο του μαρτυρίου, χωρίς το κλάμα τους να σταματήσει καθόλου.
Σε αυτή τη μαρτυρική πορεία δεν μπορούσαν να αντέξουν μερικοί γέροντες που και αυτοί ήσαν κρατούμενοι και οι οποίοι έπεσαν λιπόθυμοι κάτω, αλλά γι’ αυτούς οι αιμοσταγείς συνοδοί τους και δεσμοφύλακες, βρήκαν εύκολο τρόπο να απαλλαγούν και να απαλλάξουν και τους ίδιους από το φοβερό μαρτύριο της συνεχούς πορείας και η λύση που τελικά έδωσαν ήταν η θανάτωση τους με μια μαχαιριά στο λαιμό και στη συνέχεια η εγκατάλειψη τους μέσα στους ελαιώνες που βάδιζαν και εκεί έμειναν άταφοι για αρκετές ημέρες.
Οι πρώτοι αυτοί μάρτυρες από την φάλαγγα των ομήρων στη διάρκεια της πορείας των ήσαν:

1. Ζαφείρης Αναστάσιος Δημητρίου
2. Μάρκου Αθανάσιος Δημητρίου και
3. Πασπαλιάρης Αθανάσιος Δημητρίου

Τη νύχτα 31-7-1944 προς ξημέρωμα της τετάρτης 1-8-1944 η φάλαγγα των εξήντα πια ομήρων που είχαν απομείνει, φρουρούμενοι αυστηρά από τους αντάρτες έφθασαν και στρατοπέδευσαν σε μια ερημική περιοχή κοντά στο Μοναστήρι της Αγνούντας της Νέας Επιδαύρου, τοποθεσία που με επιμέλεια τόσες ημέρες είχαν επιλέξει σαν τόπο εκτέλεσης όλων των ομήρων, γιατί εκεί κοντά βρισκόταν ένα ξεροπήγαδο βάθους 5-6 μέτρων έτοιμος ομαδικός τάφος για τους εξήντα ομήρους.
Οι όμηροι κατάκοποι, πεινασμένοι, διψασμένοι και νυσταγμένοι, αφού από την Κυριακή το πρωί που τους είχαν πιάσει ούτε έφαγαν τίποτα, ούτε ήπιαν νερό μα και ούτε κοιμήθηκαν καθόλου, ξάπλωσαν κάτω στο έδαφος και περίμεναν με αγωνία πάντα να ιδούν ποιο θα ήταν το τέλος του μαρτυρίου τους. Ελπίζανε και περίμεναν κάποια βοήθεια από τους δικούς τους, από τους ανθρώπους που βρίσκονταν ελεύθεροι στο Ναύπλιο ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος και που δεν έφθασε ποτέ.
Οι αντάρτες είχαν ήδη πάρει την απόφαση τους να εξοντώσουν όλους τους ομήρους, χωρίς να αφήσουν κανέναν, είχαν δε ακόμα σχεδιάσει και τον τρόπο της εκτέλεσης τους. Δεν έπρεπε να γλιτώσει κανένας για να είναι μάρτυρας των όσων θα συνέβαιναν εκεί εκείνο το βράδυ.

