Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού-Εισαγωγή στην Ελληνική έκδοση

Η ΝΕΜΕΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

Είναι ασφαλώς ορθή κρίση του Βρετανού ιστορικού Eric Hobsbawn, σύμφωνα με την οποία ο κομμουνισμός είναι ένα φαινόμενο που σημάδεψε τον 20ό αιώνα.

Το κομμουνιστικό σύστημα κατέρρευσε στην Ευρώπη. Καταδικάστηκε ιστορικά, με τα κριτήρια που το ίδιο όρισε στον εαυτό του: της πρακτικής του εφαρμογής και της επικράτησής του σε παγκόσμια κλίμακα. Η κατάρρευσή του επιβεβαιώνει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τη διάψευση της θεωρίας που τον στήριζε και αποδεικνύει τον χιμαιρικό του χαρακτήρα. Όμως, ο κομμουνισμός δεν ήταν μόνο ένα λάθος, αλλά κάτι περισσότερο: ήταν ένα έγκλημα και μάλιστα γιγαντιαίων διαστάσεων.

Αυτό συμβαίνει διότι στην καρδιά του κομμουνισμού, ως συστήματος σκέψης και πράξης, βρίσκεται η βία. Όπως γράφει ο Merleau-Ponty, το θέμα της βίας είναι κεντρικό ζήτημα στον κομμουνισμό. Και πέρα από την άσκηση άμεσης φυσικής βίας, κάθε πράξη που γίνεται με πρόθεση να βλάψει τον άλλον περιλαμβάνεται στην έννοια της βίας: το ψέμα, η απάτη, η επιβολή ενός ανελεύθερου καθεστώτος.

Για καιρό, πολλοί διανοούμενοι, ανάμεσά στους οποίους και ο Merleau-Ponty, πίστεψαν ότι, παρά το τρομοκρατικό στοιχείο με το οποίο είναι συνυφασμένος ο κομμουνισμός, παρά τα εγκλήματα που έχει διαπράξει, το κίνημα αυτό ανταποκρίνεται στις «ανθρωπιστικές προθέσεις» που έχει, εφόσον «κυρία αποστολή είναι να αναζητήσει εκείνη τη μορφή που υπερβαίνει τον εαυτό της προς την κατεύθυνση του μέλλοντος της ανθρωπότητας».

Δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτό σήμερα: όχι διότι χειροτέρεψε η πρακτική του κομμουνισμού τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά διότι η εμπειρία μας μας αναγκάζει να δεχθούμε το αντίθετο συμπέρασμα από αυτό που υιοθετεί ο Merleau Ponty, ότι δηλαδή ο κομμουνισμός ήταν εγκληματικός, παρά τις διακηρυγμένες ανθρωπιστικές του προθέσεις οι οποίες είναι γενεσιουργές ψευδαισθήσεων σε πολλούς, ενδεχομένως καλοπροαίρετους ανθρώπους.

Αυτό είναι το μήνυμα της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού.

1. ΈΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Το βασικό πρόβλημα που εξετάζει το βιβλίο είναι το έγκλημα ως αναγκαίο συνοδευτικό κάθε κομμουνιστικού καθεστώτος. Για ποιο λόγο η εφαρμογή του κομμουνισμού οδήγησε πάντα στην εγκαθίδρυση εγκληματικών καθεστώτων; Σε όλες τις περιόδους και σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, σε μικρές και μεγάλες χώρες, ανεπτυγμένες ή υπανάπτυκτες, η εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος σήμανε το τέλος της κοινωνίας των πολιτών, την κατάργηση του πολιτικού πλουραλισμού, τη φίμωση κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής, τις μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις. Ποια είναι η αιτία γι αυτό;

Το ερώτημα αυτό που θέτει η Μαύρη Βίβλος είναι αμείλικτο και το ενδιαφέρον που προκάλεσε ήταν μεγάλο από την πρώτη στιγμή. Το βιβλίο εκδόθηκε στη Γαλλία, το 1997, από τον εκδοτικό οίκο Robert Laffont και σε διάστημα λιγότερο από δύο χρόνια πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα. Από τότε μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες και πρόσφατα κυκλοφόρησε στη Ρωσία και στις ΗΠΑ.

Πέρα, όμως, από την εκπληκτική εκδοτική επιτυχία της, η Μαύρη Βίβλος έδωσε λαβή σε συζητήσεις και κριτικές, υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου7, αλλά και σε οργίλες αντιδράσεις. Οι τελευταίες, όπως θα φανεί πιο κάτω, προήλθαν κυρίως από διανοουμένους που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, αλλά και από ορισμένους πολιτικούς.

Το φαινόμενο αυτό, της αντίδρασης των διανοουμένων της Αριστεράς στο μήνυμα της Μαύρης Βίβλου, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα, αντίστοιχο με το επίσης σημαντικό πρόβλημα της εγκληματικότητας του κομμουνισμού. Όπως θα φανεί πιο κάτω, τα δύο αυτά προβλήματα αλληλοσυνδέονται μέσα από τον ουτοπισμό, ο οποίος εμπνέει τους διανοουμένους αυτούς, ενώ συγχρόνως αποτελεί συστατικό στοιχείο της «διπλής πίστης» (dv-oeverye) που επικρατούσε σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα.

Ο ουτοπισμός αυτός συνδέεται με την προσπάθεια ιδεολογικοποίησης της πραγματικότητας, δηλαδή τοποθέτησης στη θέση της εμπειρικής πραγματικότητας μιας άλλης, υποτιθέμενα ορθότερης μόνο και μόνο επειδή ανταποκρίνεται στην κοσμοθεωρία τους. Στην προσπάθεια αυτή αποδόθηκαν τόσο οι ιδεολόγοι διανοούμενοι, όσο και οι κρατικοί και κομματικοί μηχανισμοί των κομμουνιστικών καθεστώτων.

Η εμμονή στην ουτοπία, όπως θα φανεί πιο κάτω, συνδέεται με τον ολοκληρωτισμό. Η περιφρόνηση που έχει ο στρατευμένος διανοούμενος για την εμπειρική πραγματικότητα είναι σύστοιχη με τη λειτουργία του ουτοπισμού στα κομμουνιστικά καθεστώτα. Όπως γράφει ο Robert Conquest, το κομμουνιστικό σύστημα λειτουργούσε σε ένα πλαίσιο πέρα από την πραγματικότητα. Όλα έπρεπε να γίνουν μέσα από τη λειτουργία του μύθου και του εξαναγκασμού, όχι με ορθολογισμό και συνεργασία.

Η λειτουργία εκτός αντικειμενικής πραγματικότητας, στο πλαίσιο μιας «εναλλακτικής», ιδεολογικής πραγματικότητας, εξηγεί και τις ψευτοδίκες, οι οποίες δεν εφευρέθηκαν από τον Στάλιν, αλλά από τον Λένιν: η πρώτη καταγραφή ψευτοδίκης είναι το 1922, οργανωμένη από τον Λένιν και με πρόεδρο τον Πιατακόφ13. Βλέπουμε, επομένως, ότι η ουτοπία ως ιδεολογικοποιημένη πραγματικότητα έχει δομική θέση στη λειτουργία του συστήματος και δεν είναι μια αβλαβής ονείρωξη καλοπροαίρετων διανοουμένων που διακατέχονται από χίμαιρες.

Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με το ουτοπικό της διάγραμμα, εφαρμόζεται η βία – και μάλιστα αμείλικτα. Αλλά και ο διανοούμενος που ενεργεί ως Homo ideologicus, ο στρατευμένος διανοούμενος που είναι οπαδός ή συνοδοιπόρος του κομμουνισμού, με τον τρόπο του βιάζει την πραγματικότητα ιδεολογικοποιώντας την. Δεν σημαίνει αυτό ότι ο Sartre ή ο Merl, στην εποχή της συνοδοιπορίας τους, είναι ταυτόσημοι με τον Μπέρια ή τον Στάλιν, σημαίνει όμως ότι υπάρχει μια κοινή μήτρα έμπνευσης και λειτουργίας, που έχει να κάνει με τον πολιτικό ουτοπισμό που θα έπρεπε να τους είχε προβληματίσει, όπως θα έπρεπε να προβληματίσει όλους όσοι βρίσκονται σε παρόμοια θέση μέχρι σήμερα.

Το ότι εξαπατήθηκαν είναι βέβαιο. Δεν είναι, όμως, «θύματα» της αυταπάτης τους, όταν αυτή θεωρητικοποιείται ως μέρος της ιδεολογικοποίησής τους: η πραγματικότητα καλείται να ενδώσει στην ουτοπία και η αυταπάτη νομιμοποιείται ως εναλλακτική (φευδο)πραγματικότητα. Σε αυτό συνίσταται «ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού», που ενυπάρχει σε όλους μας, όπως γράφει ο Jean-Francois Revel.

Ας προστεθεί σ αυτά και το γεγονός ότι στους κύκλους που συγκροτούν την ευρύτερη ιδεολογική κοινότητα της Αριστεράς δεν είναι ανεκτή η κριτική στον κομμουνισμό όταν πηγαίνει εις βάθος. Η κυρίαρχη ιδεολογία του «αντι-αντικομμουνισμού» επιβάλλει κανόνες «πολιτικής ορθότητας», σύμφωνα με τους οποίους η εναντίωση στον κομμουνισμό είναι ταυτόσημη με το φασισμό, εφόσον ο «αντικομμουνισμός» θεωρείται συγγενής με τον τελευταίο.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το πλήθος όσο και το πάθος των αντιδράσεων που σημειώθηκαν γύρω από το περιεχόμενο της Μαύρης Βίβλου ήταν αναμενόμενα. Και μέσα από την επικράτηση αυτού του κλίματος, εξηγούνται οι διαφωνίες που εξέφρασαν εκ των υστέρων δύο από τους δέκα συγγραφείς του βιβλίου για την Εισαγωγή του Courtois. Φυσικά, δεν ήταν οι μόνες. Πολλές και έντονες ήταν οι φωνές διαμαρτυρίας που υψώθηκαν, επειδή ακριβώς το βιβλίο έθιγε πολλά κακώς κείμενα, ενώ συγχρόνως έθετε σε αμφισβήτηση ορισμένες αξιακές παραδοχές της Αριστεράς, όπως είναι η ιδέα της βίαιης επανάστασης. Η εμμονή σ αυτές τις αρχές συνδέεται συχνά με μύθους οι οποίοι συντηρούνται μέσα από την κυριαρχία ενός καθεστώτος αυτο-αποπληροφόρησης και εθελοτυφλίας που κυριαρχεί σε ορισμένους κύκλους διανοουμένων εκεί – όπως και στην Ελλάδα.

Η Μαύρη Βίβλος δείχνει με τον πιο δραματικό τρόπο, μέσα από τη φρίκη που έσπειρε ο κομμουνισμός όπου και αν εγκαταστάθηκε, το μέγεθος της αυταπάτης των «στρατευμένων» διανοουμένων στον Δυτικό κόσμο. Και είναι φυσικό να εκδηλώνονται έντονες αντιδράσεις εκ μέρους τους. Δεν είναι εύκολο να δεχθεί ένας διανοούμενος τη συμμετοχή του στη μαζική φρίκη.

Ανάμεσα στις ιδιαίτερα οξείες αντιδράσεις ήταν αυτή του κομμουνιστή συγγραφέα Gilles Perrault, ο οποίος χαρακτήρισε το έργο των συγγραφέων της Μαύρης Βίβλου «διανοητική απάτη», ενώ ο τροτσκιστής Alain Brossat σε μακροσκελές άρθρο του με σχεδόν υβριστικό τίτλο για τον επιμελητή της έκδοσης Stephane Courtois, προβαίνει σε οξύτατους χαρακτηρισμούς για την ποιότητα του έργου. Οξείς στην κριτική τους υπήρξαν επίσης οι Madeleine Peberioux, Jacques Becker και ο Henri Rousso.

Πολλοί, όμως, ήταν και οι μελετητές που αντιμετώπισαν ευνοϊκά ή κριτικά, όμως με σοβαρότητα, το βιβλίο. Ο ακαδημαϊκός J.-F. Revel χαιρέτισε τη δημοσίευση της Μαύρης Βίβλου ως μείζον πολιτικό και διανοητικό γεγονός, θετικά αναφέρεται επίσης ο ακαδημαϊκός Alain Besancon, καθώς και ο φιλόσοφος Tzvetan Todorov. Σοβαρή ανάλυση της Μαύρης Βίβλου, με σημαντικές κριτικές παρατηρήσεις, έγινε από τον Marc Lazar, τον Claude Lefort και τον Jean- Marie Colombani.

Ας εξετάσουμε, όμως, προσεκτικά, τη βάση των διαμαρτυριών που εκφράστηκαν. Η «πρόκληση» της Μαύρης Βίβλου συνίσταται στη διαπίστωση ότι υπάρχει αιτιακή σύνδεση μεταξύ εγκλήματος και κομμουνισμού, δηλαδή ότι ο τελευταίος είναι «εγκληματογόνος» (criminogene). Η διαπίστωση αυτή είναι θεμιτή, αν λάβει κανείς υπόψη του τη μάζα των στοιχείων και αν δεχθεί τη μείζονα αφετηριακή παραδοχή του βιβλίου ότι εκείνο που μετράει περισσότερο δεν είναι οι προθέσεις και τα προγράμματα του κομμουνισμού, αλλά τα θύματα – επώνυμα και κυρίως ανώνυμα.

Αν δεχθεί κανείς αυτή την αρχή, αντιστρέφεται το καθιερωμένο σχήμα που τοποθετεί τους «πρωταγωνιστές» της Ιστορίας -τους ηγέτες, τους στρατηγούς, τους δικτάτορες- στο κέντρο της σκηνής και τους «κομπάρσους» -δηλαδή τα θύματα- στις παρυφές. Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η παρατήρηση του Jean-Francois Bouthors, σε άρθρο του στο περιοδικό La Croix, όπου λέει ότι πρέπει να υποκλιθεί κανείς με ταπεινοφροσύνη και σ’ αυτό το πνεύμα να εκπληρώσει το καθήκον της ανάγνωσης της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού και ότι πριν κρίνει κανείς ιδεολογικά ή αλλιώς το βιβλίο αυτό, πρέπει να το διαβάσει προσεκτικά, κυρίως λόγω του οφειλόμενου σεβασμού προς τη μνήμη των θυμάτων.

Ίσως εκεί να εντοπίζεται η αντίθεση ανάμεσα στους επικριτές και τους υποστηρικτές της Μαύρης Βίβλου. Για τους πρώτους, ο βωμός πάνω στον οποίο θυσιάστηκαν τα θύματα αυτά αξίζει πολύ περισσότερο από τις ζωές πολυάριθμων ηρώων και θυμάτων. Για τους δεύτερους, αυτό όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά ο βωμός αυτός είναι ένας πραγματικός Μολώχ, μολυσμένος από τις εκατόμβες που απαίτησε. Εξαρτάται από την αξιακή προκείμενη από την οποία ορμάται η αναζήτηση. Και η αξιακή προκείμενη των συγγραφέων της Μαύρης Βίβλου είναι σαφής: προέχουν οι άνθρωποι που έπεσαν θύματα και ο κομμουνισμός πρέπει να κριθεί πρωταρχικά με βάση τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομά του.

Αυτός ο συσχετισμός μεταξύ κομμουνισμού και εγκλήματος σκανδαλίζει τα μέλη της ιδεολογικής κοινότητας της Αριστεράς. Οι ιεροφάντες της εξανίστανται επειδή ουδέποτε είχε αποτολμηθεί στο παρελθόν η κατάργηση αυτού του ταμπού, όπως γράφει ο ιστορικός Marc Lazar, ενώ τώρα μπορούμε να μιλάμε, πλέον, ανοιχτά για τα εγκλήματα του κομμουνισμού.

Η πρόκληση της Μαύρης Βίβλου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, αν σκεφθεί κανείς ότι το βιβλίο αναφέρεται και σε ένα άλλο θέμα, στο οποίο πολλοί από τους ιδεολογικούς εκφραστές της Αριστεράς δείχνουν μεγάλη ευθιξία, και αυτό είναι η δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ κομμουνισμού και ναζισμού, τουλάχιστον όσον αφορά τα εγκλήματα με τα οποία βαρύνονται και οι δύο. Αν η εγκληματικότητα που αποδίδεται στον κομμουνισμό σχετίζεται με τον ολοκληρωτικό του χαρακτήρα, τότε γιατί να μην είναι συγκρίσιμος με άλλα ολοκληρωτικά κινήματα και καθεστώτα, όπως ο φασισμός και ο ναζισμός; Το ερώτημα παραμερίζεται ως ιερόσυλο από τους ιδεολόγους της «προοδευτικής» ορθοφροσύνης. Από τη μεριά του ο Courtois θεωρεί θεμιτή τη σύγκριση, ακολουθώντας τη συλλογιστική δύο κορυφαίων Ευρωπαίων ιστορικών, του Francois Furet και του Ernst Nolte καθώς και του Elie Halevy, που είχε πρώτος εκφράσει την ιδέα της συμμετρίας ανάμεσα στους δύο ολοκληρωτισμούς.

2. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΤΤΑ ‘Η ΗΘΙΚΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ;

Από την άλλη μεριά, βέβαια, η Μαύρη Βίβλος δεν εμφανίστηκε ως κεραυνός εν αιθρία στο διανοητικό προσκήνιο. Υπήρχαν, από πολλές δεκαετίες, βάσιμες πληροφορίες και σοβαρές μελέτες για το τι συνέβαινε στις κομμουνιστικές χώρες.

Η μεγάλη τομή στην κοινή γνώμη πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας 70 μετά τη δημοσίευση του έργου του Αλέξανδρου Σολζενίτσιν Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, το 1974. Όμως κι από αυτό έλειπε η τεκμηριωμένη απόδειξη, το σώμα του εγκλήματος, κατά κάποιον τρόπο. Και παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω από την «κομμουνιστική ουτοπία» ήταν μια δυστοπία, κατά την έκφραση που έκτοτε επεκράτησε, οι αμφιβολίες παρέμειναν. Ελάχιστοι είχαν δει με τα μάτια τους τα στρατόπεδα εργασίας στη Σοβιετική Ένωση ή αλλού. Ελειπε το σώμα του εγκλήματος, κατά κάποιο τρόπο. Επιπλέον, ο «σταλινισμός» συνέχισε να θεωρείται υπεύθυνος για όλα τα έκτροπα: τις εκτοπίσεις, τους βασανισμούς, τα γκουλάγκ, τη λιμοκτονία, τις ψευτοδίκες και τις μαζικές εκτελέσεις.

Επειδή οι πληροφορίες για όλα αυτά -και κυρίως για τους μαζικούς φόνους- είχαν έρθει τμηματικά στη Δύση και επειδή πολλά στοιχεία δεν είχαν -και δεν έχουν- ακόμα δει το φως της ημέρας, δεν μπορούσε να γίνει παρουσίαση της «σούμας» της φονικής κραιπάλης εβδομήντα και πλέον ετών, η οποία, ας μην ξεχνάμε, συνεχίζεται σε όσες χώρες βρίσκονται ακόμα κάτω από το πέλμα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και κυρίως στην Βόρειο Κορέα.

Η Μαύρη Βίβλος κάνει ακριβώς αυτό: συνολοποιεί και συνεκτιμά τις πληροφορίες που μας έχουν περιέλθει από διάφορες μαρτυρίες και επί μέρους μελέτες για συγκεκριμένες χώρες και περιόδους, λαμβάνοντας υπόψη και τα πρόσθετα στοιχεια που είδαν το φως της ημέρας με το άνοιγμα των μυστικών αρχείων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό εμφανίζονται έτσι όπως πραγματικά είναι, δηλαδή τυραννικά και δολοφονικά.

Η καταδίκη αυτή του κομμουνισμού, σε συνδυασμό με τη σχετικά πρόσφατη κατάρρευση αυτών των καθεστώτων στην Ευρώπη, έφερε «το χειμώνα στις ψυχές», κατά τη δραματική έκφραση της κοινωνιολόγου Danielle Sallenave, αλλά και τη ζωογόνο ουτοπία και πάλι στο προσκήνιο της ιδεολογικής συζήτησης. Μετά το μετασοβιετικό πένθος άρχισε η αναζήτηση διεξόδου προς αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι αντίθετη με το πνεύμα του Μαρξ, όπως θα φανεί αργότερα.

Επιπλέον, όπως επανέλαβε αρκετές φορές ο Αλέξανδρος Σολζενίτσιν, η εμμονή των δυτικών διανοουμένων στις φαντασιώσεις τους, πάνω στις οποίες λικνίζουν τις εξιδανικευτικές τους προσδοκίες για τον κομμουνισμό, αποτελεί δείγμα ηθικής αναισθησίας. Σημαίνει ότι η αντικατάσταση της αντικειμενικής πραγματικότητας από μια ψευδo-πραγματικότητα, όπως λέει ο Alain Besancon, είναι πλήρης και κυριαρχεί απόλυτα στο νου τους.

Όταν, για παράδειγμα, ο αρχισυντάκτης της Humanite λέει στη γαλλική τηλεόραση με αφορμή τη δημοσίευση της Μαύρης Βίβλου ότι τα 85 ή 100 εκατομμύρια νεκροί στην ιστορία των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν αμαυρώνουν καθόλου το κομμουνιστικό ιδανικό, ασφαλώς δεν αντιλαμβάνεται τη φοβερή ηθική καταδίκη που ο ίδιος απαγγέλλει κατά του κομμουνισμού, δείχνοντας το βαθμό στον οποίο ο τελευταίος παραμορφώνει την πραγματικότητα και πώς αυτή αιχμαλωτίζει τα πνεύματα και καταστρέφει την κριτική τους ικανότητα.

Ίσως προβληθεί η ένσταση ότι η χρήση του όρου «ηθική αναισθησία» είναι υπερβολική, όσον αφορά την εμμονή στο κομμουνιστικό όραμα, «παρ όλα αυτά». Όμως, ας υπενθυμίσω ότι για τους ανθρώπους που ζούσαν έγκλειστοι μέσα στα κομμουνιστικά καθεστώτα, αυτούς που είχαν νιώσει από κοντά τη δυστοπία στην οποία είχε καταλήξει η κομμουνιστική ουτοπία, η εμμονή ορισμένων διανοουμένων στη Δύση στα ουτοπικά οράματα του κομμουνισμού (ή, η εκδήλωση απελπισίας για το τέλος αυτών των κομμουνιστικών καθεστώτων) δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως σύμπτωμα υβριστικής άγνοιας, άρα αναισθησίας στον ύστατο βαθμό για ό,τι συνέβαινε εκεί. Η απαίτηση να λαμβάνεται υπόψη μόνο ο φανταστικός κομμουνισμός και όχι ο πραγματικός είναι λογικά άτοπη και ηθικά αποκρουστική, διότι αναδίδει την ίδια οσμή ιδεολογικού ουτοπισμού που κυριαρχούσε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

3 ΒΟΛΟΝΤΑΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ

Η περιγραφή στη Μαύρη Βίβλο της πρωτόφαντης κλίμακας στην οποία ασκήθηκε η βία στις κομμουνιστικές χώρες έχει την εξήγησή της στην εξουσιαστική ακράτεια που διακρίνει αυτά τα καθεστώτα. Και αυτή έχει άμεση σχέση με τον βολονταρισμό που διέπει την πολιτική τους, δηλαδή την ιδέα σύμφωνα με την οποία τα παντα είναι εφικτά, αρκεί να υπάρχει επαρκής πολιτική βούληση. Αυτός ο βολονταρισμός συνδέεται με την τάση παν-πολιτικοποίησης, δηλαδή υπαγωγής όλων των δραστηριοτήτων της κοινωνίας στις πολιτικές αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας. Ο συνδυασμός του βολονταρισμού με την κάθετη και απεριόριστη εξουσία, υπό την καθοδήγηση μιας, υποτιθέμενα, παναρμόδιας νομιμοποιητικής ιδεολογίας, μας δίνει το σχήμα της εξουσιαστικής ακράτειας που χρησιμοποιεί την τρομοκρατία ως κύριο μέσο επιβολής πολιτικών αποφάσεων. Το τρομοκρατικό στοιχείο διαπερνά το κομμουνιστικό σύστημα διακυβέρνησης και είναι η πηγή της εγκληματικής του δραστηριότητας.

Τα τελευταία χρόνια, αυτό το τρομοκρατικό στοιχείο μπορεί να ατόνησε, ή να έγινε λιγότερο ορατό, όμως το κράτος-κόμμα που κρυσταλλώθηκε σε γιγαντιαίο μπλοκ δεν έχασε τον δυνητικά τρομοκρατικό χαρακτήρα του. Και αυτός ο τρομοκρατικός του χαρακτήρας είναι συνυφασμένος με μια μέθοδο δράσης που απαντάται σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Από ένα σημείο κι έπειτα, ούτε καν λειτουργικό μπορούσε να είναι αυτό το σύστημα, κυρίως διότι η κοινωνία είχε ενσωματωθεί σε ένα παγκόσμιο σύστημα επικοινωνιακής και οικονομικής αλληλοσυσχέτισης, που καθιστούσε αδύνατη την κοινωνική νομιμοποίηση του καθεστώτος, δηλαδή την εξασφάλιση της συναίνεσης. Η χρεοκοπία του ήταν γενικευμένη και αναπόφευκτη, εφόσον ήταν «εκ κατασκευής» ανεπίδεκτο μεταρρυθμίσεων: οποιαδήποτε προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση θα κατέληγε αναπόδραστα σε κατεδάφιση – και αυτή ήταν στην κυριολεξία η μοίρα της περεστρόικα, σε πείσμα του ονόματος της που, ως γνωστόν, σημαίνει αναδόμηση.

Ο βολονταρισμός, συνεπώς, δεν λειτουργεί, αν επιλέξει κανείς τον «επάρατο» ρεφορμισμό. Ρεφορμισμός, πρακτικά, σημαίνει ηπιότητα και άρνηση χρήσης βίας, δηλαδή άρνηση να εφαρμοσθεί το πολιτικό πρόγραμμα με όποιο κόστος, άρνηση της σύλληψης της πολιτικής ως «παιγνίου μηδενικού αθροίσματος» ή ως «συνέχισης του πολέμου με άλλα μέσα». Αυτή την αντιστροφή της περίφημης φόρμουλας του Clausewitz, την οποία χρησιμοποιούσε ο Λένιν, αρνείται ο σοβιετικός κομμουνισμός στην τελευταία του ρεφορμιστική φάση επί Γκορμπατσόφ, όπως άλλωστε και οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες της δεκαετίας του ’20, που αρνήθηκαν να δεχθούν τους όρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς!

Και ο Μαρξ τοποθετείται υπέρ της χρήσης μαζικής βίας σε αρκετά κείμενά του και κυρίως στην Κριτική στη Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ (1844) όπου γράφει:

«Το όπλο της κριτικής… δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, η υλική βία (materielle Gewali) πρέπει να ανατραπεί με υλική βία. Όμως και η ίδια η θεωρία γίνεται υλική βία από τη στιγμή που κατακτά τις μάζες. Η θεωρία είναι σε θέση να κατακτήσει τις μάζες όταν μπορεί να αποδείξει [την αλήθεια της] στον άνθρωπο (ad hominem). Και αυτό μπορεί να το κάνει όταν είναι ριζοσπαστική. Και το να είναι ριζοσπαστική σημαίνει ότι μπορεί να συλλαμβάνει τα πράγματα στη ρίζα τους. Η ρίζα, όμως, για τον άνθρωπο, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».

Η χρήση της βίας, επομένως, εντάσσεται στην ιδέα της συνολικής κριτικής στην κοινωνία, κατά τον Μαρξ. Στον Μαρξ η πρακτική κριτική (που σε τελευταία ανάλυση είναι η «κριτική των όπλων») περιλαμβάνει και συγχρόνως ξεπερνάει τη θεωρητική κριτική. Η τελευταία περιορίζεται στο να δείξει ότι μια θεωρία δεν αντιστοιχεί με την πραγματικότητα.

Η πρακτική κριτική του Μαρξ αποτελεί μια επέμβαση στην πραγματικότητα, η οποία αναδίδει τη δική της «αλήθεια». Μόνο, όμως, εκείνος που μπορεί να συλλάβει «συνολικά» την κοινωνία στο γίγνεσθαι της και στο σύνολό της έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί ορθά και τη δική του παρουσία, τον δικό του ρόλο σε αυτό το γίγνεσθαι, ως μέρος μιας συνολικής ριζοσπαστικής δραστηριότητας, όπως γράφει ο Μαρξ στην 3η «Θέση για τον Feuerbach». Από την αρχική του τοποθέτηση, ο μαρξισμός ξεκινάει από ένα υποτιθέμενο γνωσιακό προνόμιο, εφόσον μόνο αυτός είναι σε θέση να συλλάβει «συνολοποιητικά» και «διαλεκτικά» το γίγνεσθαι και την κοινωνία και επομένως μόνο στο όνομα αυτής της σύλληψης μπορούν να πραγματοποιηθούν εγχειρήματα μεγάλης πνοής, που περιλαμβάνουν και το επαναστατικό εγχείρημα ως συνολική, πρακτική κριτική στην κοινωνική κατάσταση των πραγμάτων ως έχουν.

Από αυτό είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η βία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του μαρξισμού και ότι δεν είναι οι στρεβλώσεις ή αλλοιώσεις τις οποίες επέφεραν οι «επίγονοι» που εισάγουν «ως μη έδει» τη βία στη μαρξιστική πρακτική. Στο σημείο αυτό, ο Λένιν και ο Στάλιν είναι απόλυτα συνεπείς με το πνεύμα του Μαρξ.

Ας επιστρέφουμε όμως στην «υλική βία», την οποία ο Μαρξ αντιλαμβάνεται ως μορφή κριτικής. Για τον Μαρξ η κριτική έχει το νόημα της αντίθεσης σε μια κατάσταση και θεωρεί ότι μια ολοκληρωτική αντίθεση στην κρατούσα κατάσταση πραγμάτων θα αποτελούσε μια συνολική κριτική σ’ αυτήν. Στο αποκορύφωμά της, στην πιο οξεία της μορφή, η κριτική αυτή αποκτά τη μορφή ένοπλου αγώνα – «κριτική των όπλων».

Δεν είναι οι άνθρωποι που πρέπει να αλλάξουν ιδέες, σύμφωνα με τον Μαρξ, αλλά οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ τάξεων, ώστε να επικρατήσουν άλλες ιδέες. Επομένως, αντιστρέφονται οι όροι της ορθολογικής πρότασης του Karl Popper, που ζητάει «να πεθάνουν οι ιδέες στη θέση μας» και να αντικατασταθεί «ο εξαλειπτικός ρόλος της βίας με τον εξαλειπτικό ρόλο της κριτικής». Στην κριτική των όπλων, οι ιδέες πεθαίνουν μαζί με τους φορείς τους. Δεν μπορεί να εξαλειφθεί μια ιδέα με τη δύναμη απλώς της κριτικής, και με τη χρήση της γλώσσας, που ως μέσον είναι οικονομικότερο από τη βία, αλλά με τα όπλα, με το θάνατο των προσώπων που είναι φορείς αυτών των ιδεών: αυτή ήταν η φιλοσοφία των σταλινικών και των λενινιστικών εκκαθαρίσεων και βρίσκεται ήδη στην ιδέα της κριτικής που απαντάται μέσα στο έργο του νεαρού Μαρξ.

Όπως είναι φυσικό, οι περισσότεροι μαρξιστές διανοούμενοι βρίσκουν ακόμα την ιδέα της επαναστατικής βίας ελκυστική και δικαιολογημένη, εφόσον είναι συνυφασμένη με τη συνολική κριτική στην κοινωνία, την οποία οι ίδιοι θεωρούν ότι μπορούν να την ασκήσουν. Όμως, η ίδια η ιδέα μιας παντοπτικής ικανότητας, που είναι σύμφυτη με εκείνη που ασπάζεται αυτός που δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα να ασκήσει «συνολική κριτική», σχετίζεται με εκείνη του γνωστικού προνομίου που υπόρρητα δίνει στον εαυτό του ο μαρξισμός και που προδίδει τον έμφυτο δογματισμό του. Και από θέσεως δογματικής ισχύος, κρίνοντας τον κόσμο sub specie auctoritatis, υπό το πρίσμα της εξουσίας, ασκεί κριτική η οποία είναι «συνολική»,

Η κριτική αυτή συνεπάγεται την εξάλειψη πολλών φορέων «λανθασμένων» ιδεών, και μαζί τους πολλών άλλων που ούτε καν συγκαταλέγονται σ’ αυτούς, εφόσον μαζί με το ξερό καίγεται και πολύ χλωρό. Ο διανοούμενος που προσελκύεται από τον μαρξισμό και την ιδέα της συνολικής κριτικής, η οποία μπορεί, γι’ αυτόν το λόγο, να πάρει και βίαιες μορφές σε εποχές αιχμής, δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος μπρος στο περιεχόμενο ενός βιβλίου όπως η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού. Η ανάγνωσή του τον οδηγεί σε ένα δίλημμα: ή θα πρέπει να αναθεωρήσει τις αφετηριακές του παραδοχές ή να δεχθεί ένα εξαιρετικά υψηλό ηθικό τίμημα μιας ιδεολογικής επιλογής υπέρ του μαρξισμού σήμερα, πολύ ψηλότερα από ό,τι οι περισσότεροι από μας θεωρούμε αποδεκτό. Η οδός της ευκολίας είναι να απορρίψει το δίλημμα και τους όρους του, αρνούμενος να εξετάσει σοβαρά σε τι συνίσταται το πρόβλημα που θέτει η Μαύρη Βίβλος, είτε απορρίπτοντάς την ως ανυπόστατη, είτε απλούστερα, με τον παραδοσιακό τρόπο που ισχύει «εις την φυγόπονον Ελλάδα» από την εποχή του Ροΐδη, μην μπαίνοντας στον κόπο να το διαβάσει.

4. Η ΑΝΑΓΚΗ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗΣ

Με την εμφάνιση νέων στοιχείων από τα μυστικά αρχεία των πρώην κομμουνιστικών χωρών, επιβεβαιώθηκαν με το παραπάνω τα συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει προηγούμενες έρευνες, οι οποίες είχαν παραμεριστεί παλιότερα ως «αφερέγγυες» ή «αντιδραστικές»43.

Η Μαύρη Βίβλος αξιοποιεί το σύνολο των παλαιότερων αναλύσεων, καθώς και των νέων στοιχείων44. Η δημοσίευση αυτών των στοιχείων εξαλείφει οποιαδήποτε δυνατότητα διατήρησης έστω και της παραμικρής ψευδαίσθησης όσον αφορά την εγκληματικότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων. Στις εξιδανικευτικές εικόνες των ιδεολογικών ωραιοποιήσεων αντιτάσσονται τα γεγονότα στη γλώσσα των αριθμών. Βέβαια, τα γεγονότα δεν μιλούν ποτέ μόνα τους. Και οι αριθμοί μόνοι τους δεν σημαίνουν τίποτα. Όμως τα γεγονότα, όπως έλεγε ο Λένιν, έχουν πεισματικό χαρακτήρα45. Και οι αριθμοί, όταν είναι αστρονομικοί, μπορούν να αναταράξουν τις συνειδήσεις, πράγμα συχνά αναγκαίο για να δημιουργηθεί ένας προβληματισμός. Αυτό συμβαίνει όταν κάποιο συνταρακτικό γεγονός, η επαφή με κάτι αναπάντεχο, μεταβάλλει ριζικά ένα ολόκληρο σύστημα εδραιωμένων πεποιθήσεων ή τουλάχιστον το θέτει σε σοβαρή αμφισβήτηση. Έτσι, μπορεί να σχηματισθεί η μετάλλαξης το Gestalt switch, όπως ονομάζει ο Thomas Kuhn την καθοριστική μεταβολή στη νοητική στάση των επιστημόνων, που τους επιτρέπει να δεχθούν μια νέα επιστημονική θεωρία, εγκαταλείποντας το «παράδειγμα» στο οποίο ήταν έγκλειστο, και το οποίο λειτουργούσε ως επιστημονική ορθοδοξία46.

Όμως, τέτοιες μεταλλάξεις δεν πραγματοποιούνται όταν οι ίδιοι οι πνευματικοί άνθρωποι αρνούνται να εξετάσουν τα γεγονότα, απορρίπτοντας τα πειραματικά δεδομένα εκ προοιμίου, ακριβώς όπως πολλοί θεολόγοι την εποχή του Γαλιλαίου είχαν ευγενώς αρνηθεί την πρόσκληση του να ελέγξουν την ηλιοκεντρική του θεωρία παρατηρώντας τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων από το τηλεσκόπιό του. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήθελαν να εκτεθούν στη γνώση που θα προερχόταν από την παρατήρηση, εφόσον αυτή θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε απαράδεκτα συμπεράσματα – δηλαδή στην αποδοχή θέσεων που δεν θα ήταν θρησκευτικώς ορθές – κάτι αντίστοιχο με το «πολιτικώς ορθό» των ημερών μας.

5 Η ΑΙΤΙΑΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Όπως ανέφερα πιο πάνω, και όπως προκύπτει από την ανάγνωση των κειμένων, η εξήγηση για την εγκληματικότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων συνίσταται στην εξουσιαστική ακράτεια που τα διακρίνει, η οποία με τη σειρά της είναι απόρροια της κάθετης δομής της εξουσίας σε συνδυασμό με τον ακραίο βολονταρισμό της κομμουνιστικής πολιτικής, η οποία συνδέεται με τη στρατηγική της ρήξης με το παρελθόν με την οποία είναι συνυφασμένη.

Ο βολονταρισμός – απαραίτητος για την απόλυτη ρήξη με το παρελθόν – και η απόλυτη αφοσίωση και πειθαρχία στο Κόμμα είναι οι κύριες αιτίες της εγκληματικότητας του κομμουνισμού, εφόσον από την αφετηριακή του αυτοθέσπιση το κομμουνιστικό καθεστώς αποστρέφεται οποιαδήποτε εμπόδια ή όρια – ηθικά, πολιτικά ή πολιτιστικά – στην εφαρμογή του προγράμματος του. Γι’ αυτό και η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, την οποία πρωτοδιατύπωσε ο Μαρξ και επεξεργάστηκε θεωρητικά ο Λένιν, εκφράζει απόλυτα το πνεύμα και τις ανάγκες του κομμουνιστικού κινήματος, που συνοψίζεται ακριβώς σ’ αυτόν τον συνδυασμό βολονταρισμού και συγκεντρωτισμού. Ιδού τι γράφει ο Λένιν πάνω σ’ αυτό το θέμα, τον Μάιο του 1920:

«Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας αδυσώπητος αγώνας, αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, στρατιωτικός, οικονομικός, παιδευτικός και διοικητικός, εναντίον της δύναμης της παράδοσης (traditsya) του παλιού κόσμου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από τη συνήθεια (pnvytchka) εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Χωρίς ένα κόμμα με σιδερένια πυγμή, ατσαλωμένο στους αγώνες… είναι αδύνατο να δοθεί στήριγμα σ’ αυτόν τον αγώνα»47.

Η σημασία που δίνει ο Λένιν στην παράδοση και τη συνήθεια, καθώς και στην ανάγκη ρήξης με το παρελθόν, τη στιγμή που η αντίσταση στην αλλαγή έχει τεράστια δύναμη, ορίζει την ανάγκη δημιουργίας ενός παντοδύναμου κόμματος. Το κόμμα αυτό θα πρέπει να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή αποφασιστικότητα και την πιο πειθαρχημένη οργάνωση για να φέρει εις πέρας το πρόγραμμά του, πηγαίνοντας ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη φύση, δηλαδή στη δύναμη που έχουν η παράδοση και η αδράνεια. Το κομμουνιστικό κόμμα, συνεπώς, είναι κατά τον Λένιν το κέντρο ευθύνης για το συνολικό πρόγραμμα που εφαρμόζει, πηγαίνοντας ενάντια στα κατεστημένα συμφέροντα, ενάντια στις κατεστημένες νοοτροπίες και ενάντια στην ίδια την κοινωνία, αν και όταν χρειασθεί.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κομμουνιστικό κόμμα ήταν αντικείμενο απόλυτης αφοσίωσης για τα μέλη του. Ο αμείλικτος και αδίστακτος χαρακτήρας της εξουσίας ενός τέτοιου κόμματος ασκούσε μαγνητική έλξη σε πολλούς διανοουμένους, όπως αργότερα ομολόγησαν προσωπικότητες όπως ο Arthur Koestler, ο Emannuel Leroy Ladurie. ο Frangois Furet, o Claude Lefort και άλλοι πολλοί. To κόμμα αυτό ήταν η αναγκαία και αδίστακτη δύναμη, η ατσαλένια συλλογική βούληση που εκφραζόταν μέσα στην κάθετη οργάνωση της εξουσίας του και αντιπροσώπευε για τους οπαδούς του την «ενσάρκωση της επαναστατικής ιδέας στην Ιστορία», για να επαναλάβουμε τα λόγια του Ρουμπάσοφ, του ήρωα του μυθιστορήματος του Koestler «Το μηδέν και το Άπειρο»48.

Από την άλλη μεριά, η ιδεολογία της ρήξης με το παρελθόν παράγει και την αντίστοιχη στρατηγική. Και το έγκλημα εγγράφεται μέσα σ’ αυτήν τη στρατηγική. Οι κομμουνιστές κατέφυγαν σε μαζικές εγκληματικές πράξεις, χωρίς ενδοιασμούς ή αναστολές, με βάση μια αρκετά αμφισβητήσιμη θεωρία της Ιστορίας, της οποίας αυτοτιτλοφορούνται απόστολοι. Ορισμένα κείμενα της Τσεκά – της πρώτης επίσημης τρομοκρατικής οργάνωσης που δημιούργησαν οι μπολσεβίκοι και πρόγονος της Γκεπεού και της Καγκεμπέ – αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια αυτής της δολοφονικής αυτοπεποίθησης49. Και δολοφονική είναι η αυτοπεποίθηση ενός δογματικού και φανατικού όταν είναι κάτοχος μιας εξουσίας χωρίς φραγμούς.

Το ζήτημα, όμως, δεν είναι αν υπήρχαν ή όχι φανατικές προσωπικότητες μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα που κατείχαν την εξουσία. Ασφαλώς και υπήρχαν50. Το ζήτημα είναι κατά πόσον αυτός ο φανατισμός είχε ρυθμιστική αρμοδιότητα μέσα στο σύστημα και κατά πόσο η ιδεολογία του τελευταίου τού έδινε νομιμοποιητική δυνατότητα, από τη στιγμή που η παντοδυναμία και παναρμοδιότητα του κόμματος αναγόταν σε κυρίαρχη αρχή. Και η αρχή αυτή θεωρητικοποιήθηκε από τον Λένιν μέσα από την έννοια της partiinost’, που σημαίνει συγχρόνως απόλυτη πειθαρχία στο κομμουνιστικό κόμμα και εφαρμογή της «κομματικής γραμμής» παντού, ακόμα και σε φιλοσοφικά ζητήματα51. Και όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η αρχή αυτή έχει άμεση σχέση με τον βολονταρισμό του κομμουνισμού.

Η κομματική γραμμή εφαρμόστηκε με τον πιο απόλυτο και άγριο τρόπο στον εμφύλιο πόλεμο και μετά τα γεγονότα της Κροστάνδης, το 1921, Η πεποίθηση ότι έπρεπε να υπερισχύσει η θέληση του Κόμματος πάντοτε και παντού, έκανε τους κατά τόπους κομμουνιστές αδίστακτους σε ακραίο βαθμό και ενίσχυσε την ιδέα του Κόμματος ως αδελφότητας, αλλά και ως οργάνωσης στην οποία οφείλεται απόλυτη αφοσίωση, ακόμα και στην ήττα52. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η πτυχή της κομμουνιστικής πειθαρχίας, στη ρομαντικότερη εκδοχή της – η οποία συχνά δεν απείχε από την πραγματικότητα – έπαιξε σημαντικό ρόλο στο φαντασιακό πολλών διανοουμένων που μαγνητίστηκαν από τις προμηθε’ίκές δυνατότητες που άνοιγε ο κομμουνιστικός βολονταρισμός53.

6 Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ

Ο αντίλογος στα επιχειρήματα της Μαύρης Βίβλον πήρε δύο βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη συνίσταται στη μερική – έστω – αμφισβήτηση των στοιχείων, την προσπάθεια μείωσης των αριθμητικών μεγεθών, την έκφραση αντιρρήσεων ως προς τη μεθοδολογία της έρευνας, η οποία συναθροίζει αριθμούς που αντιστοιχούν σε γεγονότα διαφορετικών εποχών, σε γεγονότα που συνέβησαν κάτω από ιστορικά ανόμοιες μεταξύ τους συνθήκες. Η δεύτερη συνίσταται στην άρνηση οποιασδήποτε ευθύνης του ίδιου του κομμουνισμού για τα εγκλήματα που του αποδίδονται, διότι η «ουσία» του παραμένει ανθρωπιστική, παρά τις στρεβλώσεις που υπέστη κατά την εφαρμογή του.

Η πρώτη μορφή αντίρρησης στα συμπεράσματα της Μαύρης Βίβλου έχει εμπειρικό χαρακτήρα και δεν στερείται σοβαρότητας. Το ίδιο δεν συμβαίνει με τη δεύτερη, η οποία έχει καθαρά ουσιολογικό χαρακτήρα. Η «επιχειρηματολογία» της ξεκινά από τη λήψη του ζητουμένου, δηλαδή με την υιοθέτηση ως βάσης εκείνου που είναι προς απόδειξη. Η τελειότητα του κομμουνισμού, που είναι το ζητούμενο, εκλαμβάνεται ως δεδομένη και προβάλλεται ως «ουσία», η οποία ταυτίζεται με τον τελικό του σκοπό, που είναι η δίκαιη, ορθολογική, ανθρωπιστική, αταξική κοινωνία. Η λειτουργία ενός απάνθρωπου συστήματος όπου κυριαρχεί το μαζικό έγκλημα, η αδικία, η τυραννία, δεν έχει καμία σχέση με αυτήν την «ουσία». Αν κάτι που απλώς ονομάζεται κομμουνισμός δεν αναδίδει την ουσία του αυτή, δεν μπορεί να είναι κομμουνισμός. Κομμουνισμός και έγκλημα – καμία σχέση! Διότι αν ο «κομμουνισμός» είναι εγκληματικός, δεν είναι κομμουνισμός. Και αν όντως είναι κομμουνισμός, δεν είναι δυνατόν να είναι εγκληματικός: όπερ έδει δείξαι.

Όπως μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας, η ενσωμάτωση οποιασδήποτε ιδιότητας που επιλέγουμε εκ προοιμίου στον ορισμό ενός πράγματος προφυλάσσει από οποιαδήποτε εμπειρική διάψευση όσον αφορά αυτήν την ιδιότητα. Το πονήρευμα αυτό – εύκολα αναγνωρίσιμο από πρωτοετείς φοιτητές της φιλοσοφίας – συνίσταται στην παρουσίαση μιας ουσιολογικής ταυτολογίας ως επιχειρήματος.

Από την άλλη μεριά, η εμπειρική και μεθοδολογική διαφωνία με την επιχειρηματολογία των συγγραφέων της Μαύρης Βίβλου αξίζει να αντιμετωπισθεί με προσοχή. Η πρώτη αντίρρηση σχετίζεται με τις αθροίσεις θυμάτων, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου ή χώρας. Οι αθροίσεις αυτές αποτελούν αφαιρέσεις, δηλαδή νοητικές κατασκευές που βασίζονται σε μια θεωρία η οποία τις νομιμοποιεί μεθοδολογικά. Τα γεγονότα, όπως είπαμε, δεν μιλάνε μόνα τους, αλλά πάντα μέσα από μια θεωρία ή μια ιδεολογία την οποία έρχονται να στηρίξουν. Δεν υπάρχουν δεδομένα ξέχωρα από το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και του δίνουν πρόσθετη βαρύτητα, Η σύγχρονη επιστημολογία μάς δείχνει ότι και οι εμπειρικές μας παρατηρήσεις είναι θεωρητικά φορτισμένες, δηλαδή μας προκαταλαμβάνει η θεωρία – με τη γενικότερη έννοια που περιλαμβάνει μια υπόθεση, μια ιδεολογία ή ένα επιστημονικό υπόδειγμα – η οποία χρωματίζει τα παρατηρούμενα γεγονότα.

Η θεωρία – στην προκειμένη περίπτωση, η υπόθεση σύμφωνα με την οποία ο κομμουνισμός γεννά θύματα – φορτίζει τα παρατηρησιακά δεδομένα. Επιπλέον, η θεωρία αυτή βασίζεται στο ότι ο κομμουνισμός είναι ίδιος παντού, σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες. Αυτό, όμως, δεν ισχόει, προφανώς. Αν. επομένως, οι αθροίσεις αποτελούν θεωρητικές κατασκευές, πρέπει να ελεγχθούν για να διαπιστωθεί αν είναι αυθαίρετες. Η μάζα των νεκρών περιλαμβάνει εκτελεσθέντες, θύματα πολέμου, λιμών, στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας κ.λπ. Οι διακρίσεις ανάμεσα σε ξεχωριστές κατηγορίες είναι αναγκαίες. Η συνολοποίηση είναι αθέμιτη. Και συνεπούς η μαζικότητα του εγκλήματος δεν θεμελιώνεται.

Ούτε όμως, αυτή η αντίρρηση είναι βάσιμη. Το ζήτημα είναι αν μια υπόθεση μπορεί να ελεγχθεί ως προς την αντιστοιχία της με την αντικειμενική πραγματικότητα. Οι νοητικές κατηγορίες που χρησιμοποιεί είναι θεμιτές αν χρησιμοποιούνται με τρόπο που να επιτρέπουν τον έλεγχο οι αιτιάσεις μιας Θεωρίας. Με βάση ορισμένα δεδομένα που είναι επαρκώς τεκμηριωμένα (όχι αδιάψευστα), οποιαδήποτε υπόθεση είναι δυνητικά διαψεύσιμη εφόσον έχει σχέση με την πραγματικότητα. Αν δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα παραμένει αδιάψευστη και κινείται στο χώρο της μεταφυσικής ή της ταυτολογίας. Και η θεωρία ότι ο κομμουνισμός δεν διαπράττει εγκλήματα (παρά σπανίως), αν την εκλάβει κανείς ως εμπειρική, αναιρείται από την ιστορική τεκμηρίωση που βασίζεται σε καταμετρημένα γεγονότα.
Συνεπώς, η άθροιση των θυμάτων είναι θεμιτή, εφόσον συσχετίζεται με τη θεμελίωση μιας αρχικής υπόθεσης, που δεν αφορά μια περίοδο ή μια περιοχή, αλλά ένα σύστημα με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Ο αιτιακός συσχετισμός αυτού του συστήματος με τη διά-πραξη μαζικών εγκλημάτων πρέπει να μελετηθεί εμπειρικά και η τεκμηρίωση – ουδέποτε αδιάψευστη- μπορεί να χρησιμεύσει ως ισχυρή επίρρωση, όχι ως οριστική επαλήθευση της υπόθεσης54.

Η συνολοποίηση των Θυμάτων του κομμουνισμού δεν σημαίνει άρνηση της ετερογένειας στις καταστάσεις που τα προκάλεσαν, αλλά ότι η εγκληματικότητα του καθεστώτος είναι συστηματική και όχι συμπτωματική. Αλλιώς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι κάθε διαφορετική περίσταση έχει τη δική της ιδιαιτερότητα και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική φύση του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Ο συνολικός αριθμός των 85 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ των κομμουνιστικών καθεστώτων πράγματι καταπλήσσει και ασφαλώς λειτουργεί ως «πολιτιστικό σοκ» για τους πιστούς της ιδεολογικής κοινότητας της Αριστεράς. Οι συγγραφείς της Μαύρης Βίβλου ενήργησαν απομυθοποιητικά: περιέγραψαν την πραγματικότητα αντικειμενικά, παραθέτοντας ευεξέλεγκτα στοιχεία, χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς φόβο μήπως θιγούν οι ιδεολογικές ευαισθησίες οποιωνδήποτε από την «ιερόσυλη» κατηγορία εγγενούς εγκληματικότητας που απηύθυναν στον κομμουνισμό.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τα στοιχεία που παρατίθενται. Τα στοιχεία αυτά δεν αμφισβητούνται σοβαρά. Όμως, όπως είπαμε, η συνολοποίηση των θυμάτων αποτελεί ένα οδυνηρό πολιτικό μήνυμα για ορισμένους, Όσο και αν προβληθούν μεθοδολογικές ενστάσεις, όσο και αν θεμελιωθούν οι φιλοσοφικές αντιρρήσεις για την «πραγματική φύση» του κομμουνισμού, ο οκταψήφιος αυτός αριθμός, που πλησιάζει τα 100 εκατομμύρια θυμάτων, προκαλεί ίλιγγο65. Θα ήταν, ίσως, λιγότερο οδυνηρός, αν ήταν μικρότερος, αλλά οι προσπάθειες μείωσης της εκτίμησης είναι λογικά απαράδεκτες και ηθικά ευτελείς56.

Όμως, ο αριθμός των 85 εκατομμυρίων θυμάτων, όσο και αν εκπλήσσει αυτούς που δεν ήταν επαρκώς ενημερωμένοι, όσο και αν θίγει τους πιστούς, είναι απόλυτα αληθοφανής. Δεν απέχει – είναι μάλιστα μικρότερος – από τους υπολογισμούς που έγιναν παράλληλα από άλλους μελετητές. Έτσι, ο Rudolf Rummel, Αμερικανός ιστορικός, ειδικός στο θέμα των μαζικών σφαγών στην παγκόσμια ιστορία, υπολογίζει τα θύματα του κομμουνισμού σε παγκόσμια κλίμακα σε 110 εκατομμύρια, δηλαδή, πολύ κοντά στους υπολογισμούς του Courtois57. Ο Rummel διακρίνει ανάμεσα σε κατηγορίες γενοκτονίας, όπως την εξολόθρευση των Κοζάκων του Ντον το 1919, την προγραμματισμένη πείνα στην Ουκρανία το 1932-35 και τις μαζικές απελάσεις στις Βαλτικές χώρες και αλλού.

Αθροίζοντας όλους τους θανάτους που προκλήθηκαν από το κομμουνιστικό καθεστώς, δηλαδή από δικαστικές αποφάσεις για πολιτικά αδικήματα που εκδικάστηκαν με προειλημμένες αποφάσεις, θανάτους που προκλήθηκαν από κακουχίες σε τόπους εξορίας και στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, ή εκτελέσεις χωρίς δίκη και θανάτους από πείνα που προκλήθηκαν από πολιτικές αποφάσεις, ο R, Rummel φτάνει σε αυτόν τον αριθμό των 110 εκατομμυρίων, που περιλαμβάνει 61 εκατομμύρια στην ΕΣΣΔ, 35 εκατομμύρια στην Κίνα, 2 εκατομμύρια στην Καμπότζη κλπ.

Οι αριθμοί που παρατίθενται στη Μαύρη Βίβλο συγκλίνουν επίσης με τους αριθμούς που αναφέρονται σε άλλες μελέτες, όπως του Boris Souvarine, το 1936, και του Robert Conquest, το 196858. Ούτε ευσταθεί το επιχείρημα που προβάλλεται ότι στην Ιστορία παρατηρούνται ανάλογες επιχειρήσεις μαζικών εκκαθαρίσεων. Ο Vladimir Boukovski παρατηρεί εύστοχα ότι τα θύματα της Ιεράς Εξέτασης ήταν συνολικά 5.000 σε διάστημα 300 ετών, ενώ ο Στάλιν με μια μονογραφή έστειλε στο απόσπασμα 6.600 άτομα59. Τα μεγέθη έχουν κάποια σημασία, ορισμένες φορές.

7 Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΑΖΙΣΜΟΥ/ΦΑΣΙΣΜΟΥ

Ο 20ός αιώνας είναι ο αιώνας του ολοκληρωτισμού, δηλαδή απολυταρχικών καθεστώτων κεντρικά οργανωμένων, όπου το κράτος και η πολιτική τείνουν να απορροφήσουν όλες τις πτυχές της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Ο ολοκληρωτισμός διαθέτει δυνατότητες που του παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία και ο σύγχρονος κρατικός συγκεντρωτισμός, που δεν είχαν αυταρχικά καθεστώτα προηγουμένων εποχών. Σ’ αυτές τις δυνατότητες περιλαμβάνεται η μαζική προπαγάνδα, η μαζική καταπίεση και η μαζική εξολόθρευση. Σ’ αυτόν τον τρομερό αιώνα, τον οποίο ο Eric Hobsbawm ονομάζει «εποχή ακροτήτων» στο ομώνυμο βιβλίο του60, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα διέπραξαν μαζικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα αν μπορεί να συγκριθεί ο κομμουνισμός με άλλες μορφές ολοκληρωτισμού, και κυρίως με το ναζισμό61. Όμως, η αναφορά στην απλή δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ ναζισμού και κομμουνισμού φάνηκε στους υπερασπιστές τής κομμουνιστικής ιδεολογίας τερατώδης και βλάσφημη. Ωστόσο, τα επιχειρήματα που επιστράτευσαν ήταν ασυνήθιστα ισχνά62.

Ασφαλώς και υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στο ναζισμό και τον κομμουνισμό. Η κύρια διαφορά, όμως, δεν βρίσκεται, όπως νομίζουν οι κομμουνιστές και ορισμένοι διανοούμενοι που αυτοπροσδιορίζονται χαλαρά ως «αριστεροί», στην υποτιθέμενη ανθρωπιστική επαγγελία ή στο ουτοπικό όραμα του κομμουνισμού. Η κύρια διαφορά ανάμεσα στους δύο ολοκληρωτισμούς συνίσταται στο ότι η κτηνωδία στο ναζισμό είναι κυνική και απροκάλυπτη, ενώ στον κομμουνισμό είναι καμουφλαρισμένη με ιδεολογικά φτιασίδια.

Βαρύνουσα σημασία σ’ αυτήν τη συνάφεια έχει η συμβολή του Γάλλου, πρώην κομμουνιστή ιστορικού Francois Furet, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένη η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού. Ο Francois. Furet ήταν η μεγάλη μορφή που αναγνώρισε την αξία της θεωρητικής έμπνευσης του Ernst Nolte, με τον οποίο είχε συχνή αλληλογραφία πάνω στη σχέση (όχι την ταύτιση) ανάμεσα στο ναζισμό και τον κομμουνισμό 63. Ο Γάλλος ιστορικός υποστηρίζει ότι οι συγγένειες ανάμεσα στα δυο συστήματα είναι οργανικές και όχι τυχαίες, ότι η αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν ήταν ισοσθενής με την αμοιβαία μεταξύ τους καχυποψία και ότι το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο του 1939 δεν ήταν δημιούργημα μιας απλής συγκυρίας.

«Κανένα από τα δύο στρατόπεδα», γράφει ο Furet στον Nolte, «δεν μπορεί να γίνει κατανοητό στον μελετητή αν δεν κατανοήσει συγχρόνως το άλλο. Εξαρτώνται αμοιβαία από τα πάθη από τα οποία κυριαρχούνται και τις ιδέες και παραστάσεις που τα διέπουν, καθώς και τη συνολική ιστορική πραγματικότητα στην οποία εντάσσονται»64.

Η ιδέα αυτή μιας μεγαλύτερης συγγένειας από ό,τι φαντάζονται πολλοί, μεταξύ κομμουνισμού και ναζισμού, απορρίπτεται ενστικτωδώς από ορισμένους διανοούμενους της Αριστεράς. Η περιφρόνηση που νιώθουν για την έξαρση της σημασίας της φυλής στο ναζισμό και η γοητεία που ασκεί ο μαρξισμός στη συνείδησή τους, τους πείθουν ότι είναι απαράδεκτη και μόνη η ιδέα της δυνατότητας μιας τέτοιας σύγκρισης.

Όσο δεν υπήρχε επαρκής πληροφόρηση για το τι έκρυβε το κομμουνιστικό στρατόπεδο, αυτή η στάση ήταν ανεκτή και για ένα διάστημα αποδεκτή. Από εδώ και πέρα, αυτό είναι αδύνατο. Γι’ αυτό και οι διαμαρτυρίες κατά της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού επικαλούνται το όραμα και την ουτοπία που αντιπροσωπεύει ο κομμουνισμός. Σημασία δεν έχει, πλέον, όπως φαίνεται, η πραγματικότητα, το «υπαρκτό» του σοσιαλισμού όπως τον εβίωσε το ένα τρίτο της ανθρωπότητας, αλλά ο σκοπός του, ο ορίζοντας των ιδανικών του, ο ουτοπικός οραματισμός του.

Είναι απορίας άξιον ότι αυτήν τη στάση υιοθετούν «μαρξιστές». Ο Μαρξ έγραφε στην Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (1859) ότι δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά αντίθετα η κοινωνική τους ύπαρξη που καθορίζει τη συνείδηση τους65. Κατ’ αντιστοιχία, μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα έργα ενός καθεστώτος μας παρέχουν το μέσον για να κριθεί το ίδιο, και όχι η προπαγάνδα του, η ιδεολογία του ή οι οραματισμοί του.

Αυτό μας φέρνει ξανά στην ασυμμετρία που είχε καταγγείλει ο Besancon, ανάμεσα στην ηθική καταδίκη του ναζισμού και του κομμουνισμού από τη διεθνή κοινή γνώμη. Η καταδίκη του ναζισμού από την πολιτισμένη ανθρωπότητα είναι απόλυτη και δικαιολογημένη πέρα για πέρα. Οποιαδήποτε προσπάθεια «αναθεώρησης» της ιστορικής κρίσης για το ναζισμό, που τείνει να μετριάσει τον εγκληματικό του χαρακτήρα, είναι απαράδεκτη από κάθε άποψη. Η υστερική αποθέωση της βίας, η θηριωδία, η μαζική εγκληματικότητα, ο ρατσισμός είναι τα χαρακτηριστικά του ναζισμού, τόσο στην ιδεολογία όσο και στην πρακτική του.

Ο ναζισμός καταδικάστηκε στο Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης από τους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ασφαλώς όμως και από όλη την ανθρωπότητα, εναντίον της οποίας είχε διαπράξει ειδεχθή εγκλήματα. Όπως είπε ο γενικός εισαγγελέας για τη Γαλλία Frangois de Menthon προς στο δικαστήριο

«Δεν έχουμε να κάνουμε με μια συμπτωματική ή περιστασιακή εγκληματικότητα. Έχουμε να κάνουμε με μια εγκληματικότητα που είναι συστηματική, η οποία εκπορεύεται από ένα δόγμα»66.

Το κατ’ εξοχήν έγκλημα του ναζισμού κατά της ανθρωπότητας ήταν η γενοκτονία των Εβραίων στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το έγκλημα καταδίκασε το ναζισμό στην παγκόσμια συνείδηση. Η διεθνής αναγνώριση της μοναδικότητας της shoah {ή «ολοκαυτώματος»)67 κατέστησε απαγορευτική οποιαδήποτε απόπειρα σύγκρισης με άλλα εγκλήματα. Λίγοι σήμερα θα αμφισβητούσαν αυτήν την κρίση της Ιστορίας68.

Η φρίκη που εμπνέει η ναζιστική ιδεολογία δεν συνδέεται με μια μεταφυσική «ουσία», η οποία υποτίθεται ότι ενυπάρχει στην κοσμοθεωρία του ναζισμού, αλλά στα πεπραγμένα του τελευταίου, τα οποία αποτελούν μια ευρύτατα μοιρασμένη εμπειρία της ανθρωπότητας, βαθιά χαραγμένη στη συλλογική της μνήμη. Αν. λοιπόν, κρίνεται ο ναζισμός από τα έργα του και όγι από τα «ιδανικά» του – όποια και αν είναι αυτά – το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τον κομμουνισμό. Και αυτός οφείλει να κριθεί με βάση αυτά που έκανε και όχι με βάση τα «οράματα» και την «ουτοπία» που τον ενέπνευσαν. Πρέπει, με άλλα λόγια, να πραγματοποιηθεί ένας εμπειρικός έλεγχος, μια αντικειμενική καταγραφή αυτών του των έργων.

Όμως, αυτή η καταγραφή απορρίπτεται εκ προοιμίου από τους ιδεολογικούς εκπροσώπους του κομμουνισμού σήμερα, εφόσον θα κατέτεινε στην ιδέα της συγκρισιμότητας μεταξύ ναζισμού και κομμουνισμού. Για λόγους που έχουν να κάνουν με τα ιδεολογικά τους βιώματα και όχι με τη λογική, οι άνθρωποι αυτοί, ακόμα και αν είναι επικριτικοί έναντι των κομμουνιστικών καθεστώτων, δεν μπορούν και δεν θέλουν να κρίνουν με το ίδιο μέτρο τον ναζισμό και τον κομμουνισμό.

Αυτό ισχύει για ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθετήσεως. Ο Raymond Aron, ο οποίος δεν ήταν αριστερής ιδεολογικής απόκλισης, έγραφε ότι η διαφορά ανάμεσα στον κομμουνισμό και το ναζισμό είναι ότι ο πρώτος οδηγεί τους αντιπάλους του σε στρατόπεδα εργασίας, ενώ ο δεύτερος σε στρατόπεδα θανάτου. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει η επιδίωξη να δημιουργηθεί ένας νέος τόπος ανθρώπου, στην άλλη η δαιμονική βούληση εξολόθρευσης μιας φυλής69.

Αργότερα ο Aron άλλαξε γνώμη και άσκησε κριτική στην προηγούμενη θέση του70. Η διαφορά ανάμεσα στους δύο ολοκληρωτισμούς, θα γράψει ο Aron, βρίσκεται στον «οικουμενισμό» του κομμουνισμού και στη «φυλετική» ερμηνεία της ιστορίας από το ναζισμό. 0 «φυλετικά κατώτερος» δεν έχει θέση στο ναζιστικό κράτος, ενώ ο «ταξικός εχθρός» στο κομμουνιστικό καθεστώς έχει δυνατότητα να «αναμορφωθεί».

Αυτό, όμως, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης της Μαύρης Βίβλου, δεν ισχύει στην πράξη, εφόσον εκατομμύρια υπήρξαν τα θύματα εκκαθαρίσεων στα κομμουνιστικά καθεστώτα, που εξολοθρεύθηκαν ως ομάδες. Με την έννοια αυτη, όπως λέει ο Aron, ο οικουμενισμός του κομμουνισμού λειτουργεί παραπλανητικά. Στο ίδιο θέμα γράφοντας ο Francois George, λέει ότι η διαφορά ανάμεσα στον κομμουνισμό και το ναζισμό συνίσταται στο ότι στον τελευταίο ο «εχθρός», το «εμπόδιο» στην πραγματοποίηση του «μεγαλειώδους οράματος», που είναι η δημιουργία μιας νέας, ισχυρής και καθαρόαιμης Ευρώπης, είναι ο Εβραίος. Η εξολόθρευσή του είναι ένας εμφανής στόχος. Στον κομμουνισμό, αυτή η σύνδεση μεταξύ οράματος και εχθρού, ανάμεσα στο ιδανικό και την αντίθεση του, είναι συγκαλυμμένη από ιδεολογήματα. Και έτσι εξηγείται, κατά τον Γάλλο φιλόσοφο, το πλήθος των ευγενών ιδεαλιστών που εξαπατήθηκαν από αυτόν, πέφτοντας στην ηθική παγίδα και αποδίδοντας ελαφρυντικά στον κομμουνισμό με το αιτιολογικό ότι έχει ευγενείς πόθους και αγαθές προθέσεις71.

Είναι, όμως, αυτό θεμιτό; Ο Jacques Julliard, σημαίνουσα προσωπικότητα της γαλλικής Αριστεράς, εκφράζει μια εύλογη αντίρρηση:

«Για ποιο λόγο και ως προς τί, εγκληματίες που επικαλούνται το καλό είναι λιγότερο ένοχοι από εκείνους που επικαλούνται το κακό;»72

8. ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ

Η στερεότυπη απάντηση στο ερώτημα του Julliard είναι ότι η ναζιστική ιδεολογία είναι απάνθρωπη, ενώ ο κομμουνισμός έχει τουλάχιστον αγαθές προθέσεις. Αν θέλουμε, όμως, να είμαστε δίκαιοι, δεν πρέπει να κρίνουμε το ναζισμό με βάση την περιγραφή του από τους αντιπάλους του ως – «ιδεολογία του μίσους» – και τον κομμουνισμό με βάση τις ιδιότητες που του αποδίδουν οι οπαδοί του – «ανθρωπιστική αποστολή», «δημιουργία νέου ανθρώπου».

Οι αγαθές προθέσεις ή οι οικουμενικές ιδεολογίες δεν ξεπλένουν το έγκλημα,. Στο όνομα μιας «ψευδο-ιδεοκρατίας», όπως ονομάζει το ορθόδοξο μαρξιστικό δόγμα της Σοβιετικής Ένωσης ο Tsvetan Todorov, ο Στάλιν αποφασίζει εν ψυχρώ την καταδίκη της Ουκρανίας, της πιο πλούσιας περιοχής σε αγροτικά προϊόντα στη Σοβιετική Ένωση, σε λιμoκτovία. Η χρησιμοποίηση αυτής της μεθόδου εξόντωσης πληθυσμών έγινε συστηματικά και αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας74. Η μέθοδος αυτή δεν είναι λιγότερο απάνθρωπη από τους θαλάμους αερίων των ναζί και δεν είναι μόνο στη Σοβιετική Ένωση που λιμοκτόνησαν οι άνθρωποι, αλλά και στην Κίνα . Η χρήση της συνιστά γενοκτονία. Και γενοκτονία, σύμφωνα με τον γαλλικό ποινικό κώδικα, μεταξύ άλλων, αλλά και με γενικότερες αρχές του διεθνούς δικαίου στοιχειοθετείται όταν υπάρχει σχέδιο που να τείνει προς το σκοπό της εξάλειψης μιας ομάδας ανθρώπων: δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει ΔΙΑΚΗΡΥΓΜΕΝΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ενός τέτοιου στόχου.

Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι τα ίδια τα γεγονότα, ιδίως όταν δεν μπορεί να διαμφισβητηθεί ότι ήταν προβλέψιμα, λόγω συγκεκριμένων πολιτικών αποφάσεων. Ούτε είναι ορθό να υποβιβάζεται η εξάλειψη μιας κοινωνικής τάξης, όπως συνέβη επανειλημμένα στα κομμουνιστικά καθεστώτα, σε χαμηλότερη βαθμίδα γενοκτονικής φρικαλεότητας από την εξάλειψη της φυλής. Όπως εύστοχα επισημαίνει ένας από τους συγγραφείς της Μαύρης Βίβλου, ο Yves Santamaria, με αυτόν τον τρόπο παραθεωρείται ένα βασικό γεγονός: οτι τόσο η φυλή, όσο και η κοινωνική τάξη, είναι παράγωγα της Ιστορίας: δεν είναι παράγωγο της «φύσης» η πρώτη και της Ιστορίας ή της κοινωνίας η δεύτερη76. Και στις δύο περιπτώσεις εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κατά περίπτωσιν εξολοθρευτή να καθορίσει σε ποια τάξη, φυλή ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα προς εξόντωση ανήκει ή δεν ανήκει κάποιος. Δικαιώνεται, συνεπώς, ο Besancon όταν δίνει μια απερίφραστα καταφατική απάντηση στο ερώτημα αν ο κομμουνισμός είναι εξ ίσου εγκληματικός με το ναζισμό και το φασισμό77.

Όπως εύστοχα σχολιάζει ο Franrois Furet, το κοινό σημείο που έχουν μεταξύ τους, ο κομμουνισμός από τη μια μεριά και ο φασισμός και ο ναζισμός από την άλλη, είναι το μίσος για τη δημοκρατία και τη νεωτερικότητα, τη δυνατότητα που έχουν οι άνθρωποι να ρυθμίζουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις ατομικές τους προτιμήσεις78. Η ίδια η επανάσταση δημιουργεί το μίσος για τον αστό – και ο Χίτλερ θεωρούσε τον εαυτό του επαναστάτη. Η ιδέα της επανάστασης ελκύει πολλούς διανοούμενους, συνεχίζει ο Furet, διότι είναι «η επιβεβαίωση της δυνατότητας του ανθρώπου να αυτοδημιουργηθεί – να αυτο-εφευρεθεί». Είναι σύμβολο της «δημοκρατικής αυτονομίας του ατόμου και της αυτο-ιδιοποίησής του»79 . Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο φαντασιακό του δυτικού ανθρώπου σήμερα συνυφαίνεται η ιδέα της επανάστασης με τη δημοκρατία. Είναι απότοκο της κληρονομιάς της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλέπεται ότι όλες οι επαναστάσεις δεν ήταν δημοκρατικές και ότι ολοκληρωτικά κινήματα χρησιμοποίησαν επαναστατικές μεθόδους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του φασισμού, όπως δείχνουν οι ιστορικές μελέτες του Renzo De Felice, που παραμένουν μοναδικές σε ερευνητική πληρότητα και αναλυτική διεισδυτικότητα80.

Η θέση του De Felice, την οποία υιοθετεί ο Furet, είναι ότι το φασιστικό κίνημα του Μουσσολίνι άντλησε την τρομακτική του δύναμη από τον κομμουνισμό με την εξής έννοια: όχι διότι ο Μουσσολίνι έκανε χρήση «ατάκτων» στοιχείων, αλλά διότι αντέστρεψε τη δυναμική των πραγμάτων που ήταν επαναστατική στη διάρκεια της «κόκκινης διετίας» 1919-20 στη Βόρειο Ιταλία. Στον επαναστατικό μαξιμαλισμό των αριστερών ο Μουσολίνι έδωσε μία εθνικιστική κατεύθυνση. Ο φασισμός αποτέλεσε μια επαναστατική και όχι συντηρητική αναστροφή της κατάστασης που δημιουργήθηκε από την κοινωνική αναταραχή εκείνης της περιόδου 81. Αυτό αποτελεί άλλη μια περίπτωση όπου η ανάλυση του De Felice επιβεβαιώνει τη θεμελιακή ιδέα του Furet, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να νοηθεί είτε ο κομμουνισμός, είτε ο φασισμός και ο ναζισμός στον εικοστό αιώνα, χωρίς αναφορά στις αλληλοδράσεις μεταξύ τους, χωρίς παραπομπή σε κοινές μήτρες, χωρίς την κοινή αποστροφή για τη νεωτερικότητα και χωρίς τον πόθο δημιουργίας ενός «νέου ανθρώπου», μιας «νέας τάξης» και ενός «νέου λαού»82.

9. ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

Εν τούτοις, οι διανοούμενοι που τάχθηκαν υπέρ του κομμουνισμού, είτε ως οπαδοί, είτε ως συνοδοιπόροι, εξακολούθησαν να τον βλέπουν ως συνδυασμό ανθρωπισμού και τρομοκρατίας, κατά την έκφραση του φιλοσόφου Merleau-Ponty83. Οι στοχαστές αυτοί αντιμετωπίζουν το πρόβλημα ουσιολογικά, αντιπαραθέτοντας μανιχαϊκά την ανθρωπιστική «ουσία» του κομμουνισμού και την απάνθρωπη «ουσία» του ναζισμού και του φασισμού.

Εκείνο που εντυπωσιάζει στην ουσιολογική προσέγγιση είναι η απίστευτη ελαφρότητά της. Έτσι, ο Jean-Paul Sartre, άριστος βιρτουόζος του μεταφυσικού ουσιολογισμού, δεν είχε καμία δυσκολία να «αποδείξει» ότι δεν υπήρχαν στρατόπεδα εργασίας στη Σοβιετική Ένωση, εφόσον η έννοια του σοσιαλισμού είναι φιλοσοφικά ασυμβίβαστη με την έννοια του στρατοπέδου εργασίας84.

Την ύπαρξη στρατοπέδων στη Σοβιετική Ένωση είχαν αρνηθεί με αγανάκτηση επώνυμοι κομμουνιστές διανοούμενοι, όπως ο Pierre Daix που ήταν τότε ακόμα κομμουνιστής και ο Louis Aragon, ο οποίος λίγα χρόνια νωρίτερα είχε συγγράψει ωδή στην Γκεπεού – τη σοβιετική κομματική – τρομοκρατική αστυνομία – ζητώντας τη συγκρότηση μιας αντίστοιχης οργάνωσης στη Γαλλία85.

Η κοινή γνώμη, όμως, πείσθηκε για το αντίθετο, πέρα από κάθε αμφιβολία, μετά από δύο πολύκροτες δίκες. Η μία έγινε το 1949, με αφορμή το βιβλίο του Βίκτορ Κραβτσένκο Επέλεξα την ελευθερίου, ενώ η άλλη έγινε ένα χρόνο αργότερα όταν μια διάσημη προσωπικότητα της γαλλικής Αριστεράς, ο David Rousset, ο οποίος μάλιστα ήταν παλιός τρόφιμος ναζιστικού στρατοπέδου, έγραψε βασιζόμενος σε πολλές μαρτυρίες ότι τέτοια στρατόπεδα υπήρχαν χαί Σοβιετική Ένωση.

Και στις δύο δίκες ήταν καταλυτικής σημασίας η μαρτυρία της πρώην κομμουνιστριας Margarete Buber-Neumann, χήρας του Γερμανού κομμουνιστή ηγέτη Heinz Neumann. Η Margarete Neumann είχε εμπειρία και των δύο ειδών στρατοπέδων και μάλιστα παραδόθηκε από τους Σοβιετικούς στους Γερμανούς, μεταβαίνοντας απευθείας από το σοβιετικό γκουλάγκ στο γερμανικό στρατόπεδο εργασίας το 1940, έξι μήνες μετά την υπογραφή του Γερμανο-Σοβιετικού Συμφώνου87.

Μαρτυρίες σαν της Margarete Buber-Neumann αποτελούσαν απόλυτες και αναντίρρητες διαψεύσεις του «θαύματος» στο οποίο πίστευαν οι οπαδοί του κομμουνισμού. Γι’ αυτό και πολλοί από τους πιστούς ταλαντεύτηκαν. Μια πίστη, όμως, μπορεί να μείνει ακλόνητη σε πείσμα των εμπειρικών δεδομένων. Και αυτό συνέβη με πολλούς διανοούμενους στη Γαλλία και αλλού.

Εδώ φτάνουμε στην καρδιά του προβλήματος της ευπιστίας τόσων διανοουμένων και του κυνισμού με τον οποίο χειραγωγήθηκαν από τους κομμουνιστές ηγέτες, που πίστευαν ορθά, όπως αποδείχθηκε, ότι οι άνθρωποι αυτοί έδιναν απεριόριστη πίστωση στο κομμουνιστικό καθεστώς88. Συνταρακτικές μαρτυρίες, εμπεριστατωμένες έρευνες και δραματικά πολιτικά γεγονότα διέψευδαν επί σειρά ετών με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την πίστη που είχε ριζώσει όχι μόνο στους οπαδούς του κομμουνισμού, αλλά και σ’ εκείνους που ανήκαν στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, ότι τα κομμουνιστικά καθεστώτα, «με όλα τους τα μειονεκτήματα», αποτελούσαν πηγή ελπίδας και εστία απελευθέρωσης για την ανθρωπότητα. Και μόνη αυτή τους η πίστη έδινε μια ηθική υπεροχή στον κομμουνισμό, η οποία ήταν συνυφασμένη με την «ανθρωπιστική» του διάσταση. Και αυτήν την υπεροχή, σε πείσμα των γεγονότων, οι συμπαθούντες διανοούμενοι τη θεωρούσαν δεδομένη.

Πώς μπορεί να δοθεί εξήγηση για τη σταθερή αυτή πίστη τίον ανθρωπιστών διανοουμένων της Αριστεράς; Οποιαδήποτε εξήγηση θα πρέπει να βασιστεί μάλλον στην ιστορία των ιδεολογικών ευαισθησιών στη Δόση και λιγότερο στην αναζήτηση λογικής συγκρότησης των θέσεων που είχαν υποστηρίξει κατά καιρούς.

Ο δυτικός διανοούμενος θέλησε, από τις αρχές του 20ού αιώνα – και συγκεκριμένα από την υπόθεση Ντρέυφους κι έπειτα – να ενεργεί πολιτικά ή θεώρησε ότι είναι εκ των πραγμάτων εμπλεγμένος στην πολιτική. Αν, επομένως, δεν αρκείται στην καταγγελία της αδικίας ή στην κατάθεση της αλήθειας, θεωρεί ότι πρέπει να «πολιτικοποιήσει» τη σκέψη του και τη δράση του. Έτσι, ο δυτικός διανοούμενος στρατεύεται, δηλαδή δρα ως homo ideologicus. Και επειδή συνεχίζει να βλέπει τον εαυτό του ως κληρονόμο του Διαφωτισμού, συνεχιστή της ιδέας της πρόοδου και της βελτίωσης του κόσμου μέσα από μια παρέμβαση στα κοινωνικά πράγματα, θεωρεί ότι η ταύτισή του με κάτι που ενσαρκώνει το μέλλον ή την υπέρτατη σωτηριολογική επαγγελία για την ανθρωπότητα αποτελεί ένα είδος καντιανής κατηγορικής προσταγής, κατά κάποιο τρόπο. Στρατεύεται, επομένως, στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, ή τουλάχιστον υιοθετεί μια «αντι-αντικομμουνιστική» στάση, εντασσόμενος «χαλαρά» στην Αριστερά, νοούμενη ως ευρύτερη κοινότητα σοσιαλιστικής ομοφροσύνης.

Αν πάμε πίσω, στη «χρυσή εποχή» της ιδεολογικής στράτευσης στην Αριστερά των διανοουμένων – με κύρια αναφορά σ’.εκείνους που είχαν θεωρητικοποιήσει τη συνοδοιπορία τους με το κομμουνιστικό κόμμα, δηλαδή τους Sartre, Merleau-Ponty, Simone de Beauvoir -, θα παρατηρήσουμε μια από πρώτη άποψη ανεξήγητη εμμονή στη συνοδοιπορία αυτή, παρά τις κατά καιρούς ρήξεις με την «ορθόδοξη» πτέρυγα του κομμουνισμού. Ο αντικομμουνισμός καταδικάζεται ως οιονεί φασισμός89. Το κομμουνιστικό κόμμα, στη Ρωσία όσο και στη Γαλλία, παραμένει ο φορέας της ιστορικής αλλαγής και της προλεταριακής ελπίδας.

Η προσήλωση αυτών των διανοουμένων στο προλεταριάτο ως μοναδικό φορέα της Ιστορίας και στο Κόμμα του ήταν πότε απόλυτη, πότε με επιφυλάξεις90. Ακόμα, όμως, και όταν είχαν επιφυλάξεις, ο κομμουνισμός παρέμεινε γι’ αυτούς ένας συνδυασμός ανθρωπισμού και τρομοκρατίας. Ήταν αναγκαίο να δεχθεί κανείς το δεύτερο μαζί με το πρώτο, θεωρώντας ότι το ανθρωπιστικό πρόταγμα που περιέχει ο κομμουνισμός – ως τέρμα της ιστορικής διαδικασίας – υπερβαίνει κατά πολύ το τρομοκρατικό στοιχείο που κυριαρχεί σήμερα. Αυτήν την εκτίμηση τη βασίζουν, όπως θα φανεί πιο κάτω, σε μια δική τους έμμονη ιδέα, η οποία σχετίζεται με την αποστολή τους όπως την αντιλαμβάνονται.

Το μήνυμα του Humanisme et terreur του Merleau-Ponty είναι ότι βία υπάρχει τόσο στο καπιταλιστικό όσο και στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, αλλά το τελευταίο περιέχει τα στοιχεία εκείνα που θα το βοηθήσουν να ξεπεράσει το στάδιο της τρομοκρατίας και να εισέλθει στο στάδιο του ανθρωπισμού. Ο κομμουνισμός περιέχει, όπως έγραφε την ίδια εποχή η Simone de Beauvoir, το μέλλον του στην υπέρβασή του91. Με την έννοια αυτή, η υλικότητα της υπέρβασης (transcendance) πηγαίνει πέρα από την ουτοπία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτοί οι συνοδοιπόροι διανοούμενοι έδιναν απεριόριστη πίστωση στο παρόν, έστω και με τρομοκρατία, εκτελέσεις, βασανιστήρια, δυστυχία και στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Όμως, αυτή η «ηθική πίστωση», από ένα σημείο κι έπειτα δεν μπορούσε πια να δοθεί από τους αριστερούς διανοουμένους στον σοβιετικό κομμουνισμό, ιδίως μετά από την εισβολή στην Ουγγαρία, το 1956, και στην Τσεχοσλοβακία, το 1968. Θα ανέμενε κανείς ότι η απογοήτευση από τον σοβιετικό κομμουνισμό θα τους οδηγούσε σε κάποια «σύμπτυξη» σε μετριοπαθέστερες θέσεις, σοσιαλδημοκρατικές ή φιλελεύθερες. Έγινε το αντίθετο: σκέφθηκαν ότι η «σωτηρία» ασφαλώς θα βρισκόταν στην Κίνα, στο Βιετνάμ, στην Αλβανία ή την Κούβα.

Αυτή η καταφυγή σε «εξωτικές» εκδοχές του σοσιαλισμού δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε αφελής εκ μέρους αυτών των διανοουμένων. Oι χώρες αυτές ήταν λιγότερο ελέγξιμες μορφές ουτοπικής – μυθολογικής πίστης. Ακριβέστερα: χρησίμευαν ως αντικείμενα προβολής της ιδεολογικοποιημένης πραγματικότητας, η οποία απαιτούσε υψηλότερο βαθμό αφαίρεσης. Η αποδοχή τους χρειαζόταν πιο αφηρημένη σκέψη, περισσότερη εξάρτηση από τις νοητικές κατασκευές των ίδιων αυτών διανοουμένων. Και οι κατασκευές αυτές ήταν «ανοσοποιημένες» στους εμπειρικούς ελέγχους. Το «εξωτικό» παρόν ταίριαζε με το μακρινό και άπιαστο μέλλον, και κυρίως με τον κόσμο αφαιρέσεων που βρίσκονται πέρα από τον «χυδαίο» εμπειρισμό (με τα ελέγξιμα δεδομένα του).

Ο ίδιος αυτός «εξωτισμός» είχε εμπνεύσει και βολέψει στο παρελθόν τους «προοδευτικούς» συγγραφείς, σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, έτσι όπως περιγράφεται από τον Arthur Koestler στο Yogi and the Commissar (1945), εφόσον φαινόταν «αρκετά μακρινή ώστε να αφήνει τη φαντασία ελεύθερη». Το «πρόταγμα» του κομμουνισμού φαινόταν μακρινότερο, πιο άπιαστο, πιο αφηρημένο και τελειότερο ως εκ τούτου, δίνοντας στον διανοούμενο την ευκαιρία να γίνει, για μια φορά ακόμα, πρωθιερέας μιας ιδεολογικής κοινότητας, η οποία πίστευε σε κάτι που θα δικαιωνόταν στο μέλλον. Όσο λιγότερη σχέση είχε με το παρόν και με το οικείο, τόσο πιο πολύ δικαιωνόταν η πίστη σ’ αυτήν. Και αυτός ο ανορθολογικός ισχυρισμός προβαλλόταν ως η τελευταία λέξη του προοδευτικού ορθολογισμού, επειδή ταυτιζόταν με το «μέλλον της ανθρωπότητας», το «πρόταγμα» μέσα από το οποίο ο άνθρωπος υπερέβαινε τον εαυτό του ως παρόν και «περιστασιακότητα»!92

Από αυτά είναι εμφανής η αλληλουχία μεταξύ ουτοπισμού και ολοκληρωτισμού. Τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα αναγνωρίζουν την ουτοπία ως «πραγματικότητα», ενώ ο στρατευμένος διανοούμενος, προβάλλοντας μια ουτοπική σκέψη και προτάσσοντας την ιδεολογικοποιημένη πραγματικότητα ως πηγή αλήθειας στη θέση της αντικειμενικής πραγματικότητας, νομιμοποιεί τα καθεστώτα αυτά στη συνείδηση πολλών ανθρώπων. Για τους διανοούμενους αυτούς, η διατήρηση των κομμουνιστικών καθεστώτων πρόσφερε ένα αντιστήριγμα υπαρκτότητας στο όραμα του κομμουνισμού ως απώτερου ιδανικού. Χωρίς αυτά, το όραμα δεν έχει κανένα αντίκρισμα – έστω και με «ελαττώματα». Επιπλέον, τα «ελαττώματα» αυτά εμφανίζονται σήμερα στο πραγματικό τους μέγεθος. Και το «όραμα» δεν αποδεικνύεται πλέον συμπαθής, πλην όμως μη ρεαλιστική φαντασίωση, αλλά εφιαλτική και τερατώδης χίμαιρα, με τους σωρούς των πτωμάτων στα οποία ανέρχονται τα θύματά της…

10. ΟΥΤΟΠΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ

Ακόμα, όμως, και στις περιπτώσεις – οι οποίες πλήθυναν τα τελευταία χρόνια-διανοουμένων της Αριστεράς εν ευρεία εννοία που απέρριπταν το «ορθόδοξο» πρότυπο του μαρξισμού και απέρριπταν τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» ως παραμόρφωση του «πραγματικού» σοσιαλισμού που ol ίδιοι επαγγέλλονταν, πολλοί είναι εκείνοι που αρνούνται να καταδικάσουν τον κομμουνισμό ως εγκληματικό, υπό το φως των αποκαλύψεων που σωρεύθηκαν γύρω από την πραγματική φύση των καθεστώτων στο κομμουνιστικό στρατόπεδο.

Πώς εξηγείται αυτή η στάση, η οποία συνδέεται άμεσα με τις ακραίες αντιδράσεις από αυτούς τους κύκλους, που εκδηλώθηκαν για τη δημοσίευση της Μαύρης Βίβλου; Ο λόγος για τις αντιδράσεις αυτές οφείλεται σε κάτι ριζικότερο, που θέτει σε αμφισβήτηση η δημοσίευση της Μαύρης Βίβλου, και αυτό είναι η ιδέα της στράτευσης των διανοουμένων υπέρ της επανάστασης, την οποία πρόβαλε κυρίως ο J.P. Sartre. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, ο διανοούμενος δεν πρέπει να φυγομαχήσει, ευρισκόμενος σε μια κατάσταση που είναι εξ αντικειμένου εμπόλεμη. Ζητείται από τον πνευματικό άνθρωπο να αγωνιστεί με το δικό του τρόπο και να σομβάλει στον αγώνα για τη δημιουργία ενός καινούργιου κόσμου.

Τι σημαίνει, όμως. το αίτημα για στράτευση του διανοουμένου; Σημαίνει κάτι περισσότερο από την υπεράσπιση της αλήθειας και του δίκιου γενικά, όπως ήταν οι περιπτώσεις του Zola και του Orwell. Αυτό το «κάτι περισσότερο» σημαίνει στην πραγματικότητα κάτι που μπορεί να είναι διαφορετικό από την κοινώς νοούμενη αλήθεια και το κοινώς νοούμενο δίκιο. Μπορεί να είναι η αποσιώπηση της αλήθειας ή η αδιαφορία για το δίκιο, ορισμένες φορές, για χάρη ενός ανώτερου σκοπού, που είναι η παγκόσμια επανάσταση. Με άλλα λόγια, ζητείται από τον διανοούμενο, μέσα από τη στράτευσή του, να υπηρετήσει ένα σκοπό που εντάσσεται σε μια πίστη, την οποία υιοθετεί ως υπέρτατη αλήθεια. Η «πιστοκρατική» (φιντεϊστική) αυτή ταύτιση του διανοουμένου με μια «κοινότητα εν πέστει»του δίνει τη δυνατότητα να γίνει λειτουργός της και πρωθιερέας της. Παύει, όμως, τότε να είναι διανοούμενος με την αρχική επαγγελία που διέκρινε τον τελευταίο, να υπηρετεί πριν από όλα την αλήθεια και το δίκιο.

Όλα αυτά γίνονται στο όνομα της ουτοπίας. Από πρώτη άποψη αυτό φαίνεται ανεκτό, ίσως και συμπαθές. Μια ουτοπική φαντασίωση, και στη χειρότερη ακόμα περίπτωση, είναι μια αβλαβής αυταπάτη. Δεν φταίει ο πνευματικός άνθρωπος αν ξεγελάστηκε από αυτήν. Αν τελικά το όραμα έκρυβε πίσω του τη φρίκη, αν η ουτοπία τελικά αποδείχθηκε δυστοπία της χειρότερης μορφής, η αφαίρεση παραμένει άθικτη και μαζί της και η έμπνευση του οραματιστή-διανοούμενου.

Αν εξετάσει κανείς τα πράγματα πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι η συνείδηση του ουτοπιστή δεν είναι τόσο αθώα. Ο διανοούμενος ζητεί να έχουν αντίκρισμα οι ιδέες που γεννά ή επεξεργάζεται. Θα ήθελε να συμπίπτει το ιδεατό με το πραγματικό. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε το πρώτο επικρατεί του δεύτερου.

Ο βολονταρισμός στον οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω, και που παράγει πτώματα στο διάβα του στα κομμουνιστικά καθεστώτα, εδώ αποκαθιστά το δόγμα εις βάρος των αντικειμενικών δεδομένων, όταν αυτά δεν συμπίπτουν με την ιδεατή πραγματικότητα. Αυτό είναι που συνιστά τον «πειρασμό του ολοκληρωτισμού», κατά τον J.-F. Revel: η δυνατότητα «απορρόφησης» του πραγματικού από το ιδεατό όταν υπάρχει αντινομία μεταξύ τους93. Και αυτή η δυνατότητα μεταβάλλεται σε «ηθικό καθήκον» στο πλαίσιο της στράτευσης. Αυτός ο «συλλογικός σολιψισμός». όπως λέει ο Kolakowski, παρατηρεί τον κόσμο ολόκληρο σαν να είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής πρακτικής94.

Η στάση αυτή νομιμοποιείται μέσα από μια μεταθεωρητική αρχή που δικαιώνει την ιδεολογία και την ουτοπία έναντι της αντικειμενικής πραγματικότητας95. Η αρχή αυτή ισοδυναμεί με την κυριαρχία της επίσημης, ουτοπικής και ιδεολογικοποιημένης πραγματικότητας έναντι της εμπειρικής, καθημερινής πραγματικότητας στα κομμουνιστικά καθεστώτα. Οι άνθρωποι που ζούσαν κάτω από αυτά τα καθεστώτα εφάρμοσαν μια πρακτική «διπλής πίστης» ή «διπλής αλήθειας» (dvoeverye). Η τήρηση αυτής της αρχής σήμαινε την αναγκαστική υποταγή της εμπειρικής πραγματικότητας στην ιδεολογική: αυτό είναι το ίδιον του ολοκληρωτισμού. Ζητεί να αναγνωρισθεί ως αλήθεια η ουτοπία, η οποία ανακηρύσσεται επίσημα ως ισχύουσα. Η πραγματικότητα της ιδεολογίας εκτοπίζει πολιτικά την εμπειρική πραγματικότητα.

Όταν, λοιπόν, ο διανοούμενος αποφασίζει να στρατευθεί, αποφασίζει συγχρόνως να παίξει έναν ιδεολογικό ρόλο που είναι ολοκληρωτικός, εφόσον ο ρόλος που αναλαμβάνει είναι να ιδεολογικοποιήσει την πραγματικότητα, ώστε να κυριαρχήσει επί της εμπειρικής πραγματικότητας. Στράτευση εκ μέρους του διανοουμένου σημαίνει ότι συμμετέχει στο γενικότερο βολονταριστικό πρόγραμμα που ιδεολογικοποιεί την πραγματικότητα, με σκοπό να τη μεταβάλει. Η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας που πραγματοποιείται στο επίπεδο της πνευματικής δημιουργίας από τον διανοούμενο αντιστοιχεί στην ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας που επικρατεί στο κομμουνιστικό καθεστώς, Η φρίκη και το έγκλημα βρίσκονται ήδη μέσα στο ουτοπικό όραμα. Και ο διανοούμενος, από τη στιγμή που αποφασίζει να στρατευθεί, παύει να είναι αθώος. Παίζει με την πολιτική και δυνάμει με το έγκλημα, και έχει ως πολιτικό του ομόλογο οποιονδήποτε αναλαμβάνει καταπιεστικό ρόλο στην ιδεολογικοποιημένη πραγματικότητα που ισχύει στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Η σύνδεση της ιδεολογικοποιημένης πραγματικότητας με τον ολοκληρωτισμό γίνεται ακόμα πιο φανερή και ανάγλυφη αν εξετάσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και κυρίως στη Σοβιετική Ένωση, για την οποία έχουμε μεγαλύτερη ιστορική πείρα. Η ιδεολογικοποίηση της αλήθειας έχει άμεση σχέση με την υποταγή της στο κομμουνιστικό κόμμα και στη θέλησή του, άρα με τον βολονταρισμό που τόσο πολύ προσέλκυσε τους διανοούμενους οι οποίοι προσχώρησαν στα κομμουνιστικά κόμματα ή συμπορεύτηκαν μαζί τους96. Ο βολονταρισμός αυτός επιστρατεύεται για να επιβληθεί το Κόμμα σε όσους αντιστέκονται. Το να γίνει δεκτό το επίσημο ψεύδος -η «κομματική αλήθεια» – ήταν θεμιτό, εφόσον η ιδεολογική πραγματικότητα την οποία πρόβαλλε δεν γινόταν αποδεκτή από τους «εχθρούς του λαού»97.

Το κομμουνιστικό πολιτικό πρόγραμμα είναι εξ αρχής βολονταριστικό. Από το 1917, η ηγεσία της πρώτης κομμουνιστικής επανάστασης στην Ιστορία είχε αποφασίσει ότι θα δημιουργούσε τεχνητά τις συνθήκες εκβιομηχάνισης που ήταν απαραίτητες για να μπορέσει να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός, κατά τον Μαρξ, και έπειτα θα επέστρεφε στην πορεία που είχε προβλέψει ο τελευταίος και θα εξασφάλιζε τη δημοκρατία και την ελευθερία. Όμως η τρομοκρατία που επιβλήθηκε για να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκβιομηχάνισης αυτοσταθεροποιήθηκε. Το κομμουνιστικό κόμμα, με την ενίσχυση της γιγαντιαίας κρατικής μηχανής, εξασφάλισε ότι καμία δύναμη στο εσωτερικό της χώρας δεν θα αντιστεκόταν σ’ αυτό και δεν λογάριασε τις θυσίες σε ανθρώπινες ζωές, ωσάν αυτές να είχαν «μηδενικό κόστος». Το «συνολικό βάρος του κράτους» ζητούσε ο Στάλιν να χρησιμοποιήσει ως μέσο πίεσης, αν χρειαζόταν για να καμφθεί έστω και ένα άτομο98.

Αυτό που ονομάστηκε «σταλινισμός» δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός ιστορικά τυχαίου γεγονότος που συνδέεται με την προσωπικότητα του Ιωσήφ Στάλιν. Ήταν απόρροια του βολονταρισμού του κομμουνισμού και της «κάθετης» οργάνωσης της εξουσίας, χωρίς τις «οριζόντιες» διεξόδους που παρέχει η ελευθερία. Η κάθετη οργάνωση σημαίνει ότι κάθε οικονομικό ή κοινωνικό πρόβλημα ανάγεται σε πολιτικό πρόβλημα, που μόνο η εξουσία μπορεί να το λύσει, με αποτέλεσμα όλα να αποφασίζονται κεντρικά και να μη λαμβάνεται υπόψη το κόστος μιας απόφασης, διότι το κόστος έχει σημασία μόνο όταν γίνεται συναλλαγή, συμφωνία μεταξύ ίσων, σε «οριζόντια» και όχι σε «κάθετη» σχέση που είναι πάντα σχέση εξουσίας και ιεραρχίας. Από την άλλη μεριά, η πολιτικοποίηση κάθε θέματος όταν το κομμουνιστικό κόμμα βρίσκεται στην εξουσία, σημαίνει ότι η επιβολή της θέλησής του θα είναι πάντα αμείλικτη και βίαιη.

Ο κομμουνισμός είναι δεμένος με τη βία στην πράξη, αλλά και στη θεωρία. Είναι μύθος ότι ο Στάλιν εισήγαγε τη χρήση μαζικής βίας στην κομμουνιστική πρακτική. Ο Στάλιν εφάρμοσε πιστά το πρόγραμμα του Λένιν. όπως θα φανεί σ’ αυτό που ακολουθεί.

11 ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΣ, ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΑΚΩΒΙΝΙΣΜΟΣ

Η εισαγωγή της χρήσης της βίας στην πολιτική, ως θεωρητική καινοτομία στον κατά τα άλλα δημοκρατικό λόγο του μαρξισμού, αν μεταφρασθούν τα ιδεολογήματα του σε όρους στρατηγικής και τακτικής (πράγμα που δεν παρέλειψε να κάνει ο Λένιν, κατά τον πιο ανενδοίαστο τρόπο), ανάγεται σε πρόταση κατάληψης της εξουσίας και επιβολής ενός επαναστατικού προγράμματος, το οποίο δεν αντιμετώπιζε ηθικούς ή πολιτικούς φραγμούς στη χρήση βίας σε μαζική κλίμακα, κατά την άσκηση της εξουσιαστικής του βούλησης. Το επι- χειρούμενο «πρόταγμα» ήταν τέτοιο που δεν επέτρεπε ενδοιασμούς και περιορισμούς.

Ο σταλινισμός μπορεί να ερμηνευθεί ως η υιοθέτηση αυτής της πρότασης και αυτού του προγράμματος. Με αυτήν την έννοια, ο σταλινισμός είναι η συνέχεια του λενινισμού. Διαφέρει μόνο στο ότι στράφηκε η τρομακτική μηχανή που είχε στήσει το καθεστώς και εναντίον προβεβλημένων μπολσεβίκων99. Οι τελευταίοι δεν ανέμεναν ότι ο τρόπος δράσης που είχαν αποδεχθεί μαζί με τη λενινιστική κληρονομιά θα στρεφόταν και εναντίον τους. Όταν αυτό συνέβη μετά το 1926, και κυρίως κατά τη διάρκεια της «μεγάλης τρομοκρατίας», την πενταετία 1934-1939, ήταν αργά γι’ αυτούς.

Πολλοί διαμαρτυρήθηκαν, και κυρίως ο Τρότσκι που θεώρησε τον σταλινισμό προδοσία του λενινισμού. Όμως, τόσο ο Τρότσκι, όσο και οι άλλοι ηγέτες είχαν εγκληματήσει στην επαναστατική, καθώς και στη μετεπαναστατική περίοδο, με πρόσχημα ότι οικοδομούσαν έναν καινούργιο κόσμο. Στο όνομα αυτού του «προτάγματος», η χωρίς ηθικά όρια άσκηση της εξουσίας, η μαζική βία και η τρομοκρατία ήταν επιτρεπτές και ανεκτές. Ο ίδιος ο Τρότσκι υπερασπίζεται αυτήν την ηθική σε ένα από τα γνωστότερα θεωρητικά του κείμενα100.

Αν όμως απογυμνωθεί αυτό το «πρόταγμα» από τα ιδεολογήματα με τα οποία είναι επενδεδυμένο, προκύπτει ένα απλό πρόγραμμα δράσης, το οποίο ανάγεται σε μια αρκετά πρωτόγονη αντίληψη της πολιτικής ως «παιγνίου μηδενικού αθροίσματος», όπου ο μακιαβελικός Ηγεμόνας κερδίζει εξουδετερώνοντας τους αντιπάλους του, βασιζόμενος στην ευπιστία τους. Ο Στάλιν το κατάφερε εκτείνοντας τη χρήση αυτής της μεθόδου δράσης και προς τους επίσης μακιαβελικούς συνεργάτες του.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να τονιστεί η αφοσίωση του Στάλιν στις λενινιστικές αρχές. Όσον αφορά τη χρήση της βίας, ο Λένιν, στις «Δύο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση» (1905), είχε γράψει ότι «τα μεγάλα προβλήματα της πολιτικής ελευθερίας και της ταξικής πάλης λύνονται σε τελευταία ανάλυση μόνο με τη βία (tol’ ko sila). Η φράση αυτή είναι πασίγνωστη. Όμως, και η θέση που υποστηρίζει στο μεγάλο κλασικό του έργο “Κράτος και Επανάσταση” (1917) είναι ότι ο μηχανισμός του αστικού κράτους πρέπει να καταστραφεί ολοσχερώς, ότι η επανάσταση είναι μια τέχνη και η επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας ανάγεται σε μια πολιτικο-στρατιωτική επιχείρηση.

Βέβαια, η σχέση του Λένιν με τη βία δεν θα πρέπει να αναζητηθεί μόνο στο θεωρητικό αλλά και στο πρακτικό πεδίο. Ο ίδιος ο μαρξισμός νοείται από δύο επιφανείς μαρξιστές φιλοσόφους του 20ού αιώνα ως «φιλοσοφία της πράξης» και ως «θεωρητική πρακτική»102. Στην πολιτική του πρακτική, ο Λένιν είναι το ίδιο αδίστακτος με τον Στάλιν. Αυτό φαίνεται από τα νέα στοιχεία που φέρνει στο φως η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού, αλλά και άλλες δημοσιεύσεις που στηρίζονται στα αρχεία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Τα αρχεία αυτά μελέτησε ο καθηγητής Richard Pipes, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς ερευνητές της πρόσφατης ρωσικής ιστορίας103. Ορισμένα τέτοια δείγματα γραφής της ροπής του Λένιν προς τη χρήση εγκληματικής και μαζικής βίας έχουμε και από το ήδη δημοσιευμένο μέρος των έργων του, που περιλαμβάνει διαταγές-τηλεγραφήματα-γράμματα προς τους υποτελείς του, με εντολές ή παραινέσεις για μέτρα τρομοκρατικά εναντίον «κουλάκων», «ταξικών εχθρών» και «εχθρών του λαού»104.

Η έννοια του «εχθρού του λαού» ή «εσωτερικού εχθρού» χρησιμοποιείται συχνά από τον Λένιν. Η έκφραση δεν είναι τυχαία και έχει σχέση με τον «ιακωβινισμό» του, την σωτηριολογική αποστολή που δίνει στον εαυτό της μια ομάδα αυτόκλητων φορέων ιστορικής πρωτοβουλίας, όπως οι αρχικοί Ιακωβίνοι της Γαλλικής Επανάστασης που του χρησίμευσαν ως υπόδειγμα. Για να πετύχουν τους επαναστατικούς τους σκοπούς, δρουν πάνω σε ένα κυρίαρχο σώμα που είναι το «καθεαυτό» κοινωνικό σώμα: oι οπαδοί τους, οι «πατριώτες», οι ευσυνείδητοι πολίτες. Οτιδήποτε βρίσκεται έξω από αυτό το σώμα είναι εχθρικό προς την Πολιτεία, όπως έλεγε ο Saint-Just105.

Την έκφραση «εχθρός του λαού» χρησιμοποιούσε και ο Ροβεσπιέρος106, αλλά και ο Λένιν αργότερα107. Ο «εχθρός του λαού» είναι το ξένο σώμα από το οποίο κινδυνεύει το υπόλοιπο, υγιές σώμα της κοινωνίας. Δεν είναι άξιο οίκτου ή σεβασμού. Είναι, επομένως, απόλυτα φυσιολογικό, μέσα σ’ αυτήν την προοπτική, να θεωρήσει ο ιακωβίνος επαναστάτης οποιονδήποτε πολιτικό αντίπαλο ως «ζωύφιο», «παράσιτο» ή «βλαβερό έντομο», όπως συνέβη τον Ιανουάριο του 1918, όταν δημοσιεύθηκε το διάταγμα για την «κάθαρση της ρωσικής γης από τα βλαβερά έντομα»108. Τον ίδιο καιρό, δηλαδή τρείς μήνες πριν αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία, ο Λένιν ζητεί δημόσια από την Τσεκά την «επί τόπου εκτέλεση ενός στους δέκα από εκείνους που συλλαμβάνονται να τεμπελιάζουν», επίσης, λίγο αργότερα, την εκκαθάριση μιας ολόκληρης σειράς «παρασίτων»103.

Το πιο σημαντικό στις οδηγίες του Λένιν είναι το καθαρά τρομοκρατικό στοιχείο που περιέχεται σ’ αυτές τις οδηγίες, που συνίσταται όχι στην αναζήτηση ατομικής ενοχής, αλλά στην απόφαση εξόντωσης ορισμένων κατηγοριών πολιτών. Όπως έγραφε ο Λεττονός μπολσεβίκος Μ.Υ. Latsis: «Δεν διεξάγουμε πόλεμο εναντίον ατόμων. Εξοντώνουμε την τάξη των αστών. Δεν εξετάζουμε μαρτυρίες για συγκεκριμένες ενοχές αστών… Αυτή είναι η ουσία της Κόκκινης Τρομοκρατίας»110. Τα θύματα επιλέχτηκαν με βάση κομματικά καθορισμένες κατηγοριοποιήσεις. Και η Ιστορία γράφτηκε στη συνέχεια με αφετηρία αυτές τις κατηγοριοποιήσεις111.

12 «ZA TCHTO?» – «ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ;»

Το τελευταίο κεφάλαιο της Μαύρης Βίβλου έχει τίτλο «Γιατί;» Είναι και η τελευταία φράση του Γιάκοβ Λίβσιτς, παλιού μπολσεβίκου, όταν οδηγήθηκε στο απόσπασμα στις 30 Ιανουαρίου 1937: «Za tchto?» – «Για ποιο λόγο;» Και ο Robert Conquest δίνει τη δική του απάντηση: για να μην υπάρχει καμία δυνατότητα αντίστασης στον Στάλιν112. Αν, όμως, το πρόβλημα δεν βρίσκεται τόσο στην προσωπικότητα του τελευταίου, αλλά στο χαρακτήρα του καθεστώτος, μια εναλλακτική απάντηση είναι, γιατί καμία δυνατότητα αντίστασης ή αντίρρησης δεν είναι ανεκτή, όταν η έννοια του κόστους (σε χρόνο, χρήμα, κόπους και κυρίως ανθρώπινες ζωές) δεν μπαίνει στο λογαριασμό των αποφάσεων και όταν μια κυρίαρχη ιδεολογία μπορεί και ελέγχει τη «συναίνεση» κατασκευάζοντάς την ουτοπικά και πλασματικά, όταν μπορεί να προβάλει μια εναλλακτική, ιδεολογική πραγματικότητα ως υποκατάστατο της αντικειμενικής ή εμπειρικής πραγματικότητας.

Ο ρόλος της τελευταίας είναι τεράστιος, όταν και εφόσον μπορεί να εξασφαλίσει την αιχμαλωσία του νου και της συνείδησης των οπαδών και τον εθισμό στη «διπλή γλώσσα» και τη «διπλή πίστη» των υπολοίπων.

Η παραμόρφωση της πραγματικότητας με αυτόν τον τρόπο, η παραγωγή μιας αλλοτριωμένης ψευδοσυνείδησης κομμουνιστικής εκδοχής, δηλαδή ελεγχόμενης και κατευθυνό- μενης, είναι συνυφασμένη με τις βασικές εξουσιαστικές λειτουργίες αυτού του καθεστώτος. Αυτό φαίνεται και από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, όταν παγιδεύονται στα γρανάζια του τρομοκρατικού μηχανισμού που οι ίδιοι συνέβαλαν στην επικράτησή του. Το «θαύμα» που αποτελεί το κομμουνιστικό κόμμα κατά τον Πίατακόφ, η ανάγκη αναγνώρισης ενός είδους κομματικής θεοδικίας από τον Τρότσκι, αποτελούν παραδείγματα αυτής της παραμόρφωσης.

Ασφαλώς, όμως, η πιο αξιοθρήνητη περίπτωση τέτοιου εκφυλισμού της ηθικής και διανοητικής λειτουργίας ενός πραγματικά ανώτερου πνευματικού ανθρώπου, λόγω της απόλυτης εξάρτησής του από την ιδεολογία που υπηρετούσε, είναι αυτή του Νικολάι Μπουχάριν, όπως φαίνεται από πρόσφατα στοιχεία που αποκάλυψε ο ιστορικός Ν. Werth, ο οποίος έχει καλύψει στη Μαύρη Βίβλο το κεφάλαιο για τον σοβιετικό κομμουνισμό. Πρόκειται για την τελευταία επιστολή του Μπουχάριν, την οποία έστειλε στον Στάλιν στις 10 Δεκεμβρίου 1937, λίγο πριν από την τρίτη μεγάλη δίκη που άνοιξε στη Μόσχα στις 2 Μαρτίου 1938.

Στην επιστολή αυτή, ο Μπουχάριν ομολογεί ότι άλλα είπε στην ανάκριση – τα οποία, όπως γράφει, είχε σκοπό να επαναλάβει στο δικαστήριο, πράγμα που έγινε – και άλλα αντιστοιχούν στην αλήθεια, την οποία αποκαλύπτει ειδικά στον Στάλιν. Άρα, ομολογεί ανοιχτά ο Μπουχάριν την πρακτική της «διπλής αλήθειας» (dvoeverye). Επίσης, μιλάει για τη «μεγάλη και θαρραλέα ιδέα της γενικής κάθαρσης», δηλαδή των εκκαθαρίσεων. Επομένως αποδέχεται τη μέθοδο αυτή για να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον, και τη συνδέει με το δικό του έντονο συναίσθημα ενοχής.

Παρ’ όλα αυτά, ο Μπουχάριν επιθυμεί να «ανανήψει». Και γράφει ότι αν του χαρισθεί η ζωή, υπόσχεται να υπηρετήσει το Κόμμα με διάφορους τρόπους όπως :

(α) «Να με εξόριζαν στην Αμερική για X χρόνια… Θα προπαγάνδιζα την ανάγκη της διεξαγωγής των δικών». Και προσθέτει ότι μπορεί ο Στάλιν να του έχει εμπιστοσύνη, διότι θα αφήσει πίσω του όμηρο τη γυναίκα του και ότι θα μπορούσε να τον συνοδεύσει εκεί κάποιο «πεπειραμένο μέλος της Τσεκά… Θα διεξαγάγω εκεί έναν αγώνα μέχρι θανάτου κατά του Τρότσκι».

(β) «Να με στείλουν σε κάποιο στρατόπεδο στην Petchora ή στην Kolyma για 25 χρόνια. Εκεί θα μπορούσα να οργανώσω βιβλιοθήκες, ένα μουσείο εθνογραφίας, ένα ζωολογικό μουσείο… Με δυό λόγια θα έκανα δουλειά βασικού πιονιέρου, ως το τέλος της ζωής μου, μαζί με την οικογένειά μου».

Με άλλα, λόγια ο Μπουχάριν παραμένει αιχμαλωτισμένος στον κομμουνιστικό ουτοπισμό του και στο φανατισμό του («αγώνας μέχρι θανάτου κατά του Τρότσκι»). Πιστεύει σοβαρά ότι τα στρατόπεδα είναι τόποι ηθικής διαπαιδαγώγησης μέσω δουλειάς και κουλτούρας. Και το κυριότερο,. μένει πιστός στο Κόμμα, «παρ’ όλα αυτά». Είκοσι χρόνια μετά την κατάκτηση της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, αυτός ο μεγάλος τους θεωρητικός είναι ανίκανος να αντιληφθεί τον βαθύτατα αντι –ανθρωπιστικό χαρακτήρα του καθεστώτος.

Η αντίστροφη όψη του ίδιου νομίσματος είναι ο ιδεολογικοποιημένος διανοούμενος που εμμένει στον ουτοπισμό του, μη αντιλαμβανόμενος την ηθική και διανοητική χίμαιρα που αυτός αντιπροσωπεύει ή ακόμα παραμερίζοντας την πραγματική φρίκη που ο κομμουνισμός – όπως κάθε ολοκληρωτισμός- δημιούργησε στο διάβα του, υπέρ μιας ουτοπικής «πραγματικότητας» που ενυπάρχει στο μεγαλειώδες «πρόταγμα» υπέρ του οποίου έχει στρατευθεί. Ο κομμουνιστής «παρ’ όλα αυτά», που θεωρεί επιπλέον «ηρωικό» εκ μέρους του να παραμείνει «συνεπής» στην ουτοπική του φαντασίωση, είναι για λύπηση όσο και ο Μπουχάριν, αν εξαιρέσει κανείς ότι ο τελευταίος βαδίζει ήδη προς το εκτελεστικό απόσπασμα…

Και στις δύο περιπτώσεις θεωρείται ότι η ουτοπία, ως ιδεολογική «αλήθεια», είναι στεγανή και αδιαπέραστη από την εμπειρική αλήθεια. Ο ιδεολογικός αυτός αυτισμός ενεργεί καταστροφικά και δολοφονικά και στις δύο περιπτώσεις, με τη μόνη διαφορά ότι ο «στρατευμένος διανοούμενος» είναι άοπλος και επομένως ακίνδυνος, και κυρίως τελεί ο ίδιος εκτός κινδύνου στο αστικό καθεστώς, όπου μπορεί να ασκεί την κριτική του άφοβα και να μετέχει στην πνευματική και ιδεολογική ηγεμονία του radical chic που καθορίζει τους όρους της «πολιτικής ευπρέπειας».

13 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η ανάγνωση της Μαύρης Βίβλου, παράλληλα με πολλά συναφή μελετήματα, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ούτε για την έκταση της κομμουνιστικής εγκληματικότητας, ούτε για την αιτιακή της σχέση με το χαρακτήρα της κομμουνιστικής εξουσίας. Η σχέση αυτή εντοπίζεται στα δυο χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού: από τη μια μεριά η κάθετη οργάνωση της εξουσίας, που λειτουργεί με πολιτικές αποφάσεις για τα πάντα, oι οποίες διοχετεύονται από πάνω προς τα κάτω, όπου τα πάντα αποφασίζονται πολιτικά και επιβάλλονται με τον πιο αμείλικτο τρόπο, και από την άλλη ένας ολοκληρωτικός βολονταρισμός, ενισχυμένος από μια υποτιθέμενα αλάνθαστη ιδεολογία που επιχειρεί να αντικαταστήσει την αντικειμενική πραγματικότητα με μια ιδεολογική ψευδό-πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας βίαια μέσα σε μαζική κλίμακα προς το σκοπό αυτό εναντίον των αντιφρονούντων, των υπόπτων αντίστασης, αλλά και των «υπολειμματικών» στοιχείων της κοινωνίας.

Σε αυτό το σόμπαν υλικής και πνευματικής αιχμαλωσίας, ο ουτοπισμός παίζει σημαντικό ρόλο, διότι νομιμοποιεί αυτήν την ψευδο-πραγματικότητα. Γι’ αυτό και η ουτοπική σκέψη πολλών διανοουμένων στη Δόση, που πίστεψαν ειλικρινά στις δυνατότητες του κομμουνιστικού «προτάγματος», αποτελεί το διανοητικό αντίστοιχο της ολοκληρωτικής δυστοπίας που αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε στα κομμουνιστικά καθεστώτα.

Με άλλα λόγια, ο βολονταρισμός των κομμουνιστών συναρτάται με την ουτοπική σκέψη και το δογματισμό των διανοουμένων. Η τελευταία δεν είναι μια απλή φαντασίωση ή μια οραματική ή αφελής σκέψη εκκεντρικών και ονειροπαρμένων διανοητών, αλλά ολοκληρωτική σκέψη που έχουν οι διανοητές αυτοί, την οποία ενισχύουν με το δογματισμό τους: εκείνον που δικαιώνει την ιδέα σύμφωνα με την οποία, όταν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στην εμπειρική πραγματικότητα και την οποιαδήποτε ιδεολογία, πρέπει να υπερισχύει η ιδεολογία. Και όταν επικρατεί το ανάλογο ολοκληρωτικό καθεστώς εξασφαλίζει αυτήν την υπερίσχυση της ουτοπικής έναντι της εμπειρικής πραγματικότητας. Στην περίπτωση αυτή ο στρατευμένος διανοούμενος, είτε ως «θεωρητικός του κόμματος» είτε ως «συνοδοιπόρος», δρα με σκοπό να ιδεολογικοποιήσει την πραγματικότητα.

Σε τελευταία ανάλυση, η ανάληψη αυτής της αποστολής από τον στρατευμένο διανοούμενο συνεπάγεται δικαίωση ή/και συγκάλυψη μιας μαζικά εγκληματικής δραστηριότητας. Ο λόγος είναι απλός. Η ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας υπό συνθήκες πολιτικού ολοκληρωτισμού σημαίνει την άσκηση μαζικής βίας για να επιβληθεί, από πάνω προς τα κάτω, ένα πρόγραμμα στο οποίο αντιδρά ένα μεγάλο -συχνά το μεγαλύτερο-τμήμα του κοινωνικού συνόλου. Ο στρατευμένος διανοούμενος εγκληματεί κι αυτός σε δύο επίπεδα: πρώτον διότι παραβλέπει, αποσιωπά, δικαιολογεί ή ενθαρρύνει τέτοιες ενέργειες, και δεύτερον διότι και όταν ακόμα τις παραδέχεται ή και τις καταδικάζει, ακυρώνει τη σημασία τους θεωρώντας ότι το «όραμα» δεν θίγεται από τα γεγονότα, ότι η ιδεολογικοποιημένη πραγματικότητα επικρατεί της εμπειρικής πραγματικότητας.

Αν εξετάσει κανείς τα πράγματα πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι η συνείδηση του ουτοπιστή δεν είναι τόσο αθώα. Ο διανοούμενος ζητεί να έχουν αντίκρισμα οι ιδέες που γεννά ή επεξεργάζεται. Θα ήθελε να συμπίπτει το ιδεατό με το πραγματικό. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε το πρώτο επικρατεί του δεύτερου. Ο βολονταρισμός στον οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω, και που παράγει πτώματα στο διάβα του στα κομμουνιστικά καθεστώτα, εδώ αποκαθιστά το δόγμα εις βάρος των αντικειμενικών δεδομένων, όταν αυτά δεν συμπίπτουν με την ιδεατή πραγματικότητα. Αυτό είναι που συνιστά τον «πειρασμό του ολοκληρωτισμού», κατά τη φόρμουλα του J.-F. Revel.

Επομένως η στάση αυτή, που υιοθετούν πολλοί διανοόμενοι στο όνομα της «προόδου», θα πρέπει να μας προβληματίσει όσο και η μαζική εγκληματικότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων, διότι συνεχίζει να υφίσταται. Και είναι τόσο πιο επικίνδυνη, όσο ο ιησουητισμός της την κάνει να αναγνωρίζεται ως «ανθρωπιστική» από πολλούς, εφόσον στρέφεται κατά του «σταλινισμού» και των εγκλημάτων του, αλλά παραμένει εδραία στην «αντι-αντικομμουνιστική» της στάση.

Αναφέρομαι, βέβαια, στην αυτοτιτλοφορούμενη «ανανεωτική» πτέρυγα της Αριστεράς. Υπάρχει, βέβαια, και το «ορθόδοξο» τμήμα της τελευταίας στη χώρα μας, εκείνων που έμειναν προσηλωμένοι στο δόγμα και στην επίσημη «ιστορία» του κομμουνισμού, έτσι όπως την διδάχθηκαν στα εγχειρίδιά τους πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια. Το να γράφονται, ακόμα και σήμερα, βιβλία που υπερασπίζονται τον σταλινισμό σε όλη τη γραμμή113, είναι θλιβερό προνόμιο της Ελλάδας και δείχνει πόση ανάγκη υπάρχει για τεκμηριωμένη ιστορική ενημέρωση, σαν αυτή που παρέχεται από τη Μαύρη Βίβλο του Κομμουνισμού.

Ο δογματισμός της «ορθόδοξης» πτέρυγας της Αριστεράς δεν διαφέρει όσο κοινώς νομίζεται από τις ιδεολογικές εμμονές της «ανανεωτικής» πτέρυγας. Και οι δύο έχουν μία κοινή αφετηρία, που είναι ένας ορίζοντας ελπίδων και ένα όραμα στο οποίο είχαν πιστέψει ειλικρινά. Γι’ αυτό και η χρεοκοπία αυτού του οράματος δεν γίνεται αποδεκτή από αυτούς. Κάποιοι «φταίνε» μέσα ή εξω από το σύστημα: ο Γκορμπατσόφ, ο Χρουστσόφ, η CIA, ο διεθνής καπιταλισμός, όχι όμως το ίδιο το σύστημα που παρήγαγε τους υπονομευτές του ή που δεν ήταν σε θέση να «θάψει τον καπιταλισμό» ή να αντισταθεί στη δύναμή του.

Το κυρίαρχο κίνητρο στην εμμονή στη στάση αυτή είναι η πεποίθηση ότι δεν είχε και δεν έχει σημασία πόσοι θα θυσιασβοΰν για την επίτευξη του τελικού σκοπού του κομμουνισμού. Έπρεπε να επιβληθεί ένα τέτοιο σκληρό και απάνθρωπο σύστημα διότι αυτός ήταν ένας τρόπος να επιτευχθεί η εκβιομηχάνιση της Ρωσίας – και στη συνέχεια άλλων σοσιαλιστικών χωρών. Όμως, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Robert Conquest, και ο κανιβαλισμός είναι ένας τρόπος να πετύχει κανείς μια διατροφή πλούσια σε πρωτεΐνες114. Εξαρτάται από το αν αναγνωρίζει κανείς ηθικά ή πολιτιστικά όρια στα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για να πετύχει τους σκοπούς του.

Αν η σύλληψη του πολιτικού παιχνιδιού είναι εκείνη του «παιγνίου με μηδενικό άθροισμα», όπου το τίμημα της ενδεχόμενης νίκης δεν μπαίνει στο λογαριασμό, όπως συμβαίνει σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, τότε η σταλινική στάση είναι απόλυτα λογική και συνεπής. Και αυτή είναι η αντίληψη των κομμουνιστών για την πολιτική. Η προσωπικότητα του Στάλιν, και οι μέθοδοι που εφάρμοσε, συνυφαίνονται με τον χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο αρνείται να αναγνωρίσει οποιαδήποτε όρια, είτε ηθικά είτε διανοητικά115.

Υπάρχει και το αντίστροφο επιχείρημα, των αθεράπευτα προσηλωμένων στην προοπτική που δημιούργησε ο κομμουνισμός ως τελική ανθρώπινη δυνατότητα: ο κομμουνισμός θα μπορούσε, υπό διαφορετικές συνθήκες, να πάρει άλλο δρόμο, πιο ανθρώπινο, πιο δίκαιο, πιο ειρηνικό και δημοκρατικό και ίσως πιο βιώσιμο.

Η απάντηση της Ιστορίας είναι και σ’ αυτό αρνητική, πέρα για πέρα. Το πείραμα έγινε σε δεκαπέντε χώρες και διήρκεσε περί τα 70 χρόνια. Διαλύθηκαν τα περισσότερα κομμουνιστικά καθεστώτα, από εσωτερική έκρηξη και όχι από εξωτερική επιβουλή. Αυτό δείχνει ότι δεν μπόρεσε και δεν μπορεί να μετεξελιχθεί ένα κομμουνιστικό καθεστώς σε κάτι άλλο, πιο δημοκρατικό.

Ο κομμουνισμός νικήθηκε από τη δημοκρατία, χωρίς πόλεμο. Δημοκρατία θέλουν οι λαοί της γης, και όχι κομμουνισμό. II δημοκρατία, όχι μόνο περισσότερες ελευθερίες εξασφαλίζει, αλλά και μεγαλύτερη ευημερία. Είναι μια πιο ικανοποιητική και, συγχρόνως, πιο εύρωστη μορφή πολιτικής οργάνωσης στον σύγχρονο κόσμο. Έτσι εξηγείται η τρομακτική παγκόσμια πρόοδος, τόσο στην ποιότητα της δημοκρατίας σε πολλά δημοκρατικά κράτη όπου υπήρχε «δημοκρατικό έλλειμμα», όσο και στο πλήθος των χωρών που απέκτησαν δημοκρατικό καθεστώς για πρώτη φορά. Η αλματώδης αυτή κατάκτηση της δημοκρατίας συντελείται, χαρακτηριστικά, από το 1989 κι έπειτα.

Η νέμεση της Ιστορίας είναι για τον κομμουνισμό η οριστική του καταδίκη στα μάτια του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας και κυρίως εκεί ακριβώς όπου επιβλήθηκε επί σειρά ετών. Είναι απόλυτη η ιστορική χρεοκοπία ενός κινήματος που εξ αρχής ενεργούσε στο όνομα της Ιστορίας και πίστευε ακράδαντα στη δικαιωτική γι’ αυτό ετυμηγορία της. Ας θυμηθούμε, σ’ αυτή τη συνάφεια, τα σκληρά λόγια που ο Τρότσκι απεύθυνε στους μενσεβίκους, τους εσσέρους και τους άλλους σοσιαλιστές της Ρωσίας, που αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το νέο επαναστατικό καθεστώς, την επομένη της Οκτωβριανής Επανάστασης:

«Έχετε χρεοκοπήσει. Είσαστε εντελώς ξοφλημένοι. Φύγετε, λοιπόν, και πηγαίνετε εκεί όπου ανήκετε: στους σκουπιδοντενεχέδες της Ιστορίας.»116

Η φράση αυτή έχει γίνει παροιμιώδης. Τη στιγμή της πολιτικής ήττας είναι εύκολο να την εξαπολύσει κανείς στον αντίπαλο. Όμως, είναι άδικη. Η Ιστορία δεν έχει «σκουπίδια» ή «σκουπιδοντευεκέδες». διότι κάθε της γεγονός, κάθε κοινωνική μορφή που έχει υπάρξει, έχει τη θέση της σ’ αυτήν. Και έχει και ο κομμουνισμός τη δική του. Όμως πρέπει να τον αποτιμήσουμε αντικειμενικά, μελετώντας τα πεπραγμένα του και, στην προκειμένη περίπτωση, καταμετρώντας τα ερείπια και τα πτώματα που άφησε πίσω του. Αυτό ακριβώς κάνει η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού. Το ότι μένουν πολλά προβλήματα αναπάντητα είναι αναμφισβήτητο. Όμως, στην Ιστορία τίθενται πάντα περισσότερα προβλήματα από τις λύσεις που βρίσκονται.

Τέλος Ελληνικής Εισαγωγής του Δημήτρη Δημητράκου

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s