
Μαρτυρία λοχία Μανώλα Άγγελου του 2ου λόχου της 103 σειράς από την Καλάνδρα Χαλκιδικής:
«(…) Μετά τον ηρωικό θάνατο του διμοιρίτη μου αρχιλοχία Μπινάκη Γεώργιου εκτελούσα καθήκοντα προσωρινού διμοιρίτη μέχρι που ήρθε και ανέλαβε ο μόνιμος αρχιλοχίας Μπόσινας Παναγιώτης από την Καλαμάτα, ένα πραγματικό παλικάρι. Με κράτησε δίπλα του μέχρι την τελευταία στιγμή. όταν μετακινήθηκα για νερό μέσα στους καπνούς είδα και μίλησα για τελευταία φορά τον πατριώτη μου λοχαγό από τη Βάλτα Κασσάνδρας Σταμπουλή Βασίλειο. Τον είχε στείλει ο στρατοπεδάρχης αντισυνταγματάρχης Σταυρουλόπουλος να μας ρωτήσει αν έχουμε πυρομαχικά. Με φώναξε: «Μανώλα, γύρνα στο όρυγμά σου να προφυλαχθείς γιατί θα μείνεις σαν αγραφύλακας στην αμπουλιάνα (λιβάδι). Αφού με συμβούλεψε στα χαλκιδικιώτικα να φυλάγομαι, χάθηκε μέσα στους καπνούς να μιλήσει με τους αξιωματικούς του 2ου λόχου. Ήταν υπασπιστής του αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλου και μεγάλο παλικάρι.
Όταν αργότερα, την ίδια μέρα, εγώ σώθηκα και έμαθα ότι σκοτώθηκε ο λοχαγός, κάθησα κάτω από μια ελιά και έκλαψα σαν μικρό παιδί.»
Μαρτυρία του στρατιώτη του 2ου λόχου της ΕΛΔΥΚ Βλαχόπουλου Νίκου, από τη Λειβαδιά:
«(…) Στην ανηφόρα του κολλεγίου κουβαλούσε τον τραυματία Γιαρμή, από τη Συκιά Χαλκιδικής ο λοχίας του λόχου μας και φίλος μου Μανώλας Άγγελος, από την Καλάνδρα Χαλκιδικής, που ανήκε στη διμοιρία του Μπόσινα, προς το μέρος μας. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν, ζήτησε βοήθεια. Έτρεξε ο Γιαννέλης Αποστόλης από τον Άγιο Νικόλαο Χαλκιδικής και τον παρέλαβε αυτός. Τον έσερνε κυριολεκτικά, μέτρο-μέτρο. Όμως σε μια λακκούβα της ανηφόρας βαλλόμασταν από το 11ο Τ.Σ. Ο Γιαννέλης αγκαλιά με τον Γιαρμή έμειναν μέσα στη λακκούβα. Ο Μπαρλάς που περνούσε σερνάμενος δίπλα αλαφιασμένος λέει στον Γιαννέλη: «Μας έφαγαν τα σκυλιά, προχώρα!» Τότε ο Γιαννέλης ούρλιαζε, στον φίλο του Μπαρλά: «Έλα δω να βοηθήσεις και ας σκοτωθούμε όλοι μαζί. Εγώ δεν αφήνω τον φίλο μας εδώ αβοήθητο.» Έτσι βοήθησε και ο Μπαρλάς και ο Γιαρμής σώθηκε, αν και έφαγε και άλλη σφαίρα στο μπούτι.(…)»
Μαρτυρία του Λοχία ΕΛΔΥΚ Ευάγγελου Μπραουδάκη από τα Χανιά
«Στις 14 Αυγούστου 1974 βρίσκουν ηρωικό θάνατο 84 Ελλαδίτες πολεμιστές της ΕΛΔΥΚ. Τα τουρκικά τανκς μπαίνουν μέσα στο στρατόπεδο των Ελλήνων και γίνονται μάχες σώμα με σώμα.
Σκοτώνεται ο λοχαγός Σταυριανάκος καθώς σκοπεύει τον επικεφαλής άρματος με το περίστροφό του. Η βολή του πυροβόλου του τανκς τον αποκεφαλίζει. Δίπλα του σκοτώνονται ηρωικά μαχόμενοι οι Χανιώτες, Λοχίας Μιχάλης Χαιρετάκης του Λόχου Διοικήσεως Συντάγματος και ο Στρατιώτης Μάριος Βολακάκης, της Διμοιρίας Μηχανικού. Ο Διοικητής του στρατοπέδου δίδει διαταγή εγκατάλειψης του χώρου. Έτσι σώζονται οι υπόλοιποι από μία άνιση μάχη.
Σύμφωνα με Βρετανό δημοσιογράφο οι Τούρκοι έκοψαν τα κεφάλια 10 νεκρών Ελλαδιτών και τα εκθέσανε προς φωτογράφιση στην Πύλη της ΕΛΔΥΚ!»
Μαρτυρία του Στρτη ΕΛΔΥΚ,ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗ ΚΟΛΛΑΤΟΥ,απο την Μεσσηνία.
«Εκείνο το πρωί μας βρήκε, 370 αγρίμια, στρατιώτες κυκλωμένους στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. μέσα σε τρύπες, ορύγματα του στρατοπέδου. Την προηγούμενη ημέρα, είχαμε γράψει πρόχειρα γράμματα στους γονείς μας και σκεφτόμαστε ότι σε λίγες στιγμές η φονική σφαίρα που έγραφε το όνομά μας θα μας έβρισκε. Το προηγούμενο βράδυ πολλοί ορκιζόμαστε να πέσουμε μέχρι ενός, παρά να πάρουν το στρατόπεδο οι Τούρκοι. Σε λίγο η κόλαση της ΕΛ.ΔΥ.Κ. θα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Όλοι οι Ελδυκάριοι μείναμε, εκ των οποίων 59 Μεσσήνιοι, τίμησαν τη μάνα Ελλάδα, έγραψαν λαμπρές σελίδες ηρωισμού και αρκετοί, μαζί και 8 Μεσσήνιοι φίλοι μου, θάφτηκαν σαν άγνωστοι στρατιώτες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. ή ακόμα αγνοούνται.
Οι Τούρκοι έπεφταν από τα Ελληνικά πυρά, οπισθοχωρούσαν με τα άρματα, ξανάρχονταν και ξαναγυρνούσαν με απώλειες. Ο Δημήτρης ο Σιμίτας, πολεμούσε όρθιος, γυμνός από τη μέση και πάνω, ακάλυπτος, έβγαινε μόνος του έκανε επίθεση μόνος του, άδειαζε τις γεμιστήρες επάνω στου Τούρκους και φώναζε «Ελάτε ρε χέστηδες να δείτε τι θα πει Έλληνας!» Τρελαμένος από την κόλαση της μάχης μετά από πολλή ώρα έφαγε μία ριπή πολυβόλου από άρμα και έπεσε αγκαλιά με το πολυβόλο του.
Τα τραυματισμένα παιδιά από τις βόμβες Ναπάλμ, φώναζαν «Αδέρφια πεθαίνουμε, σηκωθείτε να μας βοηθήσετε». Εγώ, ο Θεμιστοκλής, ο Θανάσης και δυο-τρεις άλλοι συρθήκαμε προς τους τραυματισμένους. Άλλοι με κόκαλα κολλημένα στο παντελόνι χωρίς πόδι και άλλοι χτυπημένοι σε άλλα σημεία του σώματος, μας αγκάλισαν σαν διασώστες και συρθήκαμε μαζί αγκαλισμένοι προς το σημείο σωτηρίας. Με χιλιάδες σφαίρες πάνω από τα κεφάλια μας στο θερισμένο χωράφι, μετά από πολλή ώρα φθάσαμε στο αμαξοστάσιο, στα ορύγματα των Κυπρίων οι οποίοι παρέλαβαν τους τραυματίες και σωθήκαμε.
16 Αυγούστου 1974 ημέρα Παρασκευή. Φονικές μάχες στο στρατόπεδο της ΕΛ.ΔΥ.Κ.-Λήξη Τουρκικών επιχειρήσεων.Από τους 1.000 άνδρες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. είχαμε 44 νεκρούς, 63 αγνοούμενους και 150 βαριά τραυματίες. Ένας στους τέσσερεις ή σκοτώθηκε, ή χάθηκε ή τραυματίστηκε ! Αξίζει να αναφερθεί ότι από την Ιονική Τράπεζα εκτός από εμένα, πολέμησε και ευτυχώς διασώθηκε ο συνάδελφος Νίκος Παπακώστας του Καταστήματος ΙΛΤΕ Καλαμπάκας.
Από την Κύπρο φύγαμε στις 17-5-1975 και φθάσαμε με το οχηματαγωγό ΛΕΣΒΟΣ στις Κεχριές Κορινθίας, το μεσημέρι 21-5-1975. Όταν αποβιβαστήκαμε, κανένας αξιωματούχος του κράτους δεν φάνηκε να μας υποδεχτεί. Είχαν έρθει όμως κάποιοι τελωνιακοί για να μας ελέγξουν μήπως και φέραμε μαζί μας πράγματα για τα οποία έπρεπε να φορολογηθούμε! Φτάνοντας στο χωριό μου, Άμμος Μεσσηνίας, με το που αγκάλιασα τη μητέρα μου, από τη συγκίνηση λιποθύμησε στα χέρια μου. Ο πατέρας μου με αγκάλιασε με λυγμούς χαράς και δεν πίστευε ότι επέστρεψα. Σε λίγο το καφενείο του πατέρα μου γέμισε συγγενείς, γείτονες και συγχωριανούς, οι οποίοι με καλωσόριζαν με χαρά και επιφωνήματα ανακούφισης.»
