
Oι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τη συνεχόμενη σφαγή (επί μήνες) νηπίων, γυναικών, αμάχων, ένστολων, ιερωμένων, από τους χασάπηδες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, στη «Τρύπα» στο Κακοβούνι Κορινθίας. Ένα φρικιαστικό έγκλημα διαρκείας που μπήκε έντεχνα αμέσως στη λήθη, από τις Κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, αλλά και την ίδια την Εκκλησία αν και σφαγιάστηκαν και οι Ιερωμένοι του Μοναστηριού.
Ο τόπος για τον οποίον ομιλούμε σήμερα είναι ιερός. Έχει καθαγιαστεί από την αγωνία, τον πόνο, τις προσευχές αθώων συνανθρώπων μας που έζησαν εδώ τις τελευταίες τους στιγμές, πριν δολοφονηθούν με βάναυσο τρόπο από απάνθρωπους εκτελεστές των πιό βίαιων εγκληματικών οργανώσεων που γνώρισε αυτός ο τόπος στα μαύρα χρόνια της Κατοχής.

Έτσι ακριβώς λειτούργησαν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, όχι ως Εθνικές, ούτε απελευθερωτικές όπως έλεγαν οι τίτλοι τους, σχεδιασμένοι ακριβώς για να εξαπατήσουν τον Ελληνικό λαό. Κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ ήταν, με σκοπό την υποδούλωση της Ελλάδος στο κομμουνιστικό σύστημα των Σλάβων της Σοβιετικής Ένωσης, της πραγματικής τους πατρίδας, και αλοίμονο σε όποιον βρισκόταν στο δρόμο τους ή εμπόδιο στο στόχο τους.
Τον Αύγουστο του 1943 εγκαταστάθηκε, στο ιστορικό αυτό μοναστήρι, το πρώτο Αρχηγείο του 6ου συντάγματος Κορινθίας του ΕΛΑΣ στο οποίον όλα τα ηγετικά πόστα τα κατείχαν τότε 60 περίπου αντάρτες της Ρούμελης τους οποίους είχε στείλει από απέναντι ο Άρης Βελουχιώτης. Ταυτόχρονα άρχισε να λειτουργεί εδώ Λαϊκό Δικαστήριο και να γίνονται οι πρώτες ατομικές εκτελέσεις.
Τον χειμώνα του 1943, το Αρχηγείο του 6ου συντάγματος μετακινήθηκε στη Γκούρα και εδώ πιά λειτουργούσε ένα από τα φριχτότερα Στρατόπεδα Κρατουμένων του ΕΑΜ στην Πελοπόννησο, στο οποίο φυλακίζονταν άνθρωποι της περιοχής που θεωρούνταν αντιδραστικοί προς το ΚΚΕ. Μέχρι το τέλος Απριλίου του 1944, οι φυλακίσεις και οι δολοφονίες εδώ ήταν σε μικρούς σχετικά αριθμούς και οι μοναχοί της Μονής μπορούσαν να προσφέρουν ανακούφιση στους κρατουμένους και στα θύματα στις τελευταίες τους στιγμές.
Τα πράγματα έγιναν άγρια μετά τον Απρίλιο του 1944, γιατί στην Πελοπόννησο κυριάρχησε νέα εντολή βίας και τρομοκρατίας από το ΕΑΜ/ΚΚΕ και τον ηγέτη του Αχιλλέα Μπλάνα. Η προηγουμένη εντολή του που ήταν «Να Ξεπατωθεί η Αντίδραση» μετετράπει σε «Λεπίδι-Λεπίδι στην Αντίδραση». Εδώ, στην Κορινθία και την Αργολίδα, αυτή η εντολή του ΕΑΜ/ΚΚΕ Πελοποννήσου εφαρμόστηκε στην πράξη από τον υπεύθυνο Θεόδωρο Ζέγκο ή Στάθη, ο οποίος ζήτησε από κάθε χωριό τα ονόματα 5-10% των κατοίκων για να τα σφάξει ώστε να τρομοκρατηθούν οι υπόλοιποι.
Για δύο περίπου μήνες από τα μέσα Μαίου μέχρι τα μέσα Ιουλίου του 1944 όλο και περισσότεροι άνθρωποι από τα χωριά της Αργολιδοκορινθίας, της ορεινής Αχαίας και της Αρκαδίας με δεμένα τα χέρια έφθαναν στο Μοναστήρι συνοδευόμενοι από ένοπλους φρουρούς της ΟΠΛΑ και του ΕΛΑΣ. Μερικές κουστωδίες υποψηφίων θυμάτων ήταν πολυάριθμες. Παράδειγμα, η κουστωδία που ήρθε από τη Νεμέα αποτελείτο από 55 άτομα, ενώ από το ιστορικό Βαλτέτσι ήρθαν 19, μεταξύ των οποίων 8 ήταν γυναίκες και νεαρά κορίτσια.
Τι αντιμετώπιζαν εδώ? Τα πιό απλά βάσανά τους ήταν οι ύβρεις των υπανθρώπων φρουρών και σφαγέων, η πείνα, η δίψα και η αϋπνία. Τα χειρότερα ήταν οι βιασμοί των γυναικών και οι βασανισμοί των ανδρών, συχνά σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι ή να περπατήσουν. Κάθε λίγες ημέρες, λίγο πριν ξημερώσει, κουστωδίες 30 έως 50 ατόμων έφευγαν από εδώ ξυπόλητοι και ημίγυμνοι, με τα χέρια τους δεμένα πίσω αλλά και δεμένοι ανα δύο από τα χέρια για την Τρύπα στο Κακοβούνι της Ντουρντουβάνας, 5-6 χιλιόμετρα μακριά. Εκεί σφάζονταν και ρίχνονταν στο βάραθρο.
