
Τούτο το έπεισόδιο είναι πέρα ώς πέρα άληθινό. Τό γράφω σάν ένα κομμάτι τής σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας. Γιά νά το διαβάσουν οι ποιηταί και νά το τραγουδήσουν. Γιά νά το διαβάσουν οί πολιτικοί και νά έμπνευσθοΰν. Γιά νά το διαβάσουν οί δυσφημισταί και ν’ άνέβη το έρύθημα στό πρόσωπό τους. Γιά νά διαβάση ό λαός μας όλος και νά άναγνωρίση τον καλύτερο έαυτό του.
Αυτά συνέβησαν στό Καλεσμένο. Είναι ένα μικρό χωριό, κρυμμένο σέ μιά βαθειά λαγκάδα των Εύρρυτανικών βουνών, λίγες ώρες έξω από το Καρπενήσι. Φτωχό άλλα εύτυχισμένο άλλοτε χωριου δάκι, μέ τούς δυό τους σκόρπιους μαχαλάδες, φημισμένο για τα σύκα του.
Ένα βράδυ, εδώ και λίγες μέρες, μόλις σκοτείνιαζε, οί συμμορίτες ζώσαν το χωριό και μπήκαν στά σπίτια για ν’ αρπάξουν δ,τι βρούν, τρόφιμα, ζώα, γυναίκες και προπαντός παιδιά. Γέμισε ή λαγκαδιά από βογγητά, άπό ούρλιάσματα και ντουφεκιές. Έπεφτε ξύλο άλύπητο. Στήν άρχή τού κάτω μαχαλά κατοικούσε ή Εύτυχία Καλύβα, όρφανή κοπελλίτσα δεκαέξη χρονών, μέ τα δυό άδελφάκια της, το ένα όκτώ και το άλλο ένδεκα χρονών. ‘Ο πατέρας, εύζωνας, Ρουμελιώτης, είχε σκοτωθή στό ’Αλβανικό. Ή μητέρα είχε πεθάνει στήν κατοχή άπό την πείνα. Τό λίγο ψωμί πού τής είχε μείνει το μοίρασε στά παιδιά της ένα πρωί, τα βλόγησε και έσβησε. Ή Εύτυχία άκουσε τον χαλασμό πού γινότανε πιό πέρα και κατάλαβε. Οί συμμορίτες ζύγωναν, άπό στιγμή σέ στιγμή θα έφθαναν. Ξύπνησε τα παιδιά, τα σκέπασε μέ ο,τι είχε και μισόντυτη κι αυτή όπως βρέθηκε έκείνην την ώρα, φύγαν μαζί μέσ’ το σκοτάδι. Ήξερε βέβαια τα μονοπάτια. ’Αλλά ήταν χιόνι ένα μπόι, όπως είναι σ’ έκείνα τα μέρη. Ό δρόμος κλειστός άπό τον εχθρό. Έπρεπε νά πάρη έναν κατσικόδρομο.
Οταν βγήκε στό ψήλωμα, το χιόνι ήταν τόσο ψηλό, πού τα δυό άδερφάκια δέν μπορούσαν νά προχωρήσουν. Τότε μπήκε μπρος αύ τή και μέ το στήθος της, άνοιξε δρόμο. Βήμα μέ βήμα πάλευε για νά περπατήσουν τα μικρά. «Ολη τή νύχτα προχωρούσε έτσι παλεύοντας. Άν ήθελε νά σωθή μοναχή της, θα σώζονταν εύκολα. ’Αλλά οί λησταί δέν αρπάξανε έκείνη τή νύχτα στό Καλεσμένο μόνο εΐκοσι δυό κοπέλλες. Μάζευαν και παιδιά. Καί ήταν Ρουμελιώτισσα, εκατοντάδων γενεών Ελληνόπουλα. Έπάλευε στήθος μέ στήθος μέ το χιόνι, μέ τον έχθρό, μέ την μοίρα, για νά σώση την κληρονομιά την μοναδική τού εύζωνα τής ’Αλβανίας, τα δυό άδερφάκια της. Βιαζόταν. ΤΗταν κυνηγημένη. Έπρεπε πρίν ξημερώση νά φθάση ώς τα μέρη πού φύλαγε ό στρατός μας.
Τά άχνάρια της στό χιόνι ήταν κατακόκκινα. Στά στουρνάρια, στ’ άγκάθια, στ’ άγριοκλώναρα είχαν ξεσχιθή τα πόδια της, τα χέρια της, τα στήθη της. Δέν ήταν γκρατσουνίσματα, ήταν πληγές. Έπρεπε όμως νά προχωρήση. Τά παιδάκια δέν θα άντέχαν περισσότερο μέσα στό χιόνι, θα πέθαιναν. Τραβούσε λοιπόν παλεύοντας μέσ’ στό σκοτάδι. Ίσως νά μη καταλάβαινε πόσο πονούσε. Αλλά τα μικρά τ’ άδερφάκια της θυμούνται τώρα το λαχάνισμά της και το αίμα της μέσα στό χιόνι.
Χάραζε μόλις, όταν έφθασε στό πρώτο στρατιωτικό φυλάκιο έξω άπό το Καρπενήσι. Μέ τα όπλα έτοιμα πετιοΰνται οί φαντάροι μας νά δοΰν ποιος φτάνει. «Μή βαράτε», λέει μιά παιδική φωνή. Σέ λίγο ήταν έκει μπροστά τους μαζί μέ τα δυό άδερφάκια της.
Τά παιδιά! λέει στούς φαντάρους πού έβλεπαν τα κουρελιασμένα ρούχα, το μισόγυμνο κορμί της δλο αίματα. Τά παιδιά!
Άλλο τίποτα δέν είπε. Σωριάστηκε χάμω και ξεψύχησε. Όταν το ξάπλωσαν, χάμω στά σανίδια, μέσα στό φυλάκιο, το ωραίο κορμάκι των δεκαέξη χρονών, ήταν όλόκληρο μιά πληγή. Τά δυό μικρά τα συνέφεραν και βρίσκονται τώρα στό άναρρωτήριο τού Ερυθρού Σταυρού στό Καρπενήσι. Όποιος δέν πιστεύει άς πάη νά τα δή και νά ρωτήση.
Σύρε στό καλό Ευτυχία Καλύβα. Ό,τι θέλησες δλη έκείνη την τρομερή νύχτα θα γίνη. Τ’ άδέρφια σου θα ζήσουνε και θα ‘νε και άδέρφια δλων μας. Καί ή παρθενιά σου θα μείνη κι αύτή άμόλυντη σάν το χιόνι πού χάραξες μέ το αίμα σου. Καί άν δέν άρραβωνια στής πιά το όμορφο παλληκάρι τού χωριού, θα είσαι ή άρραβωνια στικιά τής Νίκης. Καί άν δέν στολίσης πιά μέ τα μυριστικά την αύ λή τού φτωχικού σου, θα στολίζης στούς αιώνες την Ιστορία τής Ελλάδος. Μέ την Αντιγόνη, μέ την Ήλέκτρα θα την στολίζης, ίερή άδερφή. Μέ τίς Μεσολογγιτοπούλες, μέ τίς Σουλιώτισσες, μέ τής Πίνδου τίς γυναίκες θα τή στολίζης Ρουμελιώτισσα λεβέντισσα Έλληνοπούλα. Σύρε στό καλό Ευτυχία Καλύβα.
Κων. Τσάτσος