
A΄
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1974 πρωί. σε λόφο του μικρού ελληνικού οικισμού Κόρακας, στην περιοχή Τηλλυρίας. Ο γράφων, με άλλους έφεδρους Κύπριους, βρισκόμαστε κοντά σε θέσεις μάχης (χαράκωμα),πάνω από τον Λιμνίτη, το αμιγές τούρκικο χωριό, που εκτεινόταν χαμηλά, ΒΔ΄ των θέσεών μας.
Η ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ μέρα ήταν για μας πολύ κουραστική, η δε νύχτα δραματική. Επρόκειτο για την πρώτη ημέρα της δεύτερης εισβολής του Αττίλα στην Κύπρο, κατά την οποία έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια από το τάγμα εφέδρων στο οποίο ανήκα, να καταλάβουμε τον Λιμνίτη. Απέτυχε παταγωδώς η προσπάθεια λόγω κακής οργάνωσης, ανεπάρκεια και έλλειψη συντονισμού. Μοιάζαμε με…αδέσποτο κοπάδι!
Τουφεκίδι χωρίς τελειωμό…
ΜΕ το που νύχτωσε και αφού επιστρέψαμε στο χαράκωμά μας – γύρω στα 20 άτομα – οι αντοχές όλων ήταν μειωμένες. Η μεγάλη ταλαιπωρία για να προωθηθούμε την ημέρα μέσα από τις χαράδρες προς τις τουρκικές θέσεις, το μπάχαλο που επικρατούσε, με τον καθένα να κάνει ουσιαστικά ό,τι ήθελε, ο καυτός ήλιος του Αυγούστου με τους τόνους ιδρώτα και την έλλειψη νερού από κάποιαν ώρα και μετά, η πείνα, τα βρεγμένα και σκονισμένα μας ρούχα και παπούτσια, μας είχαν σπαραλιάσει όλους. Κι εκείνο που θέλαμε, ήταν να κοιμηθούμε έστω και στρωματσάδα στο χώμα χωρίς κανένα σκέπασμα οι περισσότεροι! Κι ας μας ταλαιπωρούσε πολύ η πολύ ψηλή υγρασία που επικρατούσε στην περιοχή από την ημέρα που εγκατασταθήκαμε εκεί, τη Δευτέρα 22 Ιουλίου.
ΑΝΤΙ για ύπνο, όμως, και ξεκούραση, με το που έπεσε η νύχτα, κι ενώ ο καθένας έβαζε κάτι στο στόμα του και έπινε νερό για να κρατηθεί, άρχισε ορυμαγδός πυροβολισμών και εκρήξεων. Κάτι σαν πόλεμος με τα όλα του! Εντελώς ξαφνικά και χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε διαταγή ή, έστω, ψίθυρος για οτιδήποτε. Σαν από συνεννόηση, εκατοντάδες έφεδροι που πολιορκούσαν τον Λιμνίτη από νότια και ανατολικά, άρχισαν να βαρούν, με ό,τι είχαν και δεν είχαν. Το τι τουφεκίδι άρχισε ξαφνικά, δεν λέγεται…
Τροχιοδεικτικές και βλήματα «γάζωναν» τον ουρανό!
ΤΡΕΞΑΜΕ όλοι τότε στο χαράκωμα, πήραμε θέσεις και ο καθένας από μόνος του, χωρίς τον παραμικρό συντονισμό, αρχίσαμε να βάλλουμε, τόσο προς τον Λιμνίτη, προς τα κάτω, όσο και βόρεια, όπου υπήρχαν πολύ ισχυρές θέσεις των Τούρκων, σε μια εκτεταμένη πετρώδη έκταση, η οποία μας χώριζε από τη θάλασσα του Κόλπου του Ξερού. Τα όπλα μας: τα αγγλικά τυφέκια 303 του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (τα γνωστά μαρτίνια) και δύο οπλοπολυβόλα «μπρεν , τα οποία ξερνούσαν ακατάπαυστα σφαίρες. Πού πήγαιναν, κανέναν δεν ένοιαζε. Στον…«γάμο του Καραγκιόζη» στην ουσία, αφού ήταν νύχτα και οι στόχοι δεν φαίνονταν, το πιο σημαντικό όμως ήταν πως, οι καλά οχυρωμένες θέσεις των Τούρκων βόρεια – στην τοποθεσία «Λίμπι», όπως λέγεται ο πέτρινος αυτός όγκος -ήταν αδύνατο να κτυπηθούν αποτελεσματικά με τα ελαφρά όπλα που διαθέταμε.
ΟΙ ΣΦΑΙΡΕΣ «βολήν κατά βολήν» και οι απανωτές ριπές «τρυπούσαν» έντονα τ’ αφτιά όλων μας. Κι όσο περνούσε η ώρα, όλο και πλήθαιναν, αφού ο καθένας το διασκέδαζε ουσιαστικά, με το να ρίχνει και να ρίχνει! Το ίδιο σκηνικό επικρατούσε και δεξιά μας, και αριστερά, και πίσω, πολύ πιο ψηλά από μας. Ήταν τόσες πολλές οι σφαίρες που έπεφταν συνέχεια, ώστε ένας που βρισκόταν κάπου κοντά, θα νόμιζε ότι…γίνεται μια από τις μεγαλύτερες μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου! Πολλές από τις σφαίρες ήταν τροχιοδεικτικές, με τη φωτεινή τους πορεία να «γαζώνει» παραλλήλως και σταυροειδώς τον ουρανό και να δημιουργεί ένα πρωτόγνωρο σε όλους θέαμα. Πιο έντονα φωτεινή ήταν η πορεία σχημάτιζαν τα βλήματα των όλμων, τα οποία ρίχνονταν από θέσεις μακριά από μας. Από τη πτώση των βλημάτων άναψαν κάποια στιγμή μικρές πυρκαγιές μέσα και στις παρυφές του Λιμνίτη, δημιουργώντας, μέσα στη νύχτα, ένα αλλιώτικο, αποκρουστικό θέαμα.
Στοχευμένα τα τουρκικά πυρά
ΟΙ ΩΡΕΣ περνούσαν, αλλά το σκηνικό του «μπαμ-μπουμ» δεν άλλαζε! Άλλοι πυροβολούσαν, άλλοι έφερναν κοντά πυρομαχικά και άλλοι έπαιρναν ανάσα. Αλησμόνητο θα μου μείνει το θέαμα στον ουρανό, όταν κάποιες στιγμές που έπεφτα ανάσκελα στο χώμα για να ξεκουραστώ, κοιτούσα προς τα πάνω και σταυροκοπούμουν. «Θεέ μου, μα τι γίνεται επιτέλους εδώ;», έλεγα μέσα μου. Κανένας όμως δεν ήθελε, ούτε και μπορούσε ν’ απαντήσει στον προβληματισμό μου αυτό. Που δεν ήταν μόνο δικός μου.
ΚΑΠΟΙΑΝ ώρα, οι κάνες των δύο «μπρεν» πυρακτώθηκαν, οπότε τα όπλα αυτά αρνούνταν να συνεχίσουν να βάλλουν. Ανταλλακτικές κάνες δεν υπήρχαν, γι’ αυτό και σταματούσαμε λίγο να τις χρησιμοποιούμε, ενώ ρίχναμε νερό για να τις κρυώσουμε. Μπάχαλο πραγματικό! Του Κουτρούλη ο γάμος σε νέαν έκδοση!
ΚΑΙ οι Τούρκοι; Κανένας από μας δεν ήξερε τι έκαναν και πώς αντιδρούσαν. Απλώς κάποιες στιγμές, μέσα στον μεγάλο θόρυβο που επικρατούσε, νιώθαμε κάποιες σφαίρες να περνούν δίπλα από τα κεφάλια μας. Οι Τούρκοι είχαν στοχευμένες τις θέσεις μας και κάθε τόσο έριχναν, ευτυχώς, όμως, καμιά σφαίρα δεν έκανε τη ζημιά. Θα υπήρχαν τραυματίες και κάποιοι θα γίνονταν ήρωες, σκεφτόμουν εκ των υστέρων, χωρίς κανένα λόγο αν οι Τούρκοι κτυπούσαν στο ψαχνό. Από την άλλη, οι χιλιάδες σφαίρες και τα βλήματά μας, πήγαιναν του «κουτουρού», γι’ αυτό και κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν είχαν. Όμως έπεφταν, όλο έπεφταν!..
