
Ο Γεώργιος Σκρέκας (1910-1947) ήταν εφημέριος του χωριού Μεγάρχη Τρικάλων στο οποίο χωριό και γεννήθηκε το 1910, Ήταν πολύτεκνος πατέρας έξι παιδιών, και ήταν γραμμένο στην μοίρα του στο ίδιο χωριό να βρει και μαρτυρικό θάνατο το 1947.
Στο χωριό του διδάχτηκε την στοιχειώδη μόρφωση και κατόπιν φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο Τρικάλων. Από μαθητής ακόμα εξέφρασε την επιθυμία να αφοσιωθεί στην εκκλησία, και οι γονείς του δεν αντέδρασαν, αφού άλλωστε οι ίδιοι ήταν αυτοί που τον είχαν γαλουχήσει με αυτά τα ιδεώδη, έτσι το 1938 χειροτονήθηκε ιερέας. Στην συνέχεια παντρεύτηκε την συγχωριανή του Ευθυμία Ντούμα και απέκτησε μαζί της έξι αγόρια.
Ο παπαγιώργης, όπως τον ονόμαζαν, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, όχι μόνο στην Μεγάρχη αλλά και στα γύρω χωριά και ιδίως στη Κρανιά και στο Καλονέρι όπου είχε υπηρετήσει. Από το 1944 τοποθετήθηκε οριστικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Μεγάρχη.
Ήταν το καύχημα της Ιεράς Μητρόπολης, καθώς με την ευγένεια που τον διέκρινε, την αγαθοσύνη της ψυχής του, και τις αγαθοεργίες του, αγαπήθηκε από όλο το κοινό της περιοχής. Ήταν ο φάρος και ο οδηγός των πιστών του, τους οποίους προέτρεπε να είναι πάντοτε αφοσιωμένοι στην Πατρίδα, στην θρησκεία και στην οικογένεια. Αγωνίζονταν να θωρακίσει τις ψυχές των απλοϊκών συγχωριανών του από κάθε απόπειρα κομμουνιστικής προπαγάνδας και παραπλανήσεως, στις δύσκολες εκείνες στιγμές της Εθνικής μας δοκιμασίας, καυτηριάζοντας τις άνομες πράξεις των ξενοκίνητων κομμουνιστών, τους οποίους αποκαλούσε «λύκους». Οι φίλοι του και οι συγγενείς του τον πιέζανε να εγκαταλείψει την Μεγάρχη για να μη του συμβεί κανένα κακό καθώς ήδη η τοπική ηγεσία του ΚΚΕ τον είχε στοχοποιήσει ως ‘’αντιδραστικό’’. Η απάντησή του ήταν κάθε φορά αρνητική.
Οι κομμουνιστοσυμμορίτες, γνωστοί αντίχριστοι, άθεοι υλιστές, δεν ανεχόντουσαν κληρικούς εμπνευσμένους κοντά στο λαό, γιατί αποτελούσαν τα μεγαλύτερα εμπόδια στις σκοτεινές τους επιδιώξεις. Για να εξουδετερώσουν τελείως την αντίδραση του παπά Σκρέκα, ενήργησαν κατά τον συνηθισμένο ύπουλο τρόπο τους.
Αργά το βράδυ στις 27 Μαρτίου 1947, όταν όλο το χωριό κοιμότανε και ο παπάς ξεκουράζονταν, περί τους πενήντα οπλισμένους συμμορίτες υπό τον Καπετάν Φαρμάκη (Χρήστος Τζιατζιάς) γνωστός αρχισυμμορίτης της περιοχής με κακούργα ένστικτα, μαζί με τον Τσίνα Δημήτριο του Γεωργίου, Ίτσιο Γεώργιο του Αθανασίου, Βακούφεση Δημήτριο του Νικολάου, και με μέλη του ΚΚΕ της περιοχής της Μεγάρχης, χτύπησαν δυνατά την πόρτα του σπιτιού του. Ο παπάς πετάχτηκε ανήσυχος, έτρεξε, άνοιξε και βρέθηκε μπροστά στους συμμορίτες του ΔΣΕ, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι. Μερικοί όρμησαν κατά πάνω του, τον έσυραν στην αυλή του σπιτιού του και δέρνοντάς τον ανελέητα, τον ακινητοποίησαν. Άλλοι συμμορίτες όρμησαν στο σπίτι καταστρέφοντας τα πάντα, λεηλάτησαν ότι βρήκαν από ρουχισμό, τρόφιμα, σιτάρι, καλαμπόκι, χρήματα, πήραν όλα τα ζώα αναγκάζοντας τον γέρο πατέρα του και τον θείο του ιερέα να οδηγήσουν τα ζωντανά με συνοδεία οπλισμένων συμμοριτών στο χωριό Πρόδρομος.
Ταυτόχρονα έσυραν τον ιερέα σε ένα στάβλο του σπιτιού και άρχισαν πάλι να τον δέρνουν λυσσαλέα. Ο άμοιρος ιερέας, κακοποιημένος απάνθρωπα, καταματωμένος, και ουρλιάζοντας από τους πόνους ζητούσε έλεος και λίγο νερό να σβήσει την τρομερή του δίψα χωρίς ανταπόκριση. Η πρεσβυτέρα, στις ικεσίες του παπά της και σε άθλια ψυχική κατάσταση όπως ήταν, του πήγε ένα κανάτι νερό να τον ανακουφίσει. Οι συμμορίτες άρπαξαν το δοχείο με το νερό, το έσπασαν και άρχισαν να ξυλοκοπούν αγρίως τώρα και τους δυο μέχρι αναισθησίας. Το μαρτύριο του παπα-Σκρέκα διήρκησε ώρες, η δε παπαδιά είχε χάσει τις αισθήσεις της από νωρίς.
Πολύ πριν τα ξημερώματα, οι συμμορίτες έφυγαν από την Μεγάρχη, σέρνοντας τον παπα-Γιώργη ξυπόλητο, ημίγυμνο, καταπληγιασμένο, καταματωμένο από τον άγριο ξυλοδαρμό και τις κακοποιήσεις, ενώ στο σπίτι θρηνούσαν τα έξι ανήλικα παιδιά του με την επίσης κακοποιημένη πρεσβυτέρα μητέρα τους. Ο παπα-Σκρέκας, μεταφέρθηκε στο χωριό Γοργογύρι, κλείστηκε σε έναν αχυρώνα και κατά διαστήματα βασανιζόταν από διάφορους αγροίκους συμμορίτες. Ο εφημέριος του χωριού μόλις πληροφορήθηκε το τρομερό γεγονός, με θάρρος έτρεξε κοντά στον κρατούμενο συλλειτουργό του. Παρακάλεσε τους συμμορίτες να τον ελευθερώσουν. Μάταια. Οι δυο παπάδες έκλαψαν μαζί. Και ήρθε η ώρα της αναχωρήσεως από το Γοργογύρι.
Ο παπα-Σκρέκας, με φανερή συγκίνηση και δακρύβρεχτος, ασπάστηκε τον συνάδελφό του λέγοντάς του την στιγμή του αποχωρισμού : «Ο Θεός γνωρίζει τι θα απογίνω. Εάν ο Κύριος με καλέσει κοντά του δια μαρτυρίου, ας είναι ευλογημένο το όνομά του. Ας γίνει το θέλημά του».
Οι συμμορίτες γνωρίζοντας ότι ήδη είχε αρχίσει η καταδίωξή τους από Στρατό και Χωροφυλακή ξεκίνησαν για αλλού σέρνοντας σχεδόν ημιλιπόθυμο τον τόσο κακοποιημένο ιερέα. Η πρεσβυτέρα, ασθμαίνουσα έφτασε στο Γοργογύρι λίγο πριν φύγουν. Γονάτισε μπροστά στον συμμορίτη Αθανάσιο Ίτσιο, από τα σπουδαιότερα στελέχη του ΚΚΕ καθώς και σε άλλα μέλη του ΔΣΕ. Έκλαψε, παρακάλεσε να λυπηθούν τον ιερέα και πατέρα των έξι ανήλικων παιδιών τους, χωρίς αποτέλεσμα. Ο παπάς βλέποντάς την, με συγκρατημένη συγκίνηση της φώναξε : «Εδώ είσαι και συ παπαδιά; Έλπιζε στον Θεό! Εκείνος διευθύνει. Υπομονή».
Αφού έσπρωξαν βάναυσα την παπαδιά μακριά από τον άντρα της, δεμένο πισθάγκωνα τον ιερέα τον ανάγκασαν να προχωρήσει, λέγοντας στην παπαδιά γύρνα στα παιδιά σου, αλλιώς θα μείνουν ορφανά και από μητέρα, προμηνύοντας τι θα επακολουθούσε. Ύστερα από εξαντλητική πορεία ωρών από τα χωριά Τύρνα (σήμερα Ελάτη) και Ξυλοπάροικο, έφτασαν στο Νεραϊδοχώρι. Έριξαν τον ημιθανή σχεδόν παπα-Σκρέκα σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι. Καθημερινώς τον βασάνιζαν επί ώρες ως και την Μεγάλη Πέμπτη. Γυναίκες συμμορίτισες του έλεγαν : ”γιατί δεν προσεύχεσαι στο Χριστό να έρθει να σε σώσει;” οι δε μελλοντικοί δήμιοι του πιο ωμά του έλεγαν : “εσύ που πιστεύεις στο Χριστό, θα σε σταυρώσουμε σαν εκείνον την ίδια μέρα..”.Τη Μεγάλη Παρασκευή 11 Απριλίου 1947 ο αρχισυμμορίτης της περιοχής Καπετάν Φαρμάκης μπήκε στο μπουντρούμι, τον άρπαξε βάναυσα και τον έσυρε έξω.. (ΠΡΟΣΟΧΗ αυτός ο άτεγκτος, ο αδίστακτος δολοφόνος, ο απάνθρωπος εκτελεστής εκατοντάδων Ελλήνων πατριωτών, με τη δοθείσα γενική αμνηστία τον Σεπτέμβριο του 1974, επέστρεψε από το παραπέτασμα τον Απρίλιο του 1977 όπου είχε καταφύγει το 1949 στην Μεγάρχη, προκλητικός και αμετανόητος). Την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, εκεί στο Νεραϊδοχώρι του όρους Κόζιακα, όπου ήταν τα λημέρια των συμμοριτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και του τώρα του ΔΣΕ, δικάστηκε από Λαϊκό δικαστήριο ο παπα-Σκρέκας. Χρέη δικαστού εκτελούσε ο συμμορίτης δάσκαλος Μανάφας, καταγόμενος από την Αγία Μονή Τρικάλων. Εκτελεστές ήταν οι Τζιατζιάς Χρήστος ή Καπετάν Φαρμάκης, Μπακάλης Νικόλαος ή Καραπέτσας από το Δενδροχώρι και η συμμορίτισσα από την Μεγάρχη, Ουρανία Ντούμα.
Η απόφαση του Λαϊκού δικαστηρίου ήταν όπως σε όλες τις περιπτώσεις, ομόφωνα ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ, όμως με ένα ιδιαίτερο τρόπο εκτέλεσης, την ΣΤΑΥΡΩΣΗ !!!.
Σε λίγο κάπου εκεί κοντά, επανελήφθη η απάνθρωπος, ανατριχιαστική σκηνή του Γολγοθά που υπέστη ο Χριστός, αλλά αυτή τη φορά στην θέση του Χριστού ήταν ο παπα-Γιώργης, ο οποίος σταυρώθηκε σε ένα δίκορμο σταυροειδές έλατο, αφήνοντας ορφανά τα έξι ανήλικα παιδιά του. Ο θάνατός του υπήρξε μαρτυρικός. Όταν πλέον ξεψύχησε, τον πέταξαν σε μια παρακείμενη χαράδρα και τον κάλυψαν με κλαδιά και πέτρες, για να εξαφανίσουν τα ίχνη του και μαζί το έγκλημά τους.
Λίγες μέρες αργότερα οι κομμουνιστοσυμμορίτες καταδιωκόμενοι από τις ένδοξες Ένοπλες Δυνάμεις και την ένδοξη Βασιλική Χωροφυλακή εγκατέλειψαν το Νεραϊδοχώρι. Κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Στρατού, βρέθηκε τελικά το άψυχο σώμα του μάρτυρα ιερέα τελείως αναλλοίωτο, χωρίς καθόλου σημεία σήψης. Η ιατροδικαστική εξέταση απέδειξε ότι σταυρώθηκε ζωντανός!!!. Επιπλέον διαπιστώθηκε εξόρυξη των οφθαλμών του, λογχισμός της δεξιάς πλευράς και στο μέτωπό του έφερε πληγές από καρφιά. Τα οστά του ήταν καταθρυμματισμένα από τα ανελέητα χτυπήματα καθώς επίσης είχε πυροβοληθεί στο μέτωπο και στους κροτάφους. Η κηδεία του τόσο αγρίως βασανισθέντος και σταυρωθέντος Γεωργίου παπα-Σκρέκα, έγινε στα Τρίκαλα με την συμμετοχή 60 ιερέων από το Θεσσαλικό κλήρο,πολιτικών και στρατιωτικών αρχών και του κατασυγκινημένου λαού που προσήλθε αυθόρμητα με κατανυκτική ευλάβεια για να τιμήσει τον εθνομάρτυρα ιερέα.
Μετά 12 χρόνια από της συντριβής του συμμοριτισμού και με πρωτοβουλία του Γενικού επιτελείου Στρατού, τοποθετήθηκε η χάλκινη προτομή του στον χώρο προ του ιερού ναού “Αγίου Στεφάνου” Τρικάλων.
Το 1982 η προτομή του μάρτυρα ιερέα παπα-Σκρέκα ξεθεμελιώθηκε και κλάπηκε από κομμουνιστές της Μεγάρχης την οποία και εξαφάνισαν. Πως θα μπορούσε άλλωστε να μείνει; Θα θύμιζε σε όλο τον κόσμο τα φρικτά εγκλήματα των κομμουνιστών. Έκτοτε και μέχρι σήμερα το κράτος δεν προέβει σε καμία απολύτως κίνηση επαναφοράς της προτομής. Η μαρτυρική θυσία του παπα-Γιώργη από τους συμμορίτες του ΚΚΕ, “θάφτηκε” έτσι μαζί με το άψυχο σώμα του ιερέα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας για να λησμονηθεί για ευνόητους λόγους.
Για την ιστορία να αναφέρουμε πως όλα τα παιδιά του μαρτυρικού ιερέα μορφώθηκαν και έγιναν άξια τέκνα της κοινωνίας μας, ενώ ένα εξ αυτών υπηρέτησε ως αξκος της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής φθάνοντας έως τον βαθμό του Στρατηγού.