Για να μην φέρνουν αντίσταση, όταν τους έδεναν και στο δρόμο που τους πήγαιναν, τους έλεγαν τα συνηθισμένα ψεύδη, «σας πηγαίνουμε σε άλλο Στρατόπεδο», «σας πηγαίνουμε στην Ταξιαρχία, και εκεί θα βρείτε το δίκιο σας, θα σας ελευθερώσουν, γιατί εμείς δεν μπορούμε». Όταν τους σταματούσαν κοντά στην Τρύπα και έπαιρναν δύο-δύο για σφαγή, τους έλεγαν ότι εδώ είναι η ταξιαρχία και σας πάμε για ανάκριση, παρότι οι προηγούμενοι δεν επέστρεφαν! Μονίμως το ψέμμα μαζί με το έγκλημα!
Τα γνωρίζουμε αυτά, τι γινόταν εδώ και τη διαδικασία της σφαγής, από 2 υποψήφια θύματα που τους ξέφυγαν την τελευταία στιγμή και διηγήθηκαν μετά την περιπέτειά τους, τον Βασίλη Δωρή από το Δούκα Βρύση της Αργολίδος και τον Χαράλαμπο Φλέκκα από τη Σιβίστα, και από την κατάθεση ενός από τους σφαγείς εδώ, του Νικήτα Σαμαρτζή από τα Καλύβια.

Οι σφαγές έγιναν καθημερινές μεταξύ 13 και 18 Ιουλίου. Η 19η Ιουλίου ήταν η τελευταία ημέρα ομαδικής σφαγής στην Τρύπα, γιατί οι φρουροί έμαθαν ότι ανέβαιναν Γερμανοί από την Κόρινθο και ήθελαν να αδειάσουν το στρατόπεδο πριν φθάσουν εδώ και ελευθερώσουν τους κρατουμένους.
Στις 18 Ιουλίου το Στρατόπεδο άδειασε. 6 έως 10 κρατούμενοι που δεν μπορούσαν να βαδίσουν είτε λόγω ηλικίας ή βασανισμού, δολοφονήθηκαν και ετάφησαν πρόχειρα εδώ στο προαύλιο της Μονής, ενώ 35 περίπου τυχερούς που δεν πρόλαβαν να τους δολοφονήσουν στην Τρύπα οι φρουροί τους πήραν μαζί τους ψηλότερα και τους έφεραν πίσω όταν απομακρύνθηκαν οι Γερμανοί.
Ποια ήταν τα θύματά τους; Οι τότε θύτες τους, οι απλοί δολοφόνοι σφαγιάδες αλλά και τα αφεντικά τους στην τοπική ηγεσία του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΟΠΛΑ, ΚΚΕ όλους αυτούς που έσφαζαν τους βάφτιζαν γενικά «αντίδραση», δωσίλογους και προδότες. Φυσικά, ποτέ δεν μας εξήγησαν ούτε μας εξηγούν τι τέλος πάντων πρόδιδαν και σε ποιόν τα μικρά παιδιά που δολοφόνησαν. Τι και σε ποιόν πρόδωσαν οι άνθρωποι της σκληρής βιοπάλης, γυναίκες και άνδρες γεωργοί και κτηνοτρόφοι των ορεινών χωριών, που κατά πλειοψηφία δολοφονήθηκαν εδώ. Αν υπήρχαν και 5-10 θύματα από εκείνα που δολοφονήθηκαν στην αρχή των σφαγών, το 1943, που είχαν κάποια σχέση με τους Ιταλούς κατακτητές, από ποιόν βεβαιώθηκε η ενοχή τους και από ποιόν δικάστηκαν;
Ποιο τέλος πάντων ήταν το έγκλημα των 6 μοναχών της Μονής που σφαγιάστηκαν με φρικτό τρόπο, μερικοί εδώ στον περίβολο της Μονής και άλλοι στην Τρύπα? Και μιά και αναφέρομαι στους μοναχούς, έχει αναγνωρισθεί η προσφορά τους στους κρατουμένους και η θυσία τους;
Πόσο αντιδραστικοί ήταν ο γηρεός ιερέας Παναγιώτης Χαρλαύτης και τα 4 παιδιά του από το Στενό Κορινθίας, που σφαγιάστηκαν; Ποιους ενόχλησαν τα αδέλφια Καπέλλου, δάσκαλος, ιατρός και δικηγόρος, και έπρεπε να έχουν αυτήν την τύχη; Τίποτε, μα τίποτε δεν είχαν κάνει αυτοί οι συγκεκριμένοι, αλλά και όλα τα άλλα θύματα. Απλά δεν προσκύνησαν το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ!