Επιτέλους, ησυχία και ύπνος
ΤΟ μεγάλο αυτό κακό κράτησε πολλές ώρες. Μέχρι τις τρεισήμισι το πρωί, όταν ουσιαστικά τα πυρομαχικά είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Βουνάρια στο χαράκωμα οι κάλυκες και…καλό κρεβάτι για πολλούς που περιοδικά ξεκουράζονταν. Όσο για διαταγές από οποιονδήποτε ολόκληρο το βράδι; Καμιά και ποτέ! Κάναμε μόνοι μας ό,τι θέλαμε και τελικά σταματήσαμε, όταν το ίδιο έκαναν και τα άλλα τμήματα του τάγματος.
ΚΑΤΑΚΟΠΟΙ, λοιπόν, όλοι και εξαντλημένοι, γείραμε όπου φτάναμε για ύπνο. Εγώ, παρά τη μεγάλη κούραση και τα αφτιά μου να βουίζουν από τις σφαίρες, δεν ήθελα να κοιμηθώ. Είμαστε πολύ μακριά από τις τουρκικές θέσεις, αλλά δεν είμαστε και σίγουροι για το τι μπορούσε να συμβεί. Αν οι Τούρκοι, για παράδειγμα, έπαιρναν τα βουνά προς τα πάνω, θα έφταναν άνετα στις θέσεις μας, αφού τίποτε δεν υπήρχε πιο μπροστά από μας για να τους μποδίσει. Αυτό ήταν κάτι που απέκλεια, αλλά δεν ήμουν και τελείως ήσυχος. Πάνω στα βουνά, νύχτα, πόλεμος…
ΔΕΝ άργησε να επικρατήσει απόλυτη σιγή, παρόλο που μερικοί συνέχισαν να «βάλλουν» με τα ροχαλητά τους, δυνατά και…ανατριχιαστικά σε κάποιες περιπτώσεις! Γύρισα στο πλευρό και κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα, αλλά όχι για πολύ. Στην έγνοια μου είχα πάντα τις ειδήσεις, γι’ αυτό και πριν από τις έξι ήμουνα στο πόδι. Πήρα, μάλιστα, και το πρωινό μου: Δύο μπισκότα κρέμας από το μικρό κουτί που φρόντιζα πάντα να έχω στο σακίδιό μου για ώρα ανάγκης (τα αγόραζα από ένα μικρό ψιλικατζίδικο-παράγκα, που διατηρούσε στον κύριο δρόμο προς τον Λιμνίτη ένας ηλικιωμένος τόπακας). Ήπια και λίγο νερό από το παγούρι μου και κινήθηκα προς τη σκιά μιας ελιάς, που ήταν πολύ κοντά, πάνω από το χαράκωμα. Άνοιξα το ραδιοφωνάκι που είχα πάντα μαζί μου και άκουσα τις ειδήσεις από το ΡΙΚ, που , δυστυχώς, δεν μιλούσαν για το τι γινόταν στον στρατιωτικό τομέα την Κύπρο, αλλά για τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις. Για την επιστροφή του προεδρεύοντα Γλαύκου Κληρίδη και των άλλων μελών της κυπριακής αντιπροσωπίας από τη διάσκεψη-φιάσκο της Γενεύης, για την καταγγελία στο Συμβούλιο Ασφαλείας της νέας επιδρομής και άλλα τέτοια.
ΜΕ το πέρασμα της ώρας ξύπνησαν και άλλοι έφεδροι συμμαχητές και όλοι μαζί στήσαμε ένα μικρό πηγαδάκι σχολιάζοντας τις εξελίξεις. Στο επίκεντρο εγώ, αφού όλοι μου φώναζαν συνέχεια «ρε δημοσιογράφε, άκουσες κανέναν φρέσκο νέο;». Τους ενημέρωνα πάντα για ό,τι υπήρχε και, γενικά, λειτουργούσαμε σαν σε οικογενειακό περιβάλλον.
Η τουρκική αεροπορία μάς βομβαρδίζει!
Ενώ, λοιπόν, μιλούσαμε και απόλυτη ησυχία επικρατούσε παντού, ακούστηκε δυνατός αλλιώτικος θόρυβος, βόμβος αεροπλάνων, προερχόμενος από τη θάλασσα. Σχεδόν αμέσως είδαμε δύο βομβαρδιστικά να περνούν πάνω από την αρχαία Αίπεια (από το «Βουνί») και να κατευθύνονται προς τα πάνω, όπου τα χωριά Γαληνή και Λουτρός. Σε δευτερόλεπτα μέσα ακούστηκαν πολυβολισμοί, την ώρα που το ένα αεροπλάνο πέρασε πάνω από τον Λιμνίτη, προχώρησε κοντά στην περιοχή που βρισκόμαστε, κατευθύνθηκε προς το «Βουνί» και μετά έκανε μεγάλο γύρο νοτίως, με επιστροφή και πάλι πάνω από το Λιμνίτη. Σφαίρες από τους πολυβολισμούς είχαν πέσει σε διπλανό προς εμάς λόφο και προκάλεσαν σε όλους μας ταραχή…
Ο δρόμος Λιμνίτη-Κάτω Πύργου, που λειτούργησε το 2012.
ΟΣΟΙ από τους εφέδρους έτυχε να κοιμούνται εκείνη την ώρα, αφυπνίστηκαν και έτρεξαν κάτω από την ελιά που είμαστε εμείς. Αγουροξυπνημένοι, άκεφοι και δυσφορούντες, παρακολουθούσαν με μας τα αεροπλάνα, τα οποία έβαλλαν εναλλάξ. Όταν το ένα βομβάρδιζε, το άλλο ήταν πιο ψηλά προς τη Γαληνή. Το ευχάριστο που διαπιστώσαμε μετά από τους πρώτους γύρους των αεροπλάνων, ήταν πως τις βόμβες «ναπάλμ»…προτιμούσαν να τις ρίχνουν μέσα στον Λιμνίτη, ενώ οι πολυβολισμοί τους γίνονταν μακριά από μας. Και ευτυχώς. Διότι χωρίς καμιά κάλυψη όπως είμαστε, αν μας βομβάρδιζαν ή έριχναν τις εμπρηστικές τους πάνω μας ή κοντά μας, δεν θα γλίτωνε κανείς. Σίγουρα, η Παναγία που τιμούσαμε εκείνη την ημέρα, μας προστάτεψε…
Λιμνίτης, 15-16 Αυγούστου 1974 – Πικρές μνήμες
Β΄
Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ στην περιοχή Λιμνίτη το πρωινό της 15ης Αυγούστου 1974 κράτησε 25 λεπτά. Η περιοχή που βρισκόταν και ο γράφων, όπως και άλλες που επάνδρωναν θέσεις άλλα τμήματα του τάγματος επιστράτευσης στο οποίο ανήκαμε, δεν επλήγησαν. Η Παναγία σίγουρα βοήθησε, αλλά ο κύριος λόγος της απόλυτης αποτυχίας του βομβαρδισμού, ήταν ολοφάνερα η ανικανότητα των Τούρκων πιλότων. Γιατί, ασφαλώς, δεν ήταν τόσο…φιλέλληνες, για να ρίχνουν συνέχεια – όλες στην κυριολεξία – τις εμπρηστικές τους βόμβες μέσα στον Λιμνίτη! Καμιά δικαιολογία δεν υπήρχε γι’ αυτό, αφού οι Τούρκοι κάτοικοί του φρόντισαν να τοποθετήσουν δεκάδες κόκκινες σημαίες με το μισοφέγγαρο μέσα και γύρω από το χωριό. Ήταν αδαείς και ανίκανοι οι Τούρκοι πιλότοι, πέραν πάσης αμφιβολίας…
«Έρχονται ελληνικά αεροπλάνα!..»
ΜΕ την απομάκρυνση των δύο τουρκικών βομβαρδιστικών κάποια στιγμή και την πορεία τους προς τη θάλασσα με κατεύθυνση την Τουρκία, η καρδιά όλων μας επανήλθε στους κανονικούς της ρυθμούς. Αυτά που έμειναν, ήταν προβληματισμός για ό,τι έγινε και η ικανοποίηση για το ότι κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Έτσι, σιγά-σιγά μπήκαμε στη ρουτίνα, που δεν ήταν άλλη από το να τρώνε κάποιοι, να νίβονται άλλοι, να ανάβουν το τσιγαράκι τους ή απλώς να κάθονται στη σκιά της ελιάς οι υπόλοιποι. Και οι κουβέντες περί πάντων να δίνουν και να παίρνουν, χωρίς να λείπουν οι αστεϊσμοί και τα ανέκδοτα.
ΗΤΑΝ γύρω στις εννιάμισι, όταν από τον απέναντι λόφο ακούστηκε η φωνή του διμοιρίτη μας, του έφεδρου αξιωματικού Ιορδάνη Κοφτερίδη, υπάλληλου των Κυπριακών Αερογραμμών, που έλεγε:
– Στις 11.00 θα έρθουν ελληνικά αεροπλάνα και θα ρίξουμε πράσινες φωτοβολίδες, για να τα χαιρετίσουμε!..
