
Ο Άγιος Ιλαρίωνας ήταν γεμάτος με σειρές πολυβολεία τούρκικα, ξεκινούσαν που χαμηλά και πήγαιναν προς τα πάνω. Οι δικοί μας έφτασαν μέχρι τα πρώτα φυλάκια και όταν καταλήφθηκαν απ’ ότι λέγεται βρήκαν Τουρκοκύπριους δεμένους με αλυσίδες μέσα στα πολυβολεία για να μην φύγουν. Πάνω στον Άγιο Ιλαρίωνα, υπήρχαν Μεχμετζίκ[2] τους οποίους μετέφεραν με ελικόπτερα που την Τουρκία. Μπορούσαμε να πετύχουμε την αποστολή μας, γιατί όπως μας είπε ο υποδιοικητής εμείς θα κάναμε την έφοδο, θα ερχόταν πυροβολικό να μας καλύπτει, θα ενώνονταν οι Μοίρες για να γίνει η ολοκλήρωση της κατάληψης του φρουρίου του Αγίου Ιλαρίωνα. Όμως ούτε πυροβολικό ήρθε, ούτε πεζικό να μας αντικαταστήσει, ούτε τίποτε. Ήμασταν περίπου 70 άτομα, θεωρώ υπερβολικός αριθμός για μια τέτοια επιχείρηση. 10 άτομα καλά εκπαιδευμένοι μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά των 70. Ο Άγιος Ιλαρίωνας δεν ήθελε στρατό πολλή, ήθελε υποστήριξη και διείσδυση. Εγώ τούτη την γνώμη έχω και με την εκπαίδευση που είχαμε πιστεύω θα τα καταφέρναμε. Δεν τα καταφέραμε επειδή έγινε εκείνο το μπέρδεμα, με αποτέλεσμα οι μισοί να στραφούν πίσω και οι άλλοι να πάνε μπροστά.

Εν τω μεταξύ στον Άγιο Ιλαρίωνα, χάθηκε ο Κατσάνης και ανέλαβε τη διοίκηση ο υποδιοικητής Μαντζουράτος. Ο Κατσάνης , από ότι λέχθηκε όταν βγήκαν πάνω προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, ακούστηκε κάποιος Τούρκος να του φωνάζει: «Κύριε Κατσάνη, είμαστε δικοί σας και μην μας πυροβολείται». Σηκώθηκε ο διοικητής και σκότωσαν τον. Εγώ δεν ήμουν εκεί και ούτε άκουσα κανένα που ήταν δίπλα του να το επιβεβαιώσει τούτο το συμβάν.
Ο Κατσάνης ήταν ένας λεβέντης, κάθε πρωί στη σύνταξη μοίρας, το χέρι του έδειχνε τον Άγιο Ιλαρίωνα. Ήταν η «καρκιά» του καμένη να βγει εκεί πάνω. Βγήκε και έμεινε για πάντα. Στόχος του κάθε καταδρομέα ήταν να ανεβεί στον Άγιο Ιλαρίωνα. Κάθε πρωί είχαμε τούτο το μάθημα. Ο Κατσάνης μιλούσε συνέχεια για τον Άγιο Ιλαρίωνα. Σου έδινε ηθικό και δύναμη, ήταν σπουδαίος διοικητής, πράμα που το απόδειξε και στην μάχη. Πέντε μήνες στην Μοίρα, κατάφερε και πέρασε και σ’ εμάς τούτη την επιθυμία.
Τούρκοι αξιωματικοί και καταδρομείς στον Πενταδάκτυλο.
Όταν βγήκε ο ήλιος αρχίσαν και οι Τούρκοι να ρίχνουν με όπλα και όλμους. Θέριζαν και εμείς «βουρούσαμε» να γλυτώσουμε. Φτάσαμε σε μια φάρμα, διψασμένοι και νηστικοί. Βρήκαμε μια δεξαμένη που έπιναν νερό τα πουλιά και πάνω είχε πέντε πόντους τσίπα. Φύγαμε την τσίπα και ήπιαμε νερό και χορτάσαμε. Συνεχίσαμε και φτάσαμε στην Μοίρα. Την επόμενη, 22 του Ιούλη μας είπε ο υποδιοικητής μας, ο λοχαγός Ευάγγελος Μαντζουράτος[3], ότι ήρθε διαταγή να πάμε στο σημείο της απόβασης. Του ανέφεραν ότι μόνο δυο άρματα Τούρκικα, έμεινα και έπρεπε να πάμε να τα καταστρέψουμε.
