Τὰ Γεγονότα τῆς περιόδου 1941-1948 (ΜΕΡΟΣ Β’)

Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Ὀκτωβρίου 1944, ἄρχισε ἡ ἀποχώρηση τῶν Γερμανικῶν δυνάμεων πρὸς Βορρᾶ.

Τὴ νύκτα 11/12 Ὀκτωβρίου ἄρχισε ἡ ἀποχώρησή τους ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ταυτόχρονα ἡ εἴσοδος τῶν πρώτων Βρετανικῶν στρατευμάτων. Μέχρι τὸ τέλος Ὀκτωβρίου, οἱ Γερμανικὲς δυνάμεις εἶχαν ἐγκαταλείψει τὸ Ἑλληνικὸ ἔδαφος. Κατὰ τὴν τμηματική τους ἀποχώρηση, κατέστρεψαν γέφυρες, σιδηροδρομικὲς σήραγγες καὶ ἀνατίναξαν λιμενικὲς ἐγκαταστάσεις, χωρὶς δυστυχῶς, νὰ ἐμποδιστοῦν κατ’ ἐλάχιστον, ἀπὸ τὰ ἀντάρτικα σώματα, καθὼς αὐτὰ ἦταν στραμμένα στὶς πολιτικὲς ἐπιδιώξεις τους, περὶ τῆς “ἑπόμενης ἡμέρας”. Ἑτοιμάζονταν δηλαδὴ γιὰ ἐπικείμενο “ἐμφύλιο”.

Στὶς 18 Ὀκτωβρίου 1944, ὁ πρόεδρος τῆς Κυβερνήσεως ὕψωσε τὴν ἑλληνικὴ σημαία στὴν Ἀκρόπολη καὶ στὴ συνέχεια μίλησε στὸ λαό, μέσα σὲ συγκινητικὴ ἀτμόσφαιρα ἀπὸ ἀνάμικτα συναισθήματα. Ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς πανηγύριζε τὴν πολυπόθητη ἐλευθερία, ἐνῶ θυμόταν μὲ λύπη τὰ ὅσα εἶχε ὑποστεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κατοχῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔκδηλη ἀγωνία γιὰ τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ ἐπακολουθήσουν.

Ἤδη ὑφίσταντο τρία ἰσχυρὰ κέντρα ἐξουσίας:
1. Ἡ φιλοβασιλικὴ κυβέρνηση ποὺ κατέφυγε στὴν Αἴγυπτο,
2. ἡ κατοχικὴ κυβέρνηση ποὺ διαπραγματεύθηκε τὶς τύχες τοῦ κράτους μὲ τὸν τότε κατακτητή, στελεχωμένη ἀπὸ Ἕλληνες στρατιωτικοὺς καὶ ἀκολούθως πολιτικοὺς καὶ ἀκαδημαϊκοὺς καὶ
3. ἡ κυβέρνηση τῶν βουνῶν δhλ. τὸ ΕΑΜ μὲ ἔνοπλο στήριγμά της τὸν λεγόμενο “δημοκρατικὸ στρατὸ”, ὁ ὁποῖος οὔτε ἑλληνικὸς μήτε κατ’ ἴχνος δημοκρατικὸς ὑπῆρξε.

Ἀκολουθώντας τὴν πρακτικὴ τῶν διεθνῶν δικαστηρίων, ποὺ δίκαζαν καὶ καταδίκαζαν τοὺς Γερμανούς, τὰ ἐθνικὰ δικαστήρια τῆς μεταπολεμικῆς Εὐρώπης δίκαζαν καὶ καταδίκαζαν ἀμφότερους, δωσίλογους καὶ ἐγκληματίες πολέμου, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς ἀτομικῆς εὐθύνης καὶ πάντοτε μὲ στέρεες ἀποδείξεις, τὰ δὲ δικαστικὰ χρονικὰ τηροῦντο πληρέστατα πρὸς ἀποφυγὴ περαιτέρω ὄξυνσης τῶν συνθηκῶν. (Ἐξαίρεση ἀπετέλεσε μόνον ἡ Ἰταλία ὅπου ἐδώθη πλήρης ἀμνήστευση τῶν πάντων, καθότι, κατὰ τὸν τότε ὑπουργὸ δικαιοσύνης, Τολιάτι, θὰ ἔπρεπε νὰ διωχθοῦν ὅλοι ὅσοι εἶχαν λάβει ταυτότητα τοῦ Φασιστικοῦ Κόμματος, κάτι τὸ ὁποῖο ἦταν ἀδύνατο καθόσον ἀποτελοῦσαν ἄνω τοῦ 50% τοῦ πληθυσμοῦ). Κάτι τέτοιο δὲν συνέβη στὰ Ἑλληνικὰ πράγματα, παρότι οἱ δίκες διενεργοῦντο ὑπὸ τὴν ἐποπτεία καὶ ἔλεγχο τῆς διεθνοῦς δικαιοσύνης.

Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ στὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη διεξήχθησαν δίκες μὲ διαφάνεια, ἰσονομία καὶ ἰσοπολιτεία, (τὴν ἄμβλυνση τῶν παθῶν) στὴν Ἑλλαδικὴ ἐπικράτεια ἀκολουθήθηκε τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο: Διαγιγνώσκοντας οἱ κυβερνήσεις τῶν Γ. Παπανδρέου καὶ ἀκολούθως Ν. Πλαστήρα, τὸν ἄμεσο κίνδυνο τὸν προερχόμενο ἀπὸ τοὺς μαρξιστὲς τοῦ ταξικοῦ διεθνιστικοῦ ΚΚΕ καὶ ΕΑΜ καὶ τὸν ἐπερχόμενο κίνδυνο ἔγερσης ἀνταρσίας ὑπ’ αὐτῶν τῶν στοιχείων, συνεπικουρούμενων καὶ περιστοιχισμένων ἀπὸ τῶν ἀπὸ βορὰν ἐχθρικῶν του Ἔθνους δυνάμεων, εἰδικότερα γιὰ τὰ στελέχη τῶν κατοχικῶν κυβερνήσεων ἐφήρμοσαν τὴ λογική της συλλογικῆς εὐθύνης ἀντὶ τῆς ἀτομικῆς.

Ὁ πρῶτος νόμος γιὰ τὴ δίωξη δωσιλόγων καὶ ἐγκληματιῶν πολέμου θεσπίστηκε ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τοῦ Γ. Παπανδρέου, πρὸ τῶν Δεκεμβριανῶν, ἀλλὰ ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸν νόμο τῆς κυβέρνησης Πλαστήρα (τὴ Συντακτικὴ Πράξη ὑπ’ ἀριθ. 6 τῆς 20/1/1945), ΦΕΚ τῆς 23 Ἰανουαρίου 1945, ὁ ὁποῖος καθόριζε ὅτι ἡ εὐθύνη τῶν κατοχικῶν κυβερνήσεων ὑφίστατο καὶ χωρὶς νὰ ἀποδειχθεῖ ὁ δόλος γιὰ τὴν προδοσία τῆς πατρίδας.