Ενθουσιαστικό το μήνυμα αυτό για όλους, ώστε ο καθένας να κάνει και το δικό του σχόλιο, με κεντρικό πυρήνα ότι «η Ελλάδα θα έρθει, επιτέλους, για να βοηθήσει την Κύπρο». Εγώ δεν μίλησα, αλλά έκανα από μόνος μου διάφορους συλλογισμούς, όχι ευχάριστους. Με βάση τα όσα ζήσαμε και μάθαμε από την πρώτη εισβολή μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο, δεν ήμουν καθόλου ενθουσιασμένος. Ούτε καν αισιόδοξος. Στο διάστημα αυτό, ακούσαμε ότι οι Τούρκοι καθημερινά προωθούνταν και καταλάμβαναν όλο και νεα κυπριακά εδάφη και κανένας δεν τους εμπόδιζε. Μάθαμε ότι είχε καταληφθεί η Λάπηθος και ο Καραβάς και όσοι από μας είχαν ανάμνηση από τις ομορφιές των δυο αυτών κωμοπόλεων, ένα βάρος πίεζε ολοένα τα στήθεια μας. Ξέραμε, από τις αρχές Αυγούστου, ότι πολλοί στρατιώτες και άμαχοι είχαν συλληφθεί και μεταφερθεί σε φυλακές της Τουρκίας. Είχαμε υπ’ όψη μας το ναυάγιο της διάσκεψης στη Γενεύη και ότι τα πολιτικά πράγματα γύρω από το Κυπριακό ήταν σε αδιέξοδο.
«Βομβάρδισαν θέσεις της Ε.Φ. στην περιοχή Λιμνίτη»
ΕΜΕΙΝΑ σιωπηλός και άκουα τους άλλους και στις δέκα άνοιξα το ραδιοφωνάκι, που από την ημέρα του πραξικοπήματος μετέδιδε συνεχώς εμβατήρια, ειδήσεις και κυβερνητικές ανακοινώσεις. Αχτίδα ανακούφισης, η πρωινή εκπομπή της Μαίρης Κοντογιάννη, με επίκαιρα θέματα, συμβουλές και αναφορά σε χωριά και πόλεις της Κύπρου.
ΔΕΛΤΙΟ των δέκα, λοιπόν, οπότε ακούσμε και την είδηση για τον βομβαρδισμό της περιοχής μας: «Τουρκιά αεροπλάνα βομβάρδισαν θέσεις της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή Λιμνίτη». Αυτό μόνο. Τίποτε άλλο. Μας ικανοποίησε όμως η είδηση, αφού, είπαμε, «μας θυμήθηκαν κι εμάς ότι ζούμε, έστω κι αν η αναφορά σε μας ήταν για θάνατο από τον αέρα!». Κάποιοι – από τους 20 περίπου που είμαστε εκεί – θέλησαν να παίξουν στη συνέχεια ακόμη και χαρτιά, όπως συνήθιζαν και κατά την εκεχειρία μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής. Έπαιζαν, δυστυχώς χαρτιά και στη διάρκεια της νύχτας με φωτισμό από αναπτήρες (!), παρόλο που εγώ και άλλοι τους υποδεικνύαμε ότι αυτό που έκαναν ήταν επικίνδυνο, γιατί το φως μπορούσε να το έβλεπαν απέναντι οι Τούρκοι οπότε θα άρχιζαν να μας βάλλουν, σε τέτοια δε περίπτωση θα είχαμε πολλά θύματα, αφού βρισκόμαστε σε λόφους εντελώς γυμνούς από δέντρα και μεγάλη βλάστηση. Ακόμα και το πρόχειρό στρώμα τους, πολλοί είχαν στήσει σε χώρο εκτεθειμένο στα πυρά των Τούρκων, τα οποία, όμως, ευτυχώς, δεν μας «θυμήθηκαν» ποτέ καθ’ όλη τη διάρκεια της εκεχειρίας.
Νέος τουρκικός βομβαρδισμός, με λαχτάρες…
ΜΕΣΑ, λοιπόν, σ’ αυτό το κλίμα, στις 10.45 ακριβώς, ακούστηκε και πάλι δυνατός θόρυβος αεροπλάνων από τη θάλασσα και, προτού προλάβουμε καν να κοιτάξουμε, είδαμε δύο αεροπλάνα να βομβαρδίζουν το ελληνικό φυλάκιο που βρισκόταν στο «Βουνί» (Αίπεια). Οι εθνοφρουροί που το επάνδρωναν, πρόλαβαν και έριξαν ριπή πολυβόλου εναντίον των αεροπλάνων, προτού το αντιαεροπορικό τους πάθει εμπλοκή. Στον χώρο που βρισκόμαστε, ακολούθησε τότε πανικός. Όλοι τρέξαμε αλαφιασμένοι προς τον κορμό της μεγάλης ελιάς, που μας είχε «καλύψει» και κατά την προηγούμενη αεροπορική επιδρομή.
Η ΠΟΡΕΙΑ των αεροπλάνων ήταν ίδια όπως και πριν: Το ένα έριχνε εμπρηστικές βόμβες και πολυβολούσε στην περιοχή μας και το άλλο έκανε γύρο πιο πάνω, όπου τα χωριά Γαληνή, Λουτρός και Βαρίσια. Η μόνη διαφορά, ήταν ότι πολυβολισμοί δεν γίνονταν στην περιοχή που βρισκόμαστε εμείς, αλλά πιο ψηλά, νότια. Αλησμόνητο θα μου μείνει η εμπειρία κατά την ώρα εκείνη, να έρχονται τα αεροπλάνα από τα δεξιά της ελιάς, κι εμείς να γινόμαστε ένα τσούρμο στα αριστερά. Όταν τα αεροπλάνα βρίσκονταν ανατολικά, εμείς να τρέχουμε στ’ αριστερά! Γέλασα, μάλιστα, προς στιγμήν, παρά την τραγικότητα των στιγμών, όταν έφερα στο νου μου τη…λιτανεία που γίνεται στις εκκλησίες κατά τις γιορτές, κατά την οποία όλος ο κόσμος κάνει περιφορά της εικόνας της γιορτής γύρω από την εκκλησία!
Απειλητική πυρκαγιά έσβησε, σαν από θαύμα
ΛΑΧΤΑΡΗΣΑΜΕ πολύ σε λίγο, όταν το ένα αεροπλάνο έριξε στη χαράδρα προς την πλευρά του Λιμνίτη, κάτω από μας, μια βόμβα «ναπάλμ», η οποία με τη πτώση της – σαν ένα μεγάλο βαρέλι – προκάλεσε αμέσως φωτιά στα ξηρά χόρτα που υπήρχαν εκεί. Η φωτιά επεκτάθηκε αμέσως και πήρε με ταχύτητα τον ανήφορο προς τη θέση μας. Επρόκειτο για έναν λόφο (αντέρισμα) με ξηρή κυρίως βλάστηση και παλιές αναβαθμίδες, στις οποίες υπήρχαν μικροί ευκάλυπτοι και θάμνοι. Με την πάροδο της ώρας και, δεδομένου ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τρέξουμε για να σβήσουμε τη φωτιά λόγω των αεροπλάνων που πηγαινοέρχονταν, η φωτιά όλο και πλησίαζε προς το χαράκωμά μας, το οποίο ήταν γεμάτο από όπλα, βλήματα όλμων και πυρομαχικά. Έτσι, η ανησυχία μας ολοένα και κορυφωνόταν, αφού, σε περίπτωση που η πυρκαγιά έφτανε στο χαράκωμα, οι εκρήξεις που θ’ ακολουθούσαν είναι αμφίβολο αν θα άφηναν έστω και έναν από μας που δεν θα τον κομμάτιαζαν!