Η Σφαγή των Εξήντα Ομήρων

Τη νύχτα αυτή έβαλαν μπροστά το τελικό τους σχέδιο για την εκτέλεση και των εξήντα ομήρων. Από τον τόπο που είχαν στρατοπεδεύσει έπαιρναν τους ομήρους κατά μικρές ομάδες 2-3 και τους οδηγούσαν λίγα μέτρα μακρύτερα σε μέρος που δεν φαινόντουσαν λόγω της πυκνής βλάστησης, για να τους κάνουν δήθεν μια μικρή ανάκριση.
Αντί όμως για ανάκριση εκεί που τους πήγαιναν, τους περίμεναν οι δήμιοι στο χείλος του πηγαδιού και δεμένοι όπως ήσαν εκεί χειροπόδαρα με σύρματα και καλώδια, έναν- έναν τους πλησίαζαν και αφού πρώτα έδιναν στον καθένα δύο-τρεις μαχαιριές γύρω από το λαιμό, φαίνεται πως ήσαν καλοί χασάπηδες, γιατί τους έκοβαν αμέσως την καρωτίδα και χωρίς να περιμένουν να ξεψυχήσουν τους πετούσαν μέσα στο ξεροπήγαδο για να πεθάνουν εκεί, ο ένας κοντά στον άλλον, από ακατάσχετη αιμορραγία.
Το αποτρόπαιο έργο τους συνεχίστηκε μέχρι να σφαγούν και οι πενήντα εννέα από τους εξήντα ομήρους και όλους τους έριξαν μέσα στο πηγάδι τον έναν πάνω στον άλλον. Είχαν αφήσει μόνο ζωντανό ακόμα ένα παιδάκι οκτώ χρονών, τον Κωστάκη Μπέλεση του Δημητρίου, τον οποίον έδιωχναν να φύγει, αλλά αυτό τρομοκρατημένο μέσα στην νύχτα έκλαιγε και ζητούσε συνέχεια την μητέρα του, που ήδη την είχαν σφάξει και την είχαν ρίξει μέσα στο πηγάδι και τότε για να απαλλαγούν από το παιδάκι αυτό και να μην ακούν τις φωνές του και τα κλάματα του, κατά τις πρωινές ώρες πήραν και αυτό, το έσφαξαν και το πέταξαν μέσα στο πηγάδι.
Η σφαγή ανθρώπων ήταν πια μια ρουτίνα για τους αντάρτες, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Όλες τις σκηνές της σφαγής παρακολουθούσαν από εκεί κοντά κάποιοι Καρβουνιάρηδες που δούλευαν και διανυκτέρευαν στη περιοχή εκείνη και δεν μπορούσαν τη νύχτα εκείνη να απομακρυνθούν επειδή φοβόντουσαν μήπως οι αντάρτες τους αντιληφθούν και ίσως τότε να είχαν και αυτοί την ίδια τύχη με τους Χελιώτες.
Για μεγαλύτερη δε ασφάλεια ανέβηκαν επάνω σε μεγάλα δέντρα και χωρίς να το θέλουν έγιναν μάρτυρες όλης της διαδικασίας της σφαγής. Δεν έβλεπαν γιατί ήταν νύχτα, άκουγαν όμως όλη τη νύχτα τις φωνές και τα βογκητά αυτών που σφάζονταν και για πολλές ώρες μετά αφού οι σφαγείς είχαν τελειώσει το έργο τους, συνέχιζαν να ακούν οιμωγές μέσα από το πηγάδι, χωρίς να τολμήσουν να πλησιάσουν κοντά για να δώσουν κάποια βοήθεια.
Οι ίδιοι αυτοί μάρτυρες, χωρίς να το θέλουν, έλεγαν πως οι οιμωγές ακούγονταν και την άλλη ημέρα της σφαγής, γιατί φαίνεται πως οι μαχαιριές που δεχόντουσαν τα θύματα δεν προκαλούσαν αμέσως τον θάνατο σε όλους και έτσι το μαρτύριο των άτυχων μαρτύρων, συνεχιζόταν μέσα στο πηγάδι για πολλές ώρες και αυτό ήταν το πιο φρικτό από όλα.
Οι αιμοσταγείς δήμιοι αφού τέλειωσαν το μακάβριο έργο της σφαγής και πέταξαν όλα τα θύματα μέσα στο πηγάδι, έκοψαν στη συνέχεια κλαδιά από τους παρακείμενους θάμνους, τα οποία πέταξαν μέσα στο πηγάδι για να καλύψουν τα πτώματα και έπειτα κύλησαν και έριξαν μέσα στο πηγάδι επάνω στα κλαδιά έναν ογκόλιθο που είχαν αποσπάσει από το στόμιο του πηγαδιού, τελειώνοντας έτσι το έργο τους και σφραγίζοντας το πηγάδι για να μη μπορεί κανείς να βγει από εκεί μέσα και ας παρέμενε ζωντανός για αρκετές ώρες.
Όταν το έργο τους τελείωσε και οι αντάρτες αποσύρθηκαν κάπου εκεί κοντά, τότε και οι αθέλητοι μάρτυρες της σφαγής μπόρεσαν να απομακρυνθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση και έτσι γλίτωσαν από το μαχαίρι των ανταρτών. Οι αντάρτες παρέμειναν στη περιοχή αυτή για 3-4 ημέρες και γι’ αυτό κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει το πηγάδι που ήταν ο τάφος των ομήρων. Αργότερα διαπιστώθηκε πως μέσα στο πηγάδι εκτός από τους εξήντα Χελιώτες, σφάχτηκαν και ρίχτηκαν μέσα και άλλα άτομα από τη Νέα Επίδαυρο που είχαν πιαστεί εκείνες τις ημέρες, αλλά και άλλοι που κατά τύχη βρέθηκαν μπροστά τους, στην πορεία τους για τον τόπο της σφαγής.
Αφού πέρασαν από τότε 2-3 μήνες και οι αντάρτες είχαν φύγει από την περιοχή εκείνη, μερικοί συγγενείς των ομήρων από το Χέλι, πήγαν και αναζήτησαν τον τόπο της σφαγής. Για την περιοχή που έγινε η σφαγή, υπήρχαν σχετικές πληροφορίες, δεν ήταν δε καθόλου δύσκολο να βρεθεί το πηγάδι, γιατί η δυσοσμία που έβγαινε από μέσα ήταν τόσο έντονη, που από πολύ μακριά μπορούσε να επισημανθεί, ήταν όμως αδύνατο να πλησιάσουν εκεί κοντά για να ιδούν με τα μάτια τους τον ομαδικό τάφο των δικών τους ανθρώπων. Μέσα στο πηγάδι έμειναν τα πτώματα για ένα ολόκληρο χρόνο,
Έγινε η απελευθέρωση της χώρας μας, οι κατακτητές έφυγαν, μεσολάβησαν τα Δεκεμβριανά, για μερικούς μήνες ακόμα η ύπαιθρος χώρα ήταν ανταρτοκρατούμενη, η κυκλοφορία των πολιτών δεν ήταν ακόμα ασφαλής και ο καιρός περνούσε, έως ότου παγιωθεί η τάξη και η ασφάλεια και είχαμε φθάσει έτσι στα μέσα του καλοκαιριού οπότε αποφασίστηκε από τους Χελιώτες, να πάνε στην Αγναντα, να παραλάβουν τα πτώματα και να τα μεταφέρουν στο χωριό για την κανονική τους ταφή.