Τι άραγε είχε κάνει η Παρασκευούλα Μπάρλα από τη Φρουσιάνα Αργολίδος με το αβάπτιστο μωρό της που θυσιάστηκαν εδώ; Ποια να ήταν η προδοσία της Χαρίκλειας Παπαχριστόπουλου με τα παιδιά της Αργύρη 5 ετών και Γιάννη 4 ετών από την Αιγείρα Αιγιαλείας, που δολοφόνησαν εδώ μετά τον έφεδρο λοχαγό σύζυγό της, πολεμιστή της Βορείου Ηπείρου; Ποιόν να πρόδωσε άραγε η Μάρθα Καμπέρου, 76 ετών, από τα Καλύβια, που την έσφαξαν εδώ στο προαύλιο της Μονής;
Τίποτε, μα τίποτε αγαπητοί μου δεν είχαν κάνει αυτές οι γυναίκες με τα αγγελούδια παιδιά τους! Γυναίκες της βιοπάλης ήταν, δουλεύτρες της γης, μάνες της στοργής, Ἑλληνίδες της υπαίθρου, ψυχές λευκές σάν τα χιόνια του Χελμού και της Ζήρειας. Παρά ταύτα, αυτές και τόσες άλλες υβρίσθηκαν, προσβλήθηκαν, κτυπήθηκαν, βιάσθηκαν εμπρός στά μάτια γονέων, συζύγων καί παιδιών, από ανθρώπινα μηδενικά. Ανθρώπους του τίποτε, πλιατσικολόγους, άξεστα όργανα του Κομμουνιστικού Κόμματος, πού γιά λίγη δοτή δύναμη συναγωνίζονταν ποιός θά προκαλέσει μεγαλύτερα πόνο στά ανυπεράσπιστα θύματά του.
Την ίδια ώρα, τα στελέχη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ Αργολίδος και Κορινθίας, οι δικηγόροι, οι δάσκαλοι και οι γιατροί της Κορίνθου και του Άργους που είχαν τα μεγάλα πόστα και είχαν τη βάση τους εδώ στα γύρω χωριά, έστρεφαν αλλού τα μάτια και έκλειναν τα αυτιά τους! Γιατί ο Γιώργος Σιάντος, ο Αχιλλέας Μπλάνας, ο Θόδωρος Ζέγκος μπορεί να έδιναν τις υψηλές εντολές να ξεπατωθεί η «αντίδραση» ή να «πέσει λεπίδι», αλλά μέχρι να φθάσει η μάνα ή το νεαρό παιδάκι στην Τρύπα στό Κακο¬βούνι της Ντουρντουβάνας, πολλοί άλλοι συμφωνούσαν, υπέγραφαν, αδιαφορούσαν για την τύχη των αθώων ψυχών, εφάρμοζαν με κυνικότητα και σκληρότητα τις εντολές ή εκμεταλλεύονταν τα υποψήφια θύματα.

Όλες οι γυναίκες και τα παιδιά που μαρτύρησαν εδώ, αλλά και ένα μεγάλο ποσοστό των ανδρών ήταν θύματα της απαίσιας «Αρχής της Οικογενειακής Ευθύνης» που εφάρμοζε το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ και κήρυττε εκείνη την εποχή περιοδεύοντας την Πελοπόννησο ο «άγιος» της Αριστεράς Νίκος Μπελογιάννης. Όταν δεν μπορούσαν να βρουν και να συλλάβουν τον άνδρα της οικογενείας που αρνήθηκε κάποια εντολή του ΕΑΜ ή του ΕΛΑΣ, έπαιρναν τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Αν τους ξέφευγε ο γιός που είχε καταταγεί στην Πατριωτική Αντίσταση ή που πήγε στα Τάγματα Ασφαλείας να γλυτώσει, έσφαζαν τα αδέλφια του και τους γονείς του.
Τελειώνοντας, θέλω να επαναλάβω την ιστορική αδικία που συνεχίζει να γίνεται στα θύματα. Το έγκλημα της φριχτής σφαγής τους έγινε τότε, αλλά τι γίνεται από τότε από τους απογόνους των εγκληματιών, φυσικούς και πολιτικούς, και τι δεν έχει γίνει από την πλευρά του κράτους και της Ιστορίας; Οι μεν αριστεροί αρνούνται το μέγεθος του εγκλήματος, τον φρικιαστικό τρόπο που γίνονταν οι δολοφονίες και την αθωότητα των θυμάτων. Αυτά τα υποστηρίζουν οι κομμουνιστές της Ελλάδος γιατί με την ανοχή της πλειοψηφίας έχουν κατορθώσει να επιβάλλουν το διήγημα ότι στην Κατοχή έκαναν αντίσταση, ή μόνο αντίσταση, και ότι αδίκως και άνευ λόγου άρχισαν οι διώξεις τους το 1945, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, από το κράτος και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις. Αρνούμενοι τα εγκλήματα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ του 1943-44 και την αθωότητα των θυμάτων, ουσιαστικά συνεχίζουν να τα δολοφονούν!
Το δε κράτος, η δημόσια διοίκηση γενικά, οι κυβερνήσεις, τα υπουργεία, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας, αδιαφορούν, αποσιωπούν, αποκρύπτουν το φοβερό έγκλημα! Πρωθυπουργοί, υπουργοί, αρχηγοί Κομμάτων, άλλοι επίσημοι έχουν επισκεφθεί την Μακρόνησο και τον Αι Στράτη, και καλώς έκαναν, δεν έχω καμιά αντίρρηση σ’αυτό. Το πρόβλημά μου είναι ότι, από ότι γνωρίζω, κανείς από αυτούς δεν έκανε ανάλογη επίσκεψη εδώ, στη Στιμάγκα, ή έστω στον Μελιγαλά ή το Κιλκίς!