ΣΥΝΕΧΙΣΑΜΕ να παρακολουθούμε τα αεροπλάνα, όμως περισσότερο η προσοχή μας ήταν στραμμένη στη φωτιά, που ολοένα μας πλησίαζε. Είχαμε ουσιαστικά παραδοθεί στην τύχη μας και αναμέναμε τα χειρότερα. Κι όμως. Όταν η φωτιά έκαιγε ξηρά χόρτα και άλλη βλάστηση σε απόσταση 30 περίπου μέτρων από μας, έγινε το θαύμα: Φύσηξε ένα απρόσμενο αεράκι, το οποίο έσβησε τελείως τη φωτιά/ Το μόνο που έμεινε ήταν λίγος καπνός, που κι αυτός σε λίγο εξαφανίστηκε. Αυτό το θαύμα όλοι, και δικαιολογημένα, το αποδώσαμε στην Παναγία, που τιμάται επάξια στις 15 Αυγούστου. Ήταν ημέρα της γιορτής της και οι προσευχές μας προς Αυτήν αποδεδειγμένα εισακούστηκαν
«Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλειπες Θεοτόκε», υπογραμμίζεται στο απολυτίκιό της Παναγίας και, πράγματι, δεν επέτρεψε να χαθούμε με ενέργειες και μέσα αντίχριστων, ανήμερα, μάλιστα, της μεγάλης γιορτής της.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ βομβαρδισμός μάς ανησύχησε όλους. Κατανοήσαμε ότι γλιτώσαμε μόνο από Θεία Πρόνοια και από την ατζαμοσύνη των Τούρκων πιλότων. Όπως και την πρώτη φορά. Την ανησυχία μας, δικαιολογημένα, επέτεινε και το ψέμα για δήθεν έλευση ελληνικών αεροπλάνων. Ποιος ο δράστης για το μεγάλο αυτό ψέμα δεν γνωρίζαμε, όμως καταλαβαίναμε πια πολύ καλά, ότι η βοήθεια από την Ελλάδα, ιδίως από αέρος που είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας βοήθειας στη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων, αποτελούσε όνειρο θερινής νυκτός!.. Στην κυριολεξία. Είμαστε σίγουροι ακόμα, ότι τα περί ελληνικών αεροπλάνων δεν «τα έβγαλε από την κοιλιά του» ο ανθυπολοχαγός Κοφτερίδης, γιατί κανένα λόγο δεν είχε γι’ αυτό. Κάποια άνωθεν αρχή του τα διαβίβασε οπωσδήποτε.
ΜΕ ΒΑΣΗ αυτά τα δεδομένα, απόφαση όλων μας ήταν να αναζητήσουμε κάποιον άλλο χώρο συγκέντρωσης, που θα μας παρείχε και λίγη έστω κάλυψη σε περίπτωση νέου βομβαρδισμού. Έτσι κινηθήκαμε προς τα πάνω, όπου ξέραμε ότι υπήρχε μια τουλάχιστον καλυμμένη θέση (πολυβολείο), που το επάνδρωναν κληρωτοί εθνοφρουροί. Πόσοι; Μόνον δύο! Μπήκαμε βιαστικά όλοι μέσα, στριμωγμένοι όμως πολύ, γιατί ο χώρος ήταν περιορισμένος. Κοιτάζαμε συνέχεια προς τα κάτω, προς τον Λιμνίτη, όπου επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
ΜΕ το πέρασμα αρκετής ώρας, οι περισσότεροι βγήκαμε έξω. Ο ιδρώτας διέτρεχε ποταμηδόν το κορμί μας και θέλαμε αέρα, έστω κι αν ο ήλιος ήταν την ώρα εκείνη στο απόγειό του. Πλησίαζε μια η ώρα το μεσημέρι, όταν ακούστηκε στον κύριο δρόμο προς Λιμνίτη – 200 περίπου μέτρα από μας – μια φωνή που έλεγε «φαΐ, ελάτε να πιάσε φαΐ»!.. Έτρεξαν πράγματι προς τα εκεί τρεις έφεδροι, οι οποίοι σε λίγο επανήλθαν, με τους δύο να κρατούν από ισάριθμες καραβάνες γεμάτες πατάτες «μπλουμ» και ο τρίτος μερικά ψωμιά. Δώσαμε αμέσως όλοι «πάνω τους», αφού η πείνα μας είχε κάνει από ώρα το «παράπονό» της. Για μαχαιροπίρουνα δεν γινόταν βέβαια κανένας λόγος. Έτσι, κόβαμε κομμάτια ψωμί, τα βουτούσαμε στον ζωμό και τρώγαμε. Όσοι ήταν τυχεροί, έβρισκαν και κανένα κομμάτι πατάτας. Τυχεροί, όμως, ή και άτυχοι, η αλήθεια είναι ότι όλοι φάγαμε από κάτι και περιορίσαμε την πείνα μας. Υπό τις περιστάσεις, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να γίνει.
Ο Καραμανλής αίτιος τρελλής φυγής
ΜΕΙΝΑΜΕ κοντά στο πολυβολείο μέχρι αργά το απόγευμα, οπότε, με την έλευση του σκότους, επανήλθαμε στο «στρατόπεδό» μας: Στο χαράκωμα, όπου και ο οπλισμός μας. Η νύχτα είχε μπει απόλυτα ήρεμη. Σιγαλιά παντού, με τους Τούρκους να τηρούν την εκεχειρία. Είχε κατ’ επανάληψη προαγγελθεί από το ραδιόφωνο, διάγγελμα του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Κωνσταντίνου Καραμανλή για τις εννιάμισι. Η αναμονή και η αγωνία όλων για το τι θα έλεγε, δεδομένη. Οι προβλέψεις έδιναν και έπαιρναν, με υπέρ ή και κατά σχόλια, με βάση και την πρωινή μας εμπειρία με την δήθεν έλευση ελληνικών αεροπλάνων.
Η Κύπρος είναι μακριά, μα όμως τι με νοιάζει;
Όμως το κρίμα κι άδικο πάντα κατάρες βγάζει!..
ΠΡΑΓΜΑΤΙ, την καθορισμένη ώρα άρχισε η μετάδοση του διαγγέλματος, με την χαρακτηριστική εκείνη φωνή του Καραμανλή, που…μόνο ένας Χάρρυ Κλυν μπορούσε να αποδώσει επακριβώς! Είπε πολλά ο Πρωθυπουργός: για διπλωματικές κινήσεις, για επαφές, για την απόφαση για απόσυρση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και, προχωρώντας σε δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Ελλάδα στον στρατιωτικό τομέα, που συνοδεύονταν και με επίρριψη ευθυνών στη «Χούντα», κατέληξε: « Η Κύπρος κείται μακράν και η Ελλάδα, λόγω αποστάσεως, αδυνατεί να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο»!
ΤΟ τι επακολούθησε τη φράση αυτή, δεν λέγεται: Φωνές, βρισιές, διαολιές και βάλε…Οι πιο πολλοί, μάλιστα, ανακοίνωσαν φωναχτά την απόφασή τους να φύγουν! Και δεν καθυστέρησαν διόλου γι’ αυτό, με τους περισσότερους να μην παίρνουν μαζί τους ούτε και το ατομικό τους «μαρτίνι», ούτε την τελαμώνα με τα σφαίρες τους! Εκείνο που πήραν όμως όλοι, ήταν το παγούρι τους και κάποιοι το σακίδιό τους, με κάτι φαγώσιμο σ’ αυτό.
ΔΕΝ πέρασαν πολλή ώρα και στο χαράκωμα είχαμε μείνει μόνο τέσσερεις! Από τους 20. Ναι, είμαστε κι εμείς πλήρως απογοητευμένοι γι’ αυτό που ακούσαμε, αλλά κρίναμε ότι έπρεπε να μείνουμε, αφού επρόκειτο για την άμυνα της πατρίδας, την οποία έχουν καθήκον και υποχρέωση να την υπερασπιστούν πρώτα οι κάτοικοί της. Μείναμε λοιπόν, και αποφασίσαμε όπως τις ώρες μέχρι το χάραμα, να τις μοιραστούμε για σκοπούς φρούρησης, ανά δύο. Εγώ είχα μείνει σκοπός μέχρι τις δύο το πρωί, όμως και μέχρι που χάραξε δεν έκλεισα μάτι. Λίγο η μια σκέψη, λίγο η άλλη, περισσότερο όμως η προχωρημένη προς τους Τούρκους θέση μας, με κρατούσαν μακριά από τον ύπνο. Σηκώθηκα λοιπόν και κάθισα κάτω από την ελιά, όπου πήρα και το πρωινό μου: δυο μπισκότα και λίγο νερό. Και ήμουν απόλυτα ευχαριστημένος γι’ αυτό. Οι άλλοι τρεις έμειναν να κοιμούνται. Δεν τους ενοχλούσε καθόλου ο ήλιος που ήταν ήδη ψηλά και τους κτυπούσε αλύπητα το κορμί. Τους ικανοποιούσε σίγουρα η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε, λες και βρίσκονταν σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο!