Ἡ συγκρότηση κυβέρνησης καὶ μόνον, ὑπὸ τὶς ἐντολὲς ξένων δυνάμεων καὶ πρὸς διευκόλυνση τῶν δικῶν τους συμφερόντων ἐναντίον τῆς χώρας καὶ τοῦ λαοῦ της, θεωρήθηκε πράξη ἐθνικῆς προδοσίας χωρὶς τὴν ἀνάγκη ἀπόδειξης δόλου ἢ προθέσεων. Προεβλέποντο εἰδικὰ δικαστήρια, στὰ ὁποῖα τὴν πλειοψηφία εἶχαν τακτικοὶ δικαστές. Μὲ τὸ νόμο αὐτὸ παραπέμφθηκε σὲ δίκη καὶ ὁ Γ. Τσολάκογλου, ὁ ὁποῖος εἰς οὐδὲν ποὺ νὰ ἀφορᾶ ἀτομική του εὐθύνη ἀπεδείχθη ἔνοχος. Ἡ δὲ ἐνοχὴ του συνίστατο εἰς μόνο τὴν συλλογικὴ εὐθύνη ποὺ προέβλεπε ὁ νόμος πρὸς τέρψιν τῶν ἐξαγριωμένων ἀπολογητῶν τῆς «κυβέρνησης τῶν βουνῶν».

Ὅμως ἤδη διεφαίνετο ἡ ἀπόφαση τῆς Ἀριστερᾶς γιὰ ρήξη, εἰδικότερα μετὰ τὴ διάγνωση τῆς πτωτικῆς τάσης τῆς διεθνιστικῆς μαρξιστικῆς θεωρίας ἔναντι τῆς κρατοῦσας ἀστικῆς πολιτείας.
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας τὸ 1944, ἡ Ἑλληνικὴ ἐλεύθερη πλέον Πολιτεία μεταξὺ τῶν πολλαπλῶν καὶ ποικίλλων προβλημάτων ποὺ ἀντιμετώπισε τότε, ἦταν καὶ τὸ ζήτημα τοῦ κολασμοῦ ὅλων ἐκείνων τῶν ἀνάξιων Ἑλλήνων ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τριπλῆς κατοχῆς τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ Ἰταλοὺς Γερμανοὺς καὶ Βουλγάρους, εἴτε ἐτέθησαν στὶς ὑπηρεσίες τῶν κατακτητῶν, πρὸς διευκόλυνση αὐτῶν ἐπὶ τοῦ ὀλέθριου κατὰ τῆς Χώρας ἔργο τους, εἴτε ἀκόμη χειρότερα μὲ τὶς ἐνέργειές τους καὶ τὴ συμπεριφορὰ τοὺς ἔθιξαν τὴν ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια, καθιστάμενοι ἀνάξιοι τῆς ἑλληνικῆς πατρίδος. Ἔτσι διαμορφώθηκε τὸ ἰδιότυπο ἀδίκημα τῆς ἐθνικῆς ἀναξιότητος προκειμένου νὰ δοθεῖ στὶς ἐπερχόμενες γενεὲς τὸ παράδειγμα ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μένει ἀτιμώρητος ὅταν προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸν ἐχθρό τῆς Πατρίδας του, ἀλλὰ καὶ ἀκόμη περισσότερο πρὸς φρονηματισμὸ καὶ ὑπόδειξη τοῦ ἐθνικοῦ τους καθήκοντος σὲ στιγμὲς δοκιμασίας.

Οἱ ἀριθμοὶ εἶναι εὔγλωττοι: στὸ διάστημα τῶν ἐτῶν 1945 καὶ 1949, μὲ ἀπόφαση πολιτικῶν ἢ στρατιωτικῶν δικαστηρίων, ἐκτελέστηκαν 25 μέλη τῶν Ταγμάτων ἀσφαλείας (γνωστοὶ στοὺς ἀριστεροὺς κύκλους ὡς “δωσίλογοι”) καὶ πάνω ἀπὸ 3.000 καταδικασθέντες ὡς μέλη ἢ συνοδοιπόροι τοῦ ΚΚΕ καὶ τοῦ ΕΑΜ. Ἡ διαφορὰ συνίστατο στὸ ἑξῆς: Οἱ μὲν ταγματασφαλίτες δικάστηκαν βάσει τῆς νομικὰ θεσπισμένης “συλλογικῆς εὐθύνης”, οἱ δὲ ἀντάρτες τοῦ ΕΑΜ βάσει μόνον ἀτομικῆς εὐθύνης, διότι ἄλλως θὰ ἀντιμετώπιζαν κατηγορία βάσει νόμου ἑκατοντάδες χιλιάδων μετεχόντων στὴν ἀνταρσία.

Ἡ Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου βρέθηκε ὑποχρεωμένη νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα τοῦ ἀφοπλισμοῦ τοῦ ΕΛΑΣ καὶ τὴ διάλυση τῆς πολιτοφυλακῆς, ἕνα εἶδος μυστικῆς ἀστυνομίας, ἀφοῦ διαφορε-τικὰ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποκτήσει πραγματικὴ ἐξουσία. Ἔπειτα ἀπὸ μακρὲς συνεννοήσεις, ἡ Κυβέρνηση στὶς 5 Νοεμβρίου, ἀνακοίνωσε ὅτι ἀπὸ τὴν 1η Δεκεμβρίου θὰ διαλυόταν ἡ ‘‘Ἐθνικὴ Πολιτοφυλακή’’ καὶ θὰ τὴν ἀντικαθιστοῦσε ἡ ‘‘Ἐθνοφυλακή’’, τὴν ὁποία θὰ ἐπάνδρωναν ἀξιωματικοί του Στρατοῦ καὶ κληρωτοί της κλάσης 1936. Ἀπὸ τὶς 10 Δεκεμβρίου 1944 θὰ ξεκινοῦσε ἡ ἀποστράτευση τῶν ἀντάρτικων ὁμάδων ΕΑΜ καὶ ΕΔΕΣ. Ταυτόχρονα, τὰ Τάγματα Ἀσφαλείας εἶχαν πάρει ἐντολὴ νὰ καταθέσουν τὰ ὄπλα, καὶ στὴ συνέχεια ἐτίθεντο ὑπὸ περιορισμὸ σὲ στρατόπεδο στὸ Γουδί.