Πρωθυπουργός εθεάθη στη Βουλή να κρατά βιβλίο που αγιοποιεί τον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος ως επικεφαλής του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο, ήταν ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος των εδώ εγκλημάτων αλλά και όλων των χιλιάδων εγκλημάτων που έγιναν στην Πελοπόννησο μεταξύ Μαίου και Οκτωβρίου 1944. Άλλος πρωθυπουργός προλόγισε βιβλίο το οποίο κατηγορεί τη Μεγάλη Βρετανία και την τότε κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου για το Δεκεμβριανό Κίνημα, στο οποίο ας σημειωθεί ότι αιχμή του δόρατος του ΕΛΑΣ ήταν το 6ο σύνταγμα Κορινθίας. με όλους τους εδώ σφαγείς να έχουν μεταφέρει τις υπηρεσίες τους στην Αθήνα. Υπουργός Παιδείας αστικού Κόμματος δήλωσε ότι «Η αριστερά έχει δώσει σημαντικούς αγώνες στον τόπο». Που τους είδε; Εδώ στα κρατητήρια της Μονής ή στην Τρύπα στο Κακοβούνι;

Είναι πλέον καιρός, μετά από τόσα χρόνια, κάποια από αυτά να αλλάξουν αν θέλουμε εθνική ομοψυχία και ομόνοια. Να πάψει το χάιδεμα ή ο φόβος της Αριστεράς και η απόκρυψη των εγκλημάτων της. Να σταματήσει η μονόπλευρη μνήμη της Αριστεράς και η λήθη των υπολοίπων. Δεν μπορεί να κτίζονται αδριάντες σε εγκληματίες και να αποκρύπτονται τα θύματά τους. Με δόρυ εσάς τους συγγενείς των θυμάτων και τη βοήθεια της Ιστορίας και των αληθινών γεγονότων, οι σφαγές του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ πρέπει να αναγνωρισθούν και η Βουλή των Ελλήνων να ορίσει «Ημέρα Μνήμης των θυμάτων της Κόκκινης Τρομοκρατίας του 1943-44». Ως τέτοια ημερομηνία, προτείνω την 19η Ιουλίου.
Αιωνία η Μνήμη των Αθώων Θυμάτων!
Ο Φενεός είναι το θυσιαστήριο του Κόκκινου Θηρίου. Εδώ, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο χιλιάδες άνθρωποι που το μόνο τους «έγκλημα» ήταν οτι δεν θέλησαν να γίνουν κομμουνιστές και να προδώσουν την πατρίδα και τη θρησκεία τους.Από όλη σχεδόν την Β.Πελοπόννησο, πήραν το δρόμο του μαρτυρίου προς τον Φενεό, όπου τα βασανισμένα σώματα τους ρίχτηκαν στο εκεί βάραθρο ή κατασπαράχτηκαν απο τα αγρίμια, στις πλαγιές και τις χαράδρες του Κακοβουνίου.
Ένα ασύλληπτο δράμα, μιά φρικτή γενοκτονία πού μόνο υπάνθρωποι γεμάτοι μίσος προς την ίδια τη Ζωή μπορούσαν να φανταστούν και να πραγματοποιήσουν. Μαύρες ψυχές τεράτων, που στο όνομα «ενός καλύτερου κόσμου» βασάνισαν, βίασαν, κατακρεούργησαν άνδρες, γυναίκες, παιδιά, βρέφη.
Η ΘΗΡΙΩΔΙΑ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ
Οι πρώτοι Εαμοελασίτες θα εμφανιστούν στο οροπέδιο του Φενεού, την άνοιξη του 1943. Οι κάτοικοι στην αρχή θα τους υποδεχτούν πανηγυρικά, γρήγορα όμως θα καταλάβουν τις προθέσεις τους. Βοσκοί και αγρότες, θα αρχίσουν να βλέπουν ανθρώπους, Έλληνες, που οι Ελασίτες τους είχαν ως κρατουμένους, να δέρνονται άγρια και να σφαγιάζονται απάνθρωπα. Και όταν κάποιοι τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν, βρήκαν την ίδια τύχη.
Από τότε, τρόμος και απελπισία κυρίευσε τις καρδιές όλων. Η ζωή και η περιουσία τους, ανήκε πλέον στις διαθέσεις του κάθε αγροίκου ελασίτη, του κάθε σαδιστή οπλατζή.
Καθημερινά, μπουλούκια ανθρώπων καταφθάνουν συνοδεία οπλοφόρων του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ. Κανείς δεν ξέρει ποιοί είναι, από πού έρχονται, ούτε για ποιό λόγο είναι κρατούμενοι. Μεταφέρονται στη Μονή Αγ.Γεωργίου, η οποία αφού ήδη έχει «απελευθερωθεί» από τους μοναχούς- τους σφάγιασαν-, χρησιμοποιείται πλέον ως στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Στα ανήλια υπόγεια του μοναστηριού θα διαδραματιστούν αμέτρητες ιστορίες φρίκης.
Βασανιστήρια, βιασμοί, σφαγές.
Τα σώματα των μαρτύρων πετάγονται στις παρακείμενες χαράδρες όπου γίνονται βορά των αγριμιών. Σκυλιά περιφέρονται έχοντας στα σαγόνια τους χέρια, πόδια, σπλάχνα ανθρώπων.
Όταν η δυσοσμία και η σήψη στην περιοχή θα γίνουν ανυπόφορες, τη λύση θα δώσει ο –καταραμένος- Παναγάκης Οικονομόπουλος, κάτοικος του χωριού Φονιάς, όταν θα ανακαλύψει κοντά στην κορυφή του Κακοβουνίου ένα πολύ βαθύ βάραθρο. Από τότε, ο δρόμος απο τη Μονή ως το Βάραθρο θα γίνει ο Γολγοθάς αμέτρητων βασανισμένων ανθρώπων.
Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ
Από τα κελλιά του μοναστηριού, κάθε βράδυ ξεκινάνε δεκάδες τυραννισμένοι άνθρωποι. Δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Θα γυρίσουν μόνο τα ματωμένα ρούχα τους, για να τα πλύνουν οι επόμενοι μελλοθάνατοι.