Σε γεφύρι, για καλύτερη προστασία από τα αεροπλάνα
ΠΛΗΣΙΑΖΕ οκτώ η ώρα, όταν πήρα το όπλο και τις σφαίρες μου και με προσοχή κατέβηκα στον κύριο δρόμο προς Κόρακα-Ποταμό του Κάμπου. Πρόθεσή μου, να βρω έναν τόπο πιο ασφαλή από εκεί που βρισκόμαστε, αφού οι βομβαρδισμοί της προηγούμενης ημέρας με είχαν ανησυχήσει και θεωρούσα πως, αν επαναλαμβάνονταν και την Παρασκευή 16 Αυγούστου, ίσως να μην είμαστε τόσο τυχεροί. Κινούμουν στη γωνιά του δρόμου, για να μην φαίνομαι από τις τουρκικές θέσεις ψηλά στο «Λίμπι». Σε λίγο είχα περάσει από ένα σπίτι όπου διέμεναν κληρωτοί στρατιώτες και, αμέσως μετά, από τη παράγκα-ψιλικατζίδικο και έδρα της διμοιρίας μας. Εκεί βρισκόταν και ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης, από τον οποίο και αγόρασα ακόμα ένα κουτάκι μπισκότα, για περισσότερη ασφάλεια στο θέμα του φαγητού. Προχωρούσα, προχωρούσα και συνεχώς σκεφτόμουν πού θα κατέληγα.
ΚΑΠΟΙΑ στιγμή βρισκόμουν ένα περίπου χιλιόμετρο από την έδρα της διμοιρίας, ενώ περνούσα από γεφύρι, σε μια εσωτερική στροφή του δρόμου. Είπα «ναι, το γεφύρι αυτό είναι ο καλύτερος χώρος να κρυφτώ, σε περίπτωση που γίνει νέος βομβαρδισμός». Επιθεώρησα αμέσως το γεφύρι – ήταν από μπετόν και σίδερο – και είδα πως με βόλευε και το ύψος του, αφού μπορούσα να κάθομαι μέσα. Να με κτυπήσουν οι σφαίρες των αεροπλάνων ενώ θα κρυβόμουν εκεί, ήταν αδύνατο. Ο μόνος κίνδυνος που έμενε, ήταν αν έπεφτε πάνω ή κοντά στο γεφύρι εμπρηστική «ναπάλμ», οπότε δεν θα τη γλίτωνα. «Είναι θέμα τύχης», είπα, και κάθισα στη σκιά κοντά στο στόμιο του γεφυριού.
ΠΑΡΕΜΕΙΝΑ στη θέση εκείνη αρκετές ώρες, ακούοντας το ραδιόφωνο. Πέρασε σε λίγο το μεσημέρι, οπότε πήρα και το γεύμα μου, κοκαλίζοντας ακόμα τρία μπισκότα, και μεταξύ ραδιοφώνου και σκέψεων που περνούσαν συνέχεια από το μυαλό μου, ροκάνιζα την ώρα, ενώ παρέμενα καθισμένος με την πλάτη στην όχθη του δρόμου σε απόλυτη σκιά και μ’ ένα σχετικά δροσιστικό αεράκι , που μου χαΐδευε συνέχεια το πρόσωπο.
ΣΤΙΣ πέντε το απόγευμα, άκουσα τούρκικα αεροπλάνα να έρχονται και πάλι από τη θάλασσα και να κατευθύνοντα πίσω μας, νότια. Βομβάρδισαν θέσεις ψηλά στη Γαληνή και το στρατόπεδο του τάγματος, σε σημείο του δρόμου Γαληνής και Βαρίσιας, απ’ ό,τι μάθαμε αργότερα. Δεν πρόλαβαν, όμως, να φύγουν από τ’ αφτιά μου οι δυνατοί κρότοι από τις εκρήξεις των βομβών που είχαν ρίξει τα αεροπλάνα, και είδα έναν έφεδρο να τρέχει, με έντονη την ανησυχία στο πρόσωπό του, προς την έδρα της διμοιρίας. Τον γνώρισα με το που βρεθήκαμε στον Κόρακα στις 22 Ιουλίου. Ήταν υπάλληλος της Κόκα-Κόλα. Όταν τον ρώτησα γιατί τρέχει, μου απάντησε μα απόγνωση:
– Έρκουνται οι Τούρτζιοι!..Η θάλασσα του Ξερού εγέμωσεν τούρτζικα πλοία!..
– Ε καλά, εσύ πού πάεις; τον ρώτησα.
– Να πιάσω το αυτοκίνητό μου, να πάω στον Λουτρό και από εκεί Τζιύκκον, Πάφο!.. Λέγοντας αυτά, επιτάχυνε και τον διασκελισμό του. Το ιδιωτικό του αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο, από την ημέρα της επιστράτευσής του, σε μια εσωτερική στροφή του κύριου δρόμου, λίγο πιο πάνω.
ΑΝΗΣΥΧΗΣΑ με αυτά που άκουσα, γι’ αυτό και σηκώθηκα αμέσως, πήρα το όπλο και τις σφαίρες μου, και κίνησα κι εγώ προς την παράγκα-έδρα της διμοιρίας. Πλησιάζοντας, είδα τον ανθυπολοχαγό Κοφτερίδη και μερικούς άλλους έφεδρους, να σκάβουν με κασμάδες το δρόμο. Πλησίασα, οπότε ο Κοφτερίδης με ρώτησε αν ήξερα από νάρκες. Του απάντησα ότι μέχρι τότε δεν είχα δει καν νάρκες! Τοποθετούσαν νάρκες σε αυλάκι και τις κάλυπταν με χώμα, εν’ όψει εγκατάλειψης της περιοχής.
– Μα καλάν, είπα, οι Τούρτζιοι εν τόσον βλάκες, να δουν το φρέσκο χώμα και να περάσουν που πάνω;
– Τέθκοιαν ώραν, τέθκοια λόγια, ήταν η απάντηση.
Ήταν φανερό, ότι βιάζονταν να τελειώσουν.
ΜΕΤΑΞΥ των εκεί εφέδρων, ήταν και ένας γνωστός και συντοπίτης μου: Ο Γιάγκος Μελιφρονίδης από το Μηλικούρι, υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου, γιος ενός από τους δασκάλους μου στο δημοτικό της Τσακίστρας, του Μιχάλη Μελιφρονίδη. Χαιρετιστήκαμε και, ενώ οι άλλοι αποχωρούσαν, του μίλησα γι’ αυτό που άκουσα: Για «τα τούρκικα πλοία, που ήταν γεμάτη η θάλασσα του Ξερού», οπότε και συμφωνήσαμε ν’ ανεβούμε πιο πάνω, για να επισκοπήσουμε από ψηλά τη θάλασσα, για να δούμε αν αυτό ήταν αλήθεια. Ανεβήκαμε, λοιπόν, την όχθη του δρόμου και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε, ανάμεσα στις χαρουπιές και ελιές που υπήρχαν εκεί. Την ώρα εκείνη, από τις θέσεις των Τούρκων στο «Λίμπι», άρχισαν να ρίχνονται προς την πλευρά του τάγματός μας βροχή οι ριπές με πολυβόλα 0,30 χιλιοστών, με τα οποία ξέραμε ότι ήσαν επανδρωμένα όλα τους τα φυλάκια.
Μόρφου, τα φύλλα της καρδιάς μόνο για σε θροΐζουν
και όσο θα’ μαι στη ζωή, εσένα θα θυμίζουν…
ΔΕΝ προλάβαμε ν’ ανεβούμε λίγα μόνο μέτρα, αφού σταματούσαμε συνέχεια και κοιτάζαμε προς τις τουρκικές θέσεις και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε ποιοι οι στόχοι των ριπών που συνεχίζονταν, όταν μας προσπέρασε βιαστικός και με έντονη την ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ένας έφεδρος, με πολιτικά. Ήταν άοπλος και το μόνο που κρατούσε ήταν ένα μικρό πλαστικό μπιτόνι με νερό. Τον ήξερα από την Μόρφου, όταν πήγαινε στο εκεί Ελληνικό Γυμνάσιο. Διατηρούσε κατάστημα μαζί με την αδελφή του στο κέντρο της κωμόπολης. Εξ’ αιτίας, λοιπόν, της γνωριμίας μας αυτής, τον ρώτησα πού είναι το όπλο του και γιατί φεύγει. Χωρίς καν να με κοιτάξει, μου είπε τότε δυνατά και με θυμό:
– Αφού επιάσαν του Μόρφου, εν με κόφτει τίποτε!.. Kαι συνέχισε ν’ ανεβαίνει.
Ήταν η πρώτη φορά που ακούγαμε ότι η Μόρφου είχε καταληφθεί από τους εισβολείς και το τι αισθάνθηκα εκείνη την ώρα, μου είναι αδύνατο να περιγράψω. Είχα λυπηθεί τόσο πολύ που, περνώντας καταιγιστικά από τη σκέψη μου σαν κινηματογραφική ταινία όσα έζησα έξι χρόνια στην πολυφίλητη εκείνη πόλη, τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν πικρά στο πρόσωπό μου!..