Τὶς ἀποφάσεις αὐτὲς εἶχαν ἀποδεχθεῖ καὶ οἱ ἕξι ὑπουργοὶ τοῦ ΕΑΜ ποὺ μετεῖχαν στὴν Κυβέρνηση. Μετὰ ἀπὸ πέντε ἡμέρες ὅμως, ὑπαναχώρησαν καὶ ἀξίωσαν τὴν ἀποστράτευση τῆς 3ης Ὀρεινῆς Ταξιαρχίας καθὼς καὶ τοῦ Ἱεροῦ Λόχου, εἰδάλλως δὲν θὰ ἐπέτρεπαν τὴν ἀποστράτευση τοῦ ΕΛΑΣ.

Μετὰ ἀπὸ ἔντονες διενέξεις καὶ διαπραγματεύσεις, ἀποφασίστηκε ἡ συγκρότηση τοῦ «Ἐθνικοῦ Στρατοῦ», στὸν ὁποῖο θὰ συμμετεῖχαν ἡ 3η Ὀρεινὴ Ταξιαρχία, ὁ Ἱερὸς Λόχος, ἕνα τμῆμα τοῦ ΕΔΕΣ καὶ μία Ταξιαρχία τοῦ ΕΛΑΣ, ἰσοδύναμη σὲ προσωπικὸ καὶ ὁπλισμὸ μὲ τὸ ἄθροισμα τῶν ἄλλων. Οἱ ἕξι ὑπουργοὶ τοῦ ΕΑΜ, στὶς 28 Νοεμβρίου 1944 παραιτήθηκαν ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση Ἐθνικῆς Ἑνότητας, ἐνῶ τὸ ΕΑΜ ζήτησε ἄδεια γιὰ συγκέντρωση στὴν πλατεία Συντάγματος τὴν Κυριακὴ 3 Δεκεμβρίου 1944.

Στὶς 30 Νοεμβρίου 1944 ὁ Γενικὸς Γραμματέας τοῦ ΚΚΕ, Γιῶργος Σιάντος, διέταξε τὸ Γενικὸ Ἀρχηγεῖο τοῦ ΕΛΑΣ (Σαράφης) νὰ θέσει σὲ ἐπιφυλακὴ τὸν ΕΛΑΣ καὶ νὰ κινήσει πρὸς τὴν πρωτεύουσα τὸ 42ο Σύνταγμα “Γραβιᾶς-Ἄμφισσας” καὶ τὸ 52ο Σύνταγμα “Λαμῖας-Δομοκοὺ”. Παράλληλα, διέταξε τὴ ΙΙ Μεραρχία “Ἀττικής” νὰ προωθήσει ἐσπευσμένα πρὸς τὴν Ἀθήνα, τὸ 2ο Σύνταγμα “Θηβών”, τὸ 7ο Σύνταγμα “Χαλκίδας” καὶ τὸ 34ο “Ἐλευσίνας”. Τὴν ἑπομένη, 1η Δεκεμβρίου, τὸ Α΄ Σῶμα Στρατοῦ Ἀθηνῶν, ἀφοῦ ἔθεσε τὶς δυνάμεις του σὲ ἐπιφυλακὴ καὶ κοινοποίησε τὸ σχέδιο ἐνέργειας, μετέφερε τὸ Στρατηγεῖο του ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας (Σίνα καὶ Βησσαρίω-νος) στὴ Νέα Φιλαδέλφεια.

Τὴν Κυριακὴ 3 Δεκεμβρίου 1944, ἄρχισαν νὰ συρρέουν ὀπαδοὶ τοῦ ΕΑΜ ἀπ’ ὅλες τὶς συνοικίες πρὸς τὸ Σύνταγμα γιὰ τὴν προγραμματισμένη συγκέντρωση διαμαρτυρίας. Στὴν πλατεία Συντάγ-ματος, σύμφωνα μὲ μία ἐκδοχή, ὅταν κλήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἀστυνομία νὰ διαλυθοῦν, ἐπιτέθηκαν κατὰ τοῦ Μεγάρου τῆς Ἀστυνομικῆς Διευθύνσεως Ἀθηνῶν, ἀφόπλισαν ἀστυφύλακες, φόνευσαν ἕναν ἀρχιφύλακα καὶ ἀνάγκασαν τὴν Ἀστυνομία νὰ ἀμυνθεῖ μὲ τὰ ὄπλα. Κατὰ τὴν ἄλλη ἐκδοχή, οἱ ἀστυνομικοὶ ἄνοιξαν πρῶτοι πῦρ κατὰ τῶν διαδηλωτῶν. Γεγονὸς εἶναι ὅτι ἐπακολούθησε ἀληθινὴ μάχη μὲ 25 νεκροὺς καὶ δεκάδες τραυματίες. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη γενικεύθηκε ὁ Ἐμφύλιος Πόλεμος ἢ Συμμοριτοπόλεμος, ὡς τὸ τραγικότερο γεγονὸς τῆς σύγχρονης Ἑλληνικῆς Ἱστορίας μαζὶ μὲ τὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία.

Τὴ στρατιωτικὴ καὶ πολιτικὴ διεύθυνση τῆς μάχης ἀνέλαβε μόλις ἀνασυστάθηκε στὶς 2 Δεκεμβρίου, ἡ Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ ΕΛΑΣ, ὑπὸ τὴν ὁποία εἶχε ὑπαχθεῖ τὸ Γενικὸ Στρατηγεῖο. Ἀνέθεσε τὴ διεξαγωγὴ τῆς μάχης στὸ Α΄ Σῶμα Στρατοῦ (Ἀθηνῶν), τὸ ὁποῖο ἐνίσχυσε κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἀγώνα καὶ μὲ Μονάδες τῆς ΙΙ Μεραρχίας (Ἀττικῆς), τῆς ΧΙΙΙ Μεραρχίας (Στερεᾶς Ἑλλάδας) καθὼς καὶ τῆς ΙΙΙ Μεραρχίας (Πελοποννήσου). Ἡ δύναμη τοῦ Α΄ Σώματος Στρατοῦ ἀνερχόταν σὲ 20.000 ἄνδρες, πλὴν ὅμως μὲ τὴν ἔναρξη τῆς μάχης (3 Δεκεμβρίου 1944) ἡ παρατακτὴ δύναμη (ἔνοπλοι) ἦταν μόνο 9.000 ἄνδρες, μὲ τὴν παρακάτω ὀργάνωση καὶ διάταξη:

Τὸ Στρατηγεῖο Α΄ Σώματος Στρατοῦ (250) στὴ Νέα Φιλαδέλφεια.
Ἡ Ι Ταξιαρχία (2.950) μὲ τὸ 1ο Σύνταγμα στὶς περιοχὲς Νέα Σμύρνη, Καλλιθέα, Κατσιπόδι καὶ τὸ 2ο Σύνταγμα στὶς περιοχὲς Καισαριανή, Βύρωνα, Παγκράτι καὶ Γούβα.

