
Πήρες τα λόγια μου,τα αντέγραψες,τα σκόρπισες παντού,τα ‘κανες δικά σου έτσι όπως ήθελα και λαχταρούσα,και για μια στιγμή χαμογέλασε η ψυχή μου και γυάλισαν τα μάτια μου.
Και πέρασε καιρός,κι ακόμα τα λόγια σφάζουν,μα δε μάτωσε κανείς.
Τη λευτεριά που λαχταρούσα,την έκανες κάλπη και ψευτικα χρώματα.
Και βάφεις τα λόγια μου με γκρίζο,αντί για το γαλάζιο.
Μα δε σου χάρισα τίποτα,κι ούτε θα σου χαρίσω.
Κράτα τα λόγια της στιγμής και κάνε τα κι εικόνες άμα θες,
μα αν δεν τα κάνεις σκέψη και πόνο κι οργή,να μην τα ξεστομίζεις.
Σου απαγορεύω!
Τα χέρια μου δεν τα ‘γραψαν,ψυχή είναι γεμάτα.
Και δάκρυα,για μένα πρώτα.
Σου απαγορεύω να προδώσεις τα δικά μου δάκρυα,τον δικό μου πόνο…
Σου απαγορεύω!!…μ ακούς;;
Δεν είμαι εγω κονταρι στη σημαία σου,ούτε τα λόγια μου τραγούδι σου είναι.
Είμαι όσα κουβαλάς ανέξοδα,είμαι η ηχώ που κάνεις πως δεν ακούς…Που άλλα λέει.κι άλλα φτάνουν στ αυτιά σου.
Κι όσα αφήνω χάρισμα,δεν τ άφησα σε σένα.
Τα αφήνω στη συνέχεια μου…
Σου απαγορεύω λοιπόν,να ψελλίζεις όσα είν’ ακόμα υγρά,με στόμφο ψεύτικο και ξύλινες σιωπές…
Αππελαίος