Η αδικαιολόγητη εγκατάλειψη της περιοχής Λιμνίτη, στις 16/8/1974
Γ΄
Η ΘΛΙΒΕΡΗ είδηση της κατάληψης της Μόρφου από τους Αττίλες, με σόκαρε. Όπως με σόκαρε και η απάντηση που πήρα από τον έφεδρο εκείνο Μορφίτη, που πέταξε και το όπλο του και έτρεχε να φύγει σαν λαγός! Επειδή, κατά τη «λογική» του, οι Τούρκοι κατάλαβαν τη γη που κατοικούσε, έπρεπε κι αυτός να εγκαταλείψει – χωρίς καμιά πίεση, μάλιστα – μιαν άλλη ελληνικότατη περιοχή, για να την πάρουν κι αυτήν οι Αττίλες! Ντροπή! Αίσχος!..
Μια «προδομένη» μπαζούκα
ΌΜΩΣ, έπρεπε να προχωρήσουμε. Ν’ ανεβούμε πιο πάνω, για να δούμε τη θάλασσα του Ξερού και να πάρουμε τις αποφάσεις μας. Αλλά, η ώρα εκείνη μας επιφύλασσε ακόμα μια μεγάλη έκπληξη. Ενώ κάτω από μια χαρουπιά υπήρχε πολυβόλο των 50 χιλιοστών, που άρχισε να βάζει εναντίον των τουρκικών θέσεων με απανωτές ριπές, τρυπώντας με το θόρυβό του τ’ αφτιά μας, λίγο πιο πάνω το θέαμα που αντικρύσαμε, μας έκοψε την όρεξη να συνεχίσουμε την πορεία μας…
ΤΙ ΗΤΑΝ ακριβώς; Ήταν κάτι που το είχα γνωρίσει από την πρώτη μέρα που φτάσαμε στον Κόρακα, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα είχε και τη χειρότερη κατάληξη. Γύρω από την κορμό μιας ελιάς, υπήρχαν δεκάδες κιβώτια με βλήματα, σε ένα δε χοντρό κλαδί κρεμασμένη μια μπαζούκα! Είχα βοηθήσω κι εγώ, τη Δευτέρα 22 Ιουλίου 1974, να ξεφορτώσουμε από επιταγμένο φορτηγό της Εθνικής Φρουράς 40 κάσες βλήματα μπαζούκας και να τα βάλουμε γύρω από τον κορμό της ελιάς, με τον μπαζουκιστή να κρεμά το όπλο σ’ ένα χοντρό κλαδί. Για να χρησιμοποιήσει τη μπαζούκα την ώρα που το εθνικό καθήκον επέβαλλε. Όμως…όμως; Μπαζούκα και βλήματα είχαν μείνει εκεί – ούτε πρόχειρης συντήρησης δεν έτυχε το αντιαρματικό για τρεις και πλέον εβδομάδες από τον «χειριστή» του – την ώρα δε της αδικαιολόγητης και εσπευσμένης φυγής, «έβγαζε μάτια» το θέαμα που παρουσίαζε η ελιά με τον «εξοπλισμό» της. Ο «χειριστής» της μπαζούκας τα άφησε όλα εκεί κι έφυγε, λάφυρα στους Αττίλες! Ούτε τον μοχλό πυροδότησης του όπλου δεν αφαίρεσε, για να αποκλειστεί η χρήση της μπαζούκας. Είχα κυριολεκτικά παγώσει περνώντας δίπλα από τις κάσες με τα βλήματα, ενώ η μπαζούκα «έχασκε» κρεμασμένη στο δέντρο. Αν είχαν φωνή, σίγουρα θα γρύλλιζαν στον υπεύθυνο γι’ αυτό το ελεεινό θέαμα:
– Πού μας αφήνεις ρε ελεεινέ και φεύγεις; Εμείς θα σε στηρίζαμε και θα σε κάναμε περήφανο την κρίσιμη ώρα, κι εσύ μας εγκαταλείπεις άδοξα στο έλεος το εχθρού; Ντροπή σου παλιοτόμαρο!..
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, βέβαια, ν’ ακούσει ο ενδιαφερόμενος, δεν υπήρχε. Είχε φύγει ώρες πριν και, ίσως μέχρι την ώρα εκείνη, θα είχε αφήσει πίσω του τα βουνά της Τηλλυριάς και βάδιζε προς την περιοχή του Κύκκου!..
ΓΙΑΤΙ, όμως, βάλαμε τη λέξη χειριστής σε εισαγωγικά; Διότι ακριβώς, δεν ήταν χειριστής ο λεγάμενος. Ήταν οτιδήποτε άλλο. Θυμούμαι, συγκεκριμένα, όταν ξεφορτώναμε τον οπλισμό και έφεδρος αξιωματικός ρώτησε «ποιος είναι μπαζουκιστής», αυτός – ένα ξερακιανό ανθρωπάκι γύρω στα 45, απάντησε πρόθυμα «εγώ», οπότε ο αξιωματικός προχώρησε και του χρέωσε το όπλο και τα βλήματα. Ήταν όμως μπαζουκιστής; Κι αν ήταν στη θητεία του στο στρατό, στην εφεδρεία, και ειδικά κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο του πολέμου, αποδείχθηκε άσχετος και ανίδεος. Αυτό το είχα διαπιστώσει από την επομένη της χρέωσης, όταν καθήμενος δίπλα με τον άνθρωπο αυτό στη σκιά ενός δέντρου, με είχε ρωτήσει κάποια στιγμή:
– Πε μου ρε δημοσιογράφε, καταλάβεις που παζούκκες;
– Όχι, του απάντησα κοφτά. Εγώ μπαζούκες είδα μόνο στις παρελάσεις!..
ΉΤΑΝ ολοφάνερο, ότι είχε αμφιβολίες αν ήξερε κάτι από μπαζούκες, ή και αν ήξερε κάποια πράγματα, στα σίγουρα δεν μπορούσε να χειριστεί το αντιαρματικό. Απλά, είχε γνώσεις μπαζούκας, όσες έχω για…σεληνακάτους! Ίσως έπρεπε να καταγγείλω την περίπτωση, αλλά πού; Η λέξη διάλυση δεν μπορούσε να αποδώσει εκείνο που συνέβαινε στρατιωτικά με το τάγμα μας!
Αξιωματικοί, βορά στα πυρά των Τούρκων!
ΑΡΚΕΙ να λεχθεί, ως παράδειγμα, ότι επανερχόμενοι από την περιοχή Λεύκας το πρωινό της 22ας Ιουλίου 1974 στον Κόρακα, βρήκαμε καταταλαιπωρημένους και έξω φρενών, να βρίζουν ράτσες και γενιές, κάποιους έφεδρους αξιωματικούς, οι οποίοι και ζητούσαν το κεφάλι του διοικητή του τάγματος, ταγματάρχη Γεώργιου Ρουκουνάκη επί πίνακι, για τα όσα έγιναν τη νύχτα της προηγουμένης. Τι έγινε;
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ είχε πάρει μαζί του μερικούς αξιωματικούς και κατέβηκαν στον Λιμνίτη, βοηθούμενοι από το σκοτάδι. Αντί να προβούν σε κάποια καταδρομική επιχείρηση και ν’ αποχωρήσουν, ο διοικητής – όπως μας διηγήθηκαν οι ίδιοι – τους είπε να ταμπουρωθούν πρόχειρα σε γεφύρι στην είσοδο του χωριού. Εκεί τος βρήκε το φως της ημέρας, το οποίο, όμως, τους έκαμε ορατούς και από τους Τούρκους, οι οποίοι επάνδρωναν τα φυλάκια στο«Λίμπι», από πάνω τους. Με το που τους είδαν οι Τούρκοι άρχισαν να τους βάλλουν με καταιγιστικά πυρά. Τους καθήλωσαν και, ουσιαστικά, παρέμειναν βορά στα τουρκικά πυρά. Μόνη τους σωτηρία η φυγή, αφού περίπτωση να δώσουν μάχη, αποτελούσε τρέλα υπό τις περιστάσεις. Στην προσπάθειά τους ν’ απαγκιστρωθούν και ν’ απομακρυνθούν στη χαράδρα που οδηγούσε στον Κόρακα, έχασε τη ζωή του ο υπολοχαγός της Εθνικής Φρουράς Ανδρέας Αρέστη. Οι υπόλοιποι μπόρεσαν, μετά από ώρες και μέσα από μεγάλες δυσκολίες και κινδύνους, να φτάσουν στην περιοχή που ελεγχόταν από την Ε.Φ., ζητώντας εκδίκηση! Όσο για το διοικητή, τον έφεραν μετά από ώρα με αυτοκίνητο άντρες της Ειρηνευτικής Δύναμης!