Γεγονότα που μεσολάβησαν μέχρι την εκταφή των πτωμάτων

Οι ένοπλοι του χωριού ήταν αδύνατο να επιστρέψουν πάλι στο χωριό, μια και η περιοχή ολόκληρη έμενε ανταρτοκρατούμενη και οι περισσότεροι κάτοικοι του Χελιού κατέβηκαν στο Ναύπλιο μαζί με τις οικογένειες τους, όσα βέβαια μέλη είχαν γλιτώσει από το μαχαίρι των ανταρτών. Οι ένοπλοι άνδρες είχαν ενταχθεί στα Τάγματα Ασφαλείας μέχρι και τον Οκτώβρη του 1944 που πραγματοποιήθηκε η αποχώρηση των Γερμανών από τον Ελληνικό χώρο.
Δεν είχαν περάσει πολλές ημέρες από τη σφαγή των ομήρων και ένα πρωινό παρουσιάστηκε στο χωριό περιστοιχιζόμενος από πολλούς μαχητές αντάρτες, ο Κωνσταντίνος Μάρας, υπεύθυνος του ΕΑΜ Πελοποννήσου και πολιτικός καθοδηγητής της ίδιας περιοχής, ο οποίος προσποιούμενος άγνοια για όσα στο χωριό είχαν συμβεί, έχυνε κροκοδείλια δάκρυα για τον άδικο χαμό τόσων ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους ήσαν και τα πρώτα του εξαδέλφια, Γεώργιος Μάρας και η σύζυγος του Μαγδαληνή, που στο σπίτι τους τον φιλοξενούσαν για πέντε ολόκληρα χρόνια, όταν εξόριστος από την δικτατορία του Μεταξά, βρισκόταν στο Χέλι.
Ούτε τα εξαδέλφια του βρήκε ζωντανά, μα ούτε και το σπίτι που τον φιλοξενούσε τα πέντε αυτά χρόνια, υπήρχε πια και αυτό μαζί με τα υπάρχοντα του είχε μεταβληθεί σε ένα σωρό από ερείπια, έπειτα από τη φωτιά που είχαν βάλει οι αντάρτες στο χωριό. Έκλαιγε και οδύρετο, λέγοντας πως αν τον είχαν ειδοποιήσει έγκαιρα, δεν θα επέτρεπε ποτέ να γίνει τέτοιο κακό στο χωριό που ήταν και δική του πατρίδα.
Κανένας όμως στο χωριό δεν μπορούσε να πιστέψει ποτέ, ότι όλα τα γεγονότα που είχαν συμβεί σε αυτό και που είχαν συνταράξει το πανελλήνιο, έγιναν χωρίς τη γνώση του Γενικού πολιτικού υπευθύνου της Πελοποννήσου Κωνσταντίνου Μάρα. Ο Κώστας Μάρας έδωσε υποσχέσεις στο χωριό πως τίποτα άλλο δεν επρόκειτο να συμβεί σε αυτό. Μα τι άλλο μπορούσε να συμβεί πέρα από το γεγονός, ότι ογδόντα πέντε συνολικά άτομα σφάχτηκαν κατά τον αγριότερο τρόπο και πάνω από πενήντα σπίτια είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός, μαζί με τα υπάρχοντα τους μέσα.
Κατάλαβε τότε και ο ίδιος πως μέσα στο χωριό, ανάμεσα στους πατριώτες του, δεν είχε πια καμιά θέση και αναγκάστηκε να φύγει το γρηγορότερο, χωρίς ποτέ να ξαναγυρίσει στο χωριό έστω και σαν επισκέπτης.
Έτσι οι Χελιώτες βυθισμένοι στη θλίψη και στην απόγνωση, περνούν τον καιρό τους, αναλογιζόμενοι το μεγάλο κακό που απροσδόκητα τους είχε βρει, λίγους μόνο μήνες, πριν από την αποχώρηση των κατακτητών από τη χώρα μας και θρηνούσαν έτσι άλλα ογδόντα πέντε θύματα, που προστέθηκαν στα είκοσι εννέα πρώτα θύματα των Γερμανών , συνολικά εκατόν δέκα τέσσερα θύματα μέσα σε δύο μήνες, άνθρωποι αθώοι που είχαν πληρώσει με τη ζωή τους την απερισκεψία ορισμένων ατόμων μέσα από το χωριό, οι οποίοι αρκέστηκαν να προστατέψουν μόνο το δικό τους τομάρι, αδιαφορώντας για τη ζωή των άλλων και για τους συγγενείς τους ακόμα τους οποίους εγκατέλειψαν στο έλεος των σφαγιαστών.
Μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944, τα Τάγματα Ασφαλείας στο Ναύπλιο διαλύθηκαν και όλοι οι Ταγματασφαλίτες Χελιώτες διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη, αρκετοί δε από αυτούς κατέφυγαν στην Αθήνα, για να σώσουν το κεφάλι τους, αφού κανείς δεν τους ήξερε και επομένως ήσαν ασφαλείς. Εκεί στην Αθήνα βρέθηκε μεταξύ των άλλων και ο Παπαγιώργης, χωρίς ράσα και χωρίς γένια, περιμένοντας και αυτός να ηρεμίσουν τα πράγματα για να ξαναγυρίσει πάλι στο χωριό.
Και ενώ όλοι οι Έλληνες γιορτάζουν την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους βάρβαρους κατακτητές, μονάχα οι Χελιώτες δεν γιορτάζουν παρά θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους που η μοίρα τους έταξε να μη γευθούν τη λευτεριά της πατρίδας τους. Πικρό είναι το παράπονο των περισσοτέρων από τους συγγενείς των θυμάτων, γιατί οι άνθρωποι τους που σήμερα δεν υπάρχουν πια στη ζωή, είχαν βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, των Γερμανών και των ανταρτών.
Τι να ειπούν οι άμοιροι αυτοί και που να εκφράσουν τον πόνο τους και το παράπονο τους αναλογιζόμενοι πως ενώ οι Γερμανοί κατακτητές σκότωσαν είκοσι εννέα ανθρώπους τους και δύο μήνες αργότερα ήλθαν οι αντάρτες Έλληνες τώρα αυτοί και πήραν από κοντά τους ότι είχαν αφήσει οι Γερμανοί, γονείς, αδέλφια, παιδιά των εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς, για να τους σφάξουν έπειτα αυτοί κατά τον αγριότερο τρόπο.
Από το ένα μέρος οι οικογένειες αυτές κατηγορήθηκαν από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους σαν αριστερές και συνεργαζόμενες με τους αντάρτες του ΕΑΜ και δύο μήνες αργότερα οι ίδιες οικογένειες κατηγορήθηκαν από τους αντάρτες σαν αντιδραστικές και εξοντώθηκαν τελείως, ενώ αυτοί που ουσιαστικά υπηρέτησαν και τους αντάρτες και τους Γερμανούς, δεν έπαθαν τίποτα.
Οι γενιές που έρχονται ας κρίνουν τα γεγονότα αυτά και ας δικαιώσουν ή καταδικάσουν κατά τη δική τους κρίση, τις σκέψεις αυτές των απογόνων όλων των θυμάτων της κατοχής.