Ἡ ΙΙ Ταξιαρχία (2.950) μὲ τὸ 3ο Σύνταγμα στὴν περιοχὴ Κυψέλη, Πατήσια, Γκύζη, Ἀμπελόκηποι καὶ τὸ 4ο Σύνταγμα στὴν περιοχὴ Περιστέρι, Κολωνός, Πετράλωνα καὶ Ν. Σφαγεῖα.

Τὸ 5ο Ἀνεξάρτητο Σύνταγμα (1.000 μαχητῶν) στὴν περιοχὴ Βορείων Προαστίων Ἀθηνῶν.

Τὸ 6ο Ἀνεξάρτητο Σύνταγμα (1.600 μαχητῶν) στὴν περιοχὴ Πειραιά-Κοκκινιὰ.

Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ ἀγώνα ἐνίσχυσαν τὸ Α’ Σῶμα Στρατοῦ:
Ἡ ΙΙ Μεραρχία μὲ ἐλαττωμένη δύναμη 2.500 μαχητῶν.
Ἡ VΙΙ Ταξιαρχία (3 Συντάγματα) μὲ δύναμη 2.500 μαχητῶν.
Ἄλλα δύο Συντάγματα μὲ δύναμη 2.000 μαχητῶν.
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτούς, ὑπῆρχε στὴν πρωτεύουσα τὸ ‘‘ἐφεδρικὸ ΕΛΑΣ’’ μὲ 8.000 ἐξοπλισμένους, ἡ Ἐθνικὴ Πολιτοφυλακή, ἐκτελεστικὸ ὄργανο τῆς ὁποίας ἦταν ἡ «ΟΠΛΑ» (Ὀργάνωση Προστασίας Λαϊκοῦ Ἀγώνα), πέρα ἀπὸ τὶς χιλιάδες ὀργανωμένων μελῶν τοῦ ΕΑΜ.
Γενικὸ Σύνολο Κομμουνιστῶν τοῦ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ: 23.000 ἔνοπλοι ἀντάρτες.

Τὸ σχέδιο ἐνέργειας τοῦ Α’ Σώματος Στρατοῦ τοῦ ΕΛΑΣ, ποὺ κοινοποιήθηκε μὲ τὴν ὑπ’ ἀριθ. ‘‘25’’ Ἀπόρρητη Διαταγὴ τῆς 1ης Δεκεμβρίου 1944, προέβλεπε τὴ διεξαγωγὴ ἐπιθέσεως σὲ δυὸ φάσεις, ὡς ἑξῆς:

Στὴν πρώτη φάση, τὴν ἐξουδετέρωση τῶν συνοικιακῶν ἀστυνομικῶν τμημάτων καὶ μερικῶν φρουρῶν χωροφυλακῆς, ὥστε νὰ καταστεῖ δυνατὴ ἡ παραπέρα κίνηση πρὸς τὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐξασφάλιση τοῦ ἀναγκαίου ὁπλισμοῦ γιὰ τὴν αὔξηση τῆς ἔνοπλης δύναμης τοῦ ΕΛΑΣ.

Στὴ δεύτερη φάση, τὴν ἐπίθεση γιὰ ἐξουδετέρωση τῶν ἰσχυρότερων κέντρων ἀντιστάσεως τῆς Ἀστυνομίας Πόλεων καὶ τῆς Χωροφυλακῆς. Τέτοια κέντρα ἦταν ἡ «Γενικὴ Ἀσφάλεια», ἡ «Εἰδικὴ Ἀσφάλεια», τὸ «Μηχανοκίνητο Τμῆμα», τὸ «Σύνταγμα Χωροφυλακῆς Μακρυγιάννη» καὶ τὸ Συγκρότημα τῶν «Σχολῶν Χωροφυλακῆς».

Μὲ τὸ σχέδιο αὐτό, τὸ Α’ Σῶμα Στρατοῦ τῶν ἀνταρτῶν ἀπέβλεπε στὴν κεραυνοβόλα ἐξουδετέρωση τῶν Ἀστυνομικῶν Τμημάτων καὶ τῶν ἄλλων κέντρων ἀντιστάσεως, ὥστε οἱ Βρετανοὶ νὰ βρεθοῦν ‘‘πρὸ τετελεσμένου γεγονότος’’ καὶ νὰ μὴν ἐμπλακοῦν στὸν ἀγώνα. Γιὰ τὴ μόνη σοβαρὴ ἑλληνικὴ δύναμη ποὺ βρισκόταν σὲ στρατόπεδο στὸ Γουδί, τὴν ΙΙΙ Ὀρεινὴ Ταξιαρχία, θὰ μεριμνοῦσε ἡ ΙΙ Μεραρχία τοῦ ΕΛΑΣ μὲ τὰ 2ο, 7ο καὶ 34ο Σύνταγμα Πεζικοῦ. Ἄλλωστε, τὸ προσωπικό της ΙΙΙ Ὀρεινῆς Ταξιαρχίας τελοῦσε σὲ ἄδεια ἀορίστου χρόνου μὲ ἀπόφαση τῆς Κυβέρνησης.

Ὀργάνωση – Δύναμη – Διάταξη Ἀμυνόμενων Δυνάμεων:
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς χώρας, ἡ Κυβέρνηση ἀποφάσισε ὅλες οἱ δυνάμεις Χωροφυλακῆς καὶ Ἀστυνομίας Πόλεων, νὰ ὑπαχθοῦν στὴ Στρατιωτικὴ Διοίκηση Ἀττικῆς, ὑπὸ τὸν Σπηλιωτόπουλο, μὲ ἀποστολὴ τὴν τήρηση τῆς τάξεως στὴν περιοχὴ Ἀττικῆς, ὁπότε ἡ συνολικὴ παρατακτὴ δύναμη εἶχε ὡς ἑξῆς:

Ἐθνικὸς Στρατός: Ἕνα Σύνταγμα μειωμένης συνθέσεως τῆς «Ὀργανώσεως ‘‘Χ’’» ὑπὸ τὸν Γ. Γρίβα στὸ Θησεῖο, ἕνα Σύνταγμα ΕΔΕΣ ὑπὸ τὸν Καμπάνη καὶ ἡ ΙΙΙ Ὀρεινὴ Ταξιαρχία (τρία Τάγματα, 2.000) στὸ Γουδὶ ὑπὸ Συμμαχικὴ Διοίκηση.
Χωροφυλακή: Ἡ παρατακτὴ δύναμη σὲ Ἀθήνα καὶ Πειραιὰ ἀνερχόταν σὲ 3.000 ἀξιωματικοὺς καὶ ὁπλίτες, ἐλαφρὰ ἐξοπλισμένους καὶ μὲ ἐλάχιστα πυρομαχικὰ ἀπὸ τὴ φύση τῆς ἀποστολῆς τους.

Ἀστυνομία Πόλεων: Ἡ συνολικὴ δύναμη τῆς Ἀστυνομίας ἀνερχόταν σὲ 2.500 ἄνδρες ἐλαφρὰ καὶ ἀνεπαρκῶς ἐξοπλισμένους, ἀπὸ τὴ φύση τῆς ἀποστολῆς τους. Τόσο ἡ Χωροφυλακή, ὅσο καὶ ἡ Ἀστυνομία ἦταν κατανεμημένες στὰ Ἀρχηγεῖα, τὶς διάφορες Ὑπηρεσίες, τὶς Σχολὲς καὶ τὰ Ἀστυνομικὰ Τμήματα.

Ἡ 23η Βρετανικὴ Ταξιαρχία καὶ Τμῆμα Ἀλεξιπτωτιστῶν, συνολικῆς δύναμης 2.500 ἀνδρῶν.

Κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς μάχης, ἡ δύναμη τοῦ ΕΛΑΣ ἦταν τριπλάσια ἔναντι τῶν ἀμυνομένων. Κατὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς μάχης καὶ εἰδικότερα μετὰ τὶς 15 Δεκεμβρίου 1944 ποὺ ἀπειλήθηκε ἡ κατάληψη τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τὸν ΕΛΑΣ, τὶς ἐθνικὲς δυνάμεις ἐνίσχυσαν δύο Βρετανικὲς Μεραρχίες (ἡ μία Ἰνδική), μία Ταξιαρχία, ἕνα Τεθωρακισμένο Σύνταγμα καὶ τὸ Σύνταγμα Πυροβολικοῦ τῆς ΙΙΙ Ὀρεινῆς Ταξιαρχίας.
Τὴ νύκτα τῆς 3/4 Δεκεμβρίου, τὸ 2ο Σύνταγμα Θηβῶν (ΕΛΑΣ) δυνάμεως περίπου 1.000 ἀνδρῶν, παγιδεύτηκε καὶ ἐξαναγκάστηκε σὲ παράδοση καὶ αἰχμαλωσία ἀπὸ βρετανικὴ δύναμη στὸ Ψυχικό. Τὸ Σύνταγμα αὐτὸ κατευθυνόταν ἀπὸ Θήβα πρὸς Ἀθήνα, προκειμένου μὲ τὰ ἄλλα δύο Συντάγματα τῆς ΙΙ Μεραρχίας τοῦ ΕΛΑΣ νὰ κινηθεῖ γιὰ ἐξουδετέρωση τῆς ΙΙΙ Ὀρεινῆς Ταξιαρχίας, ἡ ὁποία ἦταν σὲ ἐπιφυλακὴ στὸ στρατόπεδο Γουδί. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν ΕΛΑΣ νὰ ἀναστείλει τὴν ἐπέμβαση κατὰ τῶν περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Τμημάτων ποὺ εἶχε σχεδιασθεῖ γιὰ τὴν ἴδια νύκτα.

Τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς 4ης Δεκεμβρίου, 4 Συντάγματα τοῦ ΕΛΑΣ περικύκλωσαν αἰφνιδιαστικὰ τὰ περιφερειακὰ Ἀστυνομικὰ Τμήματα καὶ μερικὲς φρουρὲς Χωροφυλακῆς καὶ ἀξίωσαν τὴν παράδοση τοῦ ὁπλισμοῦ τους. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἄρχισε ἡ ‘‘Μάχη τῶν Ἀθηνῶν’’. Οἱ ἄνδρες τῆς Ἀστυνομίας Πόλεων καὶ τῆς Χωροφυλακῆς ἀντέταξαν σθεναρὴ ἀντίσταση ἀπέναντι στὶς καλύτερα ἐξοπλισμένες καὶ μεγαλύτερες ἀριθμητικὰ δυνάμεις τοῦ ΕΛΑΣ ποὺ πολιορκοῦσαν τὰ Ἀστυνομικὰ Τμήματα. Μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες τῆς 5ης Δεκεμβρίου, οἱ δυνάμεις τοῦ ΕΛΑΣ εἶχαν ἐξουδετερώσει ὅλα τὰ περιφερει-ακὰ Ἀστυνομικὰ Τμήματα καὶ 17 ἀπὸ τὰ 23 Ἀστυνομικὰ Τμήματα τῆς Ἀθήνας.

Ἀπὸ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τῆς 5ης Δεκεμβρίου, τὰ 1ο καὶ 2ο Τάγματα τῆς ΙΙΙ Ὀρεινῆς Ταξιαρχίας κινήθηκαν ἀπὸ τὸ Γουδὶ στὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὰ Παλιὰ Ἀνάκτορα, τὸ Μέγαρο τοῦ Μετοχικοῦ Ταμείου Στρατοῦ καὶ τὸ κτίριο τοῦ πρώην Ἀρχηγείου τοῦ ΕΛΑΣ στὴ διασταύρωση τῶν ὁδῶν «Βησσαρίωνος καὶ Σίνα.» Τὸ ἴδιο ἀπόγευμα, ἡ Κυβέρνηση κήρυξε τὸ στρατιωτικὸ νόμο σὲ Ἀθήνα καὶ Πειραιὰ καὶ ἐξουσιοδότησε τὴν ΙΙΙ Ὀρεινὴ Ταξιαρχία καὶ τὰ βρετανικὰ στρατεύματα νὰ ἐπιβάλλουν τὴν τάξη κάνοντας χρήση τῶν ὅπλων. Τὰ μεσάνυχτα, τὰ δύο Τάγματα τῆς ΙΙΙ Ὀρεινῆς Ταξιαρχίας ἐπέστρεψαν στὸ στρατόπεδο γιὰ ἀνάληψη ἐνεργοῦ ἀποστολῆς, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ ἰσάριθμα βρετανικὰ Τάγματα Ἀλεξιπτωτιστῶν, τὰ ὁποῖα ἀνέλαβαν τὴ φύλαξη τῶν κτιριακῶν ἐγκαταστάσεων στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας.

Τὰ διαθέσιμα στρατεύματα ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦνταν ἐναντίον τῶν μονάδων τοῦ ΕΛΑΣ τὸ βράδυ τῆς 5ης Δεκεμβρίου 1944, προτοῦ ἐπέμβουν στὸν ἀγώνα ἦταν:
Ἡ ΙΙΙ Ἑλληνικὴ Ὀρεινὴ Ταξιαρχία (3 Τάγματα),
ἡ 23η Τεθωρακισμένη Βρετανικὴ Ταξιαρχία μὲ 43 ἅρματα καὶ 23 τεθωρακισμένα ὀχήματα,
ἡ 139η Ταξιαρχία Πεζικοῦ,
μία Ταξιαρχία Ἀλεξιπτωτιστῶν καὶ
δύο Μοῖρες Πυροβολικοῦ μὲ 16 πυροβόλα.
Σύνολο δυνάμεων 7.000, ἀπὸ τὶς ὁποῖες 2.500 ἑλληνικὲς καὶ 4.500 βρετανικὲς.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς παραπάνω μάχιμες μονάδες, ἀπὸ ἑλληνικῆς πλευρᾶς ὑπῆρχαν 250 Εὐέλπιδες μὲ πυρῆνες τῶν 101, 141 καὶ 142 Ταγμάτων Ἐθνοφυλακῆς καὶ ἀπὸ βρετανικῆς πλευρᾶς ἀποσπάσματα καὶ μονάδες διοικητικῆς μέριμνας.

Ἀπὸ τὶς πρωινὲς ὧρες τῆς 6ης Δεκεμβρίου, ὅταν οἱ τακτικὲς ἑλληνοβρεττανικὲς δυνάμεις εἰσῆλθαν στὴ μάχη, καὶ μέχρι τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας, ἐπιτεύχθηκαν τὰ ἑξῆς: Ἡ ΙΙΙ Ἑλληνικὴ Ὀρεινὴ Ταξιαρχία ἐκκαθάρισε τὶς ἀνατολικὰ τῆς Λ. Συγγροὺ ἀντιστάσεις τοῦ ΕΛΑΣ, ἐξασφαλίζοντας ἀνοικτὸ τὸ δρομολόγιο ἀπὸ Σύνταγμα πρὸς τὸ Δέλτα Φαλήρου, ὅπου ἐνερ-γοῦσε ἡ 139 Βρετανικὴ Ταξιαρχία καὶ παράλληλα ἐκκαθάρισε τὶς περιοχὲς Ζωγράφου – Ἄνω Ἰλισίων καὶ κατέλαβε τὰ ἀνατολικὰ τῆς Καισαριανῆς δεσπόζοντα ὑψώματα. Τὰ βρετανικὰ στρατεύματα ἐξασφάλισαν τὰ ζωτικῆς σημασίας ὑψώματα τῆς Ἀκρόπολης καὶ τοῦ Λυκαβητοῦ καὶ ἐκκαθάρισαν τὸ κέντρο τῆς πόλεως ἀπὸ ἐλεύθερους σκοπευτὲς καὶ ἄλλες μικροαντιστάσεις τοῦ ΕΛΑΣ.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύκτας 6/7 Δεκεμβρίου, ὁ ΕΛΑΣ ἐνίσχυσε τὸ Α΄ Σῶμα Στρατοῦ μὲ τὶς παρακάτω δυνάμεις:
• Τὴ ΙΙ Μεραρχία Ἀττικῆς μὲ τὰ 7ο καὶ 34ο Συντάγματα καὶ λοιπὲς Μεραρχιακὲς Μονάδες συνολικῆς δυνάμεως 3.500 ἀνδρῶν καὶ μὲ ἀποστολὴ τὴν ἐξουδετέρωση τῶν φρουρῶν τῆς ΙΙΙ Ὀρεινῆς Ταξιαρχίας καὶ τῆς Σχολῆς Χωροφυλακῆς στὸ Γουδὶ.
• Τὸ 6ο Σύνταγμα Κορίνθου μὲ 1.100 ἄνδρες.
• Τὴ ΧΙΙΙ Μεραρχία Στερεᾶς Ἑλλάδας

Ὁ ἀγώνας στὶς 7 Δεκεμβρίου ἐξελίχθηκε ὡς ἑξῆς:
Ἡ ΙΙ Μεραρχία τοῦ ΕΛΑΣ ἐπιτέθηκε ἀπὸ τὶς περιοχὲς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ καὶ Νοσοκομείου ‘‘Σωτηρία’’ γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Σχολῆς Χωροφυλακῆς καὶ τῆς φρουρᾶς ΙΙΙ Ὀρεινῆς Ταξιαρχίας στὸ Γουδὶ.

Ἡ Ι Ταξιαρχία τοῦ ΕΛΑΣ ἐπιτέθηκε ἀπὸ τὴν κατεύθυνση τῆς Καισαριανῆς κατὰ Μονάδων τῆς ΙΙΙ Ὀρεινῆς Ταξιαρχίας στὴν περιοχὴ Ἄνω Ἰλίσια-Ζωγράφου-Γουδὶ.

Στὸ κέντρο τῆς πόλεως, δυνάμεις τοῦ ΕΛΑΣ ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς Γενικῆς Ἀσφάλειας, τοῦ Δ΄ Ἀστυνομικοῦ Τμήματος, τοῦ Μηχανοκίνητου Τμήματος καὶ τῆς φρουρᾶς Θησείου.

Παντοῦ διεξάγοντο σφοδρὲς μάχες μὲ τρομερὲς ἀπώλειες καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές. Μέχρι τὸ βράδυ τῆς 7ης Δεκεμβρίου, οἱ δυνάμεις τοῦ ΕΛΑΣ δὲν πέτυχαν τὴν κατάληψη τῆς Σχολῆς Χωροφυλακῆς καὶ τοῦ Στρατοπέδου στὸ Γουδὶ καὶ ἀναδιπλώθηκαν μὲ σοβαρὲς ἀπώλειες. Στὴ δύναμη τῶν ἀμυνομένων ἀπὸ πλευρᾶς Ἐθνικῶν Δυνάμεων, τὴν ἴδια μέρα εἶχαν προστεθεῖ 900 στὴ Σχολὴ Χωροφυλακῆς καὶ 400 στὸ Στρατόπεδο τῆς ΙΙΙ Ὀρεινῆς Ταξιαρχίας. Ἦταν οἱ κρατουμένοι τῶν Ταγμάτων Ἀσφαλείας, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἐπίθεση τῆς ΙΙ Μεραρχίας τοῦ ΕΛΑΣ ἐξοπλίστηκαν καὶ ἐνίσχυσαν τὴν ἄμυνα τῶν παραπάνω Στρατοπέδων. Στὴ συνέχεια, οἱ κομμουνιστὲς τοῦ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ἑστιάστηκαν στὴν κατάλη-ψη τοῦ Συντάγματος Χωροφυλακῆς Μακρυγιάννη, τὸ ὁποῖο πλέον πολιορκοῦσαν μὲ 4.000 ἄνδρες.

Οἱ βρετανικὲς δυνάμεις ὅλη τὴν ἡμέρα ἐκκαθάρισαν τὶς περιοχὲς γύρω ἀπὸ τὸ Κολωνάκι, τὴ Νεάπολη, τὸ Μουσεῖο, τὰ Νέα Σφαγεῖα στὴν ὁδὸ Πειραιῶς, τὶς φυλακὲς Συγγροὺ καὶ γύρω ἀπὸ τὴν Ὁμόνοια.

Τὶς ἑπόμενες δυὸ ἡμέρες, 8 καὶ 9 Δεκεμβρίου, οἱ μάχες συνεχίζονταν σὲ ὅλη τὴν Ἀθήνα μὲ ἀμείωτη ἔνταση καὶ κυρίως στὸ Σύνταγμα Μακρυγιάννη ὅπου ἡ φρουρὰ τῶν 470 ἀνδρῶν ἀπέκρουσε ἰσχυρὲς ἐπιθετικὲς προσπάθειες τοῦ ΕΛΑΣ.

Στὶς 10 Δεκεμβρίου 1944, προστέθηκε καὶ ἄλλος ἀντικειμενικὸς σκοπὸς τοῦ ΕΛΑΣ. Ἡ κατάληψη τῆς Σχολῆς τῶν Εὐελπίδων. Ὕστερα ἀπὸ διήμερη πολιορκία, ἡ Σχολὴ καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν ΕΛΑΣ, ἀφοῦ προηγουμένως οἱ Εὐέλπιδες καὶ οἱ ἐλάχιστοι Βρετανοὶ εἶχαν μεταφερθεῖ μὲ βρετανικὰ τεθωρα-κισμένα ὀχήματα στὰ Παλιὰ Ἀνάκτορα τὶς ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς 11ης Δεκεμβρίου. Τὴν ἴδια ἡμέρα κρίθηκε καὶ ἡ ἑπταήμερη μάχη στὸ Σύνταγμα Χωροφυλακῆς Μακρυγιάννη. Οἱ δυνάμεις τοῦ ΕΛΑΣ ἀναγκάστηκαν νὰ λύσουν τὴν πολιορκία καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀφοῦ εἶχαν τεράστιες ἀπώλειες (500 νεκροὺς καὶ τραυματίες). Ἀπὸ πλευρᾶς ἀμυνομένων, οἱ ἀπώλειες ἀνῆλθαν σὲ 2 ἀξιωματικοὺς καὶ 22 χωροφύλακες νεκρούς, καὶ 19 ἀξιωματικοὺς καὶ 72 χωροφύλακες τραυματίες. Ὁ ἀμφίρροπος ἀγώνας ποὺ διεξαγόταν, ἀνησύχησε τόσο τὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση, ὅσο καὶ τὸ Στρατηγὸ Σκόμπυ, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀπόγευμα τῆς 11ης Δεκεμβρίου κατέφθασε βρετανικὴ ἀντιπροσωπεία ὑπὸ τὸν Ἄγγλο Ἀνώτατο Διοικητὴ Δυνάμεων Μεσογείου Ἀλεξάντερ. Ἀφοῦ διαπίστωσε τὴν κρισιμότητα τῆς καταστάσεως, διέταξε μὲ σῆμα τὴν ἄμεση μεταφορὰ δυὸ Μεραρχιῶν (μίας βρετανικῆς καὶ μίας ἰνδικῆς) γιὰ ἐνίσχυση τοῦ ἀγώνα ἐναντίον τοῦ ΕΛΑΣ, οἱ ὁποῖες καὶ κατέφθασαν σὲ δύο ἡμέρες. Ταυτόχρονα, ἄρχισαν νὰ συγκροτοῦνται τὰ πρῶτα Τάγματα Ἐθνοφυλακῆς. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἡ ‘‘Μάχη τῶν Ἀθηνῶν’’ εἶχε κριθεῖ ὑπὲρ τῶν Ἐθνικῶν Δυνάμεων.

Ὅμως, οἱ συγκρούσεις συνεχίζονταν μὲ ἀμείωτη ἔνταση στὸ Γουδί, τὴν Καισαριανή, τὴ Γούβα, τὴ Νέα Σμύρνη, τὸ Φάληρο, τὰ Πετράλωνα, τὸ Κερατσίνι, τὸ Περιστέρι, τὴν Κυψέλη, τοῦ Γκύζη, τοὺς Ἀμπελόκηπους, τὴν πλατεία Κουμουνδούρου καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα καὶ κέντρα ἀντιστάσεως τοῦ Λεκανοπεδίου.

Μία ἐντυπωσιακὴ ἐπιτυχία τοῦ ΕΛΑΣ ὑπῆρξε ἡ κατάληψη τοῦ Ἀρχηγείου τῆς RAF στὸ ξενοδοχεῖο ‘‘Σέσιλ’’ στὴν Κηφισιά. Ἡ ΙΙ Μεραρχία τοῦ ΕΛΑΣ μὲ δύναμη 1.000 περίπου ἀνδρῶν, στὶς 18 Δεκεμ-βρίου ἐπιτέθηκε αἰφνιδιαστικὰ κατὰ τοῦ Ἀρχηγείου τῆς RAF τοῦ ὁποίου ἡ δύναμη ἀνερχόταν σὲ 70 ἀξιωματικοὺς καὶ 600 ὁπλίτες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους μόνο οἱ 150 ἦταν μάχιμοι. Ὕστερα ἀπὸ 24ωρη πολιορκία, οἱ Βρετανοὶ ἀναγκάσθηκαν σὲ παράδοση. Οἱ ἀπώλειες τῶν Βρετανῶν ἀνῆλθαν σὲ 25 νεκροὺς καὶ 500 αἰχμαλώτους, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι διέφυγαν. Ὁ ΕΛΑΣ εἶχε 80 νεκροὺς καὶ 300 τραυματίες. Τὶς ἑπόμενες ἡμέρες, ὁ ἀγώνας συνεχίστηκε μὲ ἀμείωτη ἔνταση καὶ ἀγριότητα μέχρι τὴ νύκτα τῆς 4/5 Ἰανουαρίου 1945, ὁπότε οἱ δυνάμεις τοῦ ΕΛΑΣ ἀπαγκιστρώθηκαν καὶ στὴ συνέχεια ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τὶς δυτικὲς συνοικίες τῆς Ἀθήνας, ἔσπευσαν νὰ κινηθοῦν πρὸς Θήβα, Λαμὶα καὶ βορειότερα, προκειμένου ν’ ἀποφύγουν τὴν ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή.

Στὶς 8 Ἰανουαρίου 1945 τὸ ΕΑΜ ζήτησε ἀνακωχή, ἡ ὁποία ὑπογράφηκε στὶς 11 Ἰανουαρίου καὶ τέσσερις ἡμέρες ἀργότερα ἔληξαν οἱ ἐχθροπραξίες.

Οἱ Ἐκτελέσεις καὶ ἡ Ὁμηρία: Χαρακτηριστικὸ τῶν ‘‘Δεκεμβριανών’’ ὑπῆρξε ὁ φανατισμὸς καὶ ἡ ἀγριό-τητα ἀντιμετώπισης τῶν ἀντιπάλων, ὅπως ἀποδεικνύει καὶ ἡ ‘‘Ἔκθεση Σιτρὶν’’.

Μεγάλος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν ὁμήρων ποὺ ἀπήγαγε ὁ ΕΛΑΣ κατὰ τὴν ἀποχώρησή του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἕνα ποσοστὸ ὁμήρων ἐπανῆλθε στὰ σπίτια του μετά τὴ «Συμφωνία τῆς Βάρκιζας». Ὑπολογί-στηκε ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἐκτελέσθηκαν μόνο σὲ Ἀθήνα καὶ Πειραιὰ κατὰ τὰ Δεκεμβριανὰ ξεπέρασαν τὶς 30.000!!. Τὸ σύνολο σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἔφθασε τὶς 44.000!!. Τὴν ἴδια ὥρα ποὺ μαίνονταν οἱ μάχες, ὁ κατευθυνόμενος σοβιετικὸς τύπος δὲν ἀφιέρωσε οὔτε μία γραμμὴ στὴν «ἐθνική μας ἀντί-σταση» καὶ στὸν «τιτάνιο ἀγώνα της γιὰ τὴ λευτεριά». Πλήρης σιωπή! Κι ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ ἴδιος ὁ Συνταγματάρχης Ποπὼφ, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὴν Ἑλλάδα ὡς ἐπικεφαλῆς 6μελούς σοβιετικῆς στρατιωτικῆς ἀποστολῆς ἀρνήθηκε δύο φορὲς κατὰ τὴν περίοδο τῶν γεγονότων νὰ δεχθεῖ ἀντιπροσωπία τοῦ ΚΚΕ!

Ἐπιπλέον, κάτι τὸ ὁποῖο ἀποσιωποῦν οἱ σύγχρονοι ἱστορικοὶ γιὰ νὰ μὴν “στενοχωρήσουν” τὴν Ἀριστερά, ἦταν ὁ κίνδυνος ποὺ διατρέξαμε, νὰ χάσουμε κι αὐτὰ ποὺ εἴχαμε, καθὼς ὁ … πατερούλης Στάλιν πρότεινε τὴν παραχώρηση τῆς Δυτικῆς Θράκης στὴν Βουλγαρία, τὴν ὁποία -εὐτυχῶς γιὰ τὴν Ἑλλάδα- δὲν ἀποδέχθηκαν οἱ ἄλλες πλευρές, διότι μὲ ἄπλυστο καὶ ἀδυσώπητο τρόπο ἀπαιτοῦσαν οἱ … ἡττημένοι ἐχθροὶ τὰ πάντα, κάνοντας τὸν ἑλιγμὸ τῆς τελευταίας στιγμῆς νὰ προσκολληθοῦν στὸ ἅρμα τοῦ Στάλιν. Εὐτυχῶς τὸ ἀπέρριψαν οἱ ΗΠΑ καὶ ἡ Ἀγγλία. Λέγει χαρακτηριστικῶς ὁ Ἀ. Παπανδρέου: «Αὐτὴ τὴ στιγμὴ διάλεξε ἡ Σοβιετικὴ Ἕνωση νὰ ἀνακινήσει τὸ θέμα τῆς Δυτικῆς Θράκης, προτείνοντας στὴ Διάσκεψη Εἰρήνης νὰ παραχωρηθεῖ ἡ περιοχὴ αὐτὴ στὴ Βουλγαρία» [Ἀνδρέας Γ. Παπανδρέου: -«Ἡ Δημοκρατία στὸ ἀπόσπασμα», σελ.121].

Ἐν τῷ μεταξύ, οἱ ἐπιθέσεις τύπου Λιτοχώρου συνεχίζονταν ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα, ἐναντίον μικρῶν σταθμῶν τῆς Χωροφυλακῆς σὲ ἀπόμερα χωριά, ἐνῶ ὁλοένα αὐξάνονταν τὸ πλῆθος τῶν κομμουνισ-τῶν ποὺ ἀνέβαιναν στὰ βουνὰ καὶ ἐντάσσονταν στὸ ἀντάρτικο. Τὸ ΚΚΕ ἐποιοῖτο τὸν ἀνίδεο, γιὰ τὶς ἐπιθέσεις τῶν συμμοριῶν, τὶς ὁποῖες ἀπέδιδε σέ… ἀνεύθυνα στοιχεῖα, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ τὶς καταδικάζει καὶ συνέχιζε νὰ ἀπολαμβάνει τῆς ἀστικῆς νομιμότητας ὡς κόμμα. Ἐδῶ οἱ γνῶμες τῶν εἰδικῶν διίστανται γιὰ τὸ τί πραγματικῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε συμβεῖ ἐὰν μὲ εὐθύνη τῆς τότε κυβέρνησης ἄμεση ἄρση τῆς νομιμότητα τοῦ ΚΚΕ. Ἀφενὸς δὲν θὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ δροῦν ὑπὸ συνθῆκες πλήρους ἐλευθερίας καὶ νὰ προετοιμάζουν τὴν ἀνάπτυξη καὶ ἐπέκταση τῆς ἀνταρσίας τους, ἀφετέρου ὅμως θὰ συνέβαλλε στὴν ἡρωοποίησή τους στὰ μάτια περισσότερων γηγενῶν καὶ εἰσαγόμενων ὀπαδῶν τοῦ Σταλινισμοῦ καὶ τῆς 3ης Διεθνοῦς.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Τὰ Γεγονότα τῆς περιόδου 1941-1948 (ΜΕΡΟΣ Β’)

  1. Παράθεμα: Τὰ Γεγονότα τῆς περιόδου 1941-1948 (ΜΕΡΟΣ Α’) – Αππελαίος

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s