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, λοιπόν της «εγκαταλειφθείσας μπαζούκας», μόνο ψυχικό τράνταγμα πρόσφερε σε μένα και τον συμμαχητή μου Γιάγκο Μελιφρονίδη. Δεν μπορούσαμε, όμως, να διορθώσουμε κάτι. Έτσι προχωρήσαμε προς τα πάνω, ενώ οι πυκνοί πυροβολισμοί που ανταλλάζονταν μεταξύ της Εθνικής Φρουράς και των Τούρκων συνεχίζονταν. Θέλαμε να βρεθούμε ψηλά για να δούμε τι γινόταν στη θάλασσα του Ξερού, όμως το βήμα μας ήταν δύσκολο ένεκα της κακής ψυχολογίας μας. Η σκέψη της Μόρφου, που είχε καταληφθεί από τους Αττίλες, και η θέα της μπαζούκας, μας είχε κόψει τα πόδια. Στην κυριολεξία. Όμως, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Ή, καλύτερα, τίποτε σε λόγια.
Ούτε μια μικρούλα βάρκα!
ΔΕΝ αργήσαμε να βρεθούμε σε λίγο αρκετά ψηλά, ώστε να βλέπουμε καθαρά τη θάλασσα προς τα κάτω. Και τι είδαμε; Ότι στο πέλαγος δεν υπήρχε ούτε μια μικρούλα βάρκα! Όχι «γεμάτη η θάλασσα με τουρκικά πλοία», όπως μας είχε πει πριν ο έφεδρος πωλητής της Κόκα Κόλα. Επρόκειτο για μια απόλυτα ήσυχη θάλασσα, σε αντίθεση προς το ταραγμένο δικό μας νευρικό σύστημα. Η αλήθεια, βέβαια είναι, ότι ήταν από την αρχή που δεν είχαμε καμιά αμφιβολία για το μεγάλο ψέμα για δήθεν…στόλο τουρκικών πλοίων. Άλλωστε, μέχρι τότε είχαμε ακούσει πολλά ψέματα, από απλά μέχρι τερατώδη. Ένα από αυτά, ήταν ότι «οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Ρόδο, οι δε Βούλγαροι είχαν εισβάλει στην Ελλάδα!» Ανήκουστα ψέματα, που οργανωμένα «παρήγαγαν» κάποιοι και άλλοι – εν τη αφελεία τους οι περισσότεροι, ή και παρακινούμενοι από τις ιδεολογικοπολιτικές τους τοποθετήσεις – φρόντιζαν να πλασάρουν όπου δει. Με τον τρόπο αυτό τα ψέματα έφταναν ολοένα και σε περισσότερο κόσμο, προκαλώντας φόβο και αναστάτωση. Επιδίωξη των εμπνευστών τους, να «θάψουν» όσο πιο βαθιά μπορούσαν στη συνείδηση των πολιτών εκείνους που αποκαλούσαν «χουντικούς» και, ταυτόχρονα να ανεβάζουν σε αχυρένια βάθρα τους «δημοκρατικούς» και «αντιστασιακούς» κάθε μορφής και…μοντέλου!
Η τραγική περίπτωση της «Μακριάς»
ΜΕΙΝΑΜΕ εκεί αρκετή ώρα, ξεκουραστήκαμε, αφού, άλλωστε, δεν είχαμε και λόγο να τρέξουμε κι εμείς για να φύγουμε. Γιατί κανένας απολύτως κίνδυνος δεν υπήρχε στην περιοχή μας. Κόψαμε ,μάλιστα, σπάσαμε και φάγαμε αρκετά αμύγδαλα, από τα πολλά που υπήρχαν γύρω. Την ώρα που είμαστε εκεί – ήταν ήδη αργά το απόγευμα – ακούστηκαν πολλές ριπές δυτικά του Κόρακα και νότια του Λιμνίτη. Μας λέχθηκε από κάποιον περαστικό έφεδρο, ότι ήταν ο υπολοχαγός Μπριασούλης, ο οποίος αμυνόταν στην περιοχή της «Μακριάς». Η ένταση των πυρών παρέπεμπε σε πολύ αποφασιστική αντίσταση στις επιθέσεις των Τούρκων που, όπως προαναφέραμε, είχαν αρχίσει να βάλλουν εναντίον των θέσεων της Ε.Φ., μετά που οι πολλοί από μας αποφάσισαν να φύγουν, συμπαρασύροντας μαζί τους, τελικά, και τους λίγους.
Η «ΜΑΚΡΙΑ» ήταν μια λοφοσειρά που κατέληγε στον Λιμνίτη από νότια, στην κορυφογραμμή της οποίας υπήρχαν σειρά τουρκικών φυλακίων, τα οποία είχαν καταληφθεί από δικές μας δυνάμεις με την έναρξη της εισβολής. Τα φυλάκια αυτά είχαν επανδρωθεί από έφεδρους, οι περισσότεροι από τους οποίους κατάγονταν από τον Κάμπο. Δυστυχώς, λόγω της ασυνεννοησίας και ανοργανωσιάς που επικρατούσε στο τάγμα και την μανία φυγής που ακολούθησε τους βομβαρδισμούς του Δεκαπενταύγουστου και της διακήρυξης Καραμανλή ότι «η Κύπρος κείται μακράν», κανένας δεν φρόντισε να ειδοποιήσει τους υπερασπιστές της «Μακριάς», ώστε να εγκαταλείψουν έγκαιρα την περιοχή. Αυτό μπορούσε να γίνει κάλλιστα τη νύχτα της 15ης, οπότε κανένας κίνδυνος γι’ αυτούς δεν θα υπήρχε. Αντίθετα, όταν η περιοχή κατέστη ο κύριος στόχος των τουρκικών πυρών και δεχόταν τα δολοφονικά τους βόλια και οι υπερασπιστές προσπάθησαν ν’ αποχωρήσουν, κατέστησαν πολύ εύκολος στόχος των Τούρκων, που κατείχαν ευνοϊκότερες θέσεις. Το χειρότερο, όμως, για τους υπερασπιστές, ήταν το ότι οι Τούρκοι δεν έβαλλαν εναντίον τους τόσο με πυρά ευθύβολης τροχιάς, αλλά με όλμους, οι οποίοι ήταν από πριν στοχευμένοι. Κι εκεί ακριβώς είχαμε νεκρούς, με πρώτο τον λεβέντη Άρη Μαυροσκούφη, από τον Κάμπο. Οι ηρωικοί μας νεκροί παρέμειναν εκεί, στο έλεος της θερμοκρασίας και των κοράκων μέχρι την επομένη, όταν παραλήφθηκαν από την Ειρηνευτική Δύναμη και μεταφέρθηκαν στον Κάτω Πύργο και από εκεί στον Κάμπο, για την κηδεία.
Ο ΜΠΡΙΑΣΟΥΛΗΣ, λοιπόν, προσπάθησε να βοηθήσει στην απαγκίστρωση των υπερασπιστών της «Μακριάς» και έκαμε ό,τι μπορούσε γι’ αυτό. Ήταν μια πατριωτική προσωπική πρωτοβουλία της στιγμής, η οποία τον τιμά. Επρόκειτο για λαμπρό αδελφό αξιωματικό από την Ελλάδα, ο οποίος τίμησε τον όρκο και την αποστολή του, να υπερασπιστεί τα άγια χώματα της πατρίδας, έναντι παντός κινδύνου. Ο Μπριασούλης επέστρεψε στην Κύπρο αργότερα ως διοικητής της ΕΛΔΥΚ, ενώ, στη συνέχεια, έφτασε σε θέση ανώτατου αξιωματικού του Ελληνικού στρατού προτού συνταξιοδοτηθεί.
«Αποκεφάλισαν» και τη βρύση του νερού!
ΠΛΗΣΙΑΖΕ η ώρα να πέσει το σκοτάδι, όταν, καταϊδρωμένοι και κατάκοποι, φτάσαμε με τον Μελιφρονίδη, στο κέντρο διασκέδασης που βρισκόταν πάνω από τη Γαληνή, στον κύριο δρόμο προς Βαρίσια-Λουτρό. Η κούρασή μας ήταν εκτός ορίων αφού, κατά τη διαδρομή, είχαμε πάρει μαζί μας και πρόσθετα όπλα και τελαμώνες σφαίρες, που είχαν πετάξει άλλοι έφεδροι πριν και τα βάρη μας αυξήθηκαν. Πήραμε μαζί μας ακόμα κι έναν τρίποδα πολυβόλου, όπως τον βρήκαμε κι’ αυτόν εγκαταλειμμένο στο βουνό, ενώ ο γράφων φρόντισε να ζωστεί και με οκτώ ρωσικές χειροβομβίδες που πήρα από τον χωματόδρομο καθ’ οδόν.