Σύνταξε μια διλοχία ο υποδιοικητής και ξεκινήσαμε περπατητοί να πάμε στον Αϊ Γιώρκη, ήταν κάμποση η απόσταση. Όταν κοντέψαμε της περιοχής, εποφυσήσαν τ’ άρματα που μέσα στα λεμονόδεντρα. Δεν ήταν δυο όπως μας είπαν αλλά 22. Αρχίσαν να μας χτυπούν με ότι είχαν, όλμους, πυροβόλα, πολυβόλα. Μας διατάσσει ο υποδιοικητής αυτοδιάλυση και τραβήσαμε ο καθένας το δρόμο του. Εγώ έκοψα με τον Ισιδώρου Ισίδωρο που την Ορμήδεια, ο οποίος είχε ένα πρωτοξάδερφο με το ίδιο όνομα, ο οποίος ήταν δεκανέας υπηρετούσε στην 32 ΜΚ και από τότε είναι αγνοούμενος.
Πέντε έξι χιλιόμετρα που το σημείο της απόβασης, ενώ εμείς οπισθοχωρούσαμε, σ’ ένα σπίτι σχήματος Γ, είδα τον διοικητή του 31ου λόχου της Μοίρας μου, υπολοχαγό Νικόλαο Κατούντα[4], να κάθεται στην εξωτερική γωνιά του σπιτιού με κάμποσους στρατιώτες, του πεζικού και των ΛΟΚ δεν ξέρω. Μόνο τον Κατούντα αναγνώρισα. Εμείς προχωρήσαμε γιατί οι Τούρκοι προχωρούσαν. Αν τους έκοψαν εκεί οι Τούρκοι θα τους θέρισαν και δε θα άφησαν ένα.
Αερομεταφερόμενο τμήμα τουρκικού στρατού αναπτύσσεται στην περιοχή Κιόνελι – Αγύρτας το πρωί της 20ης Ιουλίου.
Όπως περπατούσαμε μέσα στις ελιές βρήκαμε ένα αγροτόσπιτο και επειδή διψούσαμε και πεινούσαμε μπήκαμε μέσα να βρούμε τίποτε. Βρήκαμε λίγα πεπόνια, τα κόψαμε και φάγαμε. Καθώς παρατηρούσαμε που τις γρίλιες των παραθύρων είδαμε Τούρκους να έρχονται εκατοντάδες. Μπαίνοντας του σπιτιού είχε μια μικρή κάμαρη που είχε ντους και ένα παραθυράκι που έβλεπε μέσα στο χωλ. Μπήκαμε μέσα στην καμαρούλα και έκατσε ο Ισίδωρος μέσα στη γωνιά και εγώ στάθηκα πίσω που την πόρτα. Σκέφτηκα αν έρθουν και ανοίξουν θα γίνει μακελειό. Δεν φτάσαμε να μπούμε μέσα στην κάμαρη και μπήκαν μέσα στο σπίτι τέσσερις Τούρκοι. Εγώ τους έβλεπα που το παράθυρο που μιλούσαν. Εγώ κρατούσα μια εικονίτσα του Αγίου Νεκταρίου μέσα στην τσέπη του πουκαμίσου και συνέχεια προσευχόμουν στον Άγιο. Οι Τούρκοι ερεύνησαν το σπίτι όλο και εκεί μέσα που ήμασταν δεν άνοιξαν, βγήκαν έξω και έφυγαν. Μείναμε και νύχτωσε και βγήκαμε έξω. Αντί να πάμε προς την κατεύθυνση που πήγαν οι Τούρκοι, στραφήκαμε πίσω στην αντίθετη κατεύθυνση.
Περπατήσαμε κάμποσο και βρήκαμε μια χαράδρα και κάτσαμε στην άκρη της μέχρι να ξημερώσει, να δούμε που ήμασταν. Μάλιστα κάποια στιγμή, θέλαμε να δούμε τι ώρα ήταν και ανάψαμε και σπίρτο. Το ρολόι έδειχνε 11 η ώρα. Είπα του Ισίδωρου : «Ισίδωρε μου θα κάτσουμε δαμαί, ώσπου να φέξει να δούμε κατά που θα τραβήσουμε». Πριν χαράξει το φως σηκωθήκαμε και προχωρήσαμε όχι παραπάνω που 10 μέτρα προς τα κάτω και είχε ένα Τούρκο και κοιμόταν. Έκανα νόημα του Ισίδωρου να μην μιλήσει. Στρεφόμαστε πίσω πάμε άλλα 10 μέτρα και εκείνοι αντιληφθήκαν μας και αρχίσαν να μας φωνάζουν τούρκικα. Εμείς δώσαμε μέσα στον ποταμό. Αρπάζαμε πάνω στα χόρτα και βγήκαμε πάνω, που την άλλη πλευρά του ποταμού. Οι δυο άκρες είχαν απόσταση η μια με την άλλη. Ακούμε «αλτ τις ει». Σκέφτομαι τώρα τούτοι είναι δικοί μας ή οι Τούρκοι. Αποφασίζω να του απαντήσω: «Ρε εμείς είμαστε», λέει μου «Ελάτε προς τα ποδά». Ήταν ένας λόχος της 31 ΜΚ. Ήταν η γραμμή τους Τούρκους που την μια του ποταμού και η γραμμή η δική μας που την άλλη πλευρά. Μιλούμε τώρα για το πρωί στις 23 του Ιούλη.