Δαρμένοι, νηστικοί και διψασμένοι, με τα χέρια δεμένα πίσω απο τις πλάτες, βαδίζουν. Άντρες, γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά, γέροι, παιδάκια. Προχωράνε προς τον Θάνατο. Ενα θάνατο άδικο, παράλογο, ακατανόητο.
Γύρω τους, σαν λυσσασμένοι λύκοι, οι κομμουνιστές. Με βλοσυρές ματιές, με άγριες κουβέντες. Με βλαστήμιες και απειλές. Χτυπώντας τους με τους υποκόπανους των όπλων, τραβώντας και ξεριζώνοντας τους τα μαλλιά. Όταν φτάνουν κοντά στο βάραθρο, σταματούν. Τους λένε οτι θα τους πάνε για ανάκριση και τους παίρνουν ανά δύο.
Τους μεταφέρουν μπροστά στο φοβερό βάραθρο.
ΣΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ
Εκεί τους περιμένουν οι σφαγείς, κρατώντας τα σύνεργα τους. Βρίζοντας, χλευάζοντας και ουρλιάζοντας, τους καρφώνουν πολλές φορές με τα μαχαίρια τα σώματα τους, τους κόβουν τους λαιμούς, τους χτυπάνε με τον κωδωνοκρούστη της καμπάνας του μοναστηριού. Έπειτα, αρπάζουν τα σφαδάζοντα κορμιά τους και τα πετάνε στην φοβερή τρύπα.
Αυτό γίνεται κάθε βράδυ, για μήνες. Το αίμα στο χείλος του βάραθρου έχει πιάσει κρούστα, το ίδιο και οι πιτσιλιές στους γύρω βράχους. Ο πυθμένας έχει γεμίσει με πτώματα. Έτσι, όταν πέφτουν οι καινούργιοι σφαγμένοι, δεν σκοτώνονται απο την πρόσκρουση. Συνέρχονται και βρίσκουν αργό, εφιαλτικό θάνατο ανάμεσα στα λείψανα και τους σκελετούς των προηγουμένων.
Οι κραυγές τους για σωτηρία δεν φέρνουν αποτέλεσμα, αφού τα σκοινιά που ρίχνονται από κάποιους γενναίους χωρικούς, δεν μπορούν να τα πιάσουν με τα χέρια δεμένα.
Τα ουρλιαχτά και οι θρήνοι τους, στοιχειώνουν τον τόπο μέχρι σήμερα.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Πόσοι άνθρωποι άραγε θανατώθηκαν στον Φενεό; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Ολόκληρες οικογένειες, άγνωστοι άνθρωποι, θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους γύρω απο το βάραθρο και στις πλαγιές του Κακοβουνίου, ενώ πολλοί άλλοι σοροί θυμάτων φαγώθηκαν απο τα άγρια ζώα.
Υπολογίζονται περί τις 3-4.000 νεκρών, ενώ κατορθώθηκε να αναγνωριστούν περίπου 1.800 θύματα, τα ονόματα των οποίων είναι τα κάτωθι:
ΔΑΙΜΟΝΟΛΟΓΙΟ
Τα ανθρωπόμορφα κτήνη, που βεβήλωσαν την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, ήταν:
Ιθύνων νους:
Ζέγγος Θεόδωρος και Ανδρεαδάκης Δημήτριος, υπεύθυνοι του ΚΚΕ για τους νομούς Κορινθίας-Αργολίδας.
Επιτροπή που αποφάσιζε τις εκτελέσεις:
Τζανέλος Όθων (*)
Λέκκας Νικήτας
Καραΐσκας Απόστολος
Αναγνωστόπουλος Δήμος
* Βρίσκεται εν ζωή και κατοικεί στην Αθήνα, περιοχή Ζωγράφου
ΣΦΑΓΕΙΣ
Πισογιαννάκης Γεώργιος ή Κρητικός, αρχισφαγέας.
Πρόβος Βλάσιος
Σερμπέτης Κωνσταντίνος
Σαμαρτζής Νικήτας
Φραγγοράφτης Ιωάννης
Τομαράς Αντώνιος
Γκιόκας Θύμιος
Οικονομόπουλος Βλάσιος
Ζιάγκος Παναγιώτης
Σταυρόπουλος Νικόλαος
Δασκαλόπουλος Νικόλαος
Αδαμόπουλος Γιάννης
Σίμος (από το Λουτράκι)
Καραΐσκος Απόστολος
-Είθε να καίγονται όλοι στην Κόλαση-
———————————————–
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ
Κάποιες από τις ιστορίες φρίκης του Φενεού, απο το βιβλίο του Γιάννη Μπαλαφούτα «ΦΕΝΕΟΣ 1943-44»
ΒΑΣΙΛΩ ΣΤΑΪΚΟΥ
«….Τα σκοτάδια που ‘ρχονται τις νύχτες τους παγώνουν και κάνουν τις ψυχές τους να κιοτεύουν σαν βλέπουν να βάζουν δεκάδες ανθρώπους στην γραμμή να τους γδύνουν, να τους δένουν κι έπειτα από ώρες να ‘ρχονται μόνον οι οπλισμένοι συνοδοί τους με αίματα.
Πένθιμες ώρες γεμάτες αγωνία που δεν έλεγαν να περάσουν μέσα στην κόλαση που βρέθηκαν. Μέρες χωρίς τελειωμό μέσα στον ιερό χώρο που τον έχουν μεταβάλλει σε τόπο βασανισμών κι ανελέητης σφαγής, που δεν λέει ν’ αδειάσει από μελλοθάνατους, γιατί κάθε μέρα νέα ανθρώπινα μπουλούκια κλείνονται στα κελιά.
Με σιωπηλή λύπη και κρυφή νοσταλγία κρατάνε σφιχτά τις αναμνήσεις της πιο λεύτερης ζωής τους με την αβάσταχτη λαχτάρα που ποτέ δεν θα ‘ρθει. Τις ώρες τούτες τις ασάλευτες που η απελπισία σπάραζε τα σπλάχνα των δύστυχων κι οι συμφορές τους κατατρέχανε, ένα περιστατικό τρύπωσε στην καρδιά τους.
Η Βασίλω του Γιώργη του Στάϊκου με τα τέσσερα κορίτσια της που ‘ταν κοντά της κρατούμενες, άρχισε να κοιλοπονάει. Στην αρχή το ‘κρυψε η άμοιρη, μα καθώς η ώρα περνούσε το μωρό που ‘χε μέσα της ετοιμάστηκε να βγει στην ζωή. Με όλη τους την αγάπη οι Βαλτετσιώτες κρατούμενοι κι οι άλλοι φυλακισμένοι, έκαναν ότι ήταν στο χέρι τους, να την βοηθήσουν. Έφτιαξαν κύκλο γύρω της να κρύψουν τον υπερκόσμιο αγώνα της, έσκισαν τα ρούχα τους, τα ‘πλυναν και τα τοίμασαν να σκεπάσουν την γύμνια του μωρού. Κι όταν το πρόσωπο της μάνας ξεκαθάρισε και γαλήνεψε μετά τους τελευταίους βόγγους της, σ’ όλους βλάστησε το χαμόγελο κι η χαρά. Βγάζουν από την καρδιά τους ευχές και καλοδέχονται το παιδάκι που ‘ρθε στον κόσμο τον ανθρώπινο. Κι η μάνα η παραπονεμένη κι αδύνατη με κερωμένο το πρόσωπο έχοντας ξεχάσει το περιβάλλον της δυστυχίας δέχεται με έκφραση ευγνωμοσύνης τις περιποιήσεις και την αγάπη όλων. Και κείνοι ακόμη οι αποστολικοί καλόγεροι βρίσκονται κοντά της και της προσφέρουν σαν τους μάγους της ανατολής πολύτιμο μαγειρεμένο φαγητό.
Δυστυχώς αυτό το πανέμορφο σκηνικό με την ευλογία του θεού δεν βάστηξε πολύ. Οι άνθρωποι που βάσταγαν τα ντουφέκια και υλοποιούσαν τα τυραννικά σχέδια της ηγεσίας τους, οι απωθητικοί κι οι ασυμπάθιστοι με τα μεγαλόστομα πυροτεχνήματα, αισθάνθηκαν ενοχλημένοι. Οι φωνές του νεογέννητου που ‘ταν κραυγές ζωής έπρεπε να σωπάσουν για πάντα μέσα στο χώρο που υφαινόταν ο θάνατος.
Οι άνθρωποι που ζητάνε ραγιάδικη υποταγή, κοιτάζουν με περιπαικτικό βλέμμα τους συγκεντρωμένους χωρίς να χαίρονται. Κι ύστερα, με κομμένη την ανάσα οι συγκεντρωμένοι παρακολουθούν να κατεβαίνει και πλησιάζει ο πιο βλοσυρός κι ο πιο άπονος, γνωστός βασανιστής οπλισμένος. Και μόνον η παρουσία του δημιούργησε ανησυχία και φόβο.
Ο ΟΠΛΑτζής με το τραχύ χλευαστικό πρόσωπο, την τραγίσια γενειάδα και την ύπουλη ματιά που σ’ όλους προξενούσε ανασφάλεια, χωρίς να χαιρετήσει και φανερώσει τις προθέσεις του, σκύβει πάνω από την λεχώνα και σαν νέος Ηρώδης παίρνει στα χέρια του το παιδί και φεύγει. Μόνον η δύστυχη μάνα ικετεύει, κλαίει δυνατά και ζητάει το παιδί της. Όλοι οι άλλοι παρακολουθούν άναυδοι την τραγωδία. Παρακολουθούν τον υποκριτικό φονιά, τον άξεστο παρορμητικό, που με ορθωμένο το άγριο βλέμμα του, τους κοιτάζει με περιφρόνηση κρατώντας το νεαρό βλαστό με εχθρότητα.
Τίποτε δεν στέκεται ικανό να περιγράψει την κακουργία του εξεσφενδονισμού του νεογέννητου, που άφησε το τελευταίο του κλάμα στη δασωμένη πλαγιά. Δεν υπάρχουν λόγια να παρουσιάσει κανείς της μάνας τη σκοτωμένη ψυχή, τη κομματιασμένη από πόνο καρδιά της. Τη μάνα που ζητούσε να ήταν σκοτωμένη για να μην πιεί το ξέχειλο αυτό κανάτι με το πιο φοβερό δηλητήριο.
Σκηνές γεμάτες απόγνωση κι αβάσταχτο πόνο. Αξέχαστες στιγμές φρίκης με την περιφρόνηση κάθε εκδήλωσης ζωής, που αφήνουν πίσω τους, τους λυγμούς να παρηγορούν τις τρομερές σκέψεις. Κι οι Βαλτετσιώτες χωρίς να μπορούν να ξεχάσουν την δυο φορές άμοιρη Βασίλω Στάϊκου που λυώνει στην κάθε στιγμή από το δράμα της, βλέπουν το θάνατο να τους τραβάει κοντά του. Παρακολουθούν αυτούς με τη σκληρή συμπεριφορά, την εγωιστική με την παράλογη αντίληψη για λευτεριά και την αγένεια που όλους τους έβαζαν στην υποψία. Ακούνε αυτούς με την αρνητική φαντασία, τους υποκριτικούς κι άφιλους, που όλο για ύποπτους μιλάνε, για ανθρώπους με δουλική ιδιοσυγκρασία και τον αστικό τρόπο που σκεπτόσανε. Τους βλέπουν που συμφωνούν σε κάθε κατηγόρια με θανατερή πράξη κι υποχρεώνονται να βάζουν την ουρά κάτω από τα σκέλια και να περιμένουν το δικό τους αφανισμό.
Κι όλο ρωτούσαν. Ποιός είναι αλήθεια ο εχθρός; Οι ξένοι ή ντόπιοι σε τούτο τον τόπο; Μαντρωμένοι μέσα στη μονή κανείς τους δεν ήξερε αν θα γλύτωνε από το μακελιό. Ο μαύρος και θαμπερός ήλιος της καλοκαιριάτικης μέρας του Ιουλίου, χωμένος μέσα σε σκοτεινιασμένα σύννεφα, έδινε τα προμηνύματα της νέας σφαγής. Το αφέγγαρο τούτο βράδυ ο χαλασμός θα κορύφωνε το απαίσιο έργο του με το νέο χριστιανικό αίμα που θα χυνόταν. Κι όταν κύλησαν οι ώρες κι ήρθαν τα σκοτάδια της νύχτας ανοίγει η αυλαία για το νέο μακελειό. Πριν χαράξει οι 19 από το Βαλτέτσι:
Χρήστος Π. Καραμάνης 58 χρόνων
Παναγιώτης Π. Καραμάνης 39 χρόνων
Γιωργία Αθ. Καραθάνου 22 χρόνων
Μαρία Γ. Κοκκάλα 25 χρόνων
Γιώργης Ν. Κρουμπούζος 18 χρόνων
Γιάννης Ελ. Μέλλος 32 χρόνων
Αγγελική Γ. Μπαμή 28 χρόνων—έγκυος
Μαρία Γ. Μπαμή 18 χρόνων
Βασίλειος Π. Μπόλλας 55 χρόνων
Θεόδωρος I. Πολλάλης 19 χρόνων
Αντώνιος Γ. Παύλος 16 χρόνων
Γιάννης Αρ. Ρούσσος 58 χρόνων
Γιώργης Ν. Σαραντόπουλος 70 χρόνων
Γιώργης I. Σουρούνης 45 χρόνων
Βασίλω Γ. Στάϊκου 32 χρόνων
Παναγιώτα Γ. Στάϊκου 17 χρόνων — κόρη της
Γιωργία Γ. Στάϊκου 15 χρόνων —κόρη της
Μαρία Γ. Στάϊκου 13 χρόνων — κόρη της
Κωνσταντίνα Γ. Στάϊκου 11 χρόνων — κόρη της, μαζί με άλλους προχωρούν να φτάσουν στο βάραθρο. Η απότομη πλαγιά, το βασίλειο της γαλήνης και της ομορφιάς γίνεται τόπος αναστεναγμών και σφαγής.
Κι όταν ο ήλιος σηκώθηκε δειλά δειλά από την ράχη δεν ακούστηκαν των κοπαδιών τα βελάσματα ούτε τα κουδουνίσματα. Οι δροσερές αύρες δεν ξεχύθηκαν στους τόπους παρά μόνον ο φλογισμένος, ο αποπνικτικός αέρας συνόδευε τις ψυχές των αθώων…».
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΑ ΜΠΑΡΛΑ
«…Στις 23 Ιουνίου ένα μπουλούκι ΕΑΜ – ΕΛΑΣίτες ανεβαίνει στα μαντριά των αδερφών Μπάρλα κι αρχίζει τη λεηλασία. Παίρνουν πεντακόσια γιδοπρόβατα, φορτώνουν τυριά, βούτυρα, στάρια, ρουχισμό και τσίγκους ακόμη που βρήκαν κι έφυγαν. Μουδιασμένοι, αμίλητοι, παγωμένοι, παρακολουθούν οι ρακένδυτοι απλοί άνθρωποι της βιοπάλης τους ανθρώπους που φόραγαν τις μουτσούνες του λευτερωτή, που τους ρήμαξαν και τους άφησαν την απελπισία και την απόγνωση. Είναι τα λύτρα της τόλμης του Αποστόλη που κατάφερε να γλυτώσει από τη σφαγή. Κι ενώ πίστεψαν οι άμοιροι πως τέλειωσε η εχθρική τους διάθεση με την αντιπατριωτική τους συμπεριφορά στις 29 Ιουνίου ξαναχτύπησαν.
Βρήκαν την Παρασκευούλα τη γυναίκα του Αγγελή Μπάρλα με το αβάφτιστο μωρό της και τους ξεσήκωσαν. Με φανερή την τρομάρα η γυναίκα της στάνης η απλή μητέρα της λαγκαδιάς, οδηγείται στη Φρουσούνα, στου Τάτσι, τη Σκοτεινή, τη Λαύκα, τη Γκιόζα και κλείνεται στο μοναστήρι τ’ Άι – Γιώργη κρατούμενη. Σ’ όλη τη διαδρομή η χωριατοπούλα με την αθώα βουνίσια ψυχή με το λυγερό κι ανάλαφρο κορμί της που δεν λογάριαζε αποστάσεις, ζει την αυταρχικότητα και την εχθρική συμπεριφορά. Αισθάνεται ψυχικό πόνο και στο κορμί της να χύνονται ατέλειωτοι καταρράκτες, σαν τους ακούει να μιλάνε για βασανισμούς και φόνους. Νιώθει να βαθιωριζώνει η ταπείνωση κι η αποκτήνωση.
Η παραμονή της στο στρατόπεδο της μονής είναι γεμάτη πικρές μέρες κι ώρες ζόφου, αλληλοσπαραγμού και τρόμου. Ζει σε μια ατμόσφαιρα φρικιαστικών μαρτυρίων και δολοφονιών. Τους βλέπει που στρέφονται ενάντια στον συμπατριώτη αδερφό, στην πατρίδα, στο θεό και περιμένει την οργή που θα ξεσπάσει πάνω τους. Η ελπίδα της ζωής που κρυβόταν μέσα της, κάθε μέρα μικραίνει από το καθημερινό κακό. Η μικρομάνα με τις κτηνοτροφικές δουλειές χωμένη στα ολόπικρα βάσανα με τα φαρμακερά λόγια της ΚΚΕδικης κόλασης κάνει το μεγάλο αγώνα να θρέψει το μωράκι της.
Έφυγε το γέλιο της, η ζωή της. Την τσακίζει η αγωνία που δεν φαίνεται πουθενά η ελπίδα ζωής. Βλέπει το μαχαίρι του θανάτου χειροπιαστό πάνω στο παιδί της και νιώθει τα χτυπήματα της καρδιάς της κάθε μέρα να χτυπάνε για στερνή φορά. Η αταίριαστη αυτή συμπεριφορά των αδερφοκτόνων την βαλαντώνει. Ο θάνατος που ‘πεφτε πάνω στους αγνούς βιοπαλαιστές που χωρίς οίκτο τους ρίχνουν στο θυσιαστήριο με αιμοβόρα μανία, τη γεμίζει δάκρυα και λυγμούς με το βαρύ πόνο της αδικίας.
Ο γνωστός τσοπάνης Σαρανταυγάς που βρήκε τρόπο και το ‘σκασε από το μοναστήρι που ‘ταν κρατούμενος, είπε ότι την παραμονή της σφαγής της, ο ηγούμενος της μονής της είπε ιδιαίτερα, εμπιστευτικά να βαφτίσει το παιδί της, πως οι ώρες είναι κρίσιμες και κανείς δεν ξέρει αν θα ζήσει και πόσο. Κι η Παρασκευούλα με ματωμένη την ψυχή άκουσε τα πατρικά λόγια και χωρίς καθυστέρηση έκανε το μυστήριο, χωρίς τον άντρα, χωρίς τους δικούς, χωρίς τραγούδια και χαρές.
Την άλλη μέρα τη φώναξαν αργά το βράδυ να ‘τοιμαστεί για κείνο το χωρίς γυρισμό ταξίδι για την ταξιαρχία. Με πρόσωπο, χλωμό, κερωμένο, άκουσε πως ήρθε κι η δική της η σειρά και μούδιασε. Μια μεγάλη πέτρα πλάκωσε τα στήθια της κι ακούει την καρδιά της να πηγαίνει να σπάσει. Μέσα στην ταραχή και την αναστάτωση που την συγκλονίζει, αγωνίζεται να βρει δύναμη να πλύνει και να νεκροντύσει το σπλάχνο της.
Το αγκαλιάζει, το φιλεί τρυφερά, ακουμπάει τα μάγουλά της στο πρόσωπο του μωρού κι αφήνει τα δάκρυά της να κυλάνε. Η αγνή τσοπανούλα δένει τη νάκα (δερμάτινη κούνια και μέσον μεταφοράς) με το μωρό της στη μέση της, στα στήθια της, και μπαίνει στην μακρόσυρτη ανθρώπινη φάλαγγα των μελλοθάνατων. Βαδίζει στ’ άγνωστα σκοτάδια με έκφραση βαριά κι όψη θλιμμένη. Σέρνει το κορμί της στους τάφους. Με πληγωμένα τα σωθικά της ανεβαίνει την απότομη πλαγιά να συναντήσει τη φρικτή τραγωδία στο βάραθρο. Πάνω στο μικρό λόφο έχει στηθεί το σκηνικό του θανάτου. Είναι ο τόπος του μαρτυρίου με το αλυσοδεμένο ανθρώπινο καραβάνι που τρέφει το δέντρο του διχασμού.
Η μικρομάνα παραμένει σύμβολο αρετής, φύλακας άγρυπνος της αφοσιωμένης μητέρας και δεν επιτρέπει τη σφαγή του παιδιού της. Οι στιγμές της ζωής τελειώνουν. Ο ουρανός στέκεται πάνω από τους μελλοθάνατους και παρακολουθεί το χαλασμό. Το αίμα κι οι βόγγοι κυλάνε στο απύθμενο βάραθρο. Το βουνό που κρύβει τ’ άψυχα κορμιά στους κόρφους του, βαστάει την ανάσα του κι αφουγκράζεται το δράμα. Τα χαμόκλαδα και τα ελάτια μένουν βουβά στην τρομαγμένη ερημιά που την περιζώνει ο χάρος.
Κι όταν ήρθαν οι λεύτερες μέρες κι οι συγγενείς των σφαγμένων έστησαν τις τροχαλίες κι έβγαζαν τα σαπουνοποιημένα πτώματα από το Βάραθρο στο Κακοβούνι, ανέβασαν την Παρασκευούλα του Αγγελή του Μπάρλα πάνω στη γη με τη νάκα πάνω της. Τρανή βεβαίωση της βοσκοπούλας μάνας που δεν άφησε να μακελέψουν το μωρό της κι αγωνίστηκε να το προστατέψει και μέσα στον Άδη…»