Άποψη της κατεχόμενης Γαληνής, όπως ήταν πριν την εισβολή.
ΠΡΩΤΗ μας έγνοια, να μπούμε στο κέντρο, για να πιούμε νερό. Οποία, όμως, απογοήτευση! Με το που βρεθήκαμε μέσα, σοκαριστήκαμε: Το κέντρο ήταν άδειο απ’ όλο του τον εξοπλισμό. Κομμένη από τη ρίζα ήταν ακόμα και η βρύση του νερού! Η μόνη εξήγηση που δώσουμε γι’ αυτό, ήταν πως κάποιοι δικοί μας καννίβαλοι, αφάνισαν τα πάντα! Γιατί δεν υπήρχε την ώρα εκείνη θέμα Τούρκων, αφού οι εισβολείς κατέλαβαν τη Γαληνή και τη Βαρίσια μόλις στις…4 Σεπτεμβρίου, τρεις σχεδόν εβδομάδες μετά τη λήξη του δεύτερου γύρου της εισβολής! Πρόκειται για μια ακόμα τραγική πτυχή των τραγικών γεγονότων του 1974, για την οποία θ’ αναφερθούμε σε μια άλλη περίπτωση. Αν, κάποιος, βέβαια, διερωτηθεί αν έγινε μια έστω απλή ανάκριση για το έγκλημα αυτό, να μην έχει αμφιβολία: Τίποτε απολύτως δεν έγινε. Κι ας πέρασαν από τότε 42 ολόκληρα χρόνια!..
ΔΕΝ βρήκαμε, λοιπόν, νερό να πιούμε. Έτσι, βγήκαμε απογοητευμένοι από το κέντρο, ίσως βρούμε κάποιαν άλλη λύση. Αυτό που είδαμε όμως, και μας ανησυχούσε περισσότερο όσο περνούσε η ώρα, ήταν πως άλλοι στρατιώτες-έφεδροι δεν υπήρχαν στην περιοχή. Ούτε ένας! Την ώρα εκείνη, όμως, δεν καταλάβαμε αυτό που συνέβαινε, δηλαδή ότι όλοι έφευγαν προς τα βουνά και πολλοί, μάλιστα, δεν σταματούσαν ούτε στον Κάμπο και τη γειτονική Τσακίστρα η και στο μοναστήρι του Κύκκου, αλλά κατέληγαν…στην Πάφο! Τέτοιοι…αγωνιστές της ελευθερίας και προασπιστές του πατρίου εδάφους ήσαν! Δοξάστε τους!..
Ο διοικητής και…«η γραμμή εδώ»!
ΕΙΜΑΣΤΕ μέσα στον κύριο δρόμο μπροστά από το κέντρο σκεπτόμενοι τι να κάνουμε, όταν είδαμε να έρχεται πεζός με ταχύ βήμα ο ασυρματιστής του διοικητή. Ήταν γνωστός μου, καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Είχε τον ασύρματο, με τη μεγάλη αντένα, στη ράχη. Χαιρετιστήκαμε και προτού προλάβουμε ν’ ανταλλάξουμε λέξη μαζί του, μας είπε «έρχεται πίσω ο διοικητής». Χαρήκαμε. Και, όντως, πρόβαλε αμέσως στη στροφή το Λαντ Ρόβερ του διοικητή με τον οδηγό του. Το αυτοκίνητο θα πήγαινε φαίνεται προς Γαληνή, όμως εμείς μπήκαμε στη μέση σχεδόν του δρόμου, οπότε υποχρεωτικά σταμάτησε. Ο Ρουκουνάκης κατέβηκε, οπότε και τον ρώτησα ευθέως:
– Κύριε διοικητά, τι θα κάνουμε;
– Παιδιά, απάντησε, θα μείνετε απόψε εδώ (έδειξε το χωριό), και αύριο το πρωί θα’ ρθουν τα Ηνωμένα Έθνη και θα βάλουν τη γραμμή. Εδώ! (Στο δεύτερο αυτό«εδώ», ο Ρουκουνάκης είχε δείξει ακριβώς μπροστά μας, κάτω από το κέντρο, εκεί που βρισκόταν το μνημείο του απαγχονισθέντα ήρωα της ΕΟΚΑ Χαρίλαου Μιχαήλ, όπου και η προτομή του. (Έχει καταστραφεί από τους «αδελφούς» Τούρκους).
Σοκαρίστηκα, κοίταξα τον διοικητή, με πρόθεση να ζητήσω εξηγήσεις, αυτός όμως μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγαν.
– Ρε Γιάγκο, είχα πει την ώρα εκείνη στον συμμαχητή μου, μα για ποιαν γραμμή μιλά τούτος; Οι Τούρκοι πού είναι και μιλούν για γραμμή εδώ;
Ποτέ δεν μάθαμε τι εννοούσε ο διοικητής, είμαστε όμως γνώστες του τι έγινε σε λίγες μέρες: Οι Τούρκοι, όπως προαναφέραμε, κατέλαβαν αμαχητί σχεδόν, όχι μόνο τη Γαληνή, αλλά και τη Βαρίσια, που βρίσκεται πιο πάνω, και τον Λουτρό, δυτικότρα. Αλήθεια, ποιος θα δώσει μιαν εξήγηση για την προδοσία αυτή;
Αντιαεροπορικό πολυβόλο σε…καλαμιώνα!
ΠΟΛΥ ενδιαφέρουσες, βέβαια, είναι και οι λεπτομέρειες της συνέχειας – με προδοτικές ενέργειες επίσης – μέχρι και το τέλος Αυγούστου 1974, όταν το τάγμα μας διαλύθηκε και ο γράφων πήρε μετάθεση για το 256 Τάγμα Πεζικού. Ή μόνιμη έδρα της μονάδας αυτής ήταν στην Μύρτου, αλλά μετακινήθηκε στην Ευρύχου μετά τη δεύτερη εισβολή. Επέστεψα στο γραφείο μου στην εφημερίδα «Εθνική» την 1η Οκτωβρίου, όταν το Υπουργικό αποφάσισε την απόλυση της σειράς μου.
ΝΑ αναφέρω μόνο ότι, μεγάλο μέρος του οπλισμού του τάγματος επιστράτευσης στο οποίο ανήκα και έδρευε στη Γαληνή, είχε εγκαταλειφθεί και παραληφθεί από τους εισβολείς, οι οποίοι, αντιστάσεως μη ούσης, προχώρησαν…με λεωφορεία μέχρι και τον Λιμνίτη! Πολλά επίσης όπλα τα πήραν μαζί τους οι υποχωρούντες αγεληδόν έφεδροι – προσκείμενοι στον Μακάριο στην πλειοψηφία τους – «για να κάμουν αντίσταση στον Κάμπο», όπως έλεγαν!
- ΕΝΑ βαρύ πολυβόλο 0,50 χιλιοστών, που ήταν εγκατεστημένο στο ντεπόζιτο νερού που ύδρευε τη Γαλήνη και δούλεψε και κατά τις δύο φάσεις της τουρκική εισβολής, είχε μεταφερθεί από «αντιστασιακούς» στον Κάμπο, παρέμεινε κρυμμένο σε καλαμιώνα (!) και παραδόθηκε άχρηστο στην Εθνική Φρουρά πολλά χρόνια μετά, αφού οι κλέφτες κατάλαβαν, επιτέλους, ότι η αντίσταση που έπρεπε να γίνει αφορούσε στους Τούρκους και όχι τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
ΠΟΛΛΑ όπλα του τάγματος είχαν παραδοθεί και σε αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς στον Κύκκο, χωρίς, όμως, να είναι και γνωστό που τελικά κατέληξαν. Αυτό που είναι γεγονός, είναι ότι το μοναστήρι αποτέλεσε, το τραγικό εκείνο καλοκαίρι του 1974, «φωλιά» εκατοντάδων μελών του «Εφεδρικού Σώματος» και άλλων μελών και στελεχών της Αστυνομίας και της προεδρικής φρουράς, οι οποίοι ήσαν πάνοπλοι και συμπεριφέρονταν σαν «κράτος εν κράτει», με ό,τι αυτό σύμαινε.
(Αρχείο Νίκου Παπαναστασίου-απόσπασμα)
15.8.2016