Εκταφή των Θυμάτων από το Πηγάδι

Είναι πια καλοκαίρι του 1945,τα πράγματα έχουν ηρεμήσει αρκετά και κάποια σχετική ασφάλεια υπάρχει παντού. Δεν υπάρχουν ούτε κατακτητές πια στον τόπο μας, μα ούτε και άτακτα τμήματα ανταρτών που να ταλαιπωρούν τον τόπο. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού έχουν γυρίσει σπίτια τους, όσοι βέβαια έχουν απομείνει, αφού εκατόν δέκα τέσσερα άτομα απουσιάζουν από το προσκλητήριο της ζωής.
Οι συγγενείς των θυμάτων που βρίσκονταν μέσα στο πηγάδι της Αγνάντας μαζεύτηκαν τότε και πήραν τη μεγάλη απόφαση, να πάνε στον τόπο του μαρτυρίου των εξήντα Χελιωτών, να βγάλουν τα πτώματα από το πηγάδι και να τα μεταφέρουν στο χωριό, για να τα εναποθέσουν στο κοιμητήριο του χωριού τους με δόξα και τιμές όπως αξίζει στα αθώα αυτά θύματα, τους μάρτυρες των αγώνων για την απελευθέρωση και την προστασία της Πατρίδας μας. Αρχίζουν οι σχετικές προετοιμασίες. Κατασκευάζονται πρώτα από όλα εξήντα πρόχειρα φέρετρα μέσα στα οποία θα τοποθετηθούν ότι θα έχουν απομείνει από τα εξήντα πτώματα που βρίσκονται ακόμα μέσα στο πηγάδι της Αγνάντας ένα ακριβώς χρόνο
Νύχτα πριν ξημερώσει η 25η Ιουλίου 1945, φορτώνονται τα φέρετρα ανά δύο στα μουλάρια και μια φάλαγγα χαροκαμένων χωρικών ξεκινάει από το μαρτυρικό Χέλι για να φθάσει στο πηγάδι της Αγνάντας, να βγάλουν από μέσα τα εξήντα πτώματα των σφαγιασθέντων συγγενών, από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και να τα μεταφέρουν στο χωριό για την ταφή. Η πορεία προς την Αγναντα γίνεται νύχτα μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι και με το ξημέρωμα η φάλαγγα βρίσκεται μπροστά στο πηγάδι με τα πτώματα των Χελιωτών.
Εκεί βρίσκονται και οι συγγενείς των θυμάτων από τη Νέα Επίδαυρο και τις άλλες περιοχές που οι δικοί τους σφάχτηκαν μαζί με τους Χελιώτες και πετάχτηκαν και αυτοί μέσα στο ίδιο πηγάδι. Στην Αγναντα εκεί στο χώρο γύρω από το πηγάδι είχαν φθάσει πρωί-πρωί και οι αρχές του Νομού από το Ναύπλιο. Ο Ανακριτής του β’ τμήματος κ. Κόλλιας Σπυρίδων, συνοδευόμενος από τους Γιατρούς Γεώργιο Οικονομόπουλο και Βασίλειο Τόσκα που είχαν οριστεί από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, σαν Ιατροδικαστές. Μαζί τους και ο Νομίατρος Αργολίδας κ. Δημήτριος Στάϊκος και δημοσιογράφοι του τοπικού τύπου, με σκοπό να ενεργήσουν αυτοψία και νεκροψία στα πτώματα των αγρίως σφαγιασθέντων εξήντα ανδρών, γυναικών και παιδιών κατοίκων του Χελιού, αλλά και των άλλων πτωμάτων από την περιοχή εκείνη που βρίσκονταν μαζί μέσα στο πηγάδι.
Στο μαρτυρικό τόπο της σφαγής εκτός από τις αρχές του Νομού και τους συγγενείς των θυμάτων, είχαν μαζευτεί και ένα πλήθος κόσμου, τόσο από το Χέλι, όσο και από τα γύρω χωριά της Επιδαύρου και της Δήμαινας, για να παρακολουθήσουν την μακάβρια τελετή της ανάσυρσης των πτωμάτων μέσα από το πηγάδι και της αναγνώρισης αυτών από τους συγγενείς των.
Όταν ο καυτερός ήλιος του Ιουλίου άρχισε να ανεβαίνει πάνω από τον ορίζοντα, νέοι του χωριού, παιδιά κυρίως γονιών που βρίσκονταν μέσα στο πηγάδι, αλλά και αδέλφια των θυμάτων, κατέβηκαν με σχοινιά μέσα στο πηγάδι, αφού πρώτα κάλυψαν τα πρόσωπα τους, εκτός από τα μάτια, με μαντήλια ραντισμένα με κολόνια για να μετριάσουν την δυσοσμία που ένοιωθαν μέσα στο πηγάδι και άρχισαν αμέσως το έργο τους.
Πρώτα με προσοχή αφαίρεσαν όλα τα κλαδιά των θάμνων που οι αντάρτες είχαν ρίξει μέσα στο πηγάδι, επάνω από τα πτώματα και αφού πρώτα αυτά ανασύρθηκαν, άρχισαν έπειτα να ξεχωρίζονται ένα-ένα τα πτώματα, να τυλίγονται προσεκτικά με σεντόνια και αφού τα έδεναν με τριχιές, τα ανέβαζαν επάνω και εκεί σε ένα πλάτωμα που υπήρχε, τα τοποθετούσαν σε παράταξη για να ακολουθήσει έπειτα η αναγνώριση από τους συγγενείς και φίλους. Μέσα στο πηγάδι υπήρχε κάποια δυσκολία στο να ξεχωρίζουν τα πτώματα, γιατί αυτά ήσαν καταπλακωμένα από ένα μεγάλο ογκόλιθο που οι αδίστακτοι σφαγείς είχαν ρίξει μέσα επάνω στα πτώματα για να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο, κάποιος επιζών από τη σφαγή να βγει έξω από το πηγάδι. Ο ογκόλιθος αυτός ήταν αδύνατο να ανασυρθεί έξω από το πηγάδι, με τα μέσα που υπήρχαν τότε εκεί και γι’ αυτό το λόγο έπρεπε από καιρού εις καιρόν να μετακινείται μέσα στο πηγάδι με κύλιση, για να ελευθερώνονται τα πτώματα και να γίνεται εύκολη η αποκόλληση αυτών και το ανέβασμα επάνω.
Σε αυτές τις τραγικές στιγμές η μοίρα με έφερε εδώ να παραβρίσκομαι και εγώ σε αυτόν τον τόπο για να παραλάβω τον πατέρα μου και τον μεγάλο μου αδελφό που βρίσκονταν εκεί μέσα σφαγμένοι μαζί με τους άλλους Χελιώτες. Όλα τα πτώματα βρέθηκαν ακέραια και μουμιοποιημένα, ο πατέρας μου ολάκερος, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν ήσαν καθόλου αλλοιωμένα και πολύ εύκολα μπορούσε κανείς να τον αναγνωρίσει.
Το ίδιο συνέβαινε και με όλα τα άλλα πτώματα και δεν παρουσιάστηκε καμιά δυσκολία στην αναγνώριση τους. Ο αδελφός μου βρέθηκε και αυτός στην ίδια κατάσταση, με μόνη τη διαφορά ότι σε αυτόν το κεφάλι του βρέθηκε τελείως αποκομμένο από το σώμα του και λίγο πιο μακριά από αυτό. Ήταν η μοναδική περίπτωση από όλα τα πτώματα, που βρέθηκε ακέφαλο και το κεφάλι του ξεχωριστά από το σώμα του.
Ίσως η μανία του σφαγέα να ήταν τόση μεγάλη που να του ξέφυγε το μαχαίρι και να κόπηκε ο λαιμός του Δημητρίου Μπιμπή πέρα για πέρα. Στις τσέπες των θυμάτων βρέθηκαν και όλα τους τα προσωπικά αντικείμενα, πορτοφόλια, ταυτότητες, ακόμα και χρήματα, χωρίς βέβαια καμιά αξία, αφού την εποχή της σφαγής ο πληθωρισμός κάλπαζε από το πρωί μέχρι το βράδυ δέκα φορές επάνω.
Η μακάβρια αυτή τελετή, να ανασυρθούν τα πτώματα έξω και να γίνει η αναγνώριση τους, κράτησε αρκετές ώρες και μετά ακολούθησε η διαδικασία της αυτοψίας και νεκροψίας, από τον ανακριτή και τους Ιατροδικαστές.
Διαπιστώθηκε ότι όλα τα πτώματα έφεραν τα ρούχα τους, είχαν δεμένα τα χέρια τους πίσω με καλώδια και με σύρματα, σε πολλούς δε ήσαν δεμένα και τα πόδια τους κάτω. Είχαν όλοι τραύματα στο λαιμό με δύο-τρεις μαχαιριές και δεν υπήρχε καμιά άλλη κάκωση σε ολόκληρο το σώμα, εκτός του Δημητρίου Μπιμπή που βρέθηκε το κεφάλι του τελείως αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα.
Κανένας δεν είχε θανατωθεί με πυροβόλο όπλο, όλοι ήσαν σφαγμένοι και όλοι τους, πλην ενός που ο θάνατος ήταν ακαριαίος, είχαν πεθάνει από ακατάσχετη αιμορραγία, άλλοι μεν γρήγορα όταν τα τραύματα στο λαιμό ήσαν καίρια και άλλοι αργά, όταν τα τραύματα ήσαν επιπόλαια.
Το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς πέθαναν πολύ αργά, επαληθεύτηκε από τις μαρτυρίες των ανθρώπων, που τυχαία βρίσκονταν εκεί κοντά και έζησαν τις τραγικές εκείνες στιγμές, οι οποίοι άκουγαν και τις οιμωγές μέσα από το πηγάδι όλη τη νύχτα της σφαγής, όπως και προηγούμενα έχει αναφερθεί

Μεταφορά των Πτωμάτων στο Χέλι και Ταφή Αυτών

Όταν τελείωσε το έργο των Ιατροδικαστών και έγινε και η αναγνώριση όλων των πτωμάτων από τους συγγενείς, τα πτώματα συρρικνωμένα όπως ήσαν τυλίχτηκαν σε λευκά σεντόνια και τοποθετήθηκαν μέσα στα πρόχειρα φέρετρα, τα οποία στη συνέχεια φορτώθηκαν ανά δύο φέρετρα σε ένα μουλάρι, γιατί το βάρος ήταν μικρό και επέτρεπε τη φόρτωση ανά δύο και αφού όλα ήσαν έτοιμα, ξεκίνησε η φάλαγγα των μουλαριών με τους συγγενείς μαζί, σε μια μακρά και πένθιμη συνοδεία και αφού ακολουθήσαμε την αντίστροφη πορεία στο δύσβατο μονοπάτι ανάμεσα από βουνά και λαγκάδια και ύστερα από έξι περίπου ώρες πορεία μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, φθάσαμε στο χωριό αργά το απόγευμα.
Όλο το χωριό συγκεντρωμένο έξω στην πρόσβαση σε αυτό από την Επίδαυρο με φωνές και κατάρες προς τους δολοφόνους υποδέχεται τα άξια κουφάρια των προσφιλών των προσώπων και τα συνοδεύει προς το Νεκροταφείο του Χωριού. Εκεί αρχίζει μια άλλη τελετή, η τελευταία αυτής της τραγωδίας, η τελετή της κηδείας και της ταφής των πτωμάτων στο κοιμητήριο του χωριού, στους ίδιους νωπούς τάφους, για τους περισσότερους, που πριν ένα χρόνο είχαν ταφή και τα θύματα των Γερμανών κατακτητών.
Τι τραγική ειρωνεία αλήθεια μέσα στον ίδιο τάφο να βρίσκονται άτομα της ίδιας οικογένειας, θύματα και των Γερμανών κατακτητών και των Ανταρτών. Νέοι θρήνοι και κοπετοί ακολούθησαν την τελευταία αυτή πράξη του δράματος που είχε παιχθεί το τελευταίο χρόνο της Γερμανικής κατοχής και το πρώτο χρόνο της ελεύθερης πια Ελλάδας, σε αυτό το άμοιρο και απομακρυσμένο χωριό της Αργολίδας, το γνωστό τότε με το όνομα Χέλι και σήμερα Αραχναίο.
Είναι το μοναδικό χωριό στην Αργολίδα που στη κατοχή υπέστη τόσα πολλά δεινά και που δημιουργήθηκαν εκατόν δέκα τέσσερα συνολικά θύματα, από τους Γερμανούς και τους αντάρτες, στα οποία αν προστεθεί και ο Καφάσης, θύμα και αυτός των ανταρτών, τότε τα θύματα ανέρχονται συνολικά στα εκατόν δέκα πέντε.

Δημοσίευμα της Τοπικής Εφημερίδας της Αργολίδας «ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», στις 29-7-1945

Παραθέτουμε αυτούσια μια περιγραφή αυτής της τελευταίας πράξεως του δράματος των Χελιωτών, όπως το είδε και το περιέγραψε ο συντάκτης της εβδομαδιαίας τοπικής εφημερίδας της εποχής εκείνης «ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ» που παρακολούθησε όλη την τελετή αυτή, της εκταφής,της μεταφοράς και της ταφής των Νεκρών στο χωριό.
Τίτλος του δημοσιεύματος είναι: «ΤΟ ΣΦΑΓΈΙΟ ΤΗΣ ΑΓΝΑΝΤΑΣ»

«Την παρελθούσα εβδομάδα ο Ανακριτής του Β’ τμήματος κ.Σπύρος Κόλλιας συνοδευόμενος από τους ως Ιατροδικαστών προσληφθέντων Ιατρών κ.κ. Γεώργιο Οικονομόπουλο, Βασίλειο Τόσκα και του Νομίατρου κ Δημητρίου Στάϊκου, μετέβη εις την πλησίον της από ημίσεως αιώνος περίπου εγκαταλελειμμένης και ερειπωμένης Μονής Αγνούντος και εις απόστασιν ώρας, πέραν της Νέας Επιδαύρου τοποθεσία Αγνάντας, προς ενέργειαν αυτοψίας επί των πτωμάτων των αγρίως εκεί σφαγέντων εξήντα Χελιωτών, ανδρών, γυναικών και μικρών παιδιών.
Εις τον μαρτυρικό τόπον του σφαγείου είχαν συρρεύσει κάτοικοι του χωρίου Αραχναίου συν γυναιξί και τέκνοις, έχοντες κομίσει εξήντα φέρετρα προς παραλαβήν των πτωμάτων των προσφιλών των συγγενών ασχολούμενοι εν μέσω κοπετών και μοιρολογιών των γυναικών εις την αναγνώριση των οικείων των. Εκ της πολύωρου αυτοψίας διαπιστώθηκε ότι όλα τα πτώματα, σκελετομένα ήδη μετά παρέλευσιν έτους περίπου από της κατά την πρώτην Αυγούστου 1944 ομαδικής σφαγής των, έφερον ακόμη τα ενδύματα των, είχον κομμένο τον λαιμόν και δεμένας τας χείρας δια σύρματος εκ των όπισθεν, πολλά δε δεδεμένους και τους πόδας των.
Το πλέον φρικτόν εκ του μακάβριου σωρού των κατακειμένων πτωμάτων ήτο το θέαμα των αγρίως σφαγιασθέντων μικρών παιδιών, τα οποία ως εξηκριβώθη, κατά τας τελευταίας στιγμάς των εις μάτην εξελιπάρουν το έλεος των αποτρόπαιων δημίων τους, πλην βεβαίως μερικών νηπίων τα οποία μη λαλούντα και μη νοούντα, μόνον με τους γόους των εν μέσω εκείνης της φρικτής σφαγής των γονέων και των αδελφών των θα ενόμιζε κανείς ότι ήθελαν να μαλάξουν την θηριώδη ψυχή των κακούργων και να λυπηθούν τη τρυφερωτάτην ηλικίαν των.
Το έργον της αυτοψίας εξηκολούθησε και επί των πτωμάτων εκείνων τα οποία ακόμη ευρίσκοντο εντός του πλησίον ευρύτατου ξηροπηγάδου βάθους 4-5 μέτρων, οπόθεν ανεσύροντο δια να τεθούν και αυτά με την σειράν των εντός των φέρετρων. Την όλην συγκλονιστικήν σκηνήν της συγκεντρώσεως των πτωμάτων, της τοποθετήσεως των εντός των φέρετρων απηθανάτησε ο φωτογραφικός φακός. Εδώ και εκεί όμιλοι απορφανισθέντων Χελιωτών και χαροκαμένων γυναικών, χηρών και κοριτσιών διηγούμενοι τας δραματικός σκηνάς της κανιβαλικής επιδρομής των τετρακοσίων ανταρτοκομμουνιστών κατά του χωρίου των, της πυρπολήσεως των οικιών των, της σφαγής εντός του χωρίου ετέρων είκοσι χελιωτών και της συλλήψεως εξήντα τριών άλλων, της μαρτυρικής πορείας τούτων, δεδεμένων όλων δια σύρματος, από του χωρίου των εις την πενταώρου εκείθεν απέχουσαν τοποθεσίαν » ΑΓΝΑΝΤΑ «,την εκτέλεσην καθ’ οδόν τριών υπερηλίκων, μη δυναμένων να ακολουθήσωσι τους πορευομένους προς το μαρτύριο της Αγναντας, τη σύλληψη μεταγενεστέρως δύο άλλων Χελιωτών και την εκτέλεση αυτών στην ίδια περίπου τοποθεσία και αφηγούμενοι τέλος το θαύμα της ιδικής των σωτηρίας, κρυβέντων εις άγνωστον εις τους κανιβάλους επιδρομείς σπήλαιον, επάνω από το χωριό, εξέσπων εις κατάρας κατά των απαίσιων καταστροφέων του χωρίου και ειδεχθών σφαγέων των προσφιλών των οικείων, οι οποίοι περί τους 300-400 υπό την οδηγίαν παλαιών γνωστών κομμουνιστών είχον στρατολογηθεί εκ των νεοφώτιστων αναρχοκομμουνιστών, κατοίκων των χωρίων Γκέρμπεση και Λιμνών, απογυμνώσαντες και όλα τα σπίτια του χωρίου Χέλι από τα υπάρχοντα των.
—–
Μετά το πέρας του έργου της αυτοψίας, εφορτώθησαν τα φέρετρα επί ζώων και εις μακράν και πένθιμον συνοδείαν, μετεφέρθησαν μετά εξάωρον δια μέσου των ορέων πορείαν εις το χωρίον Χέλι. Απερίγραπτοι ήσαν αι δραματικώταται σκηναί αι οποίαι έλαβον χώραν κατά την αφιξιν της Θλιβερός και πένθιμου συνοδείας των εξήντα φέρετρων εις το Χέλι. Ολοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού πλέον των χιλίων, υποδέχθησαν τους προσφιλείς των νεκρούς εν μέσω σπαρακτικών κοπετών και θρήνων, η βοή των οποίων μέχρις ουρανού φθονούσα, κατεξέσχιζε την καρδίαν και του στωικωτέρου και ψυχραιμωτέρου των ανθρώπων. Υπό τας σπαραξικάρδιους αυτάς εκδηλώσεις του πόνου και του πένθους των κατοίκων του Χελιού εγένετο η ταφή των νεκρών, θυμάτων του αναρχόκομμουνισμού εις το Νεκροταφείον του χωριού. Ήδη παραθέτουμε τα ονόματα και των ογδοήκοντα πέντε συνολικά σφαγιασθέντων Χελιωτών υπό των αναρχοκομμουνιστων εις την καταστροφικήν εκείνην επιδρομήν κατά του Χωρίου Χέλι.

1. Ασπρος Αναστάσιος Δημητρίου
2. Βαρδάκας Αναστάσιος Χρήστου
3. Βαρδάκας Δημήτριος Αθανασίου
4. Γεώργας Αθανάσιος Παναγιώτου
5. Δεδεμπίλη Ε\ένη Ιωάννου
6. Δεδεμπίλη Μαριγώ Αναστασίου
7. Δεδεμπίλη Μαρίνα Ιωάννου
8. Δεδεμπίλη Παγώνα Δημητρίου
9. Δεδεμπίλη Σοφία Ιωάννου
10. Δεδεμπίλη Χριστίνα Ιωάννου
11. Δεδεμπίλης Αναστάσιος Ιωάννου
12. Δεδεμπίλης Ιωάννης Αναστασίου
13. Δρούγκας Παναγιώτης Αναγνώστου
14. Ζαφείρη Αλεξάνδρα Δημητρίου
15. Ζαφείρης Αναστάσιος Δημητρίου
16. Ζαφείρης Δημήτριος Αναστασίου
17. Ζαφείρης Ιωάννης Κωνσταντίνου
18 Ζέρβας Αναστάσιος Δημητρίου
19. Ζέρβας Νικόλαος Δημητρίου
20. Ηλίας Γεώργιος Ιωάννου
21. Καραγιάννης Αθανάσιος Νικολάου
22. Κατσαρός Δημήτριος Γεωργίου
23. Κάλλια Αικατερίνη Σταύρου
24. Κόλλιας Αθανάσιος Ιωάννου
25. Κόλλιας Γεώργιος Κυριάκου
2 6. Κωστούρος Α ναστάσιο ς Γεωργιου
27. Κωστούρος Ιωάννης Νικολάου
28. Κωστούρος Χρήστος Ιωάννου
29. Κωστούρου Δήμητρα Χρήστου .
30. Μακρής Αναστάσιος Αθανασίου
31. Μανώλης Α ναστάσιος Εμμανουήλ
32. Μανώλης Δημήτριος Εμμανουήλ
33. Μανώλης Χρήστος Εμμανουήλ
34. Μανώλης Χρήστος Δημητρίου
35. Μάρα Μαγδαληνή Γεωργίου
36. Μόρας Γεώργιος Αναστασίου
37. Μάρας Δημήτριος Γεωργίου
38. Μάρκος Αθανάσιος Δημητρίου
39. Μάρκος Αναστάσιος Δημητρίου
40. Μάρκος Δημήτριος Αθανασίου
41. Μάρκου Αναστασία Ιωάννου
42. Μάρκου Σοφία Αθανασίου
43. Μπέλεση Δήμητρα Δημητρίου
44. Μπέλεσης Ιωάννης Αναστασίου
45. Μπέλεσης Κωνσταντίνος Δημητρίου
46. Μπιμπής Δημήτριος Ιωάννου
47. Μπιμπής Ιωάννης Δημητρίου
48. Οικονόμου Αικατερίνη Ιωάννου
49. Οικονόμου Γεώργιος Γεωργίου
50. Οικονόμου Δημήτριος Ευαγγέλου
51. Οικονόμου Δημήτριος Σωτηρίου
52. Οικονόμου Δημήτριος Ιωάννου
53. Οικονόμου Ιωάννης Δημητρίου
54. Οικονόμου Ιωάννης Παναγιώτου
55. Οικονόμου Ιωάννης Σπυρίδωνος
56. Οικονόμου Νικόλαος Αναστασίου
57. Οικονόμου ΠαντελήςΑναστασίου
58. Οικονόμου Σοφία Μιχαήλ
59. Πασπαλιάρης Αθανάσιος Δημητρίου
60. Πασπαλιάρης Γεώργιος Αθανασίου
61. Πασπαλιάρης Ιωάννης Αθανασίου
62. Πασπαλιάρης Σταύρος Ιωάννου
63. Πίτσας Κωνσταντίνος Αθανασίου
64. Σοφός Παναγιώτης Δημητρίου
65. Σοφού Ζωή Ιωάννου
66. Σχίζας Δημήτριος Γεωργίου
67. Ταμπάκης Δημήτριος Ιωάννου
68. Τζαρίμας Γεώργιος Αναστασίου
69. Τζαρίμας Παναγιώτης Αναστασίου
70. Τζαρίμας Σωτήριος Αναστασίου
71. Τόσκα Αικατερίνη Γεωργίου
72. Τόσκα Γκόλφω Γεωργίου
73. Τόσκα Μαρίνα Γεωργίου
74. Τόσκα Μαρίνα Ιωάννου
75. Τόσκας Αναστάσιος Παναγιώτου
76. Τόσκας Δημήτριος Παναγιώτου
77. Τόσκας Ιωάννης Χρήστου
78. Τόσκας Χρήστος Δημητρίου
79. Τριμπόνιας Αναστάσιος Αθανασίου
80. Τριμπόνιας Δημήτριος Παναγιώτου
81. Τριμπόνιας Ιωάννης Δημητρίου
82. Τριμπόνιας Ιωάννης Παναγιώτου
83. Χρήστου Αννα Γεωργίου
84. Χρήστου Γεωργία Ιωάννου
85. Χρήστου Χρήστος Αθανασίου

Έτσι τελειώνει η μεγάλη αυτή τραγωδία του Χελιού που πληρώθηκε στη διάρκεια της Κατοχής με εκατόν δέκα πέντε νεκρούς αδιακρίτως φύλου και ηλικίας από ενός μέχρι ογδόντα πέντε ετών. Αλλά και έμβρυα λίγων μηνών πλήρωσαν με τη ζωή τους την θηριωδία των κατακτητών και των Ανταρτών, που δεν έχουν υπολογισθεί στα εκατόν δέκα πέντε θύματα, αφού αρκετές από τις μητέρες θύματα βρίσκονταν σε ενδιαφέρουσα κατάσταση»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s