Μαζί με το λόχο της 31ΜΚ μας έστειλα σε μια άλλη αποστολή , να απεγκλωβίσουμε στρατιώτες του πεζικού που είχαν καθηλωθεί που τους Τούρκους μέσα σε μια χαράδρα. Ήταν ακριβώς πάνω που τον Καραβά. Μας έβαλαν μέσα στο φορτηγό και μας πήραν στην περιοχή. Κατεβήκαμε πίσω που κάτι βράχους θεόρατους και πήγαμε περπατητοί. Φαίνεται πως μας είδαν οι Τούρκοι και αρχίσαν μας, όμως εμείς ήμασταν καλυμμένοι πίσω που τους βράχους. Είχε τρεις στρατιώτες του πεζικού και είχαν ένα πενηντάρι αχρησιμοποίητο. Μας είπαν ότι είχε καμιά 40 δικούς μας, μέσα τη χαράδρα και οι Τούρκοι ήταν που πάνω στην άλλη πλευρά. Στήσαμε το πενηντάρι και καθηλώσαμε τους Τούρκους. Φωνάξαμε τους πεζικάριους και ήρθαν πάνω ένας- ένας και γλύτωσαν. Δε θυμάμαι ποιου τάγματος ήταν οι στρατιώτες εκείνοι.
Αξιωματικοί και στρατιώτες των Τουρκικών Δυνάμεων Καταδρομών μπροστά από την είσοδο του Φρουρίου του Αγίου Ιλαρίωνα
Στην εκεχειρία ήρθαμε που τα Πάναγρα και πήγαμε στη Φιλιά, με αποστολή να κρατήσουμε εκείνη τη γραμμή. Όταν φύγαμε που την Κερύνεια ήταν όλα τελειωμένα. Το διάστημα της εκεχειρίας δεν έμεινε τίποτε, διαλύθηκαν τα πάντα. Όταν ήμασταν στη Φιλιά έρχονταν αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες και επέτασσαν τα όπλα τους. Εμείς ήμασταν πάνω σ’ ένα ύψωμα, βγάλαμε ορύγματα, ναρκοθετήσαμε το χωματόδρομο που περνούσε που δίπλα μας και περιμέναμε. Ήρθαν άρματα τούρκικα και μπήκαν μέσα στο ναρκοπέδιο και καταστραφήκαν. Εμείς κρατούσαμε καλά, όμως νύχτα Δεκαπενταύγουστο ήρθε διαταγή να οπισθοχωρήσουμε. Ανεξήγητα πράματα. Στη Φιλιά, το β’ γύρο, σύραμε κάμποσες σφαίρες για να κρατήσουμε τη γραμμή. Αρχικά πήγαμε στο Παλαιχώρι και μετά στο Σταυροβούνι. Μέχρι τότε εκεί ήταν το ΚΕΜΚ, με τους Ελλαδίτες μόνο. Που πήγαμε εμείς είχε δυο μέτρα αγκάθια, καθαρίσαμε και αρχίσαμε να χτίζουμε την Μοίρα.
Μετά την εισβολή ανέλαβε ο Μουχταρίδης Χρήστος διοικητής και αν θυμάμαι καλά απολυθήκαμε με εκείνο το διοικητή. Τους πρώτους μήνες ήταν ένα χάος. Ο καθένας έψαχνε τους δικούς του, που δεν ήξερε που ήταν. Εγώ συγκεκριμένα άργησα πολύ να πάρω έξοδο και πήγα στη Λάρνακα, να τους βρω, γιατί οι Τρούλλοι, ήταν εγκαταλελειμμένοι έξι μήνες. Τελικά ρωτώντας ανακάλυψα τους στην Ορόκλινη. Έπιασα το λεωφορείο και πήγα. Μέσα στο ίδιο σπίτι ήταν ακόμη μια οικογένεια που είχαν γιο αγνοούμενο. Μόλις με είδε η μάνα του ήρθε και έπεσε πάνω μου και με παρακαλούσε να της πως νέα για το γιο της, τον Αντρέα. Ο γιος της ήταν στο 251 ΤΠ στην Κερύνεια, το τάγμα που είχε τις παραπάνω απώλειες. Μέχρι σήμερα είναι αγνοούμενος.
Ρίψη Τούρκων αλεξιπτωτιστών εντός του τ/κ θύλακα Λευκωσίας
Αν δεν ήταν προδομένα και έτσι ήθελαν να γίνει οι Μεγάλοι κανένας δεν έμπαινε στην Κύπρο. Δεν είναι εύκολο όταν κάποιος σε καρτερά να κατεβείς και να περάσεις. Ο Καραβάς είχε πυροβολικό και ποτέ δε διατάχθηκε να βάλει. Αν είμαστε λίγο προετοιμασμένοι μούγια δεν περνούσε. Εμάς οι λοχαγοί μας και ο διοικητής πολέμησαν, αλλού όμως εγκαταλείψαν τους στρατιώτες στο έλεος του Θεού. Μπορεί να ήξεραν το αποτέλεσμα και να έφυγαν. Μπορεί όμως να ήταν και δειλία. Οι Τούρκοι όμως προετοιμάζονταν που πριν. Στα ξενοδοχεία στο Πέντε Μίλι δούλευαν Τούρκοι αξιωματικοί πριν την εισβολή. Δίπλα που τη δική μας την Μοίρα, είχε μια περιοχή με τ’ όνομα «Αμπέλια», με πολυτελείς κατοικίες των Εγγλέζων, οι κηπουροί τους ήταν Τούρκοι Αξιωματικοί. Οι ταξιτζήδες στην Κερύνεια, ήταν Τούρκοι και έμπαιναν μέσα οι στρατιώτες και μάθαιναν πληροφορίες. Είχαν φοβερή κατασκοπεία.
Ακόμα εμείς διχαστήκαμε. Ο αδερφός με τον αδερφό, ο γονιός με το παιδί είχαμε τούτο το διχασμό. Όταν δημιουργήθηκε η ΕΟΚΑ Β’ και το Εφεδρικό, ήταν το τέλος μας. Ξένοι δάχτυλοι και η Χούντα των Αθηνών μας δίχασαν. Εγώ για παράδειγμα μάλωσα με τον πατέρα μου. Σκέφτομαι το τώρα μετά που τόσα χρόνια και δε νιώθω καλά. Περπατούσαμε μέσα στο χωριό και ένας Μακαριακός είπε: «Θα φοούμαστε και τους πεθαμένους» και εννοούσε εμάς τους Ενωτικούς. Έπιασα τον, 16- 17 χρονών ήμουν, και έδωσα του ξύλο όσο εσήκωνε. Πήγε και ήβρεν τον πατέρα του, ο οποίος ήταν κουμπάρος «μυρωδικός» με το δικό μου. Ο πατέρας μου ήταν να με σκοτώσει και έφυγα που σπίτι. Τούτο ήταν το κλίμα που υπήρχε τότε.
Τούρκοι καταδρομείς μεταφέρονται με ελικόπτερα στον τ/κ θύλακα Κιόνελι
Η πιο έντονη στιγμή που έζησα στον πόλεμο ήταν όταν ήμασταν με τον Ισίδωρο μέσα στο σπίτι στη Κερύνεια και μπήκαν οι Τούρκοι. Το γεγονός ότι ζήσαμε πιστεύω οφείλεται σε θαύμα του Αγίου Νεκταρίου. Δε γίνεται να μπουν οι Τούρκοι μέσα στο σπίτι, να ψάξουν όλες τις κάμαρες εκτός απ’ εκείνη που κρυβόμασταν. Αν άνοιγαν ήταν όποιο πάρει ο χάρος. Με το που θα τους έβλεπα ήταν να τους παίξω δεν υπήρχε περίπτωση. Οι άλλοι όμως που ήταν απ’ έξω ήταν να μας καθαρίσουν.
Τώρα αν μου ξανάλεγα να πάω στα ΛΟΚ θα πήγαινα 100 φορές. Επιθυμώ να γυρίσω σ’ εκείνα τα χρόνια, γιατί δεν έκανα εκείνο που έπρεπε να κάνω. Έμεινε μου ένα παράπονο που χάσαμε την μισή Κύπρο άδικα τον αδίκων. Δεν πολέμησα να χορτάσω και έφυγα χωρίς σχεδόν να κάνω